Η θάλασσα να κόφκεται, να γίνεται τσαΐρια,
να κατηβαίν’ τ’ άγρέλαφα, να βόσκουν σα τσαΐρια.
Τ’ άγρέλαφα όλια βόσκουνταν και όλια μαρουκούνταν
κι έναν μικρόν αγρέλαφον, μικρόν αγρελαφόπον,
ούτε θέλει να βόσκεται, ούτε να μαρουκάται.
-Ντό έπαθες, αγρέλαφον, μικρόν αγρελαφόπον,
κι ούτε θέλεις να βόσκεσαι κι ούτε να μαρουκάσαι;
-Εντώκαν το πουλόπο μου ση Σέρας το ποτάμιν,
εκείνο κι άλλα τέσσερα είνας αβτζής εντώκεν.
Κι ατώρα ψέσκουν ακειπέρ’ σ’ έναν αργυροχάλκιν.
Σημ. Τραγουδιέται με τις επωδούς: «αγρέλαφον, αγρέλαφον», στο πρώτο ημιστίχιο και «για πέμε, γιατί;» στο δεύτερο ημιστίχιο. Χορεύεται σε ρυθμό «όμάλ’».
★★★
τσαΐρια = χορτολίβαδα,
μαρουκούνταν = μηρυκάζουν, αναμασούν την τροφή,
Σέρα = ονομασία ποταμού,
αβτζής = κυνηγός,
ψέσκουν = ψήνονται,
αργυροχάλκιν = καζάνι άσημένιο.
Άγριο ελάφι
Η θάλασσα να γίνονταν απέραντο λιβάδι,
τ’ άγριο ελάφια απ’ τα βουνά να κατεβούν, να βόσκουν.
Κι όλα τα ελάφια κάτω εκεί βόσκουν και μηρυκάζουν
και μια ελαφίνα μοναχά, μικρή άγριο ελαφίνα,
αυτή δεν βόσκει πουθενά χόρτο, δεν μηρυκάζει.
-Τί έπαθες πανέμορφη, μικρή μου άγριο ελαφίνα;
Γιατί δεν βόσκεις, μάνα μου, γιατί δεν μηρυκάζεις;
-Χτύπησαν το πουλάκι μου στης Σέρας το ποτάμι,
ο κυνηγός το σκότωσε μαζί με τέσσερ’ άλλα.
Και τώρα πέρα ψήνονται σ’ ένα αργυρό καζάνι.
Λέγεται, ότι από τα ζώα μονάχα το ελάφι, όταν κλαίει, βγάζει δάκρυα. Είναι ζώο πανέμορφο. Στα πλαίσια γενικά της ελληνικής δημοτικής ποίησης κατέχει ξεχωριστή θέση.
Τόσο στα ελλαδικά δημοτικά τραγούδια όσο και σε παραλλαγές ποντιακών τραγουδιών, «τ’ αγρέλαφον» ή «η λαφίνα» εκφράζει διάφορες καταστάσεις ή συμβολίζει ορισμένα πρόσωπα ή διάφορους παράγοντες τής ζωής. Συμβολίζει και το σκλαβωμένο έθνος μας. Σε όλες τις περιπτώσεις, ή λαφίνα είναι κυρίως σύμβολο πόνου.
Ο όρος «αγρέλαφον» στην ποντιακή τούτη παραλλαγή προσδιορίζει τη μάνα λαφίνα. Δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα σε ήμερο και άγριο ελάφι.
Στο ποίημα κυριαρχούν πλούσιες ποιητικές εικόνες. Βόσκουν όλα τα ελάφια και μηρυκάζουν. Μα μια ελαφίνα είναι βαθιά πληγωμένη. Δεν βόσκει, δεν μηρυκάζει.
Η απάντηση της πληγωμένης ελαφίνας, που συμβολίζει την πονεμένη μάνα, είναι συγκλονιστική. Το περιστατικό είναι τραγικό. Της σκότωσαν το σπλάχνο. Και τώρα, μαζί με άλλα τέσσερα, ψήνεται μέσα σ’ ένα καζάνι.
Το φυσικό περιστατικό υπαγορεύει στον λαϊκό ποιητή, να δώσει ιδιαίτερη έκφραση στον πόνο. Γι' αυτό ακριβώς, διαλέγει την άγριο ελαφίνα σαν μάνα πονεμένη. Έχει τραγικό μεγαλείο η εικόνα της ελαφίνας, που θρηνεί το χαμό του παιδιού της.
Ανθρώπινη ζωή και εκείνη των ευγενών ζώων ταυτίζονται με την έκφραση του πόνου. Από τη μια, η πανέμορφη φύση. Από την άλλη, η φονική πράξη του κυνηγού. Ύστερα, ο πόνος και το δάκρυ. Όλα τούτα συνθέτουν την ποιητική εικόνα, που εκφράζει μια τραγική πραγματικότητα, κάτω από το βλέμμα του Δημιουργού.
Στάθης Ευσταθιάδης
να κατηβαίν’ τ’ άγρέλαφα, να βόσκουν σα τσαΐρια.
Τ’ άγρέλαφα όλια βόσκουνταν και όλια μαρουκούνταν
κι έναν μικρόν αγρέλαφον, μικρόν αγρελαφόπον,
ούτε θέλει να βόσκεται, ούτε να μαρουκάται.
-Ντό έπαθες, αγρέλαφον, μικρόν αγρελαφόπον,
κι ούτε θέλεις να βόσκεσαι κι ούτε να μαρουκάσαι;
-Εντώκαν το πουλόπο μου ση Σέρας το ποτάμιν,
εκείνο κι άλλα τέσσερα είνας αβτζής εντώκεν.
Κι ατώρα ψέσκουν ακειπέρ’ σ’ έναν αργυροχάλκιν.
Σημ. Τραγουδιέται με τις επωδούς: «αγρέλαφον, αγρέλαφον», στο πρώτο ημιστίχιο και «για πέμε, γιατί;» στο δεύτερο ημιστίχιο. Χορεύεται σε ρυθμό «όμάλ’».
★★★
τσαΐρια = χορτολίβαδα,
μαρουκούνταν = μηρυκάζουν, αναμασούν την τροφή,
Σέρα = ονομασία ποταμού,
αβτζής = κυνηγός,
ψέσκουν = ψήνονται,
αργυροχάλκιν = καζάνι άσημένιο.
Άγριο ελάφι
Η θάλασσα να γίνονταν απέραντο λιβάδι,
τ’ άγριο ελάφια απ’ τα βουνά να κατεβούν, να βόσκουν.
Κι όλα τα ελάφια κάτω εκεί βόσκουν και μηρυκάζουν
και μια ελαφίνα μοναχά, μικρή άγριο ελαφίνα,
αυτή δεν βόσκει πουθενά χόρτο, δεν μηρυκάζει.
-Τί έπαθες πανέμορφη, μικρή μου άγριο ελαφίνα;
Γιατί δεν βόσκεις, μάνα μου, γιατί δεν μηρυκάζεις;
-Χτύπησαν το πουλάκι μου στης Σέρας το ποτάμι,
ο κυνηγός το σκότωσε μαζί με τέσσερ’ άλλα.
Και τώρα πέρα ψήνονται σ’ ένα αργυρό καζάνι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Λέγεται, ότι από τα ζώα μονάχα το ελάφι, όταν κλαίει, βγάζει δάκρυα. Είναι ζώο πανέμορφο. Στα πλαίσια γενικά της ελληνικής δημοτικής ποίησης κατέχει ξεχωριστή θέση.
Τόσο στα ελλαδικά δημοτικά τραγούδια όσο και σε παραλλαγές ποντιακών τραγουδιών, «τ’ αγρέλαφον» ή «η λαφίνα» εκφράζει διάφορες καταστάσεις ή συμβολίζει ορισμένα πρόσωπα ή διάφορους παράγοντες τής ζωής. Συμβολίζει και το σκλαβωμένο έθνος μας. Σε όλες τις περιπτώσεις, ή λαφίνα είναι κυρίως σύμβολο πόνου.
Ο όρος «αγρέλαφον» στην ποντιακή τούτη παραλλαγή προσδιορίζει τη μάνα λαφίνα. Δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα σε ήμερο και άγριο ελάφι.
Στο ποίημα κυριαρχούν πλούσιες ποιητικές εικόνες. Βόσκουν όλα τα ελάφια και μηρυκάζουν. Μα μια ελαφίνα είναι βαθιά πληγωμένη. Δεν βόσκει, δεν μηρυκάζει.
Η απάντηση της πληγωμένης ελαφίνας, που συμβολίζει την πονεμένη μάνα, είναι συγκλονιστική. Το περιστατικό είναι τραγικό. Της σκότωσαν το σπλάχνο. Και τώρα, μαζί με άλλα τέσσερα, ψήνεται μέσα σ’ ένα καζάνι.
Το φυσικό περιστατικό υπαγορεύει στον λαϊκό ποιητή, να δώσει ιδιαίτερη έκφραση στον πόνο. Γι' αυτό ακριβώς, διαλέγει την άγριο ελαφίνα σαν μάνα πονεμένη. Έχει τραγικό μεγαλείο η εικόνα της ελαφίνας, που θρηνεί το χαμό του παιδιού της.
Ανθρώπινη ζωή και εκείνη των ευγενών ζώων ταυτίζονται με την έκφραση του πόνου. Από τη μια, η πανέμορφη φύση. Από την άλλη, η φονική πράξη του κυνηγού. Ύστερα, ο πόνος και το δάκρυ. Όλα τούτα συνθέτουν την ποιητική εικόνα, που εκφράζει μια τραγική πραγματικότητα, κάτω από το βλέμμα του Δημιουργού.
Στάθης Ευσταθιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου