Θα μου ήταν πιο εύκολο απλά να σας πω ότι αυτά που έπαθαν οι Πόντιοι οφείλονταν στο μίσος μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων και γι’ αυτό οι Τούρκοι μας έκαναν αυτά που μας έκαναν, αλλά δε θα ήταν η αλήθεια. Τουλάχιστον, δεν ήταν αλήθεια στα μέρη τα δικά μας. Όλα τα γύρω χωριά ήταν τουρκικά και τουλάχιστον για όσο διάστημα θυμάμαι εγώ είχαμε ζήσει μαζί με τους Τούρκους χωρίς σημαντικά επεισόδια, εκτός από κάποια ερωτικά περιστατικά. Αυτά, όμως, μου φαίνονταν πάντα τόσο ρομαντικά. Το προηγούμενο καλοκαίρι, για παράδειγμα, μια Ελληνίδα από τα δικά μας τα χωριά κλέφτηκε με ένα νεαρό Τούρκο. Το περιστατικό δημιούργησε μια σχετική αναστάτωση στα χωριά μας. Μερικοί έλεγαν ότι την είχαν απαγάγει, αλλά εγώ δε νομίζω να υπήρχε ούτε ένας που να πίστευε στ’ αλήθεια κάτι τέτοιο.
Εκείνη τη μέρα που το μάθαμε, θυμάμαι ότι ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και προσπαθούσα να κρατηθώ ξύπνια καρφώνοντας το βλέμμα μου στη μαυρίλα της ξύλινης οροφής. Η μικρή Ναστασία κοιμόταν δίπλα μου και τα ζεστά της ποδαράκια πίεζαν το μηρό μου. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε ρυθμικά καθώς ανάσαινα, όπως οι λόφοι και οι κοιλάδες γύρω από τα χωράφια μας. Και η Χριστοδούλα κοιμόταν πιο πέρα, ενώ ο Γιάννης είχε κουρνιάσει κοντά της για να ζεσταίνεται.
Στο διπλανό δωμάτιο, οι γονείς και οι παππούδες μου συζητούσαν και έλεγαν για το νεαρό ζευγάρι που είχε κλεφτεί. Ζοριζόμουν για να κρατήσω τα μάτια μου ανοικτά, λες και αυτό θα με βοηθούσε να ακούσω καλύτερα μέσα στο σκοτάδι. Κάπου ανάμεσα στις εισπνοές και εκπνοές μου, ξεχώριζα ολόκληρες λέξεις από το χαμηλό βουητό των φωνών από το διπλανό δωμάτιο. Οι λέξεις έμοιαζαν να γλιστράνε κάτω από την πόρτα, σαν το φως της φωτιάς. Τούρκος... παιδί... καταστράφηκε... Ελληνίδα. Αναρωτιόμουν πώς ένιωθε κανείς όταν το έσκαγε, αφήνοντας πίσω του τα πάντα, μητέρα, πατέρα, ότι αγαπά.
Μέχρι το πρωί όλα είχαν τελειώσει. Με είχε πάρει ο ύπνος, την ώρα που έκπληκτη κατάλαβα ότι είχε μπει στο δωμάτιο το πρώτο γκρίζο φως της επόμενης μέρας. Ο ήχος από τη φωτιά που έκαιγε και η μυρωδιά από το καφέ που ψηνόταν διέγειραν τις αισθήσεις μου. Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι μου και μέσα από το παράθυρο διέκρινα μόνο τις κορυφές μερικών αχλαδιών, αφού τις υπόλοιπες τις έκρυβε η πυκνή ομίχλη.
«Χριστοδούλα», ψιθύρισα. «Είσαι ξύπνια;»
«Όχι», απάντησε, στριφογυρίζοντας και δίνοντάς μου μία με τον πισινό της.
Σκαρφάλωσα πάνω από τη Ναστασία και κατέβηκα από το κρεβάτι, πατώντας στο δροσερό ξύλινο κενό που άφηναν οι κουρελούδες που ήταν απλωμένες χάμω. Φορούσα ακόμα τα μοκασίνια που μου είχε φτιάξει την προηγούμενη μέρα ο παππούς μου από δέρμα αγελάδας. Ήταν τόσο μαλακά και όμορφα, δε μου έκανε καρδιά να τα βγάλω.
Στο δωμάτιο του παππού, η φωτιά ήταν ήδη αναμμένη και η θέρμη της έφτανε μέχρι το μεγάλο δοκάρι που πλαισίωνε το γείσο του τζακιού. Ήταν όλοι τους μαζεμένοι γύρω από το μακρόστενο ξύλινο τραπέζι που είχε φτιάξει πριν χρόνια ο παππούς μου. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου, ο θείος ο Κωνσταντίνος και η γυναίκα του. Πίνανε καφέ και τρώγανε ψωμί. Είχαν ήδη μαζέψει τα στρωσίδια και τις κουβέρτες τους και τις είχαν τοποθετήσει, προσεκτικά διπλωμένες, πάνω στα ράφια. Έτσι, άνοιγε ο χώρος στο δωμάτιο.
Γλίστρησα ήσυχα μέσα στο δωμάτιο και κάθισα σε ένα σκαμνί, δίπλα στον παππού μου. Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω του και το δυνατό του μπράτσο με αγκάλιασε ασυναίσθητα, ενώ χάιδεψε το αδύνατο χέρι μου χτυπώντας το ελαφρά.
«Ο νεαρός ξυλοκοπήθηκε από τους άνδρες του χωριού», έλεγε ο πατέρας μου, καθώς βολευόταν στη θέση του. Η παγωνιά από την πρωινή του εξόρμηση αναδυόταν ακόμα από τα ρούχα και τα μαλλιά του. Η Μητέρα του έβαλε καφέ από ένα μικρό μπρούντζινο μπρίκι και μετά συνέχισε να περιχύνει το λιωμένο βούτυρο πάνω στο άζυμο ψωμί που είχε ψήσει για το πρωινό.
«Δεν έπρεπε να το σκάσουν», είπε ο παππούς. «Αυτή είναι χριστιανή και αυτός είναι Μουσουλμάνος. Τι μέλλον θα μπορούσαν να έχουν μαζί;»
«Το κορίτσι τι απέγινε;» ρώτησε η μητέρα μου, απευθυνόμενη στον πατέρα μου. Δεν ήταν σωστό για μια γυναίκα να απευθύνεται άμεσα στον πεθερό της.
«Τη γύρισαν στους γονείς της. Άσχημη υπόθεση», είτε ο πατέρας μου.
Αργότερα, την ίδια μέρα, οι γυναίκες του χωριού μαζεύτηκαν για να ψήσουν το ψωμί τους στον πέτρινο φούρνο που είχε χτίσει ο παππούς μου κοντά στο, σπίτι μας.
«Δεν το πιστεύω ότι έφυγε με τη θέλησή της».
«Πρέπει να την πήρε με το ζόρι».
«Ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει η καρδιά μιας νεαρής κοπέλας», ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας που μίλησε χαμηλόφωνα. Σχεδόν αμέσως, όμως, χαμήλωσε τα μάτια της και πασπάτεψε την ποδιά της με τα χέρια από αμηχανία, λες και είχε θυμηθεί κάποιο αμαρτωλό φιλί.
Απλή ήταν η ζωή που ζούσαμε και, εκτός από εκείνο το περιστατικό, δεν είχαμε άλλες φασαρίες εκείνο το καλοκαίρι με τους Τούρκους. Υπήρξε μόνο ένα περιστατικό βίαιο, αλλά δικός μας ήταν αυτός που το προκάλεσε. Σπάνιο γεγονός για το χωριό μας, αλλά καλοί και κακοί υπάρχουν παντού, νομίζω. Συνέβη στη μητέρα μου. Και μόνο που το σκέφτομαι, νιώθω πόνο στην καρδιά.
Είχαμε βγει στους γύρους που κάναμε καθημερινά στο περιβόλι, μόνοι, η μητέρα μου και εγώ, όταν συναντήσαμε δύο νεαρούς κοντά στα χωράφια μας με το σιτάρι. Ένα αεράκι φυσούσε από το νότο προς τα βουνά, δημιουργώντας μια ειρηνική ατμόσφαιρα στο χωριό, λες και έπαιρνε μαζί του κάθε υποψία φόβου. Τα πυκνά πράσινα σπαρτά στα βουνά απλώνονταν σαν ένα πλούσια κεντημένο υφαντό. Αγριολούλουδα ξεπρόβαλλαν σε κάθε άνοιγμα, ενώ οι αετοί στριφογύριζαν μέσα στα αέρινα ρεύματα ψηλά, πάνω από τα κεφάλια μας. Κάτι τέτοιες μέρες δυσκολευόσουν να πιστέψεις ότι είχε γίνει πόλεμος ή ότι υπήρχε ακόμα κάποιος κίνδυνος που παραμόνευε για το μέλλον.
Τα αγόρια ήταν ψηλά, με ροδαλά πρόσωπα και πυκνά μαύρα μαλλιά. Ο ένας ήταν γύρω στα δεκαεπτά. Ο άλλος κάνα δύο χρόνια μικρότερος. Είχαν αμολήσει τις αγελάδες τους να βοσκήσουν στα χωράφια μας με το σιτάρι.
«Ε! Εσείς!» φώναξε η μητέρα μου στους νεαρούς. «Δεν ξέρετε ότι δεν πρέπει να αφήνετε τα ζώα σας στα χωράφια με το σιτάρι;»
Η μητέρα μου κατευθύνθηκε προς το μέρος τους και εγώ την ακολούθησα. Οι κορυφές του σταριού χτυπούσαν απαλά στο στήθος μου, φτάνοντας σχεδόν μέχρι το πιγούνι μου.
«Να κάνεις τη δουλειά σου!» της φώναξε το ένα από τα αγόρια. «Φύγε και πήγαινε στη δουλειά σου, αν θέλεις το καλό σου».
«Μα, αυτή είναι η δουλειά μου», φώναξε η μητέρα μου. «Τι θα έλεγαν οι γονείς σας αν ήξεραν ότι μας καταστρέφετε το σιτάρι;»
Με αυτό το σχόλιο, οι νεαροί κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος μας και στάθηκαν με επιθετικό ύφος ακριβώς μπροστά της, όσο γινόταν πιο κοντά της, χωρίς όμως να την αγγίζουν.Ένας από την κάθε μεριά της. Η μητέρα μου άπλωσε τα χέρια της και με έσπρωξε πίσω της, για να με προστατέψει. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και η αναπνοή μου έφτανε μόνο μέχρι το λαρύγγι μου και μετά, μέσα πάλι. Την κοίταξα, προσπαθώντας να καταλάβω τι σκεπτόταν. Στεκόταν δυνατή και περήφανη. Το μαντίλι που είχε δεμένο γύρω και κάτω από τα μαλλιά της, πλαισίωνε το όμορφο πρόσωπό της.
«Ποιος θα το πει στους γονείς μας;» είπε ο ένας.
«Το καλό που σου θέλω, μην πειράξεις τη μητέρα μου!» φώναξα, ελπίζοντας ότι η αγριάδα της φωνής μου θα τους έδιωχνε.
Όμως, εκείνη τη στιγμή, ο πιο ψηλός έγειρε το πονηρό, σαρκαστικό του πρόσωπο κοντά στη μητέρα μου. Το γεροφτιαγμένο σώμα του και τα κοκκινωπά του μάγουλα έκαναν αντίθεση με τη μαυρίλα των μαλλιών του και τα τσακίρικα κοροϊδευτικά του μάτια. Προσπάθησα να απελευθερωθώ από την προστατευτική θέση που με κρατούσε η μητέρα μου, αλλά δε με άφηνε.
«Ο πατέρας μου θα σε σκοτώσει αν την πειράξεις», φώναξα πάλι.
«Λοιπόν», είπε προβάλλοντας το χοντρό λαιμό του με τέτοιο τρόπο που το πρόσωπό του βρέθηκε ακόμα πιο κοντά στης μητέρας μου από ό,τι ήταν πριν. «Ποιος θα το πει στους γονείς μας;»
Η μητέρα μου γύρισε να φύγει, αλλά το αγόρι την άρπαξε από τον ώμο και την έσπρωξε κάτω στο έδαφος.
«Τρέξε!» φώναξε η Μητέρα. «Τρέξε!»
Αυτό ακριβώς έκανα.Έτρεξα. Την ίδια στιγμή που το αγόρι σήκωνε το χέρι του για να την χτυπήσει. Άκουσα τα χτυπήματα να διαπερνούν τα αυτιά μου, λες και έπεφταν στο δικό μου το σώμα.Ετρεξα. Ή μάλλον όχι. Πέταξα. Σαν πεταλούδα πάνω από το έδαφος, πηδώντας και πετώντας πάνω από τις πέτρες και τα χαντάκια στο χωράφι, ανεβαίνοντας ακόμα και πιο ψηλά από το σιτάρι, πιο ψηλά κι από τα στάχυα που με έγδερναν και κολλούσαν στο μακρύ χρωματιστό μου φόρεμα, πιο ψηλά και από το τσούξιμο και το μαστίγωμα που ένιωθα στην τρυφερή μου σάρκα. Πέταξα κυριολεκτικά, μέχρι που έφτασα στο ξέφωτο, μετά ανέβηκα την άλλη μεριά του λόφου, πέρασα έξω από το σπίτι μας και έφτασα στο σιδεράδικο του πατέρα μου. Όρμηξα μέσα στο μαγαζί. Το στήθος μου ήταν φουσκωμένο και τα υγρά μου μάγουλα έτσουζαν από το κλάμα.
«Η μαμά μου! Η μαμά μου!» ούρλιαξα.
Ο Πατέρας σήκωσε το βλέμμα του από τις φλόγες, εκεί που κρατούσε το λιωμένο μέταλλο με τις ατσάλινες δαγκάνες, ενώ ο Παππούς δούλευε τα τεράστια φυσερά.
«Στο σταροχώραφο... τη χτυπάνε», κατάφερα να ψελλίσω μέσα από τα αναφιλητά μου.
Ο Πατέρας, πέταξε τα εργαλεία και χύμηξε προς την πόρτα. Τον ακολούθησα τρέχοντας, φτάνοντας μέχρι την άκρη του χωραφιού με το σιτάρι με όση ταχύτητα κατάφεραν να έχουν τα πόδια μου. Στάθηκα εκεί, λαχανιασμένη και κλαίγοντας με αναφιλητά, ενώ ο πατέρας μου συνέχισε να τρέχει, διασχίζοντας το χωράφι μέχρι που έφτασε κοντά στα αγόρια.
Γελούσαν οι δυο τους καθώς περπατούσαν ανέμελα, μέχρι που αντιλήφθηκαν τον οργισμένο γίγαντα που κατευθυνόταν προς το μέρος τους. Τότε γύρισαν να φύγουν, με σάλτους και σκαμπανεβάσματα σαν γύπες που μόλις έχουν βαρύνει από ένα πρόσφατο μακελειό. Στάθηκα εκεί, μέχρι που άκουσα τη φωνή του πατέρα μου και είδα τη δεξιά γροθιά του να κατεβαίνει πάνω στο ψηλότερο αγόρι. Στάθηκα, μέχρι που είδα το αριστερό του μπράτσο να συνθλίβει το σαγόνι του άλλου αγοριού.
Μέχρι που άκουσα τις κραυγές τους, καθώς το κάθε χτύπημα έσβηνε το υπεροπτικό τους γέλιο και αποκαθιστούσε την τιμή της μητέρας μου. Μετά, πήγα κουτσαίνοντας μέχρι το σημείο όπου είχε σωριαστεί η μητέρα μου τραυματισμένη και κατέρρευσα και εγώ, με το κεφάλι μου να ακουμπάει στο στήθος της.
Το άλλο πρωί, την ώρα που τρώγαμε πρωινό, ακούσαμε ένα χτύπο στην πόρτα. Η Μητέρα καθόταν δίπλα μου. Οι μελανιές της είχαν αρχίσει να διακρίνονται μέσα από το κόκκινο πρήξιμο κοντά στο μάτι και στο μάγουλό της.
«Λάμπο!» ακούστηκε μια φωνή μέσα απ’ τις χοντρές ξύλινες σανίδες. Ο πατέρας σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Εννιά ζευγάρια μάτια τον παρακολουθούσαν σιωπηλά την ώρα που διέσχιζε το δωμάτιο. Έσπρωξε την πόρτα ορθάνοιχτη.
«Λείπουν τα παιδιά μου», είπε ο άνδρας που στεκόταν μπροστά στην πόρτα, κρατώντας το καπέλο του στο χέρι με τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. «Δε γύρισαν στο σπίτι χτες το βράδυ. Μπορείς να με βοηθήσεις να τα βρω;»
Ο Πατέρας γύρισε και μας κοίταξε διερευνητικά. Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στη Μητέρα. Τον κοίταξε για μια στιγμή, μετά χαμήλωσε τα μάτια και έγνεψε τη συγκατάθεσή της.
Τα αγόρια είχαν κρυφτεί στα βουνά, φοβούμενοι να γυρίσουν σπίτι. Ο Πατέρας έδειξε το δρόμο. Δεν έκανε καμία αναφορά στο περιστατικό. Έτσι γινόταν στα ελληνικά χωριά. Δεν υπήρχαν αστυνομικοί ούτε δικαστές. Η τιμωρία ήταν άμεση ήταν γινόταν κάτι λάθος. Κανείς δεν την αμφισβητούσε. Ούτε και η οικογένεια του τιμωρημένου. Ήταν ζήτημα τιμής η αναγνώριση ενός σφάλματος. Αυτό συνέτεινε στη διατήρηση της ειρήνης.
Thea Halo
Απόσπασμα από το βιβλίο: "ΟΥΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ MOY"
Εκδόσεις Γκοβόστη
Εκείνη τη μέρα που το μάθαμε, θυμάμαι ότι ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και προσπαθούσα να κρατηθώ ξύπνια καρφώνοντας το βλέμμα μου στη μαυρίλα της ξύλινης οροφής. Η μικρή Ναστασία κοιμόταν δίπλα μου και τα ζεστά της ποδαράκια πίεζαν το μηρό μου. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε ρυθμικά καθώς ανάσαινα, όπως οι λόφοι και οι κοιλάδες γύρω από τα χωράφια μας. Και η Χριστοδούλα κοιμόταν πιο πέρα, ενώ ο Γιάννης είχε κουρνιάσει κοντά της για να ζεσταίνεται.
Στο διπλανό δωμάτιο, οι γονείς και οι παππούδες μου συζητούσαν και έλεγαν για το νεαρό ζευγάρι που είχε κλεφτεί. Ζοριζόμουν για να κρατήσω τα μάτια μου ανοικτά, λες και αυτό θα με βοηθούσε να ακούσω καλύτερα μέσα στο σκοτάδι. Κάπου ανάμεσα στις εισπνοές και εκπνοές μου, ξεχώριζα ολόκληρες λέξεις από το χαμηλό βουητό των φωνών από το διπλανό δωμάτιο. Οι λέξεις έμοιαζαν να γλιστράνε κάτω από την πόρτα, σαν το φως της φωτιάς. Τούρκος... παιδί... καταστράφηκε... Ελληνίδα. Αναρωτιόμουν πώς ένιωθε κανείς όταν το έσκαγε, αφήνοντας πίσω του τα πάντα, μητέρα, πατέρα, ότι αγαπά.
Μέχρι το πρωί όλα είχαν τελειώσει. Με είχε πάρει ο ύπνος, την ώρα που έκπληκτη κατάλαβα ότι είχε μπει στο δωμάτιο το πρώτο γκρίζο φως της επόμενης μέρας. Ο ήχος από τη φωτιά που έκαιγε και η μυρωδιά από το καφέ που ψηνόταν διέγειραν τις αισθήσεις μου. Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι μου και μέσα από το παράθυρο διέκρινα μόνο τις κορυφές μερικών αχλαδιών, αφού τις υπόλοιπες τις έκρυβε η πυκνή ομίχλη.
«Χριστοδούλα», ψιθύρισα. «Είσαι ξύπνια;»
«Όχι», απάντησε, στριφογυρίζοντας και δίνοντάς μου μία με τον πισινό της.
Σκαρφάλωσα πάνω από τη Ναστασία και κατέβηκα από το κρεβάτι, πατώντας στο δροσερό ξύλινο κενό που άφηναν οι κουρελούδες που ήταν απλωμένες χάμω. Φορούσα ακόμα τα μοκασίνια που μου είχε φτιάξει την προηγούμενη μέρα ο παππούς μου από δέρμα αγελάδας. Ήταν τόσο μαλακά και όμορφα, δε μου έκανε καρδιά να τα βγάλω.
Στο δωμάτιο του παππού, η φωτιά ήταν ήδη αναμμένη και η θέρμη της έφτανε μέχρι το μεγάλο δοκάρι που πλαισίωνε το γείσο του τζακιού. Ήταν όλοι τους μαζεμένοι γύρω από το μακρόστενο ξύλινο τραπέζι που είχε φτιάξει πριν χρόνια ο παππούς μου. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου, ο θείος ο Κωνσταντίνος και η γυναίκα του. Πίνανε καφέ και τρώγανε ψωμί. Είχαν ήδη μαζέψει τα στρωσίδια και τις κουβέρτες τους και τις είχαν τοποθετήσει, προσεκτικά διπλωμένες, πάνω στα ράφια. Έτσι, άνοιγε ο χώρος στο δωμάτιο.
Γλίστρησα ήσυχα μέσα στο δωμάτιο και κάθισα σε ένα σκαμνί, δίπλα στον παππού μου. Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω του και το δυνατό του μπράτσο με αγκάλιασε ασυναίσθητα, ενώ χάιδεψε το αδύνατο χέρι μου χτυπώντας το ελαφρά.
«Ο νεαρός ξυλοκοπήθηκε από τους άνδρες του χωριού», έλεγε ο πατέρας μου, καθώς βολευόταν στη θέση του. Η παγωνιά από την πρωινή του εξόρμηση αναδυόταν ακόμα από τα ρούχα και τα μαλλιά του. Η Μητέρα του έβαλε καφέ από ένα μικρό μπρούντζινο μπρίκι και μετά συνέχισε να περιχύνει το λιωμένο βούτυρο πάνω στο άζυμο ψωμί που είχε ψήσει για το πρωινό.
«Δεν έπρεπε να το σκάσουν», είπε ο παππούς. «Αυτή είναι χριστιανή και αυτός είναι Μουσουλμάνος. Τι μέλλον θα μπορούσαν να έχουν μαζί;»
«Το κορίτσι τι απέγινε;» ρώτησε η μητέρα μου, απευθυνόμενη στον πατέρα μου. Δεν ήταν σωστό για μια γυναίκα να απευθύνεται άμεσα στον πεθερό της.
«Τη γύρισαν στους γονείς της. Άσχημη υπόθεση», είτε ο πατέρας μου.
Αργότερα, την ίδια μέρα, οι γυναίκες του χωριού μαζεύτηκαν για να ψήσουν το ψωμί τους στον πέτρινο φούρνο που είχε χτίσει ο παππούς μου κοντά στο, σπίτι μας.
«Δεν το πιστεύω ότι έφυγε με τη θέλησή της».
«Πρέπει να την πήρε με το ζόρι».
«Ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει η καρδιά μιας νεαρής κοπέλας», ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας που μίλησε χαμηλόφωνα. Σχεδόν αμέσως, όμως, χαμήλωσε τα μάτια της και πασπάτεψε την ποδιά της με τα χέρια από αμηχανία, λες και είχε θυμηθεί κάποιο αμαρτωλό φιλί.
Απλή ήταν η ζωή που ζούσαμε και, εκτός από εκείνο το περιστατικό, δεν είχαμε άλλες φασαρίες εκείνο το καλοκαίρι με τους Τούρκους. Υπήρξε μόνο ένα περιστατικό βίαιο, αλλά δικός μας ήταν αυτός που το προκάλεσε. Σπάνιο γεγονός για το χωριό μας, αλλά καλοί και κακοί υπάρχουν παντού, νομίζω. Συνέβη στη μητέρα μου. Και μόνο που το σκέφτομαι, νιώθω πόνο στην καρδιά.
Είχαμε βγει στους γύρους που κάναμε καθημερινά στο περιβόλι, μόνοι, η μητέρα μου και εγώ, όταν συναντήσαμε δύο νεαρούς κοντά στα χωράφια μας με το σιτάρι. Ένα αεράκι φυσούσε από το νότο προς τα βουνά, δημιουργώντας μια ειρηνική ατμόσφαιρα στο χωριό, λες και έπαιρνε μαζί του κάθε υποψία φόβου. Τα πυκνά πράσινα σπαρτά στα βουνά απλώνονταν σαν ένα πλούσια κεντημένο υφαντό. Αγριολούλουδα ξεπρόβαλλαν σε κάθε άνοιγμα, ενώ οι αετοί στριφογύριζαν μέσα στα αέρινα ρεύματα ψηλά, πάνω από τα κεφάλια μας. Κάτι τέτοιες μέρες δυσκολευόσουν να πιστέψεις ότι είχε γίνει πόλεμος ή ότι υπήρχε ακόμα κάποιος κίνδυνος που παραμόνευε για το μέλλον.
Τα αγόρια ήταν ψηλά, με ροδαλά πρόσωπα και πυκνά μαύρα μαλλιά. Ο ένας ήταν γύρω στα δεκαεπτά. Ο άλλος κάνα δύο χρόνια μικρότερος. Είχαν αμολήσει τις αγελάδες τους να βοσκήσουν στα χωράφια μας με το σιτάρι.
«Ε! Εσείς!» φώναξε η μητέρα μου στους νεαρούς. «Δεν ξέρετε ότι δεν πρέπει να αφήνετε τα ζώα σας στα χωράφια με το σιτάρι;»
Η μητέρα μου κατευθύνθηκε προς το μέρος τους και εγώ την ακολούθησα. Οι κορυφές του σταριού χτυπούσαν απαλά στο στήθος μου, φτάνοντας σχεδόν μέχρι το πιγούνι μου.
«Να κάνεις τη δουλειά σου!» της φώναξε το ένα από τα αγόρια. «Φύγε και πήγαινε στη δουλειά σου, αν θέλεις το καλό σου».
«Μα, αυτή είναι η δουλειά μου», φώναξε η μητέρα μου. «Τι θα έλεγαν οι γονείς σας αν ήξεραν ότι μας καταστρέφετε το σιτάρι;»
Με αυτό το σχόλιο, οι νεαροί κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος μας και στάθηκαν με επιθετικό ύφος ακριβώς μπροστά της, όσο γινόταν πιο κοντά της, χωρίς όμως να την αγγίζουν.Ένας από την κάθε μεριά της. Η μητέρα μου άπλωσε τα χέρια της και με έσπρωξε πίσω της, για να με προστατέψει. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και η αναπνοή μου έφτανε μόνο μέχρι το λαρύγγι μου και μετά, μέσα πάλι. Την κοίταξα, προσπαθώντας να καταλάβω τι σκεπτόταν. Στεκόταν δυνατή και περήφανη. Το μαντίλι που είχε δεμένο γύρω και κάτω από τα μαλλιά της, πλαισίωνε το όμορφο πρόσωπό της.
Η αποφοίτηση από το Δημοτικό της Thea |
«Το καλό που σου θέλω, μην πειράξεις τη μητέρα μου!» φώναξα, ελπίζοντας ότι η αγριάδα της φωνής μου θα τους έδιωχνε.
Όμως, εκείνη τη στιγμή, ο πιο ψηλός έγειρε το πονηρό, σαρκαστικό του πρόσωπο κοντά στη μητέρα μου. Το γεροφτιαγμένο σώμα του και τα κοκκινωπά του μάγουλα έκαναν αντίθεση με τη μαυρίλα των μαλλιών του και τα τσακίρικα κοροϊδευτικά του μάτια. Προσπάθησα να απελευθερωθώ από την προστατευτική θέση που με κρατούσε η μητέρα μου, αλλά δε με άφηνε.
«Ο πατέρας μου θα σε σκοτώσει αν την πειράξεις», φώναξα πάλι.
«Λοιπόν», είπε προβάλλοντας το χοντρό λαιμό του με τέτοιο τρόπο που το πρόσωπό του βρέθηκε ακόμα πιο κοντά στης μητέρας μου από ό,τι ήταν πριν. «Ποιος θα το πει στους γονείς μας;»
Η μητέρα μου γύρισε να φύγει, αλλά το αγόρι την άρπαξε από τον ώμο και την έσπρωξε κάτω στο έδαφος.
«Τρέξε!» φώναξε η Μητέρα. «Τρέξε!»
Αυτό ακριβώς έκανα.Έτρεξα. Την ίδια στιγμή που το αγόρι σήκωνε το χέρι του για να την χτυπήσει. Άκουσα τα χτυπήματα να διαπερνούν τα αυτιά μου, λες και έπεφταν στο δικό μου το σώμα.Ετρεξα. Ή μάλλον όχι. Πέταξα. Σαν πεταλούδα πάνω από το έδαφος, πηδώντας και πετώντας πάνω από τις πέτρες και τα χαντάκια στο χωράφι, ανεβαίνοντας ακόμα και πιο ψηλά από το σιτάρι, πιο ψηλά κι από τα στάχυα που με έγδερναν και κολλούσαν στο μακρύ χρωματιστό μου φόρεμα, πιο ψηλά και από το τσούξιμο και το μαστίγωμα που ένιωθα στην τρυφερή μου σάρκα. Πέταξα κυριολεκτικά, μέχρι που έφτασα στο ξέφωτο, μετά ανέβηκα την άλλη μεριά του λόφου, πέρασα έξω από το σπίτι μας και έφτασα στο σιδεράδικο του πατέρα μου. Όρμηξα μέσα στο μαγαζί. Το στήθος μου ήταν φουσκωμένο και τα υγρά μου μάγουλα έτσουζαν από το κλάμα.
«Η μαμά μου! Η μαμά μου!» ούρλιαξα.
Ο Πατέρας σήκωσε το βλέμμα του από τις φλόγες, εκεί που κρατούσε το λιωμένο μέταλλο με τις ατσάλινες δαγκάνες, ενώ ο Παππούς δούλευε τα τεράστια φυσερά.
«Στο σταροχώραφο... τη χτυπάνε», κατάφερα να ψελλίσω μέσα από τα αναφιλητά μου.
Ο Πατέρας, πέταξε τα εργαλεία και χύμηξε προς την πόρτα. Τον ακολούθησα τρέχοντας, φτάνοντας μέχρι την άκρη του χωραφιού με το σιτάρι με όση ταχύτητα κατάφεραν να έχουν τα πόδια μου. Στάθηκα εκεί, λαχανιασμένη και κλαίγοντας με αναφιλητά, ενώ ο πατέρας μου συνέχισε να τρέχει, διασχίζοντας το χωράφι μέχρι που έφτασε κοντά στα αγόρια.
Γελούσαν οι δυο τους καθώς περπατούσαν ανέμελα, μέχρι που αντιλήφθηκαν τον οργισμένο γίγαντα που κατευθυνόταν προς το μέρος τους. Τότε γύρισαν να φύγουν, με σάλτους και σκαμπανεβάσματα σαν γύπες που μόλις έχουν βαρύνει από ένα πρόσφατο μακελειό. Στάθηκα εκεί, μέχρι που άκουσα τη φωνή του πατέρα μου και είδα τη δεξιά γροθιά του να κατεβαίνει πάνω στο ψηλότερο αγόρι. Στάθηκα, μέχρι που είδα το αριστερό του μπράτσο να συνθλίβει το σαγόνι του άλλου αγοριού.
Μέχρι που άκουσα τις κραυγές τους, καθώς το κάθε χτύπημα έσβηνε το υπεροπτικό τους γέλιο και αποκαθιστούσε την τιμή της μητέρας μου. Μετά, πήγα κουτσαίνοντας μέχρι το σημείο όπου είχε σωριαστεί η μητέρα μου τραυματισμένη και κατέρρευσα και εγώ, με το κεφάλι μου να ακουμπάει στο στήθος της.
Το άλλο πρωί, την ώρα που τρώγαμε πρωινό, ακούσαμε ένα χτύπο στην πόρτα. Η Μητέρα καθόταν δίπλα μου. Οι μελανιές της είχαν αρχίσει να διακρίνονται μέσα από το κόκκινο πρήξιμο κοντά στο μάτι και στο μάγουλό της.
«Λάμπο!» ακούστηκε μια φωνή μέσα απ’ τις χοντρές ξύλινες σανίδες. Ο πατέρας σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Εννιά ζευγάρια μάτια τον παρακολουθούσαν σιωπηλά την ώρα που διέσχιζε το δωμάτιο. Έσπρωξε την πόρτα ορθάνοιχτη.
«Λείπουν τα παιδιά μου», είπε ο άνδρας που στεκόταν μπροστά στην πόρτα, κρατώντας το καπέλο του στο χέρι με τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. «Δε γύρισαν στο σπίτι χτες το βράδυ. Μπορείς να με βοηθήσεις να τα βρω;»
Ο Πατέρας γύρισε και μας κοίταξε διερευνητικά. Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στη Μητέρα. Τον κοίταξε για μια στιγμή, μετά χαμήλωσε τα μάτια και έγνεψε τη συγκατάθεσή της.
Τα αγόρια είχαν κρυφτεί στα βουνά, φοβούμενοι να γυρίσουν σπίτι. Ο Πατέρας έδειξε το δρόμο. Δεν έκανε καμία αναφορά στο περιστατικό. Έτσι γινόταν στα ελληνικά χωριά. Δεν υπήρχαν αστυνομικοί ούτε δικαστές. Η τιμωρία ήταν άμεση ήταν γινόταν κάτι λάθος. Κανείς δεν την αμφισβητούσε. Ούτε και η οικογένεια του τιμωρημένου. Ήταν ζήτημα τιμής η αναγνώριση ενός σφάλματος. Αυτό συνέτεινε στη διατήρηση της ειρήνης.
Thea Halo
Απόσπασμα από το βιβλίο: "ΟΥΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ MOY"
Εκδόσεις Γκοβόστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου