Την εσωτερική διοίκηση της Σάντας σε κείνη την εποχή αποτελούσαν ο Πελήκ πάσης (λοχαγός), οι καγχιάδες (μουχτάρηδες) και οι προεστοί. Τον Πελήκ πάση τον διάλεγαν ανάμεσα στους Κλωστούς, κι αυτός είχε καθήκον ν' αγρυπνά για την ασφάλεια της Σάντας, να στείλει στον Κιουμουσχανέ τους φόρους που μάζευαν οι μουχτάρηδες, και ν’ αναφέρει στον Εμίνη για κάθε παρανομία που γινόταν στη Σάντα.
Ο Πελήκ πάσης, oι μουχτάρηδες και οι προεστοί αποτελούσαν το διοικητικό σώμα της Σάντας, το οποίο συνεδρίαζε τακτικά μεν μόνο μια φορά το χρόνο για να καθορίσει τους φόρους, έκτακτα δε όσες φορές παρουσιάζονταν υποθέσεις για την ησυχία και το συμφέρον της Σάντας.
Πρόεδρος του Συμβουλίου ήταν ο Πελήκ πάσης. Στην αρχή γίνονταν οι συνεδριάσεις του συμβουλίου όπου τύχαινε, ύστερα γίνονταν στην ενορία του Πελήκ πάση, και τελευταία στην ενορία Κοζλαράντων στη θέση X ω ρ ο σ ώ ρ (Κατζιά). Κάθε υπόθεση δικαζόταν από το Συμβούλιο αυτό, οι αποφάσεις του ήσαν σεβαστές σαν να γίνονταν από δικαστήριο και κανένας δεν τολμούσε ν’ αντισταθεί σ’ αυτές. Εάν κάποιος δεν πειθαρχούσε στις αποφάσεις του Συμβουλίου τον τιμωρούσαν με φυλάκιση ή τον παρέδιδε ο Πελήκ πάσης στον Εμίνη των ματενίων, που τον τιμωρούσε παραδειγματικά.
Ένας απ' τους καλύτερους Πελήκ πασήδες της Σάντας ήταν ο Μουρτεζές, ο οποίος για τον φιλοδίκαιο χαρακτήρα του απόκτησε την ευγνωμοσύνη των Σανταίων. Στην εποχή του έπαψαν να γίνονται φασαρίες και παρεκτροπές και για να τον ανταμείψει ο Εμίνης των ματενίων τον διόρισε βοεβόδα της Σάντας και του παραχώρησε μεγάλη εξουσία. Είχε το δικαίωμα να φυλακίζει και ν' απολύει, να δικάζει και να καταδικάζει και τα έγγραφα που επικυρώνονταν απ' αυτόν ήσαν έγκυρα στα δικαστήρια, πολιτικά και θρησκευτικά.
Ο Μουρτεζές διοικούσε τη Σάντα με μεγάλη δεξιότητα και τιμωρούσε αυστηρά και τις ελάχιστες παρεκτροπές, κι έτσι κατόρθωσε να περιορίσει τα κακουργήματα, που πριν απ' αυτόν γίνονταν συχνά και φανερά.
Στην εποχή της βεντέτας ο κάθε Σανταίος σκότωνε τον εχθρό του με την παραμικρή αφορμή και εάν ο σκοτωμένος δεν είχε γιους ή συγγενείς για να τον εκδικηθούν, ο δολοφόνος γύριζε ελεύθερος και καυχιόνταν για την πράξη του, αν όμως είχε συγγενείς, ο δολοφόνος έφευγε στα βουνά και γινόταν φιράρ, ή έμπαινε στην υπηρεσία του αγά της Σάντας και τον δούλευε χωρίς μισθό για να ξεπλύνει το έγκλημα του. Και όχι μόνο στη Σάντα αλλά και σ’ όλο τον Πόντο γίνονταν τα κακουργήματα αυτά, και την εποχή εκείνη την λέγανε ελλί αλτιλήκ βακτί, δηλ. εποχή που γίνονταν οι κλοπές οι ληστείες και τα κακουργήματα στα φανερά.
Μόλις πέρασαν οι εξωτερικοί κίνδυνοι oι Σανταίοι άρχισαν να επιδίδονται στις γεωργικές και άλλες ασχολίες τους και μερικοί ξενιτεύονταν στα γύρω τούρκικα χωριά, όπου έκαναν τον χτίστη και τον μαραγκό και έβγαζαν το ψωμί τους. Η ξενιτιά βαστούσε λίγους μήνες, από το Πάσχα έως το φθινόπωρο και περιοριζόταν έως τη Βαϊβούρτη προς νότο, έως τον Όφη προς βορρά, και έως τον Κιουμουσχανέ προς δυσμάς.
Μερικοί όμως τεχνίτες ταξίδευαν έως την Άγκυρα και το Βαγιαζίτ, άλλοι δε ταξίδευαν και στο Πουλγάρ ματενί ως παραστάτες των μεταλλείων, μια και η δική τους ξενιτιά δεν βαστούσε παραπάνω από 2 χρόνια*. Οι ξενιτεμένοι σχημάτιζαν ομάδες (τακούμια) και κάθε μία ομάδα διάλεγε τον αρχηγό της, στον οποίο όφειλε να υπακούσει. Κατά το φθινόπωρο που γύριζαν οι ξενιτεμένοι κιτρίνιζαν τα φύλλα των δέντρων, γι αυτό και oι γυναίκες τους διάλεγαν από ένα δέντρο σφενδάμου (σιτεντάμ) η καθεμιά και περίμεναν πότε θα κιτρινίσουν τα φύλλα του δέντρου για να γυρίσουν από την ξενιτιά οι άντρες τους και τραγουδούσαν ατό παρακάτω τραγούδι:
"Σπεντάμ ντ' εσαριλάευες, ντ’ έξύουσαν τα φύλλα σ'
απ' έναν έναν διαβαίννε τη μοθοπώρ' τα μήνας".
Αυτά φανερώνουν την αγνότητα της οικογενειακής ζωής των Σανταίων και την ιερότητα των αισθημάτων τους.
Κατά την εποχή εκείνη oι φόροι ήσαν δυσβάστακτοι και oι κάτοικοι αναγκάζονταν να πουλήσουν κάρβουνα στα μεταλλεία Κιουμουσχανέ, να πάρουν απόδειξη από τον εκεί μεεμούρ (υπάλληλο) και να την φέρουν στον μουχτάρη του χωριού για να λογαριάσει το ποσό της απόδειξης στο χρέος τους.
Αυτή η κατάσταση κράτησε ως το 1855 και τότε ο μεν αρχιμεταλλουργός Σεϊτάγας καταδιώχτηκε απ’ την τούρκικη κυβέρνηση και έπαψαν να λειτουργούν τα μεταλλεία, οι δε Σανταίοι από τότε πλήρωναν σε νόμισμα τους φόρους τους.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
"Ιστορικός της Σάντας"
*Οι σύντομες αυτές ξενιτιές κράτησαν ως το 1878, και από τότε άρχισαν οι ξενιτιές στον Καύκασο της Ρωσίας που κρατούσαν 2-10 χρόνια.
Ο Πελήκ πάσης, oι μουχτάρηδες και οι προεστοί αποτελούσαν το διοικητικό σώμα της Σάντας, το οποίο συνεδρίαζε τακτικά μεν μόνο μια φορά το χρόνο για να καθορίσει τους φόρους, έκτακτα δε όσες φορές παρουσιάζονταν υποθέσεις για την ησυχία και το συμφέρον της Σάντας.
Ισχανάντων-Πινατάντων-Τερζάντων |
Ένας απ' τους καλύτερους Πελήκ πασήδες της Σάντας ήταν ο Μουρτεζές, ο οποίος για τον φιλοδίκαιο χαρακτήρα του απόκτησε την ευγνωμοσύνη των Σανταίων. Στην εποχή του έπαψαν να γίνονται φασαρίες και παρεκτροπές και για να τον ανταμείψει ο Εμίνης των ματενίων τον διόρισε βοεβόδα της Σάντας και του παραχώρησε μεγάλη εξουσία. Είχε το δικαίωμα να φυλακίζει και ν' απολύει, να δικάζει και να καταδικάζει και τα έγγραφα που επικυρώνονταν απ' αυτόν ήσαν έγκυρα στα δικαστήρια, πολιτικά και θρησκευτικά.
Ο Μουρτεζές διοικούσε τη Σάντα με μεγάλη δεξιότητα και τιμωρούσε αυστηρά και τις ελάχιστες παρεκτροπές, κι έτσι κατόρθωσε να περιορίσει τα κακουργήματα, που πριν απ' αυτόν γίνονταν συχνά και φανερά.
Στην εποχή της βεντέτας ο κάθε Σανταίος σκότωνε τον εχθρό του με την παραμικρή αφορμή και εάν ο σκοτωμένος δεν είχε γιους ή συγγενείς για να τον εκδικηθούν, ο δολοφόνος γύριζε ελεύθερος και καυχιόνταν για την πράξη του, αν όμως είχε συγγενείς, ο δολοφόνος έφευγε στα βουνά και γινόταν φιράρ, ή έμπαινε στην υπηρεσία του αγά της Σάντας και τον δούλευε χωρίς μισθό για να ξεπλύνει το έγκλημα του. Και όχι μόνο στη Σάντα αλλά και σ’ όλο τον Πόντο γίνονταν τα κακουργήματα αυτά, και την εποχή εκείνη την λέγανε ελλί αλτιλήκ βακτί, δηλ. εποχή που γίνονταν οι κλοπές οι ληστείες και τα κακουργήματα στα φανερά.
Μόλις πέρασαν οι εξωτερικοί κίνδυνοι oι Σανταίοι άρχισαν να επιδίδονται στις γεωργικές και άλλες ασχολίες τους και μερικοί ξενιτεύονταν στα γύρω τούρκικα χωριά, όπου έκαναν τον χτίστη και τον μαραγκό και έβγαζαν το ψωμί τους. Η ξενιτιά βαστούσε λίγους μήνες, από το Πάσχα έως το φθινόπωρο και περιοριζόταν έως τη Βαϊβούρτη προς νότο, έως τον Όφη προς βορρά, και έως τον Κιουμουσχανέ προς δυσμάς.
Μερικοί όμως τεχνίτες ταξίδευαν έως την Άγκυρα και το Βαγιαζίτ, άλλοι δε ταξίδευαν και στο Πουλγάρ ματενί ως παραστάτες των μεταλλείων, μια και η δική τους ξενιτιά δεν βαστούσε παραπάνω από 2 χρόνια*. Οι ξενιτεμένοι σχημάτιζαν ομάδες (τακούμια) και κάθε μία ομάδα διάλεγε τον αρχηγό της, στον οποίο όφειλε να υπακούσει. Κατά το φθινόπωρο που γύριζαν οι ξενιτεμένοι κιτρίνιζαν τα φύλλα των δέντρων, γι αυτό και oι γυναίκες τους διάλεγαν από ένα δέντρο σφενδάμου (σιτεντάμ) η καθεμιά και περίμεναν πότε θα κιτρινίσουν τα φύλλα του δέντρου για να γυρίσουν από την ξενιτιά οι άντρες τους και τραγουδούσαν ατό παρακάτω τραγούδι:
"Σπεντάμ ντ' εσαριλάευες, ντ’ έξύουσαν τα φύλλα σ'
απ' έναν έναν διαβαίννε τη μοθοπώρ' τα μήνας".
Αυτά φανερώνουν την αγνότητα της οικογενειακής ζωής των Σανταίων και την ιερότητα των αισθημάτων τους.
Κατά την εποχή εκείνη oι φόροι ήσαν δυσβάστακτοι και oι κάτοικοι αναγκάζονταν να πουλήσουν κάρβουνα στα μεταλλεία Κιουμουσχανέ, να πάρουν απόδειξη από τον εκεί μεεμούρ (υπάλληλο) και να την φέρουν στον μουχτάρη του χωριού για να λογαριάσει το ποσό της απόδειξης στο χρέος τους.
Αυτή η κατάσταση κράτησε ως το 1855 και τότε ο μεν αρχιμεταλλουργός Σεϊτάγας καταδιώχτηκε απ’ την τούρκικη κυβέρνηση και έπαψαν να λειτουργούν τα μεταλλεία, οι δε Σανταίοι από τότε πλήρωναν σε νόμισμα τους φόρους τους.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
"Ιστορικός της Σάντας"
*Οι σύντομες αυτές ξενιτιές κράτησαν ως το 1878, και από τότε άρχισαν οι ξενιτιές στον Καύκασο της Ρωσίας που κρατούσαν 2-10 χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου