-Σαντά μ' δείξον τη δύναμη σ' την παλληκαρωσύνα σ',
κρατ' όσον το επορείς ολόρθα τα τουβάρα σ'.
-Άσπρεσσα δείσα τη Σαντάς, μακρύν τσαρτσάφ' τη νύφες,
παντοτεινέσσα σύντροφος, καλαδελφή της Σάντας,
σκέπα και καλοφύλαξον, όλα τ' εκέσ' τα μέρα
-Ο Ουρανόν Παράκλετος, ς' σα γόνατα θα ρούζω,
μη βρέχ' εκέσ' και μη βροντά, χαλάουν τα τουβάρα
και ρουζ' νε τ' οσπιτόπα μουν, τα μεσοχαλαγμένα
και τα μαρμαροσκέπαγα τ' έμορφα τα πεγάδα,
και ρουζ'νε τα Σκολεία μουν, τα τρανά τ' Εγκλησίας,
όθεν πουλία τη Θεού, ψάλλ'νε δοξολοΐας.
-Ήλε μ', καλέ μ', ολόχρυσε, που δις χαράν ς' σον Κόσμον,
έβγα κι εσύ ς' σην απαντήν, ταούτεψον τη δείσαν,
έβγα ς' σο "καλως όρισες", έβγα ς' σο "καλώς έρθες",
ποίσον εκέσ' καλά καιρούς, ηλέπορα ημέρας
και 'σείν ραχία υψηλά, πρασινογερανέα
και ρακανόπα χλοερά, τσιτσακαναλλαγμένα,
μανουσάκια και θύμπιρα και Παναΐας δάκρα
και τα τρεχούμενα νερά, ας σα πεγαδομμάτα'
όλα αναμενέστε την χαράν και την παρηγορίαν.
Προσκυνητάδες 'σ ση Σαντά θα 'ρχουνταν τα παιδία μ'
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Δείσα:ονομ. ενικ. του ουσ. η δείσα: η ομίχλη
Τσαρτσάφ' (το): το σεντόνι, από την τουρκική λέξη τσαρτσάφ
Καπ': επίρρημα, μήπως
Απαντή: αντ. εν. του ουσ. η απαντή: η προϋπάντηση
Ταούτεψον: προστ. του ρ. Tαoυτεύω (Toυρκ. dogitmak): διασκορπίζω
Εκέσ': επίρρημα, εκεί. σ' εκείνα τα μέρη
Ηλέπορα: πληθ. του επιθ. ηλέπορος: ευήλιος
Πρασινογερανέα: επιθ. σύνθετο από πράσινο και γερανέος: γαλαζοπράσινος
Ρακανόπον: υποκορ. του ουσιαστικού ρακάν: ραχούλα
Τσιτσακαναλλαγμένα: επιθ. σύνθετο από το τσιτσάκ (τουρκ.): λουλούδι
Μανουσάκια: πληθ. του ον. Μανουσάκ' (τουρκ. Menekse): μενεξές, άγρια βιολέτα
Θύμπρα: πληθ. του ον, Θύμπιρον (λατιν. thimbra): θυμάρι
Πεγαδομμάτα: πληθ. του σύνθετου από πεγάδ': πηγάδι, και ομμάτ' (μάτι): πηγή νερού
Προσκυνητάδες στη Σαντά θα ρθούνε τα παιδιά μου
Δείξε Σαντά, την δύναμη και την παλικαριά σου,
κράτησε όσο μπορείς τους τοίχους σου ολόρθους.
Άσπρη ομίχλη της Σαντάς, μακρύ πέπλο της νύφης,
παντοτινή συντρόφισσα, καλαδελφή της Σάντας,
σκέπασε και προστάτεψε, όλα εκεί τα μέρη.
Ο Ουρανός ο σπλαχνικός, στα γόνατα προσπέφτω,
να μη βρέχει, να μη βροντά και γκρεμιστούν οι τοίχοι
και πέσουν τα σπιτάκια μας, τα μισοχαλασμένα
και οι καμαροσκέπαστες, οι όμορφές μας βρύσες
και πέσουν τα Σχολεία μας, οι τρανές Εκκλησίες,
όπου πουλάκια του Θεού, ψέλνουν δοξολογίες.
Ήλιε, καλέ μου, ολόχρυσε, δίνεις χαρά στον Κόσμο,
έβγα στο «Καλώς όρισες», έβγα στο «Καλώς ήρθες»,
έβγα στην προϋπάντηση, σκόρπισε την ομίχλη,
κάνε εκεί καλό καιρό, ηλιόλουστες ημέρες.
Και σεις βουνά μου υψηλά, πρασινομπλέ στο χρώμα
κι οι ραχούλες οι χλοερές, λουλουδοστολισμένες,
μενεξέδες και «θύμπιρα και Παναΐας δάκρα».
Και τα τρεχούμενα νερά, από τις νερομάνες,
ας περιμένουν την χαρά και την παρηγορία.
Προσκυνητάδες θε να ’ρθουν, «’Σ σή Σαντά τα παιδία μ’».
Πόπη Τσακμακίδου - Κωτίδου
Φιλόλογος
κρατ' όσον το επορείς ολόρθα τα τουβάρα σ'.
-Άσπρεσσα δείσα τη Σαντάς, μακρύν τσαρτσάφ' τη νύφες,
παντοτεινέσσα σύντροφος, καλαδελφή της Σάντας,
σκέπα και καλοφύλαξον, όλα τ' εκέσ' τα μέρα
-Ο Ουρανόν Παράκλετος, ς' σα γόνατα θα ρούζω,
μη βρέχ' εκέσ' και μη βροντά, χαλάουν τα τουβάρα
και ρουζ' νε τ' οσπιτόπα μουν, τα μεσοχαλαγμένα
και τα μαρμαροσκέπαγα τ' έμορφα τα πεγάδα,
και ρουζ'νε τα Σκολεία μουν, τα τρανά τ' Εγκλησίας,
όθεν πουλία τη Θεού, ψάλλ'νε δοξολοΐας.
-Ήλε μ', καλέ μ', ολόχρυσε, που δις χαράν ς' σον Κόσμον,
έβγα κι εσύ ς' σην απαντήν, ταούτεψον τη δείσαν,
έβγα ς' σο "καλως όρισες", έβγα ς' σο "καλώς έρθες",
ποίσον εκέσ' καλά καιρούς, ηλέπορα ημέρας
και 'σείν ραχία υψηλά, πρασινογερανέα
και ρακανόπα χλοερά, τσιτσακαναλλαγμένα,
μανουσάκια και θύμπιρα και Παναΐας δάκρα
και τα τρεχούμενα νερά, ας σα πεγαδομμάτα'
όλα αναμενέστε την χαράν και την παρηγορίαν.
Προσκυνητάδες 'σ ση Σαντά θα 'ρχουνταν τα παιδία μ'
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Δείσα:ονομ. ενικ. του ουσ. η δείσα: η ομίχλη
Τσαρτσάφ' (το): το σεντόνι, από την τουρκική λέξη τσαρτσάφ
Καπ': επίρρημα, μήπως
Απαντή: αντ. εν. του ουσ. η απαντή: η προϋπάντηση
Ταούτεψον: προστ. του ρ. Tαoυτεύω (Toυρκ. dogitmak): διασκορπίζω
Εκέσ': επίρρημα, εκεί. σ' εκείνα τα μέρη
Ηλέπορα: πληθ. του επιθ. ηλέπορος: ευήλιος
Πρασινογερανέα: επιθ. σύνθετο από πράσινο και γερανέος: γαλαζοπράσινος
Ρακανόπον: υποκορ. του ουσιαστικού ρακάν: ραχούλα
Τσιτσακαναλλαγμένα: επιθ. σύνθετο από το τσιτσάκ (τουρκ.): λουλούδι
Μανουσάκια: πληθ. του ον. Μανουσάκ' (τουρκ. Menekse): μενεξές, άγρια βιολέτα
Θύμπρα: πληθ. του ον, Θύμπιρον (λατιν. thimbra): θυμάρι
Πεγαδομμάτα: πληθ. του σύνθετου από πεγάδ': πηγάδι, και ομμάτ' (μάτι): πηγή νερού
Προσκυνητάδες στη Σαντά θα ρθούνε τα παιδιά μου
Δείξε Σαντά, την δύναμη και την παλικαριά σου,
κράτησε όσο μπορείς τους τοίχους σου ολόρθους.
Άσπρη ομίχλη της Σαντάς, μακρύ πέπλο της νύφης,
παντοτινή συντρόφισσα, καλαδελφή της Σάντας,
σκέπασε και προστάτεψε, όλα εκεί τα μέρη.
Ο Ουρανός ο σπλαχνικός, στα γόνατα προσπέφτω,
να μη βρέχει, να μη βροντά και γκρεμιστούν οι τοίχοι
και πέσουν τα σπιτάκια μας, τα μισοχαλασμένα
και οι καμαροσκέπαστες, οι όμορφές μας βρύσες
και πέσουν τα Σχολεία μας, οι τρανές Εκκλησίες,
όπου πουλάκια του Θεού, ψέλνουν δοξολογίες.
Ήλιε, καλέ μου, ολόχρυσε, δίνεις χαρά στον Κόσμο,
έβγα στο «Καλώς όρισες», έβγα στο «Καλώς ήρθες»,
έβγα στην προϋπάντηση, σκόρπισε την ομίχλη,
κάνε εκεί καλό καιρό, ηλιόλουστες ημέρες.
Και σεις βουνά μου υψηλά, πρασινομπλέ στο χρώμα
κι οι ραχούλες οι χλοερές, λουλουδοστολισμένες,
μενεξέδες και «θύμπιρα και Παναΐας δάκρα».
Και τα τρεχούμενα νερά, από τις νερομάνες,
ας περιμένουν την χαρά και την παρηγορία.
Προσκυνητάδες θε να ’ρθουν, «’Σ σή Σαντά τα παιδία μ’».
Πόπη Τσακμακίδου - Κωτίδου
Φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου