Έμαθα πως θα πάμε για τροφές, το Τεκέκιοϊ ήταν εμπόδιο στις κινήσεις μας και στον ανεφοδιασμό μας, ευχαρίστως όμως έλαβα μέρος σ’ αυτή την αποστολή.
Ήταν η πρώτη μου εξόρμηση, σ’ αυτήν είχαν πάρει μέρος τριακόσιοι οπλισμένοι και αποφασισμένοι να βρούνε τροφή, να ζήσουν τα γυναικόπαιδα. Έγινε η πρώτη αποστολή και τελείωσε ευνοϊκά. Βέβαια, αυτά όλα γίνονταν τη νύχτα γιατί τις μέρες ήμασταν κρυμμένοι, χαμένοι, ούτε τσιγάρο δεν μπορούσες ν’ ανάψεις, ούτε δυνατά να μιλάς.
Το ψωμί μας ήταν το «πιλεκί», ήταν ψωμί σκληρό και βαρύ. Φέραμε την πρώτη αποστολή εις αίσιον πέρας. Αυτοί μας κυνήγησαν κάμποσο, αλλά οι αγελάδες και τ’ άλλα ζώα που φέρναμε μαζί μας προχώρησαν.
Το Τεκέκιοϊ ήταν ωστόσο καρφί, ήταν σφήνα, δεν ήταν μόνο το ζήτημα των τροφών, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ελιγμούς, γιατί το Τεκέκιοϊ μας ήταν μεγάλο εμπόδιο. Διότι το αντάρτικο χρειάζεται να κάνει ελιγμούς. Διότι δεν μπορεί να δώσει μάχη, παραπάνω από μια δυο ώρες, το πολύ, το πιο γερό παλικάρι, γιατί παραπάνω από εκατό με εκατόν είκοσι σφαίρες δεν μπορεί να κουβαλάει μαζί του. Πρέπει, λοιπόν, να «τελειώσει τη δουλειά του», να φύγει και να έχει και σφαίρες μαζί του, για ενδεχόμενη άλλη μάχη. Δεν επιτρέπεται να ρίξει άσκοπες σφαίρες, γι’ αυτό πρέπει να φύγει, να τραβήξει τον εχθρό στη θέση του. Να βρεθεί στα πλάγια του, από εκεί που ήταν μπροστά του, ή να βρεθεί πίσω του.
Το Τεκέκιοϊ, λοιπόν, απεδείχθη ότι ήταν για μας μεγάλο εμπόδιο σ’ αυτές τις κινήσεις μας, γι’ αυτό πάρθηκε η απόφαση να το εξοντώσουμε! Να φύγει από κει , γιατί ήταν κέντρο ανεφοδιασμού και γιατί υπήρχαν τακτικά τριακόσιοι ως τετρακόσιοι άνθρωποι ,δηλαδή Τούρκοι ένοπλοι, για το λόγο ότι περιφρουρούσαν τα τουρκικά χωριά προς τα κάτω, το Τσενίκι κ.ά.
Αλλά στο Τεκέκιοϊ, που ήταν και κέντρο πρώτου ανεφοδιασμού και καταυλισμού του τουρκικού στρατού, έρχονταν ο τακτικός στρατός, για να επιτεθεί εναντίον των ανταρτών, σε ορισμένες εποχές και σε κατάλληλες στιγμές. Γι’ αυτό έπρεπε, για την ασφάλειά μας και για τους ελιγμούς μας, να το εξαφανίσουμε. Εν τω μεταξύ έγινε η αποστολή για τη Ρωσία. Αφού λοιπόν έγινε η σχετική συζήτηση για το Τεκέκιοϊ και συγκέντρωσαν τους άντρες, που νόμιζαν αρκετούς, γύρω στους οκτακόσιους, μια βραδιά, αφού προηγουμένως είχαμε διαμοιραστεί σε τέσσερις ομάδες, ξεκινήσαμε για το Τεκέκιοϊ.
Οι καπετάνιοι πήραν τα συνθήματα τους. Την πρώτη μέρα πήραμε τις χρειαζούμενες πληροφορίες από τις σκοπιές μας και πήγαμε στις προφυλακές, από κάθε κοντινό μας καπε-τανιλίκι. Είχαμε πάρει καμιά εικοσαριά παλληκάρια, άλλοι εκατό, άλλοι εκατόν είκοσι, καμουφλαριστήκαμε καλά και άμα λάβαμε από τους κατασκόπους μας τις πληροφορίες για τις δυνάμεις του εχθρού και για όλη την προπαρασκευή του μέσα στην πόλη, γιατί οι καπεταναίοι δεν κάναν τίποτα άλλο, από το να κατασκοπεύουν όλες τις κινήσεις του, πήραμε την απόφαση στις δύο από τα μεσάνυχτα να γίνει η επίθεση. Περικυκλώσαμε τον τόπο, μπλοκάραμε όλες τις μεριές και κάναμε φωλιές φωλιές.
Ο Παπούλαγας έπιασε το δρόμο της Αμισού, με τα παληκάρια του. Άλλος, από το δρόμο δυο ώρες μακριά έπιασε το δρόμο του Μπεϊουκλή και πενήντα το δρόμο του Τσαρτσαμπά. Το σύνθημα ήταν ότι με πέντε τουφεκιές θα βάζαμε μπρος (το τουφεκίδι). Ρίχνονται οι πέντε τουφεκιές! Γίνεται αλαλαγμός, φωνές ακούγονταν: «Παιδιά επάνω τους!»
Ακούγονταν τραγούδια, ενθουσιασμός και τότε ορμήσαμε, προχωρήσαμε και βάζαμε, από τη μέθη του ενθουσιασμού μας, φωτιά. Δεν βρίσκαμε αντίσταση και φτάσαμε στο κέντρο! Προχώρησαν και από το δρόμο του Μπεϊκλή, οι Τούρκοι ρίχνανε με τα κανόνια, ρίχνανε με τα τουφέκια, αλλά εμείς δεν βρίσκαμε καμιά αντίσταση. Μόνο που οι Τούρκοι στρατιώτες, θα ’ταν τριακόσιοι με τριακόσιοι πενήντα, ταμπουρώθηκαν στα χαρακώματα.
Η πυρκαϊά φούντωσε! Γυναίκες, άντρες και παιδιά στριγγλίζανε. Τα σπίτια ανάβανε κι όλος αυτός ο έξαλλος κόσμος ήθελε να φύγει κατά τον Τσαρτσαμπά, προς τα Τουρκοχώρια.
Ήξεραν πως, οι αντάρτες, κατέβαιναν από το αντίθετο μέρος και εκεί κατά σωρούς σκότωναν οι δικοί μας, με εγγλέζικα επαναληπτικά, που έπαιρναν εννιά σφαίρες. Τόσο ειδικευμένοι ήταν, που αυτά καταντούσαν μυδραλιοβόλα. Κατά χιλιάδες τους σκότωναν, ήταν αδύνατον να ξεφύγει κανείς. Και έβλεπες το μπουλούκι, με φωνές και αλαλαγμούς να πέφτει από το μέρος των ανταρτών, γιατί φανταζόταν ότι από κει θα ξέφευγε. Όμως, από όπου και να πήγαινε η ίδια τύχη τους περίμενε, τρόπος για να σωθούν οι κάτοικοι του Τεκέκιοϊ δεν υπήρχε, έτσι ήταν γραφτό να γίνει.
Τα σπίτια καιόντουσαν. Οι μόνοι που μείναν στο κέντρο της πόλης ήταν οι στρατιώτες, που πολεμούσαν, σαν λυσσασμένα σκυλιά. Πολλές φορές τους φωνάζαμε να παραδοθούν και απαντούσαν με βρισιές και με βλαστήμιες. Βέβαια αυτό δεν μπορώ να το αποδώσω στην αντριά τους και στο πολεμικό τους μέλλον, γιατί οι Τούρκοι, είναι γνωστό πως είναι ψευτοπαληκαράδες και ότι κερδίζουν το αποκτούνε μόνο από την πονηριά τους. Αλλά στη μάχη του Τεκέκιοϊ ήξεραν καλά ότι, όπως και να ’χε το πράγμα, η μάχη ήταν χαμένη γι’ αυτούς. Και έτσι δύσκολη όπως ήταν η θέση τους συνέχιζαν να παρασταίνουν, πως ήταν παλληκάρια.
Η μάχη συνεχιζόταν. Ούτε εμείς φτάναμε στο κέντρο, ούτε και αυτοί μπορούσαν να ξεμυτίσουν. Για μας όμως, οι ώρες που περνούσαν ήταν ζημιά. Η μάχη των ανταρτών δεν πρέπει να κρατήσει παραπάνω από μια, δυο ώρες, γιατί εκατό με εκατόν είκοσι σφαίρες μόνο κουβαλά απάνω του κάθε αντάρτης. Δεν έχει τα μετόπισθεν να του προμηθεύσουν υλικό πολέμου, δεν μπορούσαν να τραβήξουν τους τραυματίες που αιμορραγούσαν, όσο περνούσαν οι ώρες, πεινούσαν κιόλας και ο ήλιος ήταν κατακόρυφος.
Αλλά η μάχη δεν έπαιρνε τέλος, όσο δεν φτάναμε στο κέντρο, ο προορισμός δεν εκπληρωνόταν.
Παράλληλα είχε συμβεί κάτι το απρόοπτο αναμεταξύ μας. Η αριστερή πλευρά, η προς την Αμισό, προχωρούσε και ζύγωνε το κέντρο. Οι αντάρτες του Καράπερτσιν από τις σκοπιές, από τα υψωματάκια ρίχνουν! Οι φωτιές και οι φωνές γίνανε κουβάρια! Ρίχνανε, χωρίς να ξεχωρίζουν και να διακρίνουν, χτυπούσαν το κέντρο και χτυπούσαν εμάς! Χάσαμε μ’ αυτόν τον τρόπο ακριβώς! Εγώ πολεμούσα πίσω από ένα χοντρό στυλό, που ήταν τέσσερις φορές σαν το κορμί μου, ταμπουρωμένος εκεί με τρεις-τέσσερις άλλους.
Και άκουγες: «Κώστα το νου σου!», «Γιορίκα από κει όρμησε! Χτύπησέ τον!» Εκεί που πολεμούσαμε χτυπιόμαστε ξαφνικά από πίσω, ακούστηκε «ωχ η μέση μου!» Βρε μπας και μας κύκλωσαν οι Τούρκοι και έρχονταν οι σφαίρες στον στύλο και τινάζονταν οι πέτρες; Αλλά δεν ήταν αυτό. Από μπρος μας χτυπούσαν οι Τούρκοι και από πίσω χτυπιόμασταν από τους δικούς μας. Δίπλα μου ακριβώς ήταν ένας από το Κλέσκιοϊ, Αναστάσιος ήταν το όνομά του, νεοπαντρεμένος, ένα καλότατο παλικάρι. Ακριβώς στη σπονδυλική του στήλη, στο κάτω μέρος, έφαγε τη σφαίρα! Σε μια στιγμή μου λέει: «Δήμο, χτυπήθηκα! Μη μ’ αφήνεις!» και κάπως λησμόνησε τη μάχη, σηκώθηκε και κάνει να πιάσει την πληγή του και τρώει μια σφαίρα στο χέρι, από τους Τούρκους.
Σε μια στιγμή βλέπω τον άνισο αγώνα, ένας σκοτώθηκε δίπλα μου, άλλος σκοτώθηκε πιο κει, ο κίνδυνος, η φύση, σε σπρώχνει και σου λέει: «άλλαξε θέση!»
Για μια στιγμή παίρνω τ’ άρματά τους, αυτός ήταν ένας όρος, που έπρεπε να εκπληρωθεί κι εκεί που έπαιρνα και τα όπλα του Αναστάσιου μου λέει: «Δήμο μη μ’ αφήνεις! Πάρε με Δήμο!» Προσπάθησα να τον τραβήξω σ’ ένα κατάλληλο μέρος, τον φορτώθηκα και ήθελα να τον πάω μέσα στη ρεματιά. Το ’ριξα όξω, σκέφτηκα, ότι ήταν άνισος αγώνας και δεν θα ’χε τέλος. Με βλέπει ο Ζαχαρίας και μου λέει: «Τι κάνεις! Πέταξε τον κάτω και πιάσε πρόχωμα!»
Επειδή ήθελα να τον ρίξω σε ασφαλές μέρος, δεν το ’κανα, ούτε μπορούσα να του φωνάζω. Ο Ζαχαρίας ακούστηκε πάλι: «Θα σε σκοτώσω! Πέταξε τον!» Φωνάζω και του λέω: «Τι γίνεται; Πού είναι οι δικοί μας;» και αναγκάζομαι να πιάσω άλλο πόστο.
Η κατάσταση συνεχιζόταν έτσι, χιλιάδες σφαίρες πέφτανε και οι φωνές και το κακό συνεχίζονταν. Παίρνουν μήνυμα οι καπεταναίοι, ότι ο τούρκικος στρατός έφτασε στο Κεριζλίκι (Μοναστήρι Άγιος Γεώργιος) και μας ειδοποιούν ότι θ’ αποτραβηχτούμε, γιατί οι Τούρκοι κοντεύουν να φτάσουν στο ίδιο και από αυτή την πλευρά.
Από όλες τις πλευρές έρχεται τουρκικός στρατός. Εμείς εκεί που πολεμούμε δεν το ξέρουμε, αυτοί όμως, οι πιο όξω, που παρακολουθούνε, οι αγγελιοφόροι που ξέρουν όλη την κίνηση, το μαθαίνουν. Πώς να τραβηχτούμε από το δέντρο, την πέτρα και το κάθε λογής πρόχωμα, είναι εύκολο; Συγκεντρώνονται τετρακόσιοι ως πεντακόσιοι και αφού φτάσαν σ’ ένα ορισμένο σημείο, από το ψήλωμα, ρίχνουν στο κέντρο, για να μας καλύψουν, να μπορέσουμε να φύγουμε. Εμείς σερνόμαστε σιγά σιγά, πιάνουμε τις ρεματιές με χίλιες προφυλάξεις και ρίχνουμε χωρίς να σηκώνουμε το κεφάλι μας, για να μη μας δούνε. Μ’ αυτόν τον τρόπο φτάσαμε στα λημέρια μας.
Αφού πήρα τον φίλο μου από το ρέμα, σιγά σιγά, τσακισμένος, κουρασμένος, μέσα στα αίματα, είχα και τα εξαρτήματα και τα πολεμοφόδια του στο λαιμό μου κρεμασμένα. Έφτασε σούρουπο και έφτασα στις σκοπιές ο τελευταίος όταν άρχισε το σκοτάδι. Ο φίλος μου αιμορραγούσε, βογγούσε, με έλουσε στο αίμα και μου ’λεγε: «Άσε με Δήμο, άσε με να πεθάνω!». Και εγώ έκανα κουράγιο, να τον κουβαλήσω, μπας και τον σώσω. Αντώνη μάλλον τον λέγανε.
Μόλις έφτασα στις σκοπιές μου είπε: «Άσε με Δήμο...». Εκεί, τον άφησα, γιατί κι εγώ απόκαμα. Οι δικοί μας ρίχνανε ακόμη, γιατί περίμεναν να γλυτώσουν κι οι τελευταίοι αντάρτες. Μόλις τον άφησα κάτω, σε είκοσι λεπτά, σωριάστηκε και ξεψύχησε. Έφαγε την σφαίρα του θανάτου από τους δικούς μας και άλλη μια από τους Τούρκους στο χέρι και δεν άντεξε. Τον θάψανε όπως όπως, χωρίς παπά και χωρίς δάκρυα.
Εκεί που καρτερούσαμε για τους τελευταίους κάθισα σ’ ένα παράμερο τόπο και αναλογιζόμουν. Έβλεπα το δρόμο στο σούρουπο έβλεπα το Τεκέκιοϊ να καίγεται και θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, που χτυπούσαν οι καμπάνες της εκκλησίας. Την κίνηση του εμπορίου του Τεκέκιοϊ, τις χαρές των αγοραστών, που παίρναν πασμάδες, για να ντύσουν τα παιδιά τους.
θυμόμουνα τις νυφάδες που βάζαν στα καλάθια τα αυγά, τα τσουρέκια, τα δώρα. Θυμούμαι, που έρχονταν τα κάρα, οι βοϊδάμαξες και αδειάζανε το μέλι, το βούτυρο και στο γυρισμό, δεν είχε φόβο τη νύχτα, μου έλεγε ο Θόδωρος, που ήταν τώρα καπετάνιος, σαν τον έβρισκα στην αγορά και μέρα μεσημέρι: «Δήμο, κάτσε να ξεπουλήσω, να πάμε μαζί, με το κάρο, στης μάνας σου το χωριό».
Έπαιρνε καμιά δεκαριά φραντζόλες, γιατί οι χωριάτες είχαν αδυναμία στου παζαριού το ψωμί, έπαιρνε κάτι χοντρές χωριάτικες καραμέλες, πράσινες ή κόκκινες, χοντροκομμένες, που οι μπογιές τους βγαίνανε στα χείλη μας και στα άντερά μας. Όταν τις τρώγαμε, ώρες ολόκληρες φτύναμε χρώματα.
Ευχαριστημένοι, χαρούμενοι από την ανταλλαγή και τη δουλειά, που έκανα, ανεβαίναμε απάνω στη βοϊδάμαξα και τραβούσαμε για το Κέρπισλι, εφτά οχτώ ώρες απόσταση. Ξεκινούσαμε με το πέσιμο του ήλιου και κατά τα ξημερώματα φτάναμε εκεί. Η πρώτη δουλειά πριν ξεκινήσουμε ήταν να λαδώσει, με αγνό βούτυρο, τον άξονα της βοϊδάμαξας. Το τρίξιμο του άξονα τον νοιώθουν σαν κελάιδημα και ακούγεται από δύο ώρες απόσταση. Αυτοί που το κατέχουνε καμαρώνουνε. Ακουγότανε και τα καινούργια κουδούνια και οι αγκράφες και δίνανε ένα τόνο, για μένα αστείο και για τον Θόδωρο σοβαρό. Και διασχίζαμε το δρόμο, για το Κέρπισλι, το χωριό του και το χωριό της μάνας μου, που το λέγανε Ατσούσογι, που θα πει πικρό νερό.
Μιλούσαμε, καλαμπουρίζαμε και καμιά φορά, στο δρόμο, παλεύαμε ποιος θα νικήσει τον άλλον.
Πολλές φορές, όταν πηγαίναμε στο χωριό, άμα άκουγε το αμάξι του να κελαϊδεί μέσα σ’ εκείνη την άγρια τη ρύση (έπαιρνε κουράγιο. Δάση από εδώ, δάση από εκεί, γάου! γόου! τα σκυλιά, οι λύκοι χιλιάδες, ούρλιαζαν: oυ...oυ...ου...ου...! Εγώ ξαφνιαζόμουν, ανατρίχιαζα, ήμουν αμάθητος, δεν ήμουν χωριατόπουλο και τότε μόνο, το κάρο, μας έδινε θάρρος, που κύλαγε υπερήφανα στο δρόμο βγάζοντας εκείνο τον ήχο σαν να μας έλεγε: μη φοβόσαστε, είμαστε εδώ!
Σαν να αισθανόταν την ανησυχία μου, ο Θόδωρος και με το κεντρί στο χέρι φώναζε άγρια τα ζώα του, να προχωρούν. Και ένα άλλο, που με φόβιζε ήταν κάτι, σαν μύγες, που πετούσαν πάνω στο κεφάλι και έβγαζαν φωτιά. Βρε Θόδωρε τι είναι αυτά; Από δέκα λεπτά, μισή ώρα και ένα τέταρτο μακριά φέγγανε. «Δεν είναι τίποτα, μύγες είναι!». «Ντε...ε» έλεγε στα βόδια του και άρχιζε να τραγουδά:
Εγώ είμαι ένας γεμενιτζής*
με δύο βελονόπα
γυρίζω νύχταν και μέραν
τσουμπίζω τα κορτσόπα.
Κορτσόπα ντο τερήτε με
νυφόπα ντο γελάτε
σεβντάν ντο εν κι ξέρετε
τσαχιλίκ* * κι γρικάτε.
Σεβντάν ντο λένε παίδϊα
άμον θολόν ποτάμ’ εν’
πη λουζ’ απέσ’ ατ’ αρρωστέν
πη πιν’ ατ’ αποθάνει.
Ας σην πολ’ εσουμαρλάιζα***
έναν βαρέλ’ καρφία.
Θα περ’ ατά και κρου’ ατά
ση νύφες την καρδίαν.
'Λοι εμέν μάνα, 'λοι εμέν
' λοι εμέν θ’ αποθάνω
πασκίμ**** ντo είμαι ατζαμής
κ’ ατώρα να μαθάνω.
Τραγουδώντας έτσι, ως τα ξημερώματα, φτάναμε στο σπίτι μας.
Δημοσθένης Κελεκίδης
* Γεμενιτζής: σημαίνει παπουτσής γεμενιών.
** Τσαχιλίκ ή τσαχαλίκ, σημαίνει χωρίς πείρα, μικρός.
*** Εσουμαρλάιζα, σημαίνει παράγγειλα.
**** Πασκίμ, σημαίνει μήπως.
Ήταν η πρώτη μου εξόρμηση, σ’ αυτήν είχαν πάρει μέρος τριακόσιοι οπλισμένοι και αποφασισμένοι να βρούνε τροφή, να ζήσουν τα γυναικόπαιδα. Έγινε η πρώτη αποστολή και τελείωσε ευνοϊκά. Βέβαια, αυτά όλα γίνονταν τη νύχτα γιατί τις μέρες ήμασταν κρυμμένοι, χαμένοι, ούτε τσιγάρο δεν μπορούσες ν’ ανάψεις, ούτε δυνατά να μιλάς.
Το ψωμί μας ήταν το «πιλεκί», ήταν ψωμί σκληρό και βαρύ. Φέραμε την πρώτη αποστολή εις αίσιον πέρας. Αυτοί μας κυνήγησαν κάμποσο, αλλά οι αγελάδες και τ’ άλλα ζώα που φέρναμε μαζί μας προχώρησαν.
Το Τεκέκιοϊ ήταν ωστόσο καρφί, ήταν σφήνα, δεν ήταν μόνο το ζήτημα των τροφών, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ελιγμούς, γιατί το Τεκέκιοϊ μας ήταν μεγάλο εμπόδιο. Διότι το αντάρτικο χρειάζεται να κάνει ελιγμούς. Διότι δεν μπορεί να δώσει μάχη, παραπάνω από μια δυο ώρες, το πολύ, το πιο γερό παλικάρι, γιατί παραπάνω από εκατό με εκατόν είκοσι σφαίρες δεν μπορεί να κουβαλάει μαζί του. Πρέπει, λοιπόν, να «τελειώσει τη δουλειά του», να φύγει και να έχει και σφαίρες μαζί του, για ενδεχόμενη άλλη μάχη. Δεν επιτρέπεται να ρίξει άσκοπες σφαίρες, γι’ αυτό πρέπει να φύγει, να τραβήξει τον εχθρό στη θέση του. Να βρεθεί στα πλάγια του, από εκεί που ήταν μπροστά του, ή να βρεθεί πίσω του.
Το Τεκέκιοϊ, λοιπόν, απεδείχθη ότι ήταν για μας μεγάλο εμπόδιο σ’ αυτές τις κινήσεις μας, γι’ αυτό πάρθηκε η απόφαση να το εξοντώσουμε! Να φύγει από κει , γιατί ήταν κέντρο ανεφοδιασμού και γιατί υπήρχαν τακτικά τριακόσιοι ως τετρακόσιοι άνθρωποι ,δηλαδή Τούρκοι ένοπλοι, για το λόγο ότι περιφρουρούσαν τα τουρκικά χωριά προς τα κάτω, το Τσενίκι κ.ά.
Αλλά στο Τεκέκιοϊ, που ήταν και κέντρο πρώτου ανεφοδιασμού και καταυλισμού του τουρκικού στρατού, έρχονταν ο τακτικός στρατός, για να επιτεθεί εναντίον των ανταρτών, σε ορισμένες εποχές και σε κατάλληλες στιγμές. Γι’ αυτό έπρεπε, για την ασφάλειά μας και για τους ελιγμούς μας, να το εξαφανίσουμε. Εν τω μεταξύ έγινε η αποστολή για τη Ρωσία. Αφού λοιπόν έγινε η σχετική συζήτηση για το Τεκέκιοϊ και συγκέντρωσαν τους άντρες, που νόμιζαν αρκετούς, γύρω στους οκτακόσιους, μια βραδιά, αφού προηγουμένως είχαμε διαμοιραστεί σε τέσσερις ομάδες, ξεκινήσαμε για το Τεκέκιοϊ.
Οι καπετάνιοι πήραν τα συνθήματα τους. Την πρώτη μέρα πήραμε τις χρειαζούμενες πληροφορίες από τις σκοπιές μας και πήγαμε στις προφυλακές, από κάθε κοντινό μας καπε-τανιλίκι. Είχαμε πάρει καμιά εικοσαριά παλληκάρια, άλλοι εκατό, άλλοι εκατόν είκοσι, καμουφλαριστήκαμε καλά και άμα λάβαμε από τους κατασκόπους μας τις πληροφορίες για τις δυνάμεις του εχθρού και για όλη την προπαρασκευή του μέσα στην πόλη, γιατί οι καπεταναίοι δεν κάναν τίποτα άλλο, από το να κατασκοπεύουν όλες τις κινήσεις του, πήραμε την απόφαση στις δύο από τα μεσάνυχτα να γίνει η επίθεση. Περικυκλώσαμε τον τόπο, μπλοκάραμε όλες τις μεριές και κάναμε φωλιές φωλιές.
Ο Παπούλαγας έπιασε το δρόμο της Αμισού, με τα παληκάρια του. Άλλος, από το δρόμο δυο ώρες μακριά έπιασε το δρόμο του Μπεϊουκλή και πενήντα το δρόμο του Τσαρτσαμπά. Το σύνθημα ήταν ότι με πέντε τουφεκιές θα βάζαμε μπρος (το τουφεκίδι). Ρίχνονται οι πέντε τουφεκιές! Γίνεται αλαλαγμός, φωνές ακούγονταν: «Παιδιά επάνω τους!»
Ακούγονταν τραγούδια, ενθουσιασμός και τότε ορμήσαμε, προχωρήσαμε και βάζαμε, από τη μέθη του ενθουσιασμού μας, φωτιά. Δεν βρίσκαμε αντίσταση και φτάσαμε στο κέντρο! Προχώρησαν και από το δρόμο του Μπεϊκλή, οι Τούρκοι ρίχνανε με τα κανόνια, ρίχνανε με τα τουφέκια, αλλά εμείς δεν βρίσκαμε καμιά αντίσταση. Μόνο που οι Τούρκοι στρατιώτες, θα ’ταν τριακόσιοι με τριακόσιοι πενήντα, ταμπουρώθηκαν στα χαρακώματα.
Η πυρκαϊά φούντωσε! Γυναίκες, άντρες και παιδιά στριγγλίζανε. Τα σπίτια ανάβανε κι όλος αυτός ο έξαλλος κόσμος ήθελε να φύγει κατά τον Τσαρτσαμπά, προς τα Τουρκοχώρια.
Ήξεραν πως, οι αντάρτες, κατέβαιναν από το αντίθετο μέρος και εκεί κατά σωρούς σκότωναν οι δικοί μας, με εγγλέζικα επαναληπτικά, που έπαιρναν εννιά σφαίρες. Τόσο ειδικευμένοι ήταν, που αυτά καταντούσαν μυδραλιοβόλα. Κατά χιλιάδες τους σκότωναν, ήταν αδύνατον να ξεφύγει κανείς. Και έβλεπες το μπουλούκι, με φωνές και αλαλαγμούς να πέφτει από το μέρος των ανταρτών, γιατί φανταζόταν ότι από κει θα ξέφευγε. Όμως, από όπου και να πήγαινε η ίδια τύχη τους περίμενε, τρόπος για να σωθούν οι κάτοικοι του Τεκέκιοϊ δεν υπήρχε, έτσι ήταν γραφτό να γίνει.
Τα σπίτια καιόντουσαν. Οι μόνοι που μείναν στο κέντρο της πόλης ήταν οι στρατιώτες, που πολεμούσαν, σαν λυσσασμένα σκυλιά. Πολλές φορές τους φωνάζαμε να παραδοθούν και απαντούσαν με βρισιές και με βλαστήμιες. Βέβαια αυτό δεν μπορώ να το αποδώσω στην αντριά τους και στο πολεμικό τους μέλλον, γιατί οι Τούρκοι, είναι γνωστό πως είναι ψευτοπαληκαράδες και ότι κερδίζουν το αποκτούνε μόνο από την πονηριά τους. Αλλά στη μάχη του Τεκέκιοϊ ήξεραν καλά ότι, όπως και να ’χε το πράγμα, η μάχη ήταν χαμένη γι’ αυτούς. Και έτσι δύσκολη όπως ήταν η θέση τους συνέχιζαν να παρασταίνουν, πως ήταν παλληκάρια.
Η μάχη συνεχιζόταν. Ούτε εμείς φτάναμε στο κέντρο, ούτε και αυτοί μπορούσαν να ξεμυτίσουν. Για μας όμως, οι ώρες που περνούσαν ήταν ζημιά. Η μάχη των ανταρτών δεν πρέπει να κρατήσει παραπάνω από μια, δυο ώρες, γιατί εκατό με εκατόν είκοσι σφαίρες μόνο κουβαλά απάνω του κάθε αντάρτης. Δεν έχει τα μετόπισθεν να του προμηθεύσουν υλικό πολέμου, δεν μπορούσαν να τραβήξουν τους τραυματίες που αιμορραγούσαν, όσο περνούσαν οι ώρες, πεινούσαν κιόλας και ο ήλιος ήταν κατακόρυφος.
Αλλά η μάχη δεν έπαιρνε τέλος, όσο δεν φτάναμε στο κέντρο, ο προορισμός δεν εκπληρωνόταν.
Παράλληλα είχε συμβεί κάτι το απρόοπτο αναμεταξύ μας. Η αριστερή πλευρά, η προς την Αμισό, προχωρούσε και ζύγωνε το κέντρο. Οι αντάρτες του Καράπερτσιν από τις σκοπιές, από τα υψωματάκια ρίχνουν! Οι φωτιές και οι φωνές γίνανε κουβάρια! Ρίχνανε, χωρίς να ξεχωρίζουν και να διακρίνουν, χτυπούσαν το κέντρο και χτυπούσαν εμάς! Χάσαμε μ’ αυτόν τον τρόπο ακριβώς! Εγώ πολεμούσα πίσω από ένα χοντρό στυλό, που ήταν τέσσερις φορές σαν το κορμί μου, ταμπουρωμένος εκεί με τρεις-τέσσερις άλλους.
Και άκουγες: «Κώστα το νου σου!», «Γιορίκα από κει όρμησε! Χτύπησέ τον!» Εκεί που πολεμούσαμε χτυπιόμαστε ξαφνικά από πίσω, ακούστηκε «ωχ η μέση μου!» Βρε μπας και μας κύκλωσαν οι Τούρκοι και έρχονταν οι σφαίρες στον στύλο και τινάζονταν οι πέτρες; Αλλά δεν ήταν αυτό. Από μπρος μας χτυπούσαν οι Τούρκοι και από πίσω χτυπιόμασταν από τους δικούς μας. Δίπλα μου ακριβώς ήταν ένας από το Κλέσκιοϊ, Αναστάσιος ήταν το όνομά του, νεοπαντρεμένος, ένα καλότατο παλικάρι. Ακριβώς στη σπονδυλική του στήλη, στο κάτω μέρος, έφαγε τη σφαίρα! Σε μια στιγμή μου λέει: «Δήμο, χτυπήθηκα! Μη μ’ αφήνεις!» και κάπως λησμόνησε τη μάχη, σηκώθηκε και κάνει να πιάσει την πληγή του και τρώει μια σφαίρα στο χέρι, από τους Τούρκους.
Σε μια στιγμή βλέπω τον άνισο αγώνα, ένας σκοτώθηκε δίπλα μου, άλλος σκοτώθηκε πιο κει, ο κίνδυνος, η φύση, σε σπρώχνει και σου λέει: «άλλαξε θέση!»
Για μια στιγμή παίρνω τ’ άρματά τους, αυτός ήταν ένας όρος, που έπρεπε να εκπληρωθεί κι εκεί που έπαιρνα και τα όπλα του Αναστάσιου μου λέει: «Δήμο μη μ’ αφήνεις! Πάρε με Δήμο!» Προσπάθησα να τον τραβήξω σ’ ένα κατάλληλο μέρος, τον φορτώθηκα και ήθελα να τον πάω μέσα στη ρεματιά. Το ’ριξα όξω, σκέφτηκα, ότι ήταν άνισος αγώνας και δεν θα ’χε τέλος. Με βλέπει ο Ζαχαρίας και μου λέει: «Τι κάνεις! Πέταξε τον κάτω και πιάσε πρόχωμα!»
Επειδή ήθελα να τον ρίξω σε ασφαλές μέρος, δεν το ’κανα, ούτε μπορούσα να του φωνάζω. Ο Ζαχαρίας ακούστηκε πάλι: «Θα σε σκοτώσω! Πέταξε τον!» Φωνάζω και του λέω: «Τι γίνεται; Πού είναι οι δικοί μας;» και αναγκάζομαι να πιάσω άλλο πόστο.
Η κατάσταση συνεχιζόταν έτσι, χιλιάδες σφαίρες πέφτανε και οι φωνές και το κακό συνεχίζονταν. Παίρνουν μήνυμα οι καπεταναίοι, ότι ο τούρκικος στρατός έφτασε στο Κεριζλίκι (Μοναστήρι Άγιος Γεώργιος) και μας ειδοποιούν ότι θ’ αποτραβηχτούμε, γιατί οι Τούρκοι κοντεύουν να φτάσουν στο ίδιο και από αυτή την πλευρά.
Από όλες τις πλευρές έρχεται τουρκικός στρατός. Εμείς εκεί που πολεμούμε δεν το ξέρουμε, αυτοί όμως, οι πιο όξω, που παρακολουθούνε, οι αγγελιοφόροι που ξέρουν όλη την κίνηση, το μαθαίνουν. Πώς να τραβηχτούμε από το δέντρο, την πέτρα και το κάθε λογής πρόχωμα, είναι εύκολο; Συγκεντρώνονται τετρακόσιοι ως πεντακόσιοι και αφού φτάσαν σ’ ένα ορισμένο σημείο, από το ψήλωμα, ρίχνουν στο κέντρο, για να μας καλύψουν, να μπορέσουμε να φύγουμε. Εμείς σερνόμαστε σιγά σιγά, πιάνουμε τις ρεματιές με χίλιες προφυλάξεις και ρίχνουμε χωρίς να σηκώνουμε το κεφάλι μας, για να μη μας δούνε. Μ’ αυτόν τον τρόπο φτάσαμε στα λημέρια μας.
Αφού πήρα τον φίλο μου από το ρέμα, σιγά σιγά, τσακισμένος, κουρασμένος, μέσα στα αίματα, είχα και τα εξαρτήματα και τα πολεμοφόδια του στο λαιμό μου κρεμασμένα. Έφτασε σούρουπο και έφτασα στις σκοπιές ο τελευταίος όταν άρχισε το σκοτάδι. Ο φίλος μου αιμορραγούσε, βογγούσε, με έλουσε στο αίμα και μου ’λεγε: «Άσε με Δήμο, άσε με να πεθάνω!». Και εγώ έκανα κουράγιο, να τον κουβαλήσω, μπας και τον σώσω. Αντώνη μάλλον τον λέγανε.
Μόλις έφτασα στις σκοπιές μου είπε: «Άσε με Δήμο...». Εκεί, τον άφησα, γιατί κι εγώ απόκαμα. Οι δικοί μας ρίχνανε ακόμη, γιατί περίμεναν να γλυτώσουν κι οι τελευταίοι αντάρτες. Μόλις τον άφησα κάτω, σε είκοσι λεπτά, σωριάστηκε και ξεψύχησε. Έφαγε την σφαίρα του θανάτου από τους δικούς μας και άλλη μια από τους Τούρκους στο χέρι και δεν άντεξε. Τον θάψανε όπως όπως, χωρίς παπά και χωρίς δάκρυα.
Εκεί που καρτερούσαμε για τους τελευταίους κάθισα σ’ ένα παράμερο τόπο και αναλογιζόμουν. Έβλεπα το δρόμο στο σούρουπο έβλεπα το Τεκέκιοϊ να καίγεται και θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, που χτυπούσαν οι καμπάνες της εκκλησίας. Την κίνηση του εμπορίου του Τεκέκιοϊ, τις χαρές των αγοραστών, που παίρναν πασμάδες, για να ντύσουν τα παιδιά τους.
θυμόμουνα τις νυφάδες που βάζαν στα καλάθια τα αυγά, τα τσουρέκια, τα δώρα. Θυμούμαι, που έρχονταν τα κάρα, οι βοϊδάμαξες και αδειάζανε το μέλι, το βούτυρο και στο γυρισμό, δεν είχε φόβο τη νύχτα, μου έλεγε ο Θόδωρος, που ήταν τώρα καπετάνιος, σαν τον έβρισκα στην αγορά και μέρα μεσημέρι: «Δήμο, κάτσε να ξεπουλήσω, να πάμε μαζί, με το κάρο, στης μάνας σου το χωριό».
Έπαιρνε καμιά δεκαριά φραντζόλες, γιατί οι χωριάτες είχαν αδυναμία στου παζαριού το ψωμί, έπαιρνε κάτι χοντρές χωριάτικες καραμέλες, πράσινες ή κόκκινες, χοντροκομμένες, που οι μπογιές τους βγαίνανε στα χείλη μας και στα άντερά μας. Όταν τις τρώγαμε, ώρες ολόκληρες φτύναμε χρώματα.
Ευχαριστημένοι, χαρούμενοι από την ανταλλαγή και τη δουλειά, που έκανα, ανεβαίναμε απάνω στη βοϊδάμαξα και τραβούσαμε για το Κέρπισλι, εφτά οχτώ ώρες απόσταση. Ξεκινούσαμε με το πέσιμο του ήλιου και κατά τα ξημερώματα φτάναμε εκεί. Η πρώτη δουλειά πριν ξεκινήσουμε ήταν να λαδώσει, με αγνό βούτυρο, τον άξονα της βοϊδάμαξας. Το τρίξιμο του άξονα τον νοιώθουν σαν κελάιδημα και ακούγεται από δύο ώρες απόσταση. Αυτοί που το κατέχουνε καμαρώνουνε. Ακουγότανε και τα καινούργια κουδούνια και οι αγκράφες και δίνανε ένα τόνο, για μένα αστείο και για τον Θόδωρο σοβαρό. Και διασχίζαμε το δρόμο, για το Κέρπισλι, το χωριό του και το χωριό της μάνας μου, που το λέγανε Ατσούσογι, που θα πει πικρό νερό.
Μιλούσαμε, καλαμπουρίζαμε και καμιά φορά, στο δρόμο, παλεύαμε ποιος θα νικήσει τον άλλον.
Πολλές φορές, όταν πηγαίναμε στο χωριό, άμα άκουγε το αμάξι του να κελαϊδεί μέσα σ’ εκείνη την άγρια τη ρύση (έπαιρνε κουράγιο. Δάση από εδώ, δάση από εκεί, γάου! γόου! τα σκυλιά, οι λύκοι χιλιάδες, ούρλιαζαν: oυ...oυ...ου...ου...! Εγώ ξαφνιαζόμουν, ανατρίχιαζα, ήμουν αμάθητος, δεν ήμουν χωριατόπουλο και τότε μόνο, το κάρο, μας έδινε θάρρος, που κύλαγε υπερήφανα στο δρόμο βγάζοντας εκείνο τον ήχο σαν να μας έλεγε: μη φοβόσαστε, είμαστε εδώ!
Σαν να αισθανόταν την ανησυχία μου, ο Θόδωρος και με το κεντρί στο χέρι φώναζε άγρια τα ζώα του, να προχωρούν. Και ένα άλλο, που με φόβιζε ήταν κάτι, σαν μύγες, που πετούσαν πάνω στο κεφάλι και έβγαζαν φωτιά. Βρε Θόδωρε τι είναι αυτά; Από δέκα λεπτά, μισή ώρα και ένα τέταρτο μακριά φέγγανε. «Δεν είναι τίποτα, μύγες είναι!». «Ντε...ε» έλεγε στα βόδια του και άρχιζε να τραγουδά:
Εγώ είμαι ένας γεμενιτζής*
με δύο βελονόπα
γυρίζω νύχταν και μέραν
τσουμπίζω τα κορτσόπα.
Κορτσόπα ντο τερήτε με
νυφόπα ντο γελάτε
σεβντάν ντο εν κι ξέρετε
τσαχιλίκ* * κι γρικάτε.
Σεβντάν ντο λένε παίδϊα
άμον θολόν ποτάμ’ εν’
πη λουζ’ απέσ’ ατ’ αρρωστέν
πη πιν’ ατ’ αποθάνει.
Ας σην πολ’ εσουμαρλάιζα***
έναν βαρέλ’ καρφία.
Θα περ’ ατά και κρου’ ατά
ση νύφες την καρδίαν.
'Λοι εμέν μάνα, 'λοι εμέν
' λοι εμέν θ’ αποθάνω
πασκίμ**** ντo είμαι ατζαμής
κ’ ατώρα να μαθάνω.
Τραγουδώντας έτσι, ως τα ξημερώματα, φτάναμε στο σπίτι μας.
Δημοσθένης Κελεκίδης
* Γεμενιτζής: σημαίνει παπουτσής γεμενιών.
** Τσαχιλίκ ή τσαχαλίκ, σημαίνει χωρίς πείρα, μικρός.
*** Εσουμαρλάιζα, σημαίνει παράγγειλα.
**** Πασκίμ, σημαίνει μήπως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου