Μεγάλος είναι ο ενθουσιασμός στην Κερασούντα -λεπτομερέστερη περιγραφή υπάρχει στο βιβλίο του Ιωάν. Παπαδοπούλου «Σελίδες από την Ιστορία της Κερασούντος» κλπ.- γίνεται σωστός συναγερμός του κόσμου και δοξολογία στη μητρόπολη, όπου ο δικηγόρος Παν. Ερμείδης, προσφωνεί την αποστολή του Ελληνικού Σταυρού:
«Ως ευ παρέστητε ομαίμονες αδελφοί, γνήσιοι απόγονοι των ημιθέων ηρώων της Αργούς, ήτις το δεύτερον ήδη από είκοσι και πέντε αιώνων προσορμίζεται εις την περικαλλή του Ξενοφώντος πόλιν.
Ως ευ παρέστητε άλκιμοι ήρωες του θρυλικού σκάφους, απεσταλμένοι του εν τη πόλει των Φωκαέων ευκλεούς και δεδοξασμένου τέκνου της προσφιλούς ημών Κερασούντος, κλεινού αρχηγού Ιάσονος!
Ως ευ παρέστητε, προσφιλείς Έλληνες, τότε μεν σύμβολον φέροντες τον εκπολιτιστικόν της ελαίας του Παρθενώνος κλάδον εξηπλώσατε τον πολιτισμόν, νυν δε δια του περικοσμούντος τα στήθη υμών Σταυρού, επιφέρατε την προσδοκωμένην εθνικήν απολύτρωσιν!
Ως ευ παρέστητε εαριναί χελιδόνες άδοντες και ψάλλοντες το «Χριστός ανέστη», φέροντες τον πύρινον ασπασμόν της μητρός Ελλάδος προς τα ευελπιστούντα τέκνα των ακτών του Πόντου.
»Ότε κατά τας αρχάς του Νοεμβρίου, έξαλλοι εκ χαράς και αγαλλιάσεως, τρίβοντες τα όμματα ημών, ανεγνώσαμεν την επίσκεψιν υμών εις την θρυλικήν βασιλίδα των πόλεων, την πόλιν του Βύζαντος, την πόλιν του Κωνσταντίνου, την πόλιν του Ιουστινιανού, ότε είδομεν ότι έπαυσε να κλαίη η Κυρά Δέσποινα, ότε τέλος πάντων επείσθημεν ότι επαληθεύει το «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι», έκτοτε ως έτεροι Ισραηλίται καθ’ εκάστην πρωίαν ατενίζομεν με εστραμμένα τα βλέμματα προς την θάλασσαν, ίνα ίδωμεν την με την κυανόλευκον πρωτοπορούσαν Αργώ υμών, και σπευσωμεν κολυμβώντες όπως ασπασθώμεν τας πτυχάς αυτής. Επί 457 όλα έτη μακράς δουλείας και τυραννίας, σκότους και ερέβους, διαδοχικώς αναμένομεν.
»...Σήμερον, επί τη ευοιώνω ταυτη ημέρα, τρίξουσιν από ιεράν συγκίνησιν τα εν τω προαυλίω του ιστορικού τούτου ναού της Αγίας Μεταμορφώσεως, υπό τον οβελίσκον οστά του αλήστου μνήμης Γεωργίου Κωνσταντινίδου πασά, πατρός του ήδη εν Παρισίοις αγωνιζομένου υπέρ της αποκαταστάσεως των Ποντίων Κ. Κωνσταντινίδου. Ούτος έχων παρά το πλευρόν αυτού τον μέγαν του γένους ελευθερωτήν, το χάρμα και την δόξαν της Ελλάδος, τον μέγαν Ελευθέριον Βενιζέλον, την φιλέλληνα Κλεμανσώ, τον εύαγγελιστήν Ου-ίλσωνα, τον Λόυδ Τζωρτζ, ευελπιστούμεν ότι θέλει επιτύχει των ιερών μας πόθων. Ζήτω ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός!... Ζήτω τοΈθνος!...».
Χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, σωστός χαλασμός Κυρίου. Ολόκληρη τη μέρα και τη νύχτα συνεχίστηκε το παραλήρημα τούτο της χαράς και «την επομένην από πρωίας μία ανθρωποπλημμύρα κατέκλυσε την πλατείαν και τας μαρμαρίνας σκάλας της νεοκτίστου Σχολής, της οποίας η πρόσοψις είχεν ήδη διακοσμηθή καταλλήλως και μέσα εις τον διάκοσμον αυτόν εκυμάτιζε μία πελώρια μεταξωτή ελληνική σημαία υπό τα βλοσυρά όμματα των Τούρκων».
Τα ίδια έγιναν και στην Τραπεζούντα κι ύστερα στις ρουσικές πόλεις Βατούμ, Σοχούμ, Νόβι, Αφόν, όπου συνέχισε το ταξίδι ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, για να προσφέρη τη βοήθειά του στα πλήθη της ποντιακής προσφυγιάς που βρίσκονταν μαζεμένα εκεί.
Αλλά μεγαλύτερους ακόμα ενθουσιασμούς προεκάλεσε το αντιτορπιλλικό «Βέλος», που τις ίδιες τούτες μέρες -Απρίλης του 1919- έφτανε στις παραλιακές πόλεις του Ευξείνου. Εδώ τα κανόνια του ελληνικού πολεμικού, η γαλανόλευκη και οι στολές των Ελλήνων αξιωματικών προκαλούσαν ακόμα μεγαλύτερη τρέλα του υπόδουλου Ελληνισμού, που πίστευε -και τόβλεπε άλλωστε- ότι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, τέλειωσε η ατέλειωτη νύχτα της σκλαβιάς και ξημέρωνε η λευτεριά.
Ας γυρίσω για λίγο στις παιδικές μου αναμνήσεις, που τις σταμάτησα στις μέρες ακριβώς που το «Βέλος» έφτασε στην Τραπεζούντα και κάποιος Τούρκος έβαψε μέσα στο αίμα τη γιορτή της υποδοχής των Ελλήνων αξιωματικών.
Είναι περίπου ο καιρός που βρίσκομαι υπαλληλάκος στα γραφεία της «Εποχής» του Νίκου Καπετανίδη και μεταφέρω τα χειρόγραφά του στο τυπογραφείο. Στα 1919 ο Καπετανίδης είναι μόλις 29 χρονών, εγώ, όμως, απ’ την ηλικία των 14 χρόνων τον βλέπω κι όλας σαν ένα μεγάλο, ώριμον άντρα και τούχω θαυμασμό απεριόριστο. Ο εκδότης της «Εποχής» είναι σχεδόν για μένα ένα είδωλο.
Τα γραφεία της εφημερίδας είναι στον κεντρικό δρόμο της αγοράς ανεβαίνεις σκάλες, προχωράς στο εσωτερικό και παραμέσα είναι κλεισμένος ο διευθυντής, πότε σκυμμένος στα χειρόγραφά του και πότε να συζητά ζωηρά, φωναχτά, για όλα τα προβλήματα του τόπου.
Άξαφνα το κουδούνι - ντιν, ντιν- και μια φωνή:
-Μίμη!
Απ’ το παραμέσα γραφείο όπου κάθομαι, τινάζομαι και τρέχω. Μου απλώνει τα χειρόγραφά του:
-Τρέχα!
Ο Νίκος Καπετανίδης είναι σ’ όλα του ένα νεύρο -αντίθετα ο αδελφός του ο Κώστας είναι ένας γαλήνιος και ήρεμος άνθρωπος που κρατά το Λογιστήριο της εφημερίδας και σηκώνει το βάρος των οικονομικών της «Εποχής». Δεν φαίνεται να είναι ανθηρά τα οικονομικά. Όχι σπάνια γίνεται αγώνας για να πληρωθή ο τυπογράφος, που καμιά φορά, μάλιστα, δηλώνει ότι αδυνατεί να συνεχίσει τη δουλειά γιατί οι εργάτες ζητούν να πληρωθούνε τα χρωστού-μενα. Οι οικονομικές δυσκολίες, όμως, δεν φαίνεται να κόβουν την ορμή και την ζέστα του εκδότη, που αγωνίζεται ασταμάτητα, παίρνοντας μέρος ενεργό στον κάθε αγώνα για το καλό του ελληνισμού και προ πάντων στο μεγάλο θέμα της ανεξαρτησίας του Πόντου.
Όταν μπαίνω στο γραφείο του ο Καπετανίδης είναι πάντα σκυμμένος με το πουκάμισο, το παπιγιόν, με τους αγκώνες απλωμένους και κάθε τόσο να βουτά την πέννα νευρικά στο μελανοδοχείο και να τρέχει ο κοντυλοφόρος πηδηχτά στο δημοσιογραφικό χαρτί. Το μέτωπο πλατύ, η φυσιογνωμία λίγο σκληρή, αδρά, ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του, έτσι που κάνει εντύπωση σαν μια προσωπικότητα που ξεχωρίζει. Έχει κι ένα νευρικό τικ, κάτι σαν γόγγυσμα ακούεται την ώρα που χαράζει τις γραμμές του.
Δημήτρης Ψαθάς
«Ως ευ παρέστητε ομαίμονες αδελφοί, γνήσιοι απόγονοι των ημιθέων ηρώων της Αργούς, ήτις το δεύτερον ήδη από είκοσι και πέντε αιώνων προσορμίζεται εις την περικαλλή του Ξενοφώντος πόλιν.
Ως ευ παρέστητε άλκιμοι ήρωες του θρυλικού σκάφους, απεσταλμένοι του εν τη πόλει των Φωκαέων ευκλεούς και δεδοξασμένου τέκνου της προσφιλούς ημών Κερασούντος, κλεινού αρχηγού Ιάσονος!
Ως ευ παρέστητε, προσφιλείς Έλληνες, τότε μεν σύμβολον φέροντες τον εκπολιτιστικόν της ελαίας του Παρθενώνος κλάδον εξηπλώσατε τον πολιτισμόν, νυν δε δια του περικοσμούντος τα στήθη υμών Σταυρού, επιφέρατε την προσδοκωμένην εθνικήν απολύτρωσιν!
Ως ευ παρέστητε εαριναί χελιδόνες άδοντες και ψάλλοντες το «Χριστός ανέστη», φέροντες τον πύρινον ασπασμόν της μητρός Ελλάδος προς τα ευελπιστούντα τέκνα των ακτών του Πόντου.
»Ότε κατά τας αρχάς του Νοεμβρίου, έξαλλοι εκ χαράς και αγαλλιάσεως, τρίβοντες τα όμματα ημών, ανεγνώσαμεν την επίσκεψιν υμών εις την θρυλικήν βασιλίδα των πόλεων, την πόλιν του Βύζαντος, την πόλιν του Κωνσταντίνου, την πόλιν του Ιουστινιανού, ότε είδομεν ότι έπαυσε να κλαίη η Κυρά Δέσποινα, ότε τέλος πάντων επείσθημεν ότι επαληθεύει το «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι», έκτοτε ως έτεροι Ισραηλίται καθ’ εκάστην πρωίαν ατενίζομεν με εστραμμένα τα βλέμματα προς την θάλασσαν, ίνα ίδωμεν την με την κυανόλευκον πρωτοπορούσαν Αργώ υμών, και σπευσωμεν κολυμβώντες όπως ασπασθώμεν τας πτυχάς αυτής. Επί 457 όλα έτη μακράς δουλείας και τυραννίας, σκότους και ερέβους, διαδοχικώς αναμένομεν.
»...Σήμερον, επί τη ευοιώνω ταυτη ημέρα, τρίξουσιν από ιεράν συγκίνησιν τα εν τω προαυλίω του ιστορικού τούτου ναού της Αγίας Μεταμορφώσεως, υπό τον οβελίσκον οστά του αλήστου μνήμης Γεωργίου Κωνσταντινίδου πασά, πατρός του ήδη εν Παρισίοις αγωνιζομένου υπέρ της αποκαταστάσεως των Ποντίων Κ. Κωνσταντινίδου. Ούτος έχων παρά το πλευρόν αυτού τον μέγαν του γένους ελευθερωτήν, το χάρμα και την δόξαν της Ελλάδος, τον μέγαν Ελευθέριον Βενιζέλον, την φιλέλληνα Κλεμανσώ, τον εύαγγελιστήν Ου-ίλσωνα, τον Λόυδ Τζωρτζ, ευελπιστούμεν ότι θέλει επιτύχει των ιερών μας πόθων. Ζήτω ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός!... Ζήτω τοΈθνος!...».
Χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, σωστός χαλασμός Κυρίου. Ολόκληρη τη μέρα και τη νύχτα συνεχίστηκε το παραλήρημα τούτο της χαράς και «την επομένην από πρωίας μία ανθρωποπλημμύρα κατέκλυσε την πλατείαν και τας μαρμαρίνας σκάλας της νεοκτίστου Σχολής, της οποίας η πρόσοψις είχεν ήδη διακοσμηθή καταλλήλως και μέσα εις τον διάκοσμον αυτόν εκυμάτιζε μία πελώρια μεταξωτή ελληνική σημαία υπό τα βλοσυρά όμματα των Τούρκων».
Βατούμ |
Αλλά μεγαλύτερους ακόμα ενθουσιασμούς προεκάλεσε το αντιτορπιλλικό «Βέλος», που τις ίδιες τούτες μέρες -Απρίλης του 1919- έφτανε στις παραλιακές πόλεις του Ευξείνου. Εδώ τα κανόνια του ελληνικού πολεμικού, η γαλανόλευκη και οι στολές των Ελλήνων αξιωματικών προκαλούσαν ακόμα μεγαλύτερη τρέλα του υπόδουλου Ελληνισμού, που πίστευε -και τόβλεπε άλλωστε- ότι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, τέλειωσε η ατέλειωτη νύχτα της σκλαβιάς και ξημέρωνε η λευτεριά.
Ας γυρίσω για λίγο στις παιδικές μου αναμνήσεις, που τις σταμάτησα στις μέρες ακριβώς που το «Βέλος» έφτασε στην Τραπεζούντα και κάποιος Τούρκος έβαψε μέσα στο αίμα τη γιορτή της υποδοχής των Ελλήνων αξιωματικών.
Είναι περίπου ο καιρός που βρίσκομαι υπαλληλάκος στα γραφεία της «Εποχής» του Νίκου Καπετανίδη και μεταφέρω τα χειρόγραφά του στο τυπογραφείο. Στα 1919 ο Καπετανίδης είναι μόλις 29 χρονών, εγώ, όμως, απ’ την ηλικία των 14 χρόνων τον βλέπω κι όλας σαν ένα μεγάλο, ώριμον άντρα και τούχω θαυμασμό απεριόριστο. Ο εκδότης της «Εποχής» είναι σχεδόν για μένα ένα είδωλο.
Τα γραφεία της εφημερίδας είναι στον κεντρικό δρόμο της αγοράς ανεβαίνεις σκάλες, προχωράς στο εσωτερικό και παραμέσα είναι κλεισμένος ο διευθυντής, πότε σκυμμένος στα χειρόγραφά του και πότε να συζητά ζωηρά, φωναχτά, για όλα τα προβλήματα του τόπου.
Άξαφνα το κουδούνι - ντιν, ντιν- και μια φωνή:
-Μίμη!
Απ’ το παραμέσα γραφείο όπου κάθομαι, τινάζομαι και τρέχω. Μου απλώνει τα χειρόγραφά του:
-Τρέχα!
Ο Νίκος Καπετανίδης είναι σ’ όλα του ένα νεύρο -αντίθετα ο αδελφός του ο Κώστας είναι ένας γαλήνιος και ήρεμος άνθρωπος που κρατά το Λογιστήριο της εφημερίδας και σηκώνει το βάρος των οικονομικών της «Εποχής». Δεν φαίνεται να είναι ανθηρά τα οικονομικά. Όχι σπάνια γίνεται αγώνας για να πληρωθή ο τυπογράφος, που καμιά φορά, μάλιστα, δηλώνει ότι αδυνατεί να συνεχίσει τη δουλειά γιατί οι εργάτες ζητούν να πληρωθούνε τα χρωστού-μενα. Οι οικονομικές δυσκολίες, όμως, δεν φαίνεται να κόβουν την ορμή και την ζέστα του εκδότη, που αγωνίζεται ασταμάτητα, παίρνοντας μέρος ενεργό στον κάθε αγώνα για το καλό του ελληνισμού και προ πάντων στο μεγάλο θέμα της ανεξαρτησίας του Πόντου.
Όταν μπαίνω στο γραφείο του ο Καπετανίδης είναι πάντα σκυμμένος με το πουκάμισο, το παπιγιόν, με τους αγκώνες απλωμένους και κάθε τόσο να βουτά την πέννα νευρικά στο μελανοδοχείο και να τρέχει ο κοντυλοφόρος πηδηχτά στο δημοσιογραφικό χαρτί. Το μέτωπο πλατύ, η φυσιογνωμία λίγο σκληρή, αδρά, ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του, έτσι που κάνει εντύπωση σαν μια προσωπικότητα που ξεχωρίζει. Έχει κι ένα νευρικό τικ, κάτι σαν γόγγυσμα ακούεται την ώρα που χαράζει τις γραμμές του.
Δημήτρης Ψαθάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου