Ενώ ο ελληνικός στρατός προήλαυνε στο μικρασιατικό μέτωπο, ο Κεμάλ μεθόδευε την κατάπνιξη του ποντιακού αντάρτικου, ώστε απερίσπαστος να αντεπιτεθεί έπειτα κατά του τακτικού στρατού. Από το Μάρτιο του 1920, μόλις άρχισε να λιώνει το χιόνι στα ποντιακά βουνά, αναζωπυρώθηκαν οι συγκρούσεις. Τα ένοπλα σώματα ανταπέδιδαν αποτελεσματικά τα χτυπήματα των Τούρκων κατά του άμαχου πληθυσμού.
Στις 17 Νοεμβρίου 1920 οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο χωριό Εντίκ Πουγαρί, στην περιοχή της Έρπας (αρχαίας Ηράκλειας). Το χωριό αυτό, κοντά στις όχθες του ποταμού Γεσίλ Ιρμάκ, ήταν γενέτειρα και ορμητήριο ονομαστών καπετάνιων, με πρώτο τον Αναστάσιο Παπαδόπουλο. Το πρωί της μέρας εκείνης δύο πυροβολαρχίες του τουρκικού στρατού τοποθετημένες βόρεια του χωριού άρχισαν να βάλλουν εναντίον του. Ακολούθησε επίθεση τάγματος πεζικού, ενώ στα σπίτια του χωριού που ήταν πιο μπροστά αμύνονταν οι αντάρτες με τους καπετάνιους τους. Μέχρι το τέλος της μέρας, παρά τις αλλεπάλληλες επιθέσεις η άμυνα κράτησε. Οι Τούρκοι αποχώρησαν με απώλειες που ξεπερνούσαν τους 20 νεκρούς και το Εντίκ Πουγαρί έμεινε ελεύθερο.
Το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1921 ο Κεμάλ ο οποίος επειγόταν να εξαλείψει το «καρφί» που λεγόταν ποντιακό αντάρτικο, έδωσε διαταγή στο στρατηγό Φετχί πασά να εισβάλει στην επαρχία της Σαμψούντας.
Ο Φετχί ξεκίνησε από την Αγκυρα, επικεφαλής 8.000 αντρών, διαθέτοντας και πυροβόλα. Ήταν από τα ισχυρότερα εκστρατευτικά σώματα που εξαπέλυε ο Κεμάλ για την καταστολή της ποντιακής αντίστασης. Οι αντάρτες, ακολουθώντας τη δοκιμασμένη τακτική των αιφνίδιων χτυπημάτων, προσέβαλαν επανειλημμένα την τουρκική δύναμη.
Ο τουρκικός στρατός έχασε πάνω από 300 άντρες, ενώ οι απώλειες των ανταρτών περιορίστηκαν στους οκτώ μόνο άντρες, ατράνταχτη απόδειξη της επιδεξιότητας με την οποία αντιμετώπισαν τους Τούρκους. Μετά την αποτυχημένη αυτή εκστρατεία, ο Κεμάλ αντιλήφθηκε ότι η πτώση του Πόντου δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση και στράφηκε πάλι στην αντιμετώπιση του ελληνικού στρατού.
Τον Απρίλιο του 1921, ενώ η γενοκτονία έβαινε προς τη θλιβερή της ολοκλήρωση, μια ομάδα καπετάνιων πήρε την απόφαση να δολοφονήσει τον αρχιδήμιο του ποντιακού ελληνισμού Τοπάλ Οσμάν. Την άνοιξη του 1921 η ένοπλη δράση στον Πόντο εμφάνιζε την εξής γενική εικόνα: Στα όρη της Πάφρας οι μαχητές ανέρχονταν σε 1.600 και τους ακολουθούσαν 5.000 άμαχοι. Στις ορεινές περιοχές της Σαμψούντας η αντίσταση παρέτασσε 2.000 άντρες. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν και 200 Αρμένιοι, καθώς και 100 περίπου Κιρκάσιοι, που μάχονταν μαζί με τους Έλληνες. Στο εσωτερικό της Τραπεζούντας δρούσαν ένοπλα σώματα με άλλους 1.200 άντρες. Συνολικά, 15.000 περίπου άντρες στελέχωναν τα ένοπλα ποντιακά σώματα.
Το Μάιο του 1921 οι αντάρτες επανέλαβαν τις επιθέσεις επιφέροντας πλήγματα στους Τούρκους, ιδίως στην ορεινή περιοχή της Πάφρας. Εκεί δρούσαν ένοπλα σώματα (της τάξης των 400 αντρών), υπό τους καπετάνιους Αλέξανδρο Μπενλή, Νίκο Ακτικελή, Πιτεβασίλη και Στέλιο Κοσμίδη. Μια πολύ δραστήρια ομάδα δρούσε 90 χιλιόμετρα νότια της Πάφρας, στο Βεζίρ Κιοπρού, με καπετάνιο τον Καραθεοδωρή και 150 μαχητές.
Προς εκκαθάριση της περιοχής κινήθηκαν τον Ιούνιο οι Τοπάλ Οσμάν και Μπαϊράμ Εφέντης, από τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα αντίστοιχα, με δύναμη που έφτανε τους 12.000 άντρες. Οι αντάρτες, δίνοντας συνεχώς μάχες απέναντι σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, υποχώρησαν στα πλέον δυσπρόσιτα ορεινά σημεία, διατηρώντας ανέπαφο τον όγκο και τη μαχητικότητά τους. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις εγκλωβισμού μαχητών. Κάτι τέτοιο συνέβη στη δεκαπενταμελή ομάδα του Κώστα Αβραμίδη. από το Νταρμπγάζ της Πάφρας. Οι άντρες αυτοί έσπασαν τον κλοιό και διωκόμενοι επί 60 ολόκληρα μερόνυχτα κατόρθωσαν να φτάσουν στα χωριά της Νίκαιας. Εκεί συνάντησαν της προφυλακές της 11ης Ελληνικής Μεραρχίας και έτσι σώθηκαν.
Σε ολόκληρο τον ορεινό Πόντο μαίνονταν οι μάχες. Απέναντι στα πυροβόλα και στα πολυβόλα που χρησιμοποιούσαν ευρέως οι Τούρκοι, οι Έλληνες αντάρτες διέθεταν μόνο τουφέκια, ενώ έπρεπε να χρησιμοποιούν με φειδώ τα περιορισμένα πυρομαχικά. Το μεγάλο πρόβλημα, πέραν των Τούρκων, ήταν τα χιλιάδες γυναικόπαιδα που συνέρρεαν στην περιοχή για να γλιτώσουν από τη σφαγή. Το δάσος του Σαλτούχ πρόσφερε για άλλη μια φορά προσωρινό καταφύγιο.
Η περιπλάνηση των απελπισμένων Ποντίων κράτησε μέρες, με τον κεμαλικό στρατό συνεχώς στο κατόπι τους. Οι Τούρκοι έφεραν μαζί τους σκύλους ανιχνευτές. Εκατοντάδες ανήμποροι άμαχοι εγκλωβίστηκαν και σφαγιάστηκαν. Μόνο στα χωρά Τζινίκ, Ανδρεάντων και Τουρακμάν θανατώθηκαν 100 περίπου γυναικόπαιδα.
Στο Τσιμενλί έκλεισαν 150 γυναικόπαιδα σε δύο οικίες και τους έβαλαν φωτιά. Αφού ολοκλήρωσε την καταστροφή, ο τακτικός στρατός στράφηκε προς την Άγκυρα, που κινδύνευε από την προέλαση του ελληνικού στρατού.
(Κ. Φωτιάδης -Ι. Μιχαηλίδης)
Το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1921 ο Κεμάλ ο οποίος επειγόταν να εξαλείψει το «καρφί» που λεγόταν ποντιακό αντάρτικο, έδωσε διαταγή στο στρατηγό Φετχί πασά να εισβάλει στην επαρχία της Σαμψούντας.
Ο Φετχί ξεκίνησε από την Αγκυρα, επικεφαλής 8.000 αντρών, διαθέτοντας και πυροβόλα. Ήταν από τα ισχυρότερα εκστρατευτικά σώματα που εξαπέλυε ο Κεμάλ για την καταστολή της ποντιακής αντίστασης. Οι αντάρτες, ακολουθώντας τη δοκιμασμένη τακτική των αιφνίδιων χτυπημάτων, προσέβαλαν επανειλημμένα την τουρκική δύναμη.
Ο τουρκικός στρατός έχασε πάνω από 300 άντρες, ενώ οι απώλειες των ανταρτών περιορίστηκαν στους οκτώ μόνο άντρες, ατράνταχτη απόδειξη της επιδεξιότητας με την οποία αντιμετώπισαν τους Τούρκους. Μετά την αποτυχημένη αυτή εκστρατεία, ο Κεμάλ αντιλήφθηκε ότι η πτώση του Πόντου δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση και στράφηκε πάλι στην αντιμετώπιση του ελληνικού στρατού.
Τον Απρίλιο του 1921, ενώ η γενοκτονία έβαινε προς τη θλιβερή της ολοκλήρωση, μια ομάδα καπετάνιων πήρε την απόφαση να δολοφονήσει τον αρχιδήμιο του ποντιακού ελληνισμού Τοπάλ Οσμάν. Την άνοιξη του 1921 η ένοπλη δράση στον Πόντο εμφάνιζε την εξής γενική εικόνα: Στα όρη της Πάφρας οι μαχητές ανέρχονταν σε 1.600 και τους ακολουθούσαν 5.000 άμαχοι. Στις ορεινές περιοχές της Σαμψούντας η αντίσταση παρέτασσε 2.000 άντρες. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν και 200 Αρμένιοι, καθώς και 100 περίπου Κιρκάσιοι, που μάχονταν μαζί με τους Έλληνες. Στο εσωτερικό της Τραπεζούντας δρούσαν ένοπλα σώματα με άλλους 1.200 άντρες. Συνολικά, 15.000 περίπου άντρες στελέχωναν τα ένοπλα ποντιακά σώματα.
Ιστίλ Αγας |
Προς εκκαθάριση της περιοχής κινήθηκαν τον Ιούνιο οι Τοπάλ Οσμάν και Μπαϊράμ Εφέντης, από τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα αντίστοιχα, με δύναμη που έφτανε τους 12.000 άντρες. Οι αντάρτες, δίνοντας συνεχώς μάχες απέναντι σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, υποχώρησαν στα πλέον δυσπρόσιτα ορεινά σημεία, διατηρώντας ανέπαφο τον όγκο και τη μαχητικότητά τους. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις εγκλωβισμού μαχητών. Κάτι τέτοιο συνέβη στη δεκαπενταμελή ομάδα του Κώστα Αβραμίδη. από το Νταρμπγάζ της Πάφρας. Οι άντρες αυτοί έσπασαν τον κλοιό και διωκόμενοι επί 60 ολόκληρα μερόνυχτα κατόρθωσαν να φτάσουν στα χωριά της Νίκαιας. Εκεί συνάντησαν της προφυλακές της 11ης Ελληνικής Μεραρχίας και έτσι σώθηκαν.
Σε ολόκληρο τον ορεινό Πόντο μαίνονταν οι μάχες. Απέναντι στα πυροβόλα και στα πολυβόλα που χρησιμοποιούσαν ευρέως οι Τούρκοι, οι Έλληνες αντάρτες διέθεταν μόνο τουφέκια, ενώ έπρεπε να χρησιμοποιούν με φειδώ τα περιορισμένα πυρομαχικά. Το μεγάλο πρόβλημα, πέραν των Τούρκων, ήταν τα χιλιάδες γυναικόπαιδα που συνέρρεαν στην περιοχή για να γλιτώσουν από τη σφαγή. Το δάσος του Σαλτούχ πρόσφερε για άλλη μια φορά προσωρινό καταφύγιο.
Η περιπλάνηση των απελπισμένων Ποντίων κράτησε μέρες, με τον κεμαλικό στρατό συνεχώς στο κατόπι τους. Οι Τούρκοι έφεραν μαζί τους σκύλους ανιχνευτές. Εκατοντάδες ανήμποροι άμαχοι εγκλωβίστηκαν και σφαγιάστηκαν. Μόνο στα χωρά Τζινίκ, Ανδρεάντων και Τουρακμάν θανατώθηκαν 100 περίπου γυναικόπαιδα.
Στο Τσιμενλί έκλεισαν 150 γυναικόπαιδα σε δύο οικίες και τους έβαλαν φωτιά. Αφού ολοκλήρωσε την καταστροφή, ο τακτικός στρατός στράφηκε προς την Άγκυρα, που κινδύνευε από την προέλαση του ελληνικού στρατού.
(Κ. Φωτιάδης -Ι. Μιχαηλίδης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου