Σήμερα στο άκουσμα της λέξης «Γενοκτονία»η σκέψη μας πηγαίνει αυτόματα στα δυο τραγικά γεγονότα του 20ου αιώνα. Τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 από τους
Νεότουρκους και τη Γενοκτονία των Εβραίων και των σλαβικών λαών το 1940-1944 από τους Γερμανούς. Ωστόσο, στον ίδιο αιώνα διαπράχθηκαν εγκλήματα γενοκτονίας και σε άλλους λαούς. Ένας από αυτούς τους λαούς είναι και ο ελληνισμός του Πόντου.
Ο ποντιακός ελληνισμός ατύχησε να δοκιμάσει όλες τις κατηγορίες που αναφέρονται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών ως πράξεις γενοκτονίας. Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου όμως. σε αντίθεση με εκείνη των Αρμενίων, επισκιάστηκε από το δράμα του αρμένικου λαού. Επειδή συνέπεσε χρονικά με αυτό και αποσιωπήθηκε λόγω κυβερνητικών και διπλωματικών επιταγών. Το γενοκτονικό σχέδιο των Νεότουρκων υλοποιήθηκε σε δύο φάσεις:
Στην πρώτη απέβλεπε στον αφανισμό όλων των χριστιανικών εθνοτήτων, ενώ στη δεύτερη στην τουρκοποίηση των μουσουλμανικών εθνοτήτων - ένα σχέδιο όμως που δεν ολοκληρώθηκε στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και δεν εγκαταλείφθηκε από τους κεμαλικούς.
«Οι Νεότουρκοι» έγραφε ο Φελίξ Σαρτιό «αποκάλυψαν το μεγαλεπήβολο σχέδιό τους. Την εξόντωση δηλαδή όλων των ιθαγενών χριστιανών της Μικράς Ασίας. Ποτέ σε καμία περίοδο της ιστορίας, κανένα πιο διαβολικό σχέδιο δεν είχε στοιχειώσει τη φαντασία του ανθρώπου. Η "ερυθρά" σφαγή ολοκληρώθηκε από ένα σύστημα που λέγεται "λευκή" σφαγή. Πρόκειται για την αργή εξόντωση από την κακομεταχείριση, τις εκτοπίσεις, το κρύο την παρατεταμένη στέρηση νερού και τροφής, τον αποκλεισμό σε μπουντρούμια, τόσο μικρά, που να μη χωράς όρθιος.
Ο φανατισμός και η κτηνωδία του Εμβέρ, η πιο ψυχρή, μα κυνική φαντασία του Ταλαάτ αγαλλίασαν με αυτή την τρομερή επινόηση. Μπορούσαν να ισχυριστούν πως τις εκτοπίσεις τις απαιτούσαν οι στρατιωτικές ανάγκες και πως τα χέρια τους δεν είχαν λερωθεί με αίμα, γιατί οι χριστιανοί πέθαιναν μόνοι τους στο δρόμο!»
Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γερμανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Μέτερνιχ, οι Νεότουρκοι προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τις εκτοπίσεις των Ελλήνων που ζούσαν στα παράλια της Μαύρης θάλασσας με την πρόφαση ότι οι Ρώσοι είχαν εξοπλίσει τον ελληνικό πληθυσμό και γι’ αυτό φοβόνταν μια ελληνική εξέγερση. Η επιχειρηματολογία όμως αυτή ήταν αστήριχτη, αφού ο πληθυσμός που κατά κύριο λόγο εκτοπίστηκε αποτελούνταν από γυναίκες, παιδιά και γέρους. Οι ικανοί για τη χρήση των όπλων είχαν ήδη κληθεί και καταταγεί στο στρατό ή βρίσκονταν στα βουνά και στο εξωτερικό.
Ορισμένοι Γερμανοί που δεν συμφωνούσαν με την πολιτική της εθνοκάθαρσης προσπάθησαν με αλλεπάλληλες εκθέσεις, τις οποίες έστελναν στο Υπουργείο Εξωτερικών, να διαχωρίσουν τη θέση και τις ευθύνες τους από τα γενοκτονικά μέτρα των Νεότουρκων, ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια κατακραυγή για το ολοκαύτωμα στην Αρμενία. Συγκεκριμένα, στις 16 Ιουλίου 1916 ο Γερμανός πρόξενος της Αμισού Κούκχοφ έγραφε στο Υπουργείο Εσωτερικών, στο Βερολίνο: «Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Καστανομής έχει εξοριστεί. Εξορία και εξολόθρευση έχουν στα τουρκικά την ίδια σημασία, γιατί όποιος δεν δολοφονείται πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα».
Σε ολόκληρο τον Πόντο πια περιόδευε ο θάνατος, με τις πιο φρικτές μορφές του. Από τη Ρωσία, η ελληνική πρεσβεία της Πετρούπολης πληροφορούσε το Υπουργείο Εξωτερικών για την τραγική κατάσταση των κατοίκων της περιφέρειας Τραπεζούντας:«[...] Την 15ην Απριλίου οι κάτοικοι των 16 χωριών της περιοχής Βαζελώνος, περιφέρειας Τραπεζούντας, άπαντες Ελληνες, λαβόντες διαταγήν των τουρκικών στρατιωτικών αρχών να φύγωσιν εις το εσωτερικόν της Αργυρουπόλεως και φοβηθέντες μη έμελλον καθ’ οδόν να σφαγώσιν, καθ’ ον τρόπον είδον σφαγέντας τους Αρμενίους, εγκατέλειπον τας κατοικίας των και εισήλθον εις τα δάση, ελπίζοντες να σωθώσι εκ ταχείας τινός προελάσεως του ρωσικού στρατού. Εκ τούτων, εις 6.000 ανερχομένων, 650 κατέφυγον εις την μονήν Βαζελώνος, εις ην προϋπήρχον και άλλοι 1.500 εκ Τραπεζούντος πρόσφυγες, 1.200 εισήλθον εις εν μέγα σπήλαιον του χωρίου “Κουνάκα” και οι λοιποί διεσκορπίσθησαν εις τα ανά δάση σπήλαια και τας διαφόρους κρύπτας. Απασαι αι οικίαι των χωρίων τούτων ελεηλατήθησαν και αι περιουσίαι διηρπάγησαν υπό του τουρκικού στρατού. Οι εν τω σπηλαίω της Κουνάκας κρυβέντες, αναγκασθέντες εκ της πείνης, μετά συνθηκολόγησιν, παρεδόθησαν. Εκ τούτων 26 γυναίκες και νεάνιδες ίνα αποφύγωσιν την ατίμωσιν έρριψαν εαυτός εις τινα ποταμόν κείμενον παρά το χωρίον Γέφυρα και παρά τας προσπαθείας των άλλων, προς σωτηρίαν των, επνίγησαν. [...]»
Στις 19 Δεκεμβρίου 1916 και στις 2 Ιανουαρίου 1917 ο Αυστριακός πρεσβευτής της Κωνσταντινούπολης Παλαβιτσίνι περιέγραψε στη Βιέννη τα τελευταία γεγονότα του Πόντου που αναφέρονταν στη μαρτυρική Αμισό:
«11 Δεκεμβρίου 1916. Λεηλατήθηκαν πέντε ελληνικά χωριά και κατόπιν κάηκαν. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916.
Νεότουρκους και τη Γενοκτονία των Εβραίων και των σλαβικών λαών το 1940-1944 από τους Γερμανούς. Ωστόσο, στον ίδιο αιώνα διαπράχθηκαν εγκλήματα γενοκτονίας και σε άλλους λαούς. Ένας από αυτούς τους λαούς είναι και ο ελληνισμός του Πόντου.
Ο ποντιακός ελληνισμός ατύχησε να δοκιμάσει όλες τις κατηγορίες που αναφέρονται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών ως πράξεις γενοκτονίας. Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου όμως. σε αντίθεση με εκείνη των Αρμενίων, επισκιάστηκε από το δράμα του αρμένικου λαού. Επειδή συνέπεσε χρονικά με αυτό και αποσιωπήθηκε λόγω κυβερνητικών και διπλωματικών επιταγών. Το γενοκτονικό σχέδιο των Νεότουρκων υλοποιήθηκε σε δύο φάσεις:
Τάγματα Εργασίας |
«Οι Νεότουρκοι» έγραφε ο Φελίξ Σαρτιό «αποκάλυψαν το μεγαλεπήβολο σχέδιό τους. Την εξόντωση δηλαδή όλων των ιθαγενών χριστιανών της Μικράς Ασίας. Ποτέ σε καμία περίοδο της ιστορίας, κανένα πιο διαβολικό σχέδιο δεν είχε στοιχειώσει τη φαντασία του ανθρώπου. Η "ερυθρά" σφαγή ολοκληρώθηκε από ένα σύστημα που λέγεται "λευκή" σφαγή. Πρόκειται για την αργή εξόντωση από την κακομεταχείριση, τις εκτοπίσεις, το κρύο την παρατεταμένη στέρηση νερού και τροφής, τον αποκλεισμό σε μπουντρούμια, τόσο μικρά, που να μη χωράς όρθιος.
Ο φανατισμός και η κτηνωδία του Εμβέρ, η πιο ψυχρή, μα κυνική φαντασία του Ταλαάτ αγαλλίασαν με αυτή την τρομερή επινόηση. Μπορούσαν να ισχυριστούν πως τις εκτοπίσεις τις απαιτούσαν οι στρατιωτικές ανάγκες και πως τα χέρια τους δεν είχαν λερωθεί με αίμα, γιατί οι χριστιανοί πέθαιναν μόνοι τους στο δρόμο!»
Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γερμανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Μέτερνιχ, οι Νεότουρκοι προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τις εκτοπίσεις των Ελλήνων που ζούσαν στα παράλια της Μαύρης θάλασσας με την πρόφαση ότι οι Ρώσοι είχαν εξοπλίσει τον ελληνικό πληθυσμό και γι’ αυτό φοβόνταν μια ελληνική εξέγερση. Η επιχειρηματολογία όμως αυτή ήταν αστήριχτη, αφού ο πληθυσμός που κατά κύριο λόγο εκτοπίστηκε αποτελούνταν από γυναίκες, παιδιά και γέρους. Οι ικανοί για τη χρήση των όπλων είχαν ήδη κληθεί και καταταγεί στο στρατό ή βρίσκονταν στα βουνά και στο εξωτερικό.
Ορισμένοι Γερμανοί που δεν συμφωνούσαν με την πολιτική της εθνοκάθαρσης προσπάθησαν με αλλεπάλληλες εκθέσεις, τις οποίες έστελναν στο Υπουργείο Εξωτερικών, να διαχωρίσουν τη θέση και τις ευθύνες τους από τα γενοκτονικά μέτρα των Νεότουρκων, ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια κατακραυγή για το ολοκαύτωμα στην Αρμενία. Συγκεκριμένα, στις 16 Ιουλίου 1916 ο Γερμανός πρόξενος της Αμισού Κούκχοφ έγραφε στο Υπουργείο Εσωτερικών, στο Βερολίνο: «Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Καστανομής έχει εξοριστεί. Εξορία και εξολόθρευση έχουν στα τουρκικά την ίδια σημασία, γιατί όποιος δεν δολοφονείται πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα».
Σε ολόκληρο τον Πόντο πια περιόδευε ο θάνατος, με τις πιο φρικτές μορφές του. Από τη Ρωσία, η ελληνική πρεσβεία της Πετρούπολης πληροφορούσε το Υπουργείο Εξωτερικών για την τραγική κατάσταση των κατοίκων της περιφέρειας Τραπεζούντας:«[...] Την 15ην Απριλίου οι κάτοικοι των 16 χωριών της περιοχής Βαζελώνος, περιφέρειας Τραπεζούντας, άπαντες Ελληνες, λαβόντες διαταγήν των τουρκικών στρατιωτικών αρχών να φύγωσιν εις το εσωτερικόν της Αργυρουπόλεως και φοβηθέντες μη έμελλον καθ’ οδόν να σφαγώσιν, καθ’ ον τρόπον είδον σφαγέντας τους Αρμενίους, εγκατέλειπον τας κατοικίας των και εισήλθον εις τα δάση, ελπίζοντες να σωθώσι εκ ταχείας τινός προελάσεως του ρωσικού στρατού. Εκ τούτων, εις 6.000 ανερχομένων, 650 κατέφυγον εις την μονήν Βαζελώνος, εις ην προϋπήρχον και άλλοι 1.500 εκ Τραπεζούντος πρόσφυγες, 1.200 εισήλθον εις εν μέγα σπήλαιον του χωρίου “Κουνάκα” και οι λοιποί διεσκορπίσθησαν εις τα ανά δάση σπήλαια και τας διαφόρους κρύπτας. Απασαι αι οικίαι των χωρίων τούτων ελεηλατήθησαν και αι περιουσίαι διηρπάγησαν υπό του τουρκικού στρατού. Οι εν τω σπηλαίω της Κουνάκας κρυβέντες, αναγκασθέντες εκ της πείνης, μετά συνθηκολόγησιν, παρεδόθησαν. Εκ τούτων 26 γυναίκες και νεάνιδες ίνα αποφύγωσιν την ατίμωσιν έρριψαν εαυτός εις τινα ποταμόν κείμενον παρά το χωρίον Γέφυρα και παρά τας προσπαθείας των άλλων, προς σωτηρίαν των, επνίγησαν. [...]»
Στις 19 Δεκεμβρίου 1916 και στις 2 Ιανουαρίου 1917 ο Αυστριακός πρεσβευτής της Κωνσταντινούπολης Παλαβιτσίνι περιέγραψε στη Βιέννη τα τελευταία γεγονότα του Πόντου που αναφέρονταν στη μαρτυρική Αμισό:
«11 Δεκεμβρίου 1916. Λεηλατήθηκαν πέντε ελληνικά χωριά και κατόπιν κάηκαν. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916.
Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά.
14 Δεκεμβρίου 1916. Ολόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες.
17 Δεκεμβρίου 1916. Στην περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί κακοποιούνται.
31 Δεκεμβρίου 1916.18 περίπου χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου. 15 εν μέρει. 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Λεηλάτησαν ακόμη και εκκλησίες».
Η Μονή του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος |
Τραγική ήταν και η τύχη των σταυροπηγιακών μονών του Πόντου. Για πρώτη φορά στους πέντε αιώνες δουλείας οι επίσημες οθωμανικές αρχές δεν σεβάστηκαν τα προσκυνήματα των χριστιανών που ήταν πάντα το άσυλο των καταδιωγμένων χριστιανών: «Φρίττει ο νους του ανθρώπου έγραψεν υπό ημερομ. 12 Νοεμβρίου 1918 ο μητροπολίτης Ροδοπόλεως Κύριλλος διά τας διαπραχθείσας φρικαλεότητας και τον αριθμόν των θυμάτων, ανερχομένων εις 487 ψυχάς, αίτινες εύρον οικτρόν θάνατον εν τοις όρεσι, τοις σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης, όπου εκρύβησαν ίνα αποφύγωσι την δολοφόνον μάχαιραν των σφαγέων. Μεταξύ των δολοφονηθέντων τούτων θυμάτων κατατάσσονται άλλαι 14 νεάνιδες κόραι, αίτινες φεύγουσαι τον βαρυν πέλεκυν του δημίου, κατέφυγον, ως εις άσυλον θρησκευτικόν, εις την διαληφθείσαν ιεράν μονήν του Βαζελώνος, οπόθεν οι τύραννοι ούτοι, αφού απήγαγον τους φιλήσυχους πατέρας της μονής αιχμαλώτους, προέβησαν ούτοι εις κορεσμόν των σωματικών αυτών ηδονών, βία ατιμάσαντες τας παρθένους ταύτας, ων τελευταίον αφού απέκοψαν τους μαστούς και τας κεφαλάς, αφήκαν τα πτώματα και απήλθον».
Με την ανοχή της Γερμανίας, όπως βεβαιώνεται από το τηλεγράφημα που στάλθηκε από τη γερμανική πρεσβεία στο δόκτορα Σέντε στην Κερασούντα, που αναπληρούσε τον κόμη Σουλενμπουργκ, ο βαλής, σε συνεργασία με τους καϊμακάμηδες και την ομάδα του Τοπάλ Οσμάν, κατόρθωσε να προσδώσει στο φλέγον ζήτημα χαρακτήρα σκληρού και συστηματικού διωγμού, διαδίδοντας με υπερηφάνεια στο μουσουλμανικό λαό ότι ήταν επανάληψη του αρμενικού ζητήματος.
Π. Ενεπεκίδης |
Κατά τον καθηγητή Π. Ενεπεκίδη, η φύση και η μέθοδος της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς, ενώ έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη Γενοκτονία των Εβραίων, έχει δύο βασικές διαφορές: «Είναι μια γενοκτονία πολύ αλά τούρκα. Η γενοκτονία αλά τούρκα είναι βουβή, πονηρή, ανατολίτικη, δεν έχει θεωρητικά background, αλλά μάλλον πρακτικά, πλιατσικολογικά.
Οι καλούμενες εκτοπίσεις, εξορίες των κατοίκων ολόκληρων χωριών, οι εξοντωτικές εκείνες οδοιπορίες μέσα στο χιόνι των γυναικόπαιδων και των γερόντων -οι άνδρες βρίσκονται ήδη στα τάγματα εργασίας ή στον στρατό- δεν οδηγούν φυσικά σε κανένα Ausschwitz, με τους διαβολικά οργανωμένους μηχανισμούς της φυσικής εξόντωσης του ανθρώπου - όχι! ήταν όμως ένα Ausschwitz εν ροή, οι άνθρωποι πέθαναν καθ’ οδόν, δεν περπατούσαν για να φτάσουν κάπου, όχι, περπατούσαν για να πεθάνουν από τις κακουχίες, την παγωνιά, την πείνα, τον εξευτελισμό του ανθρώπινου. Αυτό ήταν το διαβολικό σύστημα, πονηρά οργανωμένο. Δεν υπήρχε στο τέρμα κανένα Ausschwitz γιατί για τους περισσοτέρους δεν υπήρχε τέρμα.
Το ταξίδι προς τον θάνατο ήταν ο θάνατος, όχι το τέρμα του ταξιδιού».
Κων/νος Φωτιάδης
Καθηγητής Παν. Δυτ. Μακεδονίας
Ιακωβος Μιχαηλίδης
Καθηγητής ΑΠΘ
National Geographic (Ποντιακός Ελληνισμός)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου