ΕΠΕΤΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ η του Αντιγόνου νήσος η και Αντιγόνεια αποκαλουμένη, δεύτερη ως προς τη θέση και τρίτη σε έκταση των εννέα Προποντίδων. Κατά τον Ζωναρά, ήταν ευρύτερα γνωστή στην αρχαιότητα ως Πάνορμος, «διά τον πανταχόθεν κεκλεισμένον ευλί-μενον ορμίσκον, ου έμπροσθεν επικάθηται η μικρά και έρημος νήσος Πίτα, ασφαλίζουσα τον λιμένα από των βορειοανατολικών ανέμων».
Ο λεβαντίνος Alexandre Timoni ισχυρίζεται πως την «του Αντιγόνου» προσωνυμία όφειλε το νησί στον Δημήτριο Πολιορκητή, όταν το 311 π.Χ. στην εκστρατεία εναντίον των Λυσιμάχου και Κασσάνδρου, «προς μνήμην του πατρός αυτού μετωνόμασε την νήσον εις Αντιγονείαν ή του Αντιγόνου». Κατά μία τρίτη εκδοχή αποδίδεται η τοπωνυμία στον γιο του καίσαρα και κουροπαλάτη Βάρδα, τον Αντίγονο, ο οποίος κατά τον 9ο αιώνα είχε κτήμα και προάστειό του «την Πάνορμον νήσον». Τη γνώμη αυτή υιοθετούν Σκαρλάτος ο Βυζάντιος και ο πολύς Χουρμούζης, αν και κατά τον Janin «είναι αδύνατο να καταλήξει κάποιος σε βέβαιο συμπέρασμα, καθώς ουδεμία συναντάται μαρτυρία στα αρχαία κείμενα ως προς το ερώτημα αυτό».
Ο Χασιώτης παρομοιάζει την Αντιγόνη με «κώνον ημίτομον», στου οποίου την «τετμημένη» κορυφή δεσπόζει το «εξαίσιον και ιστορικόν» οροπέδιο του Χριστού, όπου ορθωνόταν περίτρανη από τα χρόνια της αυτοκρατορίας Βασιλείου του Μακεδόνος η ιστορική μονή της θεοκορυφώτου.
Το οροπέδιο αυτό, με τα 170 μέτρα ύψος του, αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο βουνό των Πριγκηπονήσων και απολήγει σε απότομους κάθετους κρημνούς, οι οποίοι «άχρι της κορυφής τραχυνόμενοι» σχηματίζουν τη χαρακτηριστική εδώ κατακόρυφη και απόκρημνη νότια πλευρά του νησιού. Οι ξένοι ταξιδευτές, εντυπωσιασμένοι το θέαμα των ερειπίων της Θεοκορυφώτου, που τα παρομοίαζαν από μακριά με πύργο, αποκαλούσαν και κατέγραφαν στους πορτολάνους τους την Αντιγόνη ως Burgo ενώ οι Οθωμανοί την έλεγαν Bergus και Burgaz ada, ovομασία που επικράτησε ώς τις μέρες μας.
Ο Hammer ταυτίζει τον πύργο αυτό με το Panormum Castrum που, όπως λέει, υπήρχε εδώ κατά την αρχαιότητα: ένα καστέλι με διπλά τείχη κτισμένα από σίδερο ανάμεικτο με χαλκό, στη βορεινή καστρόπορτα του οποίου υψωνόταν στήλη με κιονόκρανο που παρουσίαζε «κεφαλή γυναικεία αμφιπρόσωπη ή, κατ' άλλους, ωραΐζετο η πύλη διά τίνος γυναικείου αγάλματος δικεφάλου». Στον χάρτη του Pin reis καταγράφεται το νησί ως BurgazlE ada, καστρονησίδα, ενώ την αποκαλούσαν οι Τούρκοι και Bog az adasE ή Bog azlE ada, από τα στενά κανάλια, τα μπογάζια ανάμεσα σ' αυτή και τα γειτονικά της νησιά.
Η χώρα Αντιγόνης κατείχε ανέκαθεντα ευπρόσιτα ανατολικά μέρη της νήσου, τα προς την παραλίαν, όπου δύο αυτοσχέδιοι μώλοι προστάτευαν, από τα βυζαντινά χρόνια, το πάνορμο αραξοβόλι της.Ήταν ο «ασφαλής μέσα λιμήν», στον βόρειο μώλο του οποίου θα κτιζόταν αργότερα κρηπίδωμα και βαπορόσκαλα, ενώ τον νότιο κατέλαβαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι εγκαταστάσεις του ναυτικού ομίλου της Αντιγόνης.
Ο Pierre Gylli περιγράφει το 1545 την νήσον «... την οποίαν οι Έλληνες της σήμερον αποκαλούν Αντίγονον» και το παραθαλάσσιο χωριό της. «Γύρω απ' αυτό» σημειώνει, «υπάρχουν μερικά αμπέλια, ενώ τα υπόλοιπα μέρη του νησιού, το οποίο είναι γενικά βραχώδες, καλύπτονται από αγριαγκαθιές, κουμαριές, δενδρολίβανα, βαλανιδιές και λάβδανα».
Στην κορυφή του συνέχιζε τα χρόνια εκείνα να δεσπόζει και να λειτουργεί η μονή της Θεοκορυφώτου. Τη μικρή πολιτεία και τον πύργο της, που τον θέλει κτισμένο «παρά τη θάλασσα επάνω σε βράχους», περιγράφει το 1641 και ο Evliya Celebi. Το νησί ήταν, λέει, κατοικημένο και καλλιεργημένο. Οι Ρωμιοί του κάτοικοι, «πλούσιοι ρεΐζηδες και καραβοκυραίοι», είχαν μια ωραία εκκλησία, τριακόσια περίπου σπίτια περιστοιχισμένα με αμπέλια και περιβόλια, και πολλά πηγάδια με πόσιμο νερό. Η εκκλησία, στην οποία αναφέρεται ο Τούρκος ταξιδευτής, είναι η εκκλησία τού Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, κτίσμα των ύστατων βυζαντινών αιώνων, που ανακαινίζεται ή μερικώς ανεγείρεται τα χρόνια εκείνα από τους Χιοπολίτες, τους εγκατεστημένους στο νησί κατά τις αρχές του 17ου αιώνα.
Ο ναός πιθανότατα καθολικό βυζαντινού μοναστηριού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη μνήμη του ιερού Μεθοδίου,του ομολογητού και πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Στα αρχαία θεμελια της σημερινής εκκλησίας, που αποτελεί κτίσμα των νεωτέρων χρόνων, σώζεται υπόγεια κρύπτη, φυλακή, όπου κατά την παράδοση ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Τραυλός ενέκλεισε τον πατριάρχη, αφού τον καταδίκασε στην ποινή της μαστιγώσεως, πράξη που είχε πραγματοποιηθεί δημοσίως με επτακόσια χτυπήματα. Ημιθανής και με συνθλιμμένη τη γνάθα, κατά τους ιστοριογράφους, μεταφέρθηκε στην Αντιγόνη, όπου και παρέμεινε έγκλειστος για επτά ολόκληρα χρόνια στη φυλακή αυτή μαζί με δύο άλλους ληστές. Αργότερα η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, κατά την επιθυμία του Ομολογητού, έκτισε επί της κρύπτης εκκλησία, οι αψίδες της οποίας διακρίνονται σήμερα ενσωματωμένες στο νεώτερο κτίσμα που αποτελεί ενοριακό ναό της κοινότητας των νησιωτών.
Κατά τους ιστορικούς, το μοναστήρι της κορυφής ανήγειρε πρώτος ο αυτοκράτωρ Βασίλειος ο Μακεδών (867-886), επ' ονόματι της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Αργότερα, από τους ενασκούμενους εδώ πατέρες, μετονομάστηκε σε Μονή της Θεοκορυφώτου. «Τούτο δηλούται», κατά τον Κωνστάντιο, «από τινων σημειωμάτων περιεχομένων εις χειρόγραφα εκ μεμβράνης Ελλήνων συγγραφέων». Ο περίβολος της μονής, της οποίας το καθολικό: πιθανότατα είχε καταλάβει τη θέση αρχαίου ναού του Διός, επεκτεινόταν σε όλο «το επάνω μέρος του βουνού» και όριζε το μεγαλύτερο μέρος του νησιού, που αποτελούσε ιδιοκτησία της μονής με όλα τα βουνά και πευκοδάση του, πλην των πέριξ της χώρας κήπων και αμπελώνων. Κατά τον σοφό Πατριάρχη «... και επί της αντικρύ Ασιατικής παραλίας εκέκτητο το μοναστήριον αυτό κτήματα πολλά».
Η μονή, στην οποία ο αυτοκράτωρ Ρωμανός Λεκαπηνός περιόρισε το 921 τον Μάγιστρο Στέφανο και την οποία κατονομάζει στο χρυσόβουλλό του Μανουήλ ο Κομνηνός, συνέχιζε να λειτουργεί και στους μετά την Αλωση χρόνους, μέχρι το 1630, οπότε «κατασκορπίστηκε διά πυρίτιδος» κατόπιν εντολής του Σουλτάνου, «φανέντων εν νυκτί ραμαζανίου εκ της Πόλεως των φώτων της περιφοράς του Επιταφίου». Λίγα χρόνια αργότερα Δοσίθεος ο Ιεροσολύμων (1669-1707) θα αναφέρει ότι «κατά το της νήσου Αντιγόνης ανώτατον» υπήρχε ναός παλαιός, «νυν δ' ερείπιον» και κινστέρνες τρεις «θαύματος όντος άξιαι».
Ένα μεγάλο μέρος από το υλικό του αρχαίου καθολικού μεταχειρίστηκαν οι κάτοικοι κατά την ανέγερση του Αγίου Ιωάννου της χώρας και πολλά μάρμαρα μεταφέρθηκαν αργότερα στον Καρύπη, που είναι αποδεδειγμένο πως στο μεγαλύτερο μέρος του κτίστηκε από τα κατάλοιπα της Θεοκορυφώτου. Με ό,τι απέμενε στην κορυφή του νησιού ο Χουρμούζιος Τριανταφύλλου έκτισε αργότερα και το πενιχρό εκκλησίδιο που σώζεται ώς τις μέρες μας και του οποίου τα εγκαίνια είχαν πραγματοποιηθεί στις 24 Αυγούστου του 1869. Ο τάφος του νέου κτήτορα βρίσκεται δίπλα στον νότιο τοίχο του ναΐσκου.
Από τη χώρα Αντιγόνης και «έμπροσθεν του Αγίου Ιωάννου», δρόμος αμαξιτός ξεκινά για το δεύτερο μοναστήρι του νησιού, τον Αγιο Γεώργιο τον επονομαζόμενο Καρύπη. Θεμελειωμένο το «μονύδριο» σε ήρεμη και ειδυλλιακή κατηφοριά που αντικρίζει την Πρώτη, στην άκρη μιας εύφορης πλαγιάς την οποία κάλυπταν άλλοτε περιβόλια και αμπελώνες, εντυπώσιαζε με τον όγκο του στην ακατοίκητη αυτή μεριά του νησιού. Οικοδόμημα πέτρινο, βαρύ και στέρεο, είναι με τη σημερινή μορφή του κτίσμα των μέσων του περασμένου αιώνα. Για το παλαιότερο συγκρότημα γνωρίζουμε πώς, «... ως συνήθως όλα τα μοναστήρια, ήτο τετράγωνον και εν τω μέσω αυτού υπήρχε ξυλόστεγος η εκκλησία». Δεν είναι επακριβώς γνωστό πότε πρωτοκτίστηκε η μονή του Καρύπη, της οποίας πάντως η ίδρυση δεν θεωρείται παλαιοτέρα του 17ου αιώνα.
Κανείς από τους ταξιδιώτες του 16ου και 17ου αιώνα δεν την περιγράφει στο οδοιπορικό του και πρώτος ο Μελέτιος, το 1728, αναφέρεται αόριστα στην ύπαρξη εδώ ιερού μοναστηριού. Γνωρίζουμε ακόμα πως μετά τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, το 1774, Τενέδιοι αιχμάλωτοι με «βασιλικόν προσκυνητόν ορισμόν» είχαν λάβει την άδεια να παραμείνουν επί δύο μήνες στη μονή του Καρύπη, την οποία κηδεμόνευε τότε το ρουφέτιο των καπήλων της Κωνσταντινουπόλεως και το οποίο την προσάρτησε τελικά στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου.
Ο Αγιος Γεώργιος ο Καρύπης, που θα παρέμενε έκτοτε μετόχι Μεγαλοσπηλαιωτικό και κέντρο συγκεντρώσεως, όπως ήδη αναφέραμε, των εταιριστών κατά τον ξεσηκωμό της Πελοπονήσου, εβλάβη σημαντικά στον μεγάλο σεισμό του 1894. Το καθολικό του, το οποίο κατέπεσε από βαθιές ρωγμές που το κατέσκαψαν ώς τα θεμέλια, ανήγειρε «εκ βάθρων» ο Συμεωνάκης εφέντης Σινιόσογλου, το όνομα του οποίου μετά των οικείων του μνημονεύεται «εις το διηνεκές», χαραγμένο στο μαρμάρινο υπέρθυρο της εισόδου. Η μικρή πολιτεία της
Αντιγόνης παρέμεινε ελληνικοτάτη μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα και ο Janin καταγράφει, το 1943, πως ο πληθυσμός της ανερχόταν τότε στους 1.408 μονίμους κατοίκους, «κατά το μεγαλύτερο μέρος Ορθοδόξους, που ασχολούνται επί το πλείστον με την αλιεία και την καλλιέργεια λουλουδιών σε ανθοκήπους και σε σέρες». Τα καλοκαίρια, συνεχίζει, έρχονταν να προστεθούν στους εντοπίους περισσότεροι από δύο χιλιάδες παραθεριστές, Ρωμιοί οι περισσότεροι, αναζητώντας την ηρεμία και γαλήνη που προσέφερε ο τόπος.
Καθοριστικό το 1965 στα ιστορικά του νησιού, καθώς τον χρόνο εκείνο άνοιγε στο Τσαρσί, στον δρόμο της αγοράς, το πρώτο τούρκικο μαγαζί, το μπαρμπέρικο του Ραμαζάνη. Με τις γνωστές πολιτικές συγκυρίες, η αλλαγή του σκηνικού έμελλε να ολοκληρωθεί την αμέσως επόμενη δεκαετία, όταν το 1978 ο Χαράλαμπος Σπυρόπουλος πουλούσε το μπακάλικό του, το τελευταίο ρωμέικο μαγαζί που απέμενε, και έφευγε για το Φάληρο. Αυτοί που συνεχίζουν σήμερα να ζούνε στο νησί δεν ξεπερνούν τους δεκαπέντε μόνιμους Ρωμιούς κατοίκους.
Ακύλας Μήλλας
Γεννήθηκε στην Πόλη το 1934, όπου μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στο Ζωγράφειο Λύκειο συνέχισε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σταμπούλ. Υπήρξε πρωταθλητής κλειστού στίβου (1956 και 1957), ενώ συμμετείχε το 1955 στην ορειβατική ομάδα που κατέκτησε το Αραράτ (5.165 μ.).
Ειδικεύτηκε στην παιδοχειρουργική και ακολούθως στην ορθοπεδική και τραυματολογία, για να ασχοληθεί τελικά με την αθλιατρική, την οποία άσκησε στην Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη. Μελετητής της ιστορίας του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, εντόπισε αργότερα τα εξωεπαγγελματικά του ενδιαφέροντα στη βυζαντινή νομισματολογία και ειδικότερα στην περίοδο του βασιλείου της Νικαίας και των Παλαιολόγων, δημιουργώντας μια αξιόλογη συλλογή και ανακοινώνοντας τα νομίσματα της αυτοκρατορίας Ιωάννου του Καντακουζηνού.
Άρθρα του έχουν επανελλημμένως δημοσιευθεί σε νομισματολογικά δελτία του εξωτερικού. Ταξιδεύοντας στην Ανατολή, έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό φωτογραφικό αρχείο από τα κατάλοιπα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τεκμηριωμένο με μιά πλούσια συλλογή ενσφράγιστων εγγράφων και εντύπων, μικρασιατικών κυρίως κοινοτήτων και ενοριών. Το 1983 παρουσίασε στην Αθήνα βιβλίο με την αλληλογραφία του στρατιώτη Γεωργίου Μάγνη από το μικρασιατικό μέτωπο. Η "Χάλκη", ο πρώτος τόμος της τριλογίας των Πριγκηπονήσων, κυκλοφόρησε το 1984. Για το έργο του αυτό βραβεύτηκε το Δεκέμβριο του 1985 από την Ακαδημία Αθηνών και το 1986 από το Λύκειο Ελληνίδων με το βραβείο του Κωνσταντίνου Καλλία.
Η "Πρίγκηπος", το δεύτερο μέρος της τριλογίας, κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1988, ενώ συμμετείχε το 1990 στον τόμο "Κωνσταντινούπολη, αναζητώντας τη Βασιλεύουσα", προσπάθεια που διακρίθηκε ομαδικά από την Ακαδημία. Με την "Πρώτη-Αντιγόνη", που κυκλοφόρησε το 1992, ολοκλήρωσε την πριγκηπονησιακή του τριλογία, ενώ τον ίδιο χρόνο παρουσίασε την έκδοση "Προποντίδα, μια θάλασσα της Ρωμιοσύνης".
Το 1996 κυκλοφόρησε τον τόμο "Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως". Για το πόνημα αυτό, αλλά και τη "γενικότερη πνευματική του προσφορά", η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τον συγγραφέα με χαλκούν μετάλλιο το Δεκέμβριο του 1998.
Ο Χασιώτης παρομοιάζει την Αντιγόνη με «κώνον ημίτομον», στου οποίου την «τετμημένη» κορυφή δεσπόζει το «εξαίσιον και ιστορικόν» οροπέδιο του Χριστού, όπου ορθωνόταν περίτρανη από τα χρόνια της αυτοκρατορίας Βασιλείου του Μακεδόνος η ιστορική μονή της θεοκορυφώτου.
Το οροπέδιο αυτό, με τα 170 μέτρα ύψος του, αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο βουνό των Πριγκηπονήσων και απολήγει σε απότομους κάθετους κρημνούς, οι οποίοι «άχρι της κορυφής τραχυνόμενοι» σχηματίζουν τη χαρακτηριστική εδώ κατακόρυφη και απόκρημνη νότια πλευρά του νησιού. Οι ξένοι ταξιδευτές, εντυπωσιασμένοι το θέαμα των ερειπίων της Θεοκορυφώτου, που τα παρομοίαζαν από μακριά με πύργο, αποκαλούσαν και κατέγραφαν στους πορτολάνους τους την Αντιγόνη ως Burgo ενώ οι Οθωμανοί την έλεγαν Bergus και Burgaz ada, ovομασία που επικράτησε ώς τις μέρες μας.
Ο Hammer ταυτίζει τον πύργο αυτό με το Panormum Castrum που, όπως λέει, υπήρχε εδώ κατά την αρχαιότητα: ένα καστέλι με διπλά τείχη κτισμένα από σίδερο ανάμεικτο με χαλκό, στη βορεινή καστρόπορτα του οποίου υψωνόταν στήλη με κιονόκρανο που παρουσίαζε «κεφαλή γυναικεία αμφιπρόσωπη ή, κατ' άλλους, ωραΐζετο η πύλη διά τίνος γυναικείου αγάλματος δικεφάλου». Στον χάρτη του Pin reis καταγράφεται το νησί ως BurgazlE ada, καστρονησίδα, ενώ την αποκαλούσαν οι Τούρκοι και Bog az adasE ή Bog azlE ada, από τα στενά κανάλια, τα μπογάζια ανάμεσα σ' αυτή και τα γειτονικά της νησιά.
Η χώρα Αντιγόνης κατείχε ανέκαθεντα ευπρόσιτα ανατολικά μέρη της νήσου, τα προς την παραλίαν, όπου δύο αυτοσχέδιοι μώλοι προστάτευαν, από τα βυζαντινά χρόνια, το πάνορμο αραξοβόλι της.Ήταν ο «ασφαλής μέσα λιμήν», στον βόρειο μώλο του οποίου θα κτιζόταν αργότερα κρηπίδωμα και βαπορόσκαλα, ενώ τον νότιο κατέλαβαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι εγκαταστάσεις του ναυτικού ομίλου της Αντιγόνης.
Ο Pierre Gylli περιγράφει το 1545 την νήσον «... την οποίαν οι Έλληνες της σήμερον αποκαλούν Αντίγονον» και το παραθαλάσσιο χωριό της. «Γύρω απ' αυτό» σημειώνει, «υπάρχουν μερικά αμπέλια, ενώ τα υπόλοιπα μέρη του νησιού, το οποίο είναι γενικά βραχώδες, καλύπτονται από αγριαγκαθιές, κουμαριές, δενδρολίβανα, βαλανιδιές και λάβδανα».
1930: Αντιγόνη |
Ο ναός πιθανότατα καθολικό βυζαντινού μοναστηριού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη μνήμη του ιερού Μεθοδίου,του ομολογητού και πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Στα αρχαία θεμελια της σημερινής εκκλησίας, που αποτελεί κτίσμα των νεωτέρων χρόνων, σώζεται υπόγεια κρύπτη, φυλακή, όπου κατά την παράδοση ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Τραυλός ενέκλεισε τον πατριάρχη, αφού τον καταδίκασε στην ποινή της μαστιγώσεως, πράξη που είχε πραγματοποιηθεί δημοσίως με επτακόσια χτυπήματα. Ημιθανής και με συνθλιμμένη τη γνάθα, κατά τους ιστοριογράφους, μεταφέρθηκε στην Αντιγόνη, όπου και παρέμεινε έγκλειστος για επτά ολόκληρα χρόνια στη φυλακή αυτή μαζί με δύο άλλους ληστές. Αργότερα η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, κατά την επιθυμία του Ομολογητού, έκτισε επί της κρύπτης εκκλησία, οι αψίδες της οποίας διακρίνονται σήμερα ενσωματωμένες στο νεώτερο κτίσμα που αποτελεί ενοριακό ναό της κοινότητας των νησιωτών.
Κατά τους ιστορικούς, το μοναστήρι της κορυφής ανήγειρε πρώτος ο αυτοκράτωρ Βασίλειος ο Μακεδών (867-886), επ' ονόματι της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Αργότερα, από τους ενασκούμενους εδώ πατέρες, μετονομάστηκε σε Μονή της Θεοκορυφώτου. «Τούτο δηλούται», κατά τον Κωνστάντιο, «από τινων σημειωμάτων περιεχομένων εις χειρόγραφα εκ μεμβράνης Ελλήνων συγγραφέων». Ο περίβολος της μονής, της οποίας το καθολικό: πιθανότατα είχε καταλάβει τη θέση αρχαίου ναού του Διός, επεκτεινόταν σε όλο «το επάνω μέρος του βουνού» και όριζε το μεγαλύτερο μέρος του νησιού, που αποτελούσε ιδιοκτησία της μονής με όλα τα βουνά και πευκοδάση του, πλην των πέριξ της χώρας κήπων και αμπελώνων. Κατά τον σοφό Πατριάρχη «... και επί της αντικρύ Ασιατικής παραλίας εκέκτητο το μοναστήριον αυτό κτήματα πολλά».
Η μονή, στην οποία ο αυτοκράτωρ Ρωμανός Λεκαπηνός περιόρισε το 921 τον Μάγιστρο Στέφανο και την οποία κατονομάζει στο χρυσόβουλλό του Μανουήλ ο Κομνηνός, συνέχιζε να λειτουργεί και στους μετά την Αλωση χρόνους, μέχρι το 1630, οπότε «κατασκορπίστηκε διά πυρίτιδος» κατόπιν εντολής του Σουλτάνου, «φανέντων εν νυκτί ραμαζανίου εκ της Πόλεως των φώτων της περιφοράς του Επιταφίου». Λίγα χρόνια αργότερα Δοσίθεος ο Ιεροσολύμων (1669-1707) θα αναφέρει ότι «κατά το της νήσου Αντιγόνης ανώτατον» υπήρχε ναός παλαιός, «νυν δ' ερείπιον» και κινστέρνες τρεις «θαύματος όντος άξιαι».
Ένα μεγάλο μέρος από το υλικό του αρχαίου καθολικού μεταχειρίστηκαν οι κάτοικοι κατά την ανέγερση του Αγίου Ιωάννου της χώρας και πολλά μάρμαρα μεταφέρθηκαν αργότερα στον Καρύπη, που είναι αποδεδειγμένο πως στο μεγαλύτερο μέρος του κτίστηκε από τα κατάλοιπα της Θεοκορυφώτου. Με ό,τι απέμενε στην κορυφή του νησιού ο Χουρμούζιος Τριανταφύλλου έκτισε αργότερα και το πενιχρό εκκλησίδιο που σώζεται ώς τις μέρες μας και του οποίου τα εγκαίνια είχαν πραγματοποιηθεί στις 24 Αυγούστου του 1869. Ο τάφος του νέου κτήτορα βρίσκεται δίπλα στον νότιο τοίχο του ναΐσκου.
Από τη χώρα Αντιγόνης και «έμπροσθεν του Αγίου Ιωάννου», δρόμος αμαξιτός ξεκινά για το δεύτερο μοναστήρι του νησιού, τον Αγιο Γεώργιο τον επονομαζόμενο Καρύπη. Θεμελειωμένο το «μονύδριο» σε ήρεμη και ειδυλλιακή κατηφοριά που αντικρίζει την Πρώτη, στην άκρη μιας εύφορης πλαγιάς την οποία κάλυπταν άλλοτε περιβόλια και αμπελώνες, εντυπώσιαζε με τον όγκο του στην ακατοίκητη αυτή μεριά του νησιού. Οικοδόμημα πέτρινο, βαρύ και στέρεο, είναι με τη σημερινή μορφή του κτίσμα των μέσων του περασμένου αιώνα. Για το παλαιότερο συγκρότημα γνωρίζουμε πώς, «... ως συνήθως όλα τα μοναστήρια, ήτο τετράγωνον και εν τω μέσω αυτού υπήρχε ξυλόστεγος η εκκλησία». Δεν είναι επακριβώς γνωστό πότε πρωτοκτίστηκε η μονή του Καρύπη, της οποίας πάντως η ίδρυση δεν θεωρείται παλαιοτέρα του 17ου αιώνα.
Κανείς από τους ταξιδιώτες του 16ου και 17ου αιώνα δεν την περιγράφει στο οδοιπορικό του και πρώτος ο Μελέτιος, το 1728, αναφέρεται αόριστα στην ύπαρξη εδώ ιερού μοναστηριού. Γνωρίζουμε ακόμα πως μετά τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, το 1774, Τενέδιοι αιχμάλωτοι με «βασιλικόν προσκυνητόν ορισμόν» είχαν λάβει την άδεια να παραμείνουν επί δύο μήνες στη μονή του Καρύπη, την οποία κηδεμόνευε τότε το ρουφέτιο των καπήλων της Κωνσταντινουπόλεως και το οποίο την προσάρτησε τελικά στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου.
1925: Μαθητές στην Αντιγόνη. Με τον Διευθυντή Κ. Θ. Βαπορίδη, τις δασκάλες Βενετία & Εξακουστίδου και τον Τούρκο δάσκαλο Μεμεταλή |
Αντιγόνης παρέμεινε ελληνικοτάτη μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα και ο Janin καταγράφει, το 1943, πως ο πληθυσμός της ανερχόταν τότε στους 1.408 μονίμους κατοίκους, «κατά το μεγαλύτερο μέρος Ορθοδόξους, που ασχολούνται επί το πλείστον με την αλιεία και την καλλιέργεια λουλουδιών σε ανθοκήπους και σε σέρες». Τα καλοκαίρια, συνεχίζει, έρχονταν να προστεθούν στους εντοπίους περισσότεροι από δύο χιλιάδες παραθεριστές, Ρωμιοί οι περισσότεροι, αναζητώντας την ηρεμία και γαλήνη που προσέφερε ο τόπος.
Καθοριστικό το 1965 στα ιστορικά του νησιού, καθώς τον χρόνο εκείνο άνοιγε στο Τσαρσί, στον δρόμο της αγοράς, το πρώτο τούρκικο μαγαζί, το μπαρμπέρικο του Ραμαζάνη. Με τις γνωστές πολιτικές συγκυρίες, η αλλαγή του σκηνικού έμελλε να ολοκληρωθεί την αμέσως επόμενη δεκαετία, όταν το 1978 ο Χαράλαμπος Σπυρόπουλος πουλούσε το μπακάλικό του, το τελευταίο ρωμέικο μαγαζί που απέμενε, και έφευγε για το Φάληρο. Αυτοί που συνεχίζουν σήμερα να ζούνε στο νησί δεν ξεπερνούν τους δεκαπέντε μόνιμους Ρωμιούς κατοίκους.
Ακύλας Μήλλας
Γεννήθηκε στην Πόλη το 1934, όπου μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στο Ζωγράφειο Λύκειο συνέχισε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σταμπούλ. Υπήρξε πρωταθλητής κλειστού στίβου (1956 και 1957), ενώ συμμετείχε το 1955 στην ορειβατική ομάδα που κατέκτησε το Αραράτ (5.165 μ.).
Ειδικεύτηκε στην παιδοχειρουργική και ακολούθως στην ορθοπεδική και τραυματολογία, για να ασχοληθεί τελικά με την αθλιατρική, την οποία άσκησε στην Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη. Μελετητής της ιστορίας του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, εντόπισε αργότερα τα εξωεπαγγελματικά του ενδιαφέροντα στη βυζαντινή νομισματολογία και ειδικότερα στην περίοδο του βασιλείου της Νικαίας και των Παλαιολόγων, δημιουργώντας μια αξιόλογη συλλογή και ανακοινώνοντας τα νομίσματα της αυτοκρατορίας Ιωάννου του Καντακουζηνού.
Άρθρα του έχουν επανελλημμένως δημοσιευθεί σε νομισματολογικά δελτία του εξωτερικού. Ταξιδεύοντας στην Ανατολή, έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό φωτογραφικό αρχείο από τα κατάλοιπα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τεκμηριωμένο με μιά πλούσια συλλογή ενσφράγιστων εγγράφων και εντύπων, μικρασιατικών κυρίως κοινοτήτων και ενοριών. Το 1983 παρουσίασε στην Αθήνα βιβλίο με την αλληλογραφία του στρατιώτη Γεωργίου Μάγνη από το μικρασιατικό μέτωπο. Η "Χάλκη", ο πρώτος τόμος της τριλογίας των Πριγκηπονήσων, κυκλοφόρησε το 1984. Για το έργο του αυτό βραβεύτηκε το Δεκέμβριο του 1985 από την Ακαδημία Αθηνών και το 1986 από το Λύκειο Ελληνίδων με το βραβείο του Κωνσταντίνου Καλλία.
Η "Πρίγκηπος", το δεύτερο μέρος της τριλογίας, κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1988, ενώ συμμετείχε το 1990 στον τόμο "Κωνσταντινούπολη, αναζητώντας τη Βασιλεύουσα", προσπάθεια που διακρίθηκε ομαδικά από την Ακαδημία. Με την "Πρώτη-Αντιγόνη", που κυκλοφόρησε το 1992, ολοκλήρωσε την πριγκηπονησιακή του τριλογία, ενώ τον ίδιο χρόνο παρουσίασε την έκδοση "Προποντίδα, μια θάλασσα της Ρωμιοσύνης".
Το 1996 κυκλοφόρησε τον τόμο "Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως". Για το πόνημα αυτό, αλλά και τη "γενικότερη πνευματική του προσφορά", η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τον συγγραφέα με χαλκούν μετάλλιο το Δεκέμβριο του 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου