Thea Halo με την μητέρα της Σάνο |
Καμιά φορά η Χριστοδούλα, ο Γιάννης και εγώ σηκωνόμασταν νυσταγμένοι από τα κρεβάτια μας, ακόμα και πριν ανατείλει ο ήλιος και ντυνόμασταν έτσι, στα σκοτεινά. Η Μητέρα είχε ήδη σηκωθεί και άναβε το τζάκι ή άρμεγε τις αγελάδες ή έφτιαχνε το πρωινό μας. Τρώγαμε με το φως της φωτιάς, μετά σηκώναμε τις δέκα αγελάδες μας και το μικρό μου μοσχαράκι, τη Μάτα, και οδηγούσαμε τα ζώα μέσα από το χωριό. Η Χριστοδούλα ήταν περίπου δώδεκα χρόνων τότε, αφού ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Ο Γιάννης ήταν οκτώ χρόνων, ένα χρόνο μικρότερος.
«Παιδιά!» ακούστηκε μια αδύναμη φωνή από ένα παράθυρο καθώς περνούσαμε για μια απ’ αυτές τις εξορμήσεις μας. «Πού πηγαίνετε τόσο νωρίς το πρωί; Ακόμα δεν έχει φέξει».
«Πηγαίνουμε στη βοσκή», απάντησε ο Γιάννης.
«Θα πάρετε και τις αγελάδες τις δικές μου να βοσκήσουν;» ρώτησε η γριά γυναίκα, ενώ πετούσε λίγους κόκκους καλαμποκιού στις κότες της έξω από το παράθυρό της. Το χέρι της ήταν αδύνατο και φλεβιασμένο.
«Βέβαια», της είπα. «Πάμε στην άλλη μεριά του Αϊοντόν, πάνω στο βουνό».
«Α! Καλά!» Η γριά γυναίκα ακούστηκε ευχαριστημένη. «Το χορτάρι είναι πλούσιο εκεί. Αλλά μην αφήσετε τα τούρκικα στοιχειά να σας κλέψουν το πνεύμα».
«Όχι. Δε θα τα αφήσουμε», απάντησα γρήγορα, χωρίς να έχω καταλάβει τι εννοούσε.
Μπήκα καμαρωτή στο υπόγειο του σπιτιού της, εκεί που είχε τα ζώα, ενώ η Χριστοδούλα ακολουθούσε ακριβώς πίσω μου. Βγάλαμε έξω τις αγελάδες της γριάς, μετά συνεχίσαμε στο δρόμο για το Αϊοντόν, με το καραβάνι των αγελάδων μας να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο.
Καθώς ανεβαίναμε την τελευταία πλαγιά στην άκρη του χωριού, πού και πού ακουγόταν κάποιο «μουου-ου...» που μπλεκόταν με το τιτίβισμα των πουλιών. Ένας κόκορας λάλησε και μετά άλλος ένας και άλλος ένας ακόμα απάντησε στις πρώτες λαλιές. Ένας γάιδαρος γκάριζε. Ακούστηκε το μούγκρισμα μιας αγελάδας από τα πέρα βουνά και μυριάδες πουλιά τιτίβιζαν και κελαηδούσαν και αναπηδούσαν από κλαδάκι σε κλαδάκι, λες και υμνούσαν το ξημέρωμα. Ολόκληρη η κοιλάδα και τα γύρω βουνά είχαν ζωντανέψει από τους ήχους των γαϊδουριών και των αγελάδων και των πουλιών και των κοκκινωπών πετεινών. Όλοι διεκδικούσαν το μερίδιό τους στο πανηγύρι που έμοιαζε με σύναξη κυνηγών που αλώνιζαν τα κορφοβούνια θέλοντας να βγάλουν τον ήλιο απ’ την κρυψώνα του. Οι επαναστατικές φωνές τους έφταναν σε ύψη μουσικής κλίμακας άξιας μόνο για μια μεγαλοπρεπέστατη ανατολή.
Η Σάνο στο Σπότσγουντ του Νιου Τσέρσυ |
Καθώς κατεβαίναμε την πλαγιά προς το Αϊοντόν, συναντήσαμε ένα περιβόλι στο πέρασμά μας. Οι κολοκύθες είχαν ήδη γίνει αρκετά μεγάλες και τα καλαμπόκια ορθώνονταν σε σειρές πυκνές και αδιαπέραστες· οι καρποί τους, που έμοιαζαν με μικρά πράσινα κανονάκια, είχαν εκτοξεύσει κιόλας τις μεταξωτές κλωστές τους. Υπήρχαν ακόμη φάβα και λάχανα, καθώς και αυτά που εμείς ονομάζουμε «λαχάνες» που η Μητέρα τις ξέραινε και τις χρησιμοποιούσε στις σούπες το χειμώνα. Όλα, εκείνο το καλοκαίρι, ήταν άφθονα.
«Πατάτες», είπε η Χριστοδούλα, δείχνοντας ένα κομμάτι γης γεμάτο χαμηλά φυτά με πράσινα φύλλα. «Δε θα ήταν ωραία αν ψήναμε λίγες πατάτες την ώρα που θα βόσκουν οι αγελάδες;»
« Πού ;» ρώτησε ο Γιάννης. «Δε βλέπω πατάτες πουθενά».
«Είναι κάτω από τη γη», απάντησε η Χριστοδούλα.
«Και εσύ πού το ξέρεις αυτό;»
«Απλά το ξέρω», του είπε η Χριστοδούλα. «Τα φύλλα που φυτρώνουν από πάνω σου λένε πού είναι και οι πατάτες».
«Εμείς πώς μπορούμε να πάρουμε μερικές;» ξαναρώτησε ο Γιάννης.
«Μπορούμε να σκάψουμε με ένα ξύλο και με τα χέρια μας», είπα και εγώ, την ίδια ώρα που φανταζόμουν τις ζέστες πατάτες να λιώνουν στο στόμα μου.
«Λες να θυμώσει ο ιδιοκτήτης αν πάρουμε μερικές;» απόρησε η Χριστοδούλα.
«Αν πάρουμε ο καθένας από λίγες», είπα, «δε θα καταλάβουν ότι λείπουν. Εξάλλου έχουν τόσες πολλές».
Χωρίς δεύτερη σκέψη, στρωθήκαμε στη δουλειά. Κάπου κάπου, κουλουριαζόμασταν για να μη φαινόμαστε, στην περίπτωση που όντως κάποιος μας έβλεπε. Ξέραμε, πάντως, ότι ακόμη και αν μας έβλεπε ο ιδιοκτήτης δε θα θύμωνε. Απλά, θα χαμογελούσε. Η Χριστοδούλα και εγώ τυλίξαμε τις πατάτες στις φούστες μας, ενώ ο Γιάννης τις δίπλωσε μέσα στο ζωνάρι του. Μετά, συνεχίσαμε να περπατάμε.
Κάπου στο δρόμο, σταματήσαμε σε ένα ρυάκι που κατέβαινε από το βουνό για να πλύνουμε τις πατάτες. Συνεχίσαμε, ανηφορίζοντας το απότομο μονοπάτι, το γεμάτο στροφές και γυρίσματα, μέχρι που φτάσαμε στο ίσωμα ψηλά στο βουνό. Εκεί πάνω, απλωνόταν ένα εύφορο οροπέδιο που έβλεπε σε μια κλειστή κοιλάδα. Ένα και μοναδικό μικρό πέτρινο σπίτι σε ολόκληρη την κοιλάδα έμοιαζε σαν κουκίδα στο ηλιόλουστο τοπίο. Αφήσαμε τις αγελάδες να βοσκήσουν, ενώ εμείς αφεθήκαμε στο παιχνίδι μας μέσα στο πλούσιο, πράσινο χορτάρι. Μαζέψαμε αγριολούλουδα και παίξαμε και όταν χορτάσαμε περπατήσαμε μέχρι το κοντινό δάσος για να φέρουμε ξύλα να ανάψουμε φωτιά.
Σε μια επίπεδη πετρώδη μεριά, σκάψαμε ένα μικρό λάκκο και τυλίξαμε τις πατάτες μας σε κάτι μεγάλα υγρά φύλλα. Μετά, τις τοποθετήσαμε στο λάκκο και ανάψαμε φωτιά από πάνω. Τα σπίρτα μας ήταν φτιαγμένα από μικρούς βλαστούς μανιταριών που είχαν χτυπηθεί τόσο πολύ, μέχρι που έγιναν επίπεδοι. Μετά, αποξηράνθηκαν και κατόπιν κόπηκαν σε λεπτές λωρίδες. Κρατούσα ένα τέτοιο σπίρτο με δύναμη πάνω σε μια μικρή άσπρη πέτρα και το χτυπούσα με μια άλλη, μέχρι που άναψε. Ο Γιάννης έφερε ξερά χόρτα και φυσούσε μέχρι που η φωτιά άναψε για τα καλά.
Μέχρι το μεσημέρι, οι πατάτες μας είχαν γίνει. Τις καταβροχθίσαμε με μεγάλη λαιμαργία, ανοίγοντάς τις όσο ήταν ζεστές και γλείφοντας και τα δάχτυλά μας ανάμεσα στις μπουκιές. Χορτασμένοι καθώς ήμασταν, μας πήρε ο ύπνος κοντά στη θράκα της φωτιάς που σι-γόκαιγε.
Νόμιζα ότι ονειρευόμουν. Μια πένθιμη πομπή μαυροφορεμένων γυναικών φάνηκε στον ορίζοντα και είχαν σηκώσει τα χέρια τους προς τον ουρανό με έκδηλη απελπισία. Άνδρες με σκυμμένα τα κεφάλια προχωρούσαν με τις παλάμες τους σφιγμένες μπροστά τους. Οι φωνές τους αντηχούσαν πάνω και κάτω από τα βουνά γεμάτες θλίψη, ανεβοκατεβαίνοντας όμοια με τις νυσταγμένες φάλαινες σε κάθε φούσκωμα των κυμάτων. Έξι από τους άνδρες είχαν σηκώσει στους ώμους τον νεκρό που κειτόταν τυλιγμένος στο σάβανο πάνω σ’ ένα φορείο
από κλαδιά και καλάμια.
Άνοιξα τα μάτια μου. Ένιωσα ένα βάρος στο στήθος.
Και να, εκεί, σε κάποια απόσταση, η τεθλασμένη μαύρη γραμμή της πομπής έκανε αντίθεση με το πράσινο του λιβαδιού. Κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω τους και τους παρακολούθησα μέχρι που έφτασαν στο μικρό πέτρινο σπίτι στην κοιλάδα. Το σπίτι έμοιαζε να τους περιμένει. «Χριστοδούλα!» ψιθύρισα, σκουντώντας τη με τον αγκώνα μου.
Έτριψε τα μάτια της και ανασηκώθηκε αργά. «Τι είναι; Τι θέλεις;»
Της έδειξα την πομπή με το δάχτυλό μου.
«Τι κάνουν;» ρώτησε χωρίς να έχει καταλάβει ακόμα τα διαδραματιζόμενα.
Οι πενθούντες έφτασαν στο μικρό σπίτι και έβαλαν τον νεκρό μέσα.
«Κουβαλάνε κάποιον που έχει πεθάνει», είπα χαμηλόφωνα, λες και φοβόμουν ότι θα μας ακούσουν. Καθόμασταν σαν υπνωτισμένοι, με καρφωμένο το βλέμμα μας στο σπίτι, σαν να προσπαθούσαμε να δούμε μέσα από τους τοίχους του.
«Τι νομίζεις ότι κάνουν εκεί μέσα;» ψιθύρισε η Χριστοδούλα.
«Δεν ξέρω. Θέλεις να πάμε να δούμε;»
«Όχι!» απάντησε βιαστικά. «Μπορεί να μας πιάσουν και να μας βάλουν εκεί μέσα με τον πεθαμένο».
«Αν κινηθούμε πολύ ήσυχα, δε θα μας δούνε», είπα. σχεδόν φοβούμενη ότι θα την έπειθα. «Εξάλλου θα μας κρύβει το ψηλό χορτάρι, έτσι και βγουν έξω».
Το σκέφτηκε για μια στιγμή που μου φάνηκε αιώνας, υπολογίζοντας τους κινδύνους. «Μπορούμε να πάμε και να καθίσουμε κοντά στις αγελάδες πάνω στο χορτάρι. Έτσι και βγουν από το σπίτι, θα προσποιηθούμε ότι προσέχουμε το κοπάδι».
Ξυπνήσαμε το Γιάννη και του εξηγήσαμε το δράμα που εξελισσόταν πιο κάτω. Την ώρα, όμως, που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, οι πενθούντες βγήκαν πάλι έξω και απομακρύνθηκαν όλοι στη σειρά, όπως πριν, προς τη βουνοκορυφή, από εκεί που είχαν έρθει. Από τα ρούχα τους, καταλάβαμε πως ήταν Τούρκοι. Τον πεθαμένο δεν τον είχαν μαζί τους.
Όταν δεν μπορούσαμε πια να τους δούμε, κατεβήκαμε τρέχοντας το λύφο προς το μικρό πέτρινο σπίτι. Σταματήσαμε κάτω από ένα μικρό παράθυρο στην ανατολική πλευρά. Η Χριστοδούλα, που ήταν η πιο ψηλή, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να κοιτάξει μέσα από το παράθυρο, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει ψηλότερα από το περβάζι.
«Δε βλέπω», ψιθύρισε.
«Άσε με εμένα να δοκιμάσω», είπα.
Πάτησα στις πέτρες που εξείχαν από τον τοίχο, ενώ η Χριστοδούλα με έσπρωχνε από πίσω προς το παράθυρο. Ο Γιάννης περίμενε με ανυπομονησία και κρατούσε τσίλιες, μπας και μας αιφνιδίαζαν.
«Θυμάσαι τι σου είπε η γριούλα το πρωί;» ξαναψιθύρισε η Χριστοδούλα.
«Τι;» ρώτησα.
«Είπε “να μην αφήσουμε τα τούρκικα στοιχειά να μας κλέψουν το πνεύμα”. Λες να εννοούσε αυτά εδώ;»
Τελικά, κατάφερα να ακουμπήσω το σαγόνι μου στο περβάζι και, αφού στηρίχθηκα εκεί, σήκωσα σιγά σιγά το σώμα μου με τους αγκώνες. Μετά, κοίταξα μέσα, προσπαθώντας να διακρίνω το εσωτερικό στο λιγοστό φως που έμπαινε στο δωμάτιο από το παράθυρο εκείνο.
Ο νεκρός ήταν ξαπλωμένος πάνω σε ένα τραπέζι, τυλιγμένος σε ένα άσπρο πανί. Το σάβανο έλαμπε στο αχνό φως, λες και η λάμψη του έβγαινε από το ήρεμο σώμα που ήταν ξαπλωμένο εκεί, τόσο κρύο και σιωπηλό. Είχα τόσο πολύ απορροφηθεί κοιτάζοντας τον πεθαμένο, που δεν πρόσεξα τον άλλο άνδρα που καθόταν σε ένα σκαμνί δίπλα του. Ήταν εξίσου ακίνητος με τον νεκρό σύντροφό του. Αρχικά, νόμιζα ότι είχε πεθάνει κι αυτός και είχε παγώσει εκεί που καθόταν σαν φρουρός. Κάθε τόσο, όμως, σήκωνε το κεφάλι του με αγωνία για να κοιτάξει τον πεθαμένο.
Κατέβηκα από το παράθυρο και ψιθυρίζοντας είπα στους άλλους όλα όσα είχα δει. Η Χριστοδούλα και ο Γιάννης σκαρφάλωσαν στο παράθυρο για να δουν και αυτοί. Μετά, φύγαμε τρέχοντας, κατηφορίζοντας το λόφο. Περάσαμε μέσα από το δάσος όπου μαζέψαμε κλωνάρια για προσάναμμα, τα δέσαμε στις πλάτες μας, συγκεντρώσαμε τις αγελάδες και ξεκινήσαμε για το σπίτι. Το λαμπερό σώμα του νεκρού συνέχισε να εμφανίζεται μπροστά μου.
«Ελάτε μέσα, παιδιά», μας είπε η γριούλα όταν φέραμε πίσω τις αγελάδες της. «Έχω κάτι δωράκια για σας».
Όταν μπήκαμε στο σπίτι της, είδαμε μια κατσαρόλα στιφάδο που έβραζε πάνω στο τρίποδο στο τζάκι. Η μυρωδιά του γέμιζε το δωμάτιο. Η γριά σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της και πήγε μέχρι τον τοίχο όπου κρεμόταν ένα μικρό καλάθι. Έβγαλε από μέσα λίγα λεπτά μπιχλιμπίδια, βραχιόλια και δαχτυλίδια.
«Σας τα δίνω για το κόπο σας με τις αγελάδες μου», είπε δίνοντας από ένα στον καθένα μας.
«Είδαμε έναν πεθαμένο», ξεστόμισα. «Και ένας άνδρας καθόταν μαζί του στο μικρό πέτρινο σπιτάκι».
Η γριούλα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.
«Α! Τότε είδατε κάτι που κανείς άλλος στο χωριό δεν έχει δει ποτέ. Και βλέπω ότι είστε ακόμα σώοι και αβλαβείς. Λένε ότι ο άνδρας που φυλάει τον πεθαμένο πρέπει να καθίσει μαζί του όλη τη νύχτα για να δει αν πράγματι έχει πεθάνει. Αν ο νεκρός ξυπνήσει, ο φύλακας πρέπει να τον πάει σπίτι του. Αν είναι πράγματι νεκρός και ο φύλακας καταφέρει να μείνει ζωντανός μαζί του όλο το βράδυ, τότε όλοι θα ξέρουν ότι είναι γενναίος. Έτσι είναι το τούρκικο έθιμο σε αυτά βουνά, όπως μου έχουν πει». Και πρόσθεσε: «Αλλά λένε ότι δεν είναι όλοι αρκετά τυχεροί και δεν καταφέρνουν να βγάλουν τη νύχτα ζωντανοί».
Όταν φτάσαμε στο σπίτι μας, ο Πατέρας έπαιζε τη λύρα κοντά στη φωτιά. Ο Παππούς έπαιζε το σουραύλι. Και εμείς είχαμε στιφάδο στην κατσαρόλα που κρεμόταν από μια αλυσίδα πάνω από τη φωτιά. Κάθε τόσο η Μητέρα το ανακάτευε.
Όπως πάντα, ένιωθα μεγάλη ανακούφιση που βρισκόμουν στο σπίτι μου. Τα πόδια μου ήταν κουρασμένα από τη μεγάλη διαδρομή, αλλά μπροστά μου συνέχιζε να εμφανίζεται το σώμα του πεθαμένου, να εκεί, πάνω στο τραπέζι. Το έβλεπα και μέσα από τον ατμό που αναδυόταν από το πιάτο μου με το στιφάδο. Και το βράδυ, το έβλεπα ξανά να αιωρείται πάνω από το κρεβάτι μου, μέσα στο σκοτάδι.
Απόσπασμα απο το βιβλίο:"ΟΥΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ"
Εκδοσεις Γκοβόστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου