Ερείπια, ελπίδες,όνειρα.. ΜΕΡΟΣ 1ο

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, αποφασίστηκε να σταλεί τμήμα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στον Πόντο για την παροχή ιατρικής περίθαλψης και βοήθειας στα θύματα των διωγμών. Επίσης η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε ν’ αναλάβει την μεταφορά των προσφύγων της Ρωσίας στις πατρίδες τους, έτσι ώστε να συγκεντρωθεί ότι απόμεινε απ’ τον πληθυσμό του Πόντου για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων της ανεξαρτησίας. 
ΒΕΛΟΣ

Για τον σκοπό αυτό διατάχτηκε το αντιτορπιλικό «Βέλος» με κυβερνήτη τον Διομήδη Πανά, να πλεύσει στις παραλιακές πόλεις του Ευξείνου και να μελετήσει επί τόπου την κατάσταση, όπως και τον τρόπο με τον οποίον θα μπορούσε να γίνει καλύτερα ο επαναπατρισμός.
Βαθύτατη συγκίνηση κι ενθουσιασμούς ακράτητους σήκωσαν στις πόλεις όπου εμφανίσθηκαν τα ελληνικά καράβια. Δάκρυα χαράς, ελπίδες κι όνειρα της ρημαγμένης ρωμιοσύνης προκαλούσαν η Ελληνική σημαία κι οι Έλληνες απ’ τη μητέρα Ελλάδα, που άπλωνε το χέρι της βοήθειας στους υπόδουλους αδελφούς.
Αλλά ποια ήταν η κατάσταση που βρίσκαν στον Πόντο; Μας την περιέγραψε ο δημοσιογράφος της «Πατρίδος» Α. Σκουλούδης, που ταξίδεψε με την αποστολή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, στις σχετικές ανταποκρίσεις του, που ύστερα τις έβγαλε σε βιβλίο με τον τίτλο ’’Έρημες χώρες, νεκρές πολιτείες". Ας ρίξουμε μια ματιά στις εντυπώσεις του:
«Ενα απόγευμα του Απριλίου -γράφει- έφευγε από τον Βόσπορον ένα μικρόν ατμόπλοιον, το «Ιωάννινα», με μερικά φορτία ορύζης, γάλακτος, καφέ, οσπρίων, ενδυμάτων, φαρμάκων. Ο αρχίατρος κ. Αντύπας επήγαινε με ιατρούς και νοσοκόμους της αποστολής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού δια να ιδρύση ιατρεία εις τον Πόντον και ο καθηγητής κ. Θ. Πετμεζάς ήθελε να διανείμη αυτοπροσώπως εις τους κατεστραμμένους Έλληνας της μακρινής εκείνης Ελλάδος, τα ολίγα είδη όπου το «ΠατριωτικόνΊδρυμα» τους έστελνε - μίαν σκέψιν συμπαθείας από το ελεύθερο κράτος.Ένας ευγενής τύπος αληθινού πατριώτου, ο Μ. Πινιάτογλου, πρόεδρος της Επιτροπής Ποντίων της Κωνσταντινουπόλεως, συνόδευε την αποστολήν. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω το ταξίδι εκείνο...».
Και να η πρώτη εντύπωση απ' τη Σινώπη:
«...Σώζεται μόνον το φρούριον, ο τουρκικός μαχαλάς. Η ελληνική συνοικία έχει ισοπεδωθή. Ερείπια ευρίσκονται εκεί όπου έως χθες ανθούσε ευτυχής η πολίχνη... Εις ένα από τα ολίγα σπίτια που εσώθησαν μας προσέφεραν καφέ. Η υπηρέτρια -μια υψηλή νέα έως 19 ετών προχωρεί σιγά-σιγά μέσα εις μίαν μαύρην ποδιάν, ανυπόδυτη, με τα μάτια κάτω, και με ένα ύφος ριγμένο από θλίψιν, που νομίζεις πως κλαίει διαρκώς. Σαν άλλη Τραγωδία προχωρεί αργά η «υπηρέτρια» με το δίσκο εις τα χέρια. Είναι πολύ επίσημη δια να είναι υπηρέτρια, αλλά και πολύ ταπεινή δια να είναι αρχόντισσα. Κι όμως είναι η μοναχοκόρη ενός πλουσίου της Σινώπης. Ο πατέρας της κι η μητέρα της απέθανον εις την εξορίαν. Εκείνη επέζησε, επανήλθε και εστάθη ξένη εμπρός εις τα ερείπια της πατρικής περιουσίας.Έμεινε στους πέντε δρόμους και η φιλάνθρωπη οικοδέσποινα της δίδει ένα μέρος από το υστέρημά της.

Η θλιβερά εικών της «υπηρέτριας» αυτής παριστάνει την κατάστασιν όλων των επανελθόντων Σινωπέων. Από την μικράν Σινώπην, όπου δεν υπάρχει τίποτε όπου να δυνηθή να μετριάσει την εντύπωσιν της καταστροφής λαμβάνει κανείς μίαν γενικήν ιδέαν της κολάσεως εις την οποίαν μετεβλήθησαν αυτά τα μέρη. Ήκουσα ζωηράς περιγραφάς των καταστροφών τούτων και ανέγνωσα τας απαισιωτέρας εκθέσεις. Ποτέ, όμως, δεν εφανταζόμην φρίκην όπως αυτή που προκαλεί η θέα των ζωντανών αυτών θυμάτων. Ο καθένας διηγείται την ιστορίαν του ως να μη είναι ιδική του ιστορία. Και ο καθείς είναι ήρως. Πρέπει να μην έχουν καρδίαν πλέον οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι εκυλίσθησαν εις τα βοδάμαξα ωσάν κτήνη και περιήλθον εις τον έσχατον εξευτελισμόν. Παιδιά καχεκτικά, λογικόν έξαλλον και υστερία. Γενεά καταδικασμένη. Και όμως όταν είδαν την ελληνικήν σημαίαν εις το πλοίον μας ήλθαν τα συντρίμματα αυτά εις την παραλίαν. Μας εδέχθησαν με ενθουσιασμόν σαν σταλμένους από τον Θεόν...
...Εις μίαν μικράν εκκλησίαν -την απομείνασαν- εψάλη δοξολογία μόλις εφθάσαμεν. Πτωχική η εκκλησία, πενιχρόν την θέαν το εκκλησίασμα. Ο μητροπολίτης Αμασείας προσφωνεί απλά, με ολίγα ενθουσιαστικά λόγια. Βλέπω γυναίκες να κλαίνε, γέρους να σκουπίζουν τα βουρκωμένα μάτια τους. Η συγκίνησις φθάνει και εις ημάς... Εις το σχολείον τα παιδιά τα ορφανά ψάλλουν τον εθνικόν ύμνον. Όλων τα ωχρά πρόσωπα χαίρουν. Δεν φαντάζεται κανείς τόσον ζωηρόν συνδυασμόν χαράς και πένθους...».
Σε δυο μέρες το καράβι φτάνει στην ηρωική και χαροκαμένη Σαμψούντα, την θρυλική Αμισό, που αγωνίστηκε αντρίκια με τα παλληκάρια της στα γύρω βουνά και πλήρωσε την ελληνική ψυχή και περηφάνεια της με το πιο λυσσασμένο μίσος των Τούρκων. Με συγκίνηση σημειώνει ο Αθηναίος δημοσιογράφος: «...Είναι εδώ η Ελλάς! Φεύγων δια τον Πόντον εφανταζόμην ότι απομακρύνομαι από την Ελλάδα. Εν τούτοις εδώ βλέπω ότι θα ηδυνάμην να είπω, «έρχομαι προς την Ελλάδα»! Η μεγάλη ελληνική καρδιά των κατοίκων λησμονεί προς στιγμήν το πένθος της και έρχεται να χαρή δια την άφιξιν των Ελλήνων αξιωματικών και της ελληνικής μερίμνης. Η χαρά των, όμως, δεν ημπορεί να κάλυψη την καταστροφήν. Ο μητροπολίτης είχεν εξορισθή από την επαρχίαν του, της οποίας τώρα επανελθών προσπαθεί να θεραπεύση τας καταστροφάς. Γύρω της Σαμψούντος υπάρχουν 200 ελληνικά χωριά τελείως ερειπωμένα. Εις την περιφέρειαν Πάφρας κατεστράφησαν ακόμη 150 χωριά, των οποίων τα νεκρά θεμέλια εμαύριζαν εις τις ράχες των λόφων καθώς περνούσαμε το πρωί από μακρυά περιπλέοντας τις «μπάσες» της Αμασείας. Από την παραλίαν Πάφρας-Αμισού εξετοπίσθησαν περί τας 75.000 Ελλήνων. Εκ τούτων επανήλθον εις αναλογίαν 25 επί τοις εκατόν. Οι λοιποί δεν υπάρχουν πλέον... Και όμως εκεί, πέραν από το κονάκι του βαλή κυβερνά τον τόπον αυτόν ακόμη το ίδιον έθνος όπου προεκάλεσε όλον αυτόν τον σπαραγμόν. Σήμερον ακόμη τα στίφη των τουρκικών ληστοσυμμοριών οργιάζουν εις τα βάθη της Ασίας...».
Κερασούντα

Το ταξίδι συνεχίζεται και ο Αθηναίος δημοσιογράφος φτάνοντας στην Κερασούντα σημειώνει: «Από ερειπίου εις ερείπιον, αλλά και από ενθουσιασμού εις ενθουσιασμόν. Πόσον αυτά τα θύματα των οποίων από τριημέρου μελετώμεν τας συμφοράς, μας κάνουν να πιστεύωμεν διαρκώς εις την εθνικήν αθανασίαν και μας δεικνύουν ότι όσον και αν το σώμα επλήγη, η ψυχή παρέμεινεν πάντα ακέραια και άθικτος. Εις την Κερασούντα αι εκδηλώσεις είναι αφελέστεραι και εγκάρδιοι. Δεν εφαντάζετο κανείς τόσην καταστροφήν εις τον Πόντον, όπου δεν εφαντάζετο κανείς ίσως και τόσην ελληνικότητα μετά την καταστροφήν. Πώς οι άνθρωποι αυτοί κατορθώνουν να διατηρούν ακμαιοτάτην την εθνικήν συναίσθησιν! Έχουν ένα πατριωτισμόν αγνόν και απέριττον... είναι Έλληνες... θέλουν την Ελλάδα, διότι ποθούν να ζήσουν ήσυχοι και ελεύθεροι και κλαίουν από συγκίνησιν όταν μας βλέπουν...».

Δημήτρης Ψαθάς

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah