Για την αποκατάσταση των προσφύγων στη Θράκη, ο ρόλος ανατέθηκε στον Σανταίο Λάμπρο Λαμπριανίδη, βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος του Παναγή Τσαλδάρη. Για τον νομό Δράμας, ο ρόλος ανατέθηκε στον μητροπολίτη Λαυρέντιο Παπαδοπούλο, του Βασιλείου και της Βαρβάρας, από τους Χαριτάντηδες. Προπάππο είχαν τον Χαρίτωνα Παπαδόπουλο.
Ο Λαυρέντιος ήταν μητροπολίτης Χαλδίας από το 1906. Ήταν άξιος υπότροφος και διάδοχος του μητροπολίτη Χαλδίας Γερβάσιου Αθ. Σουμελίδη (1824-1906) και δοκιμάστηκε πολύ στις σχέσεις του με τους Νεότουρκους αξιωματούχους, οι οποίοι κυνικά, κατ’ επανάληψη και ενσυνείδητα του έλεγαν ψέματα, ότι «οι εκτοπιζόμενοι δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο».
Ο Πανάρετος Τοπαλίδης έχει μεταφέρει αυτούσιες έξι τέτοιες επιστολές στο βιβλίο του «Ο Πόντος ανά τους αιώνας». Ο Λαυρέντιος, για την ανακούφιση των εκτοπιζόμενων, συνεργάστηκε με τον Πανάρετο Τοπαλίδη (της αρχαιότατης μονής Ιωάννη Προδρόμου Βαζελώνος) και τον Γερβάσιο X. Σουμελίδη (μετέπειτα μητροπολίτη Γρεβενών). Έστειλε επιστολές στην Ευρώπη, εκθέτοντας τα όσα βίαια και ανήκουστα συνέβαιναν κατά τις απελάσεις.
Φυσικά αυτές οι ενέργειές του αποτελούσαν «φωνήν βοώντος εν τη ερήμω». Τελικά, για τις ενέργειές του καταδιώχθηκε από τους Τούρκους, αλλά και διότι ο ανιψιός του γιατρός Ανέστης Ιω. Χαριτάντης (μετέπειτα καθηγητής παθολογίας στο ΑΠΘ) υπηρέτησε στην ελληνική στρατιά, στη Μικρά Ασία. Ο Ανέστης Χαριτάντης έπαθε καρδιακή ανακοπή την ώρα της παράδοσης. Ήμουν παρών στο συμβάν (πρωινό του 1950). Ο εντολοδόχος Λαυρέντιος ήταν γνωστός του Ελευθέριου Βενιζέλου. Εντολοδόχος ήταν και ο ανιψιός του Ιωσήφ Ιω. Χαριτάντης, δικηγόρος, που έδρασε στον νομό Κιλκίς και ήταν γνωστός του Αλέξ. Παπαναστασίου.
Οι ανταλλάξιμοι πρόσφυγες δεν ήταν καλοδεχούμενοι από μερικούς, όχι μόνον παθιασμένους αρθρογράφους εφημερίδων, της ίδιας νοοτροπίας με τον Αριστείδη Στερ-γιάδη (Σημ. σύνταξης, ύπατος αρμοστής της Σμύρνης, που μερικοί τον χαρακτήρισαν «τύραννο»), αλλά και από κόσμο στις επαρχίες. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να γίνει αντιληπτή η πολλαπλή προσφορά των προσφύγων στην ανοικοδόμηση και την ασφάλεια του τόπου και στον πόλεμο. Ακόμη και πριν από 23 χρόνια ( σ.σ. τη δεκαετία του 1970), εφημερίδα της Γουμένισσας (σ.σ. Κιλκίς) καταφέρθηκε κατά των Ποντίων, με ρατσιστικά σχόλια και αναγκάστηκε ο Παναγιώτης Γ. Τανιμανίδης να τους απαντήσει (εφημερίδα «Ένωση Ποντίων») και να τους χαρακτηρίσει «ανιστόρητους».
Στη Δράμα, ο Λαυρέντιος ενθρονίστηκε στις 7 Νοεμβρίου 1922. Μακρύς είναι ο κατάλογος των μητροπολιτών, που υπηρέτησαν στη Δράμα, από τα βυζαντινά χρόνια. Οι τελευταίοι, στη σειρά, είναι: ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (1902-1910, από την Τριγλια της Ανατολικής Θράκης (1867), ο εθνομάρτυρας της Σμύρνης. Υπηρέτησε το έθνος κατά της βουλγαρικής δράσης και επέσυρε την οργή των Νεοτούρκων, που υποχρέωσαν το Πατριαρχείο να τον μεταθέσει. Έκανε έργα στη Δράμα, με κορυφαίο το επιβλητικό ίδρυμα «Εκπαιδευτήρια», που αποτελεί στολίδι για την πόλη.. Κατά την καταστροφή της Σμύρνης παρέμεινε κοντά στο ποίμνιό του και λιντσαρίστηκε (55 χρόνων) .
Ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς εγγυήθηκε να τον προφυλάξει, αλλά οι τσέτες έκαναν το δικό τους. Για τους Πόντιους και τους Μικρασιάτες Έλληνες, ο Κεμάλ υπήρξε, από πρόθεση, δοσίλογος εγκληματίας πολέμου, του ίδιου ηθικού επιπέδου με τον Μεχμέτ Ταλαάτ, για τα όσα έπραξε, σε ευρεία κλίμακα, με τα χέρια των τσετών και του Τοπάλ Οσμάν κατά των Ελλήνων. Για τους Τούρκους, φυσικά, ο Κεμάλ υπήρξε ήρωας πολέμου (στην Καλλίπολη και στον μικρασιατικό πόλεμο), θεμελιωτής του τουρκικού κράτους και εκσυγχρονιστής.
Το πορτρέτο του είναι αναρτημένο σε κάθε γωνιά της σημερινής Τουρκίας. Υπήρξε η μεγαλύτερη στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία των Νεότουρκων.
Μετά τον Χρυσόστομο (1910), ενθρονίστηκε στη Δράμα ο Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης (αναφερόμενος στον Μακεδονικό Αγώνα) και αυτόν διαδέχθηκε ο Λαυρέντιος (1922), 54 χρόνων, που κατεύθυνε τις ομάδες των προσφύγων στους προορισμούς τους και τους αποκατέστησε. Δυστυχώς, πέθανε πολύ πρόωρα, 60 χρόνων, το 1928. Τα λίγα χρόνια που έζησε στη Δράμα, έκανε αρκετά έργα ανά τον νομό, άνοιξε ταπητουργείο στην Παναγία Εικοσιφοίνισσα, ανάγειρε στη Δράμα καινούργιο ωραιότατο γυμνάσιο-λύκειο σε πελώριο οικόπεδο στις βόρειες παρυφές της πόλης. Έκανε έργα οδοποιίας και μερικά άλλα.
Όμως, κατάθεση ψυχής του Λαυρέντιου ήταν η σύσταση εντελώς νεόδμητου προοδευτικού και φιλόδοξου ποντιακού συνοικισμού Δράμας, της Νέας Κρώμνης, την οποία αγάπησε και φρόντισε με στοργή όσο ζούσε, και εκεί συγκέντρωσε τις πρώτες 100 διαλεγμένες προσφυγικές οικογένειες. Εκεί είχε την κατοικία του και εκεί εγκατέστησε τους στενούς συγγενείς του (τρία αδέλφια, ανίψια κ.ά. Ο ίδιος γεννήθηκε σε μικρό χωριό της Κρώμνης, τη Βαρενού (χώρα των Τιβαρινών), ορεινή τοποθεσία (ανεφορέτκον) υπό την κορυφογραμμή του Κροκότειλου. Υπάρχει σήμερα οδός Βαρενί, στην Αργυρούπολη.
Για τη Νέα Κρώμνη Δράμας υπάρχει ατύπωτο έργο των Παναγιώτη Μ. Πιστοφίδη και Γιώργου Γανωτίδη, κατοίκων του συνοικισμού, όπου έχει καταχωρηθεί με λεπτομέρειες η δημιουργία και εξέλιξη του συνοικισμού.
Η επιλογή του ονόματος, των κατοίκων και της χωροταξίας της Νέας Κρώμνης Δράμας έγινε από τον Λαυρέντιο. Η ανοιχτωσιά του τοπίου, ο καθαρός αέρας, η έλλειψη τριβών με εντόπιους και τα κοντινά βουνά (οροσειρά του Όρβηλου) ήταν τα κριτήρια για την προτίμηση αυτή του Λαυρέντιου, ο οποίος έφερε τους συγγενείς του εκεί όπου υπήρχε νερό, η διπλή ωραία κρήνη, η Τσοπάγκα (από το τσοπάνος), που είναι σήμα (διατηρητέο) κατα-τεθέν για τον συνοικισμό και αποτελούσε τότε το δυτικό ορόσημο της Νέας Κρώμνης. Παραδίπλα ήταν η μεγάλη ρεματιά, με τους επικίνδυνους ορμητικούς χείμαρρους της και τα αρκετά μεγάλο γιοφύρι της.
Ο δρόμος, δυτικά της γέφυρας, ανηφορίζει και στα 150 περίπου μέτρα δεξιά υπήρχε ο «δημοτικός φόρος» και αριστερά, αργότερα, χτίστηκε το μοναστηράκι της Μεταμόρφωσης (1928).
Πριν δημιουργηθεί η Νέα Κρώμνη, ο τόπος ήταν μια άνυδρη έκταση με θάμνους και αγκαθιές, με ελάχιστα μεγάλα αυτοφυή δέντρα, με ανάλογη πανίδα από μικρά είδη, χελώνες, φίδια, σαύρες, σκαντζόχοιρους, ποντικούς, λαγούς, νυφίτσες, σπάνια αλεπούδες κ.ά., πουλιά κάθε είδους, πελαργούς, κορακοειδή, κάργιες, τσίχλες, κουκουβάγιες, γεράκια, κιρκινέζια, κορυδαλούς. Τις νύχτες ακούγονταν ουρλιαχτά λύκων. Ψηλά στα χωράφια υπήρχε τεράστιος νερόλακος, με δικό του βιότοπο, με βατσινιές γύρω γύρω. Εκεί, οι Ξηροποταμίτες ίδρυσαν παρεκκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Στον υπό δόμηση συνοικισμό δόθηκαν 300 τετραγωνικά στρέμματα, με αρχικό σχεδίασμά 1.500 επί 200 μέτρα. Ο κεντρικός δρόμος ήταν επιστρωμένος με αμμοχάλικο και εκτείνεται δυτικά προς Σέρρες και διακλαδίζεται προς Νευροκόπι. Οι διπλανοί δύο παράλληλοι δρόμοι (οδός Μητροπολίτη Λαυρέντιου και οδός Μαρτύρων Ηρώων του Πόντου) ήταν χωματόδρομοι (λασπεροί τον χειμώνα).
Στο ανατολικό πέρας του συνοικισμού υπήρχε μικρή ρεματιά, χείμαρρος και γέφυρα. Υπήρχε άλλη μία, μικρή, αλλά ζημιογόνα ρεματιά, που περνούσε μέσα από το εμπορικό κέντρο της Δράμας. Το επικλινές έδαφος και το κοντινό βουνό δημιουργούσαν, όταν έβρεχε, ορμητικούς χειμάρρους. Έγιναν έργα εκτροπής των χειμάρρων και οι ρεματιές γέμισαν θάμνους, δέντρα και δημιούργησαν νέο οικοσύστημα.
Στην ανατολική περιοχή του συνοικισμού, την περιοχή του Αγνωστου Στρατιώτη, εγκαταστάθηκαν οι πρωτοφερμένοι, το 1920-1921, Καρσλήδες και Καυκάσιοι. Ο ενδιάμεσος χώρος, ανάμεσα στα δύο γεφύρια, κατοικήθηκε, από το 1923, και εκεί χτίστηκε το πρώτο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο και δημιουργήθηκε το ωραίο πάρκο, σήμα κατατεθέν της Νέας Κρώμνης. Για τους κατοίκους του βορειοανατολικού τομέα υπήρξε πρόνοια δημιουργίας μικρού δίκτυου από βρύσες για να έχουν λίγο νερό.
Ο πατέρας μου (Βαρενέτες, δηλαδή από τη Βαρενού) δραπέτευσε από τα αμελέ ταμπουρού και έφτασε στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης την άνοιξη του 1922. Μετά από εννέα μήνες, κατέφτασε, εξαντλημένη, και η μητέρα μου, αφού τράβηξε πολλά δεινά από εξανθηματικό τύφο. Έχασε και το παιδάκι της (18 μηνών) στην καραντίνα, στην Κωνσταντινούπολη.
Ο πατέρας μου, απόφοιτος του Φροντιστήριου Τραπεζούντας, το 1923 διορίστηκε από το υπουργείο Πρόνοιας επιστάτης εποικισμού στο Σιδηρόνερο και στο Πόροβο Δράμας, όπου ζούσαν Πομάκοι, και το 1925, με διαγωνισμό, διορίστηκε γραφέας στη νομαρχία.
Η ζωή έγινε υποφερτή. Από το 1925 μέχρι το 1941, ο πατέρας μου ανελίχθηκε διευθυντής. Πήραμε προσφυγικό σπιτάκι στη Νέα Κρώμνη, κοντά στην Τσοπάγκα, έναν ανισοσκελή ξύλινο σκελετό, χωρίς τοιχοποιία, χωρίς σωστά θεμέλια, προσωρινό καταφύγιο με δύο δωμάτια, ένα μικρό σαλόνι, τραπεζαρία και κεραμοσκεπή.
Όλοι οι υπόλοιποι χώροι ήταν έξω από το κυρίως σπίτι. Τα βοθρολύματα οδηγούνταν σε σκάμμα, επενδυμένο με ασύνδετη πέτρα και ερχόταν κάθε τόσο βυτιοφόρο να τα αδειάσει. Αυτό κράτησε σε όλη τη διάρκεια των προπολεμικών ετών. Ο παππούς μου Δημήτρης Θ. Κοϊμτσής ( κοϊμτσής =Χρυσοχόου) ήταν από οικογένεια οικοδόμος, ασπριτζής, τζακάς, πελεκητής κ. τ. λ. και μας έφτιαξε ένα μικρό αλλά καλό σπίτι, όπου ζήσαμε έως το 1941.
Όλοι οι κάτοικοι φρόντισαν μόνοι τους να αποπερατώσουν, να βελτιώσουν ή να επεκτείνουν τις κατοικίες τους, μερικώς με κρατικά υλικά. Υπήρξαν και λιγοστοί που έχτισαν διώροφα σπίτια. Δίκτυο ύδρευσης δεν υπήρχε για μερικά χρόνια. Όσοι ζούσαν κοντά στην κρήνη Τσοπάγκα ευκολύνονταν. Ανοίχτηκαν και αρκετά πηγάδια. Η διαβίωση στηριζόταν στην προνοητικότητα και την οικονομία.
Είχαμε καλή γειτονιά με πολλά συγγενολόγια μεταξύ των συνδημοτών μας ο κουμπάρος μας Γεώργιος Ν. Ευθυβούλης, τριατατικός (σημ. σύντ. εργαζόταν στο ταχυδρομείο, τηλεφωνείο, τηλεγραφείο ΤΤΤ), ο Πανίκας Δ. Ευθυβούλης, έμπορος, στενός συγγενής, οι Χαριτάντηδες, συγγενείς, οι Ευτυχιδαίοι, συγγενείς και ο ξάδελφος Κόλιας Γεωργιάδης, που έγινε διευθυντής των Εκπαιδευτηρίων και πρόεδρος του φιλοπροοδευτικού μας συλλόγου. Κοντά εκεί είχαμε συγγενείς Χρυσοχόου, τον Θωμά (φούρναρη), τον Πάντζο (μάγειρα) και την αδελφή του Μαρία Φουντουκίδου. Είχαμε, επίσης, συγγενείς από τη Φωστηροπουλαίικη και τη Σουμελίδικη ρίζα μας, όμως, είχαμε και πολλούς άλλους καλούς φίλους και άξιους ανθρώπους στη γενικότερη περιοχή της Τσοπάγκας, αλλά και παραπέρα.
Υπήρχαν και συγγενείς μας (Πλακιδαίοι, Σουμελιδάντ, ο Πυρίδης (εστιάτορας) μέσα στην πόλη της Δράμας.
Ειδικά, ο συγγενής μας Νικόλαος Γεωργιάδης του Αβραάμ (δάσκαλου), ο μετά τον Λαυρέντιο πιο δραστήριος για τα κοινά Νεοκρωμνίτης, γεννημένος στο Καρς και αναθρεμμένος στο Βατούμ, εγκατέστησε το 1923, τη χήρα μάνα του, τη Βηθλεέμ, και αυτός σπούδασε και εργάσθηκε μέχρι το 1926, χρονιά που κατοίκησε οριστικά στη Νέα Κρώμνη. Είχε να παντρέψει τέσσερις αδελφές, γι’ αυτόν τον λόγο παρέμεινε εργένης επί αρκετά χρόνια. Η κάθε οικογένεια στη Νέα Κρώμνη είχε συγγενείς στη γειτονιά και έτσι ο κοινωνικός ιστός ήταν πολύ ισχυρός και η μεταξύ μας αλληλεγγύη υποδειγματική.
Ο τόπος, επιφανειακά, ήταν άνυδρος. Στην αρχή, έφερνε νερό βυτιοφόρο του δήμου Δράμας. Υπήρχαν και πλανόδιοι νεροκουβαλητές, που έδιναν μία δραχμή τον τενεκέ (δοχείο).
Στο δυτικό άκρο του συνοικισμού, η διατηρητέα κρήνη, η Τσοπάγκα, με δύο γούρνες και δροσερό νερό, ήταν η σωτηρία του τόπου και πόλος έλξης για τους κατοίκους. Το νερό έρχεται από το Φαλακρό όρος και ποτέ δεν έπαυσε να τρέχει. Η Δράμα, κάποτε, λεγόταν Ύδραμα και έχει από αιώνων τα αναβλύζοντα νερά της Αγίας Βαρβάρας, το δε υπέδαφος της έχει νερό.
Αρκετοί Νεοκρωμνίτες άνοιξαν πηγάδια και, σε λίγον καιρό, ο τόπος πρασίνισε και λουλούδιασε. Φυτεύτηκαν μουριές και αρκετοί κάτοικοι, για ένα διάστημα, επιδίδονταν στη σηροτροφία (κουκούλια). Κάθε οικογένεια είχε ευρύχωρο οικόπεδο ενός τετραγωνικού στρέμματος, από το οποίο παρακρατήθηκαν 220 μέτρα για κοινόχρηστους χώρους (πάρκο κ.τ.λ.), με προκήπιο και πίσω κήπο, και γεωργικό κλήρο, ανάλογο με την κατηγορία επαγγέλματος του καθενός κάτοικου.
Υπήρχε απέραντος χώρος για να παίζουν τα παιδιά, ζώντας μέσα στη φύση. Όλοι καλλιέργησαν τον κλήρο τους. Ο τόπος γέμισε παιδικές φωνές, οικόσιτα, μπαχτσέδες, περιβολάκια και όλοι οι κάτοικοι (νέοι άνθρωποι) είχαν επαγγέλματα ή επιτηδεύματα. Η ζωή τους πληρώθηκε από τα αγαθά της ελευθερίας, της ισοπολιτείας, της ισονομίας και της δικαιοσύνης, από τα οποία, επί αιώνες, η φυλή τους ήταν στερημένη.
Όλοι οι κάτοικοι, με εξαίρεση δύο οικογένειες, ήταν Πόντιοι, προερχόμενοι από τον Ανατολικό Πόντο, επίσης το Καρς και τον Καύκασο. Μια οικογένεια ήταν Μπαφραλήδες, μια από το Άκνταγ Μαντέν και δύο Καραμανλήδες. Υπήρχε και μια μοναχική γυναίκα, η «ντόπια». Συνολικά υπήρχαν αρχικά, τουλάχιστον, εκατό οικογένειες και η αρίθμηση στον κεντρικό δρόμο (οδός Ευξείνου Πόντου) έφτανε στο εκατό. Αργότερα, μέχρι και τη δεκαετία του 1930,ήλθαν μερικές ακόμη ποντιακές οικογένειες από τη Σοβιετική Ένωση.
Ερχόταν ο ατμοκίνητος οδοστρωτήρας, πατούσε το αμμοχάλικο και μπάλωνε τις λακούβες. Ερχόταν και ο καταβρεχτήρας αρκετά τακτικά. Περνούσαν φορτηγά που οδεύανε προς Σέρρες, Νευροκόπι, τα χωριά κ. α. και σήκωναν σύννεφα σκόνης. Μικρά IX σπάνιζαν. Τα μόνα τροχαία θύματα που μπορώ να θυμηθώ ήταν ένα κοριτσάκι και ένα λυκόσκυλο, ο Ντίγκος του Πανίκα Ευθυβούλη.
Ο κεντρικός δρόμος είχε κάποια συντήρηση.
Ο Λαυρέντιος ήταν μητροπολίτης Χαλδίας από το 1906. Ήταν άξιος υπότροφος και διάδοχος του μητροπολίτη Χαλδίας Γερβάσιου Αθ. Σουμελίδη (1824-1906) και δοκιμάστηκε πολύ στις σχέσεις του με τους Νεότουρκους αξιωματούχους, οι οποίοι κυνικά, κατ’ επανάληψη και ενσυνείδητα του έλεγαν ψέματα, ότι «οι εκτοπιζόμενοι δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο».
Ο Πανάρετος Τοπαλίδης έχει μεταφέρει αυτούσιες έξι τέτοιες επιστολές στο βιβλίο του «Ο Πόντος ανά τους αιώνας». Ο Λαυρέντιος, για την ανακούφιση των εκτοπιζόμενων, συνεργάστηκε με τον Πανάρετο Τοπαλίδη (της αρχαιότατης μονής Ιωάννη Προδρόμου Βαζελώνος) και τον Γερβάσιο X. Σουμελίδη (μετέπειτα μητροπολίτη Γρεβενών). Έστειλε επιστολές στην Ευρώπη, εκθέτοντας τα όσα βίαια και ανήκουστα συνέβαιναν κατά τις απελάσεις.
Φυσικά αυτές οι ενέργειές του αποτελούσαν «φωνήν βοώντος εν τη ερήμω». Τελικά, για τις ενέργειές του καταδιώχθηκε από τους Τούρκους, αλλά και διότι ο ανιψιός του γιατρός Ανέστης Ιω. Χαριτάντης (μετέπειτα καθηγητής παθολογίας στο ΑΠΘ) υπηρέτησε στην ελληνική στρατιά, στη Μικρά Ασία. Ο Ανέστης Χαριτάντης έπαθε καρδιακή ανακοπή την ώρα της παράδοσης. Ήμουν παρών στο συμβάν (πρωινό του 1950). Ο εντολοδόχος Λαυρέντιος ήταν γνωστός του Ελευθέριου Βενιζέλου. Εντολοδόχος ήταν και ο ανιψιός του Ιωσήφ Ιω. Χαριτάντης, δικηγόρος, που έδρασε στον νομό Κιλκίς και ήταν γνωστός του Αλέξ. Παπαναστασίου.
Οι ανταλλάξιμοι πρόσφυγες δεν ήταν καλοδεχούμενοι από μερικούς, όχι μόνον παθιασμένους αρθρογράφους εφημερίδων, της ίδιας νοοτροπίας με τον Αριστείδη Στερ-γιάδη (Σημ. σύνταξης, ύπατος αρμοστής της Σμύρνης, που μερικοί τον χαρακτήρισαν «τύραννο»), αλλά και από κόσμο στις επαρχίες. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να γίνει αντιληπτή η πολλαπλή προσφορά των προσφύγων στην ανοικοδόμηση και την ασφάλεια του τόπου και στον πόλεμο. Ακόμη και πριν από 23 χρόνια ( σ.σ. τη δεκαετία του 1970), εφημερίδα της Γουμένισσας (σ.σ. Κιλκίς) καταφέρθηκε κατά των Ποντίων, με ρατσιστικά σχόλια και αναγκάστηκε ο Παναγιώτης Γ. Τανιμανίδης να τους απαντήσει (εφημερίδα «Ένωση Ποντίων») και να τους χαρακτηρίσει «ανιστόρητους».
Στη Δράμα, ο Λαυρέντιος ενθρονίστηκε στις 7 Νοεμβρίου 1922. Μακρύς είναι ο κατάλογος των μητροπολιτών, που υπηρέτησαν στη Δράμα, από τα βυζαντινά χρόνια. Οι τελευταίοι, στη σειρά, είναι: ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (1902-1910, από την Τριγλια της Ανατολικής Θράκης (1867), ο εθνομάρτυρας της Σμύρνης. Υπηρέτησε το έθνος κατά της βουλγαρικής δράσης και επέσυρε την οργή των Νεοτούρκων, που υποχρέωσαν το Πατριαρχείο να τον μεταθέσει. Έκανε έργα στη Δράμα, με κορυφαίο το επιβλητικό ίδρυμα «Εκπαιδευτήρια», που αποτελεί στολίδι για την πόλη.. Κατά την καταστροφή της Σμύρνης παρέμεινε κοντά στο ποίμνιό του και λιντσαρίστηκε (55 χρόνων) .
Ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς εγγυήθηκε να τον προφυλάξει, αλλά οι τσέτες έκαναν το δικό τους. Για τους Πόντιους και τους Μικρασιάτες Έλληνες, ο Κεμάλ υπήρξε, από πρόθεση, δοσίλογος εγκληματίας πολέμου, του ίδιου ηθικού επιπέδου με τον Μεχμέτ Ταλαάτ, για τα όσα έπραξε, σε ευρεία κλίμακα, με τα χέρια των τσετών και του Τοπάλ Οσμάν κατά των Ελλήνων. Για τους Τούρκους, φυσικά, ο Κεμάλ υπήρξε ήρωας πολέμου (στην Καλλίπολη και στον μικρασιατικό πόλεμο), θεμελιωτής του τουρκικού κράτους και εκσυγχρονιστής.
Το πορτρέτο του είναι αναρτημένο σε κάθε γωνιά της σημερινής Τουρκίας. Υπήρξε η μεγαλύτερη στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία των Νεότουρκων.
Μετά τον Χρυσόστομο (1910), ενθρονίστηκε στη Δράμα ο Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης (αναφερόμενος στον Μακεδονικό Αγώνα) και αυτόν διαδέχθηκε ο Λαυρέντιος (1922), 54 χρόνων, που κατεύθυνε τις ομάδες των προσφύγων στους προορισμούς τους και τους αποκατέστησε. Δυστυχώς, πέθανε πολύ πρόωρα, 60 χρόνων, το 1928. Τα λίγα χρόνια που έζησε στη Δράμα, έκανε αρκετά έργα ανά τον νομό, άνοιξε ταπητουργείο στην Παναγία Εικοσιφοίνισσα, ανάγειρε στη Δράμα καινούργιο ωραιότατο γυμνάσιο-λύκειο σε πελώριο οικόπεδο στις βόρειες παρυφές της πόλης. Έκανε έργα οδοποιίας και μερικά άλλα.
Όμως, κατάθεση ψυχής του Λαυρέντιου ήταν η σύσταση εντελώς νεόδμητου προοδευτικού και φιλόδοξου ποντιακού συνοικισμού Δράμας, της Νέας Κρώμνης, την οποία αγάπησε και φρόντισε με στοργή όσο ζούσε, και εκεί συγκέντρωσε τις πρώτες 100 διαλεγμένες προσφυγικές οικογένειες. Εκεί είχε την κατοικία του και εκεί εγκατέστησε τους στενούς συγγενείς του (τρία αδέλφια, ανίψια κ.ά. Ο ίδιος γεννήθηκε σε μικρό χωριό της Κρώμνης, τη Βαρενού (χώρα των Τιβαρινών), ορεινή τοποθεσία (ανεφορέτκον) υπό την κορυφογραμμή του Κροκότειλου. Υπάρχει σήμερα οδός Βαρενί, στην Αργυρούπολη.
Η Βαρενού ανέδειξε πολλούς ιερωμένους (Γερβάσιο Αθ. Σουμελίδη, Λαυρέντιο Β.Παπαδόπουλο, Οικονόμο αρχιμανδρίτη Αθανάσιο Α. Σουμελίδη, μητροπολίτη Γρεβενών κ. ά., που αναφέρει η εγκυκλοπαίδεια)και ανθρώπους των Γραμμάτων και Επιστημών.
Η Κρώμνη και άλλα μέρη του ανατολικού Πόντου αναφέρονται και από τον Όμηρο, όπως μαρτυρά ο Γεώργιος Θ. Κανδηλάπτης στους «Αρχιμεταλλουργούς» του. Πολύτιμες πληροφορίες πήρε ο Κανδηλάπτης από τον ευρυμαθή αρχιμανδρίτη Αθανάσιο Σουμελίδη (Βαρενέτε, προπάππο μου) όσον αφορά την ιστορία των μεταλλείων.Για τη Νέα Κρώμνη Δράμας υπάρχει ατύπωτο έργο των Παναγιώτη Μ. Πιστοφίδη και Γιώργου Γανωτίδη, κατοίκων του συνοικισμού, όπου έχει καταχωρηθεί με λεπτομέρειες η δημιουργία και εξέλιξη του συνοικισμού.
Τοπάγκα πηγή:Πρωϊνός Τύπος Δράμας |
Η επιλογή του ονόματος, των κατοίκων και της χωροταξίας της Νέας Κρώμνης Δράμας έγινε από τον Λαυρέντιο. Η ανοιχτωσιά του τοπίου, ο καθαρός αέρας, η έλλειψη τριβών με εντόπιους και τα κοντινά βουνά (οροσειρά του Όρβηλου) ήταν τα κριτήρια για την προτίμηση αυτή του Λαυρέντιου, ο οποίος έφερε τους συγγενείς του εκεί όπου υπήρχε νερό, η διπλή ωραία κρήνη, η Τσοπάγκα (από το τσοπάνος), που είναι σήμα (διατηρητέο) κατα-τεθέν για τον συνοικισμό και αποτελούσε τότε το δυτικό ορόσημο της Νέας Κρώμνης. Παραδίπλα ήταν η μεγάλη ρεματιά, με τους επικίνδυνους ορμητικούς χείμαρρους της και τα αρκετά μεγάλο γιοφύρι της.
Ο δρόμος, δυτικά της γέφυρας, ανηφορίζει και στα 150 περίπου μέτρα δεξιά υπήρχε ο «δημοτικός φόρος» και αριστερά, αργότερα, χτίστηκε το μοναστηράκι της Μεταμόρφωσης (1928).
Πριν δημιουργηθεί η Νέα Κρώμνη, ο τόπος ήταν μια άνυδρη έκταση με θάμνους και αγκαθιές, με ελάχιστα μεγάλα αυτοφυή δέντρα, με ανάλογη πανίδα από μικρά είδη, χελώνες, φίδια, σαύρες, σκαντζόχοιρους, ποντικούς, λαγούς, νυφίτσες, σπάνια αλεπούδες κ.ά., πουλιά κάθε είδους, πελαργούς, κορακοειδή, κάργιες, τσίχλες, κουκουβάγιες, γεράκια, κιρκινέζια, κορυδαλούς. Τις νύχτες ακούγονταν ουρλιαχτά λύκων. Ψηλά στα χωράφια υπήρχε τεράστιος νερόλακος, με δικό του βιότοπο, με βατσινιές γύρω γύρω. Εκεί, οι Ξηροποταμίτες ίδρυσαν παρεκκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Στον υπό δόμηση συνοικισμό δόθηκαν 300 τετραγωνικά στρέμματα, με αρχικό σχεδίασμά 1.500 επί 200 μέτρα. Ο κεντρικός δρόμος ήταν επιστρωμένος με αμμοχάλικο και εκτείνεται δυτικά προς Σέρρες και διακλαδίζεται προς Νευροκόπι. Οι διπλανοί δύο παράλληλοι δρόμοι (οδός Μητροπολίτη Λαυρέντιου και οδός Μαρτύρων Ηρώων του Πόντου) ήταν χωματόδρομοι (λασπεροί τον χειμώνα).
Στο ανατολικό πέρας του συνοικισμού υπήρχε μικρή ρεματιά, χείμαρρος και γέφυρα. Υπήρχε άλλη μία, μικρή, αλλά ζημιογόνα ρεματιά, που περνούσε μέσα από το εμπορικό κέντρο της Δράμας. Το επικλινές έδαφος και το κοντινό βουνό δημιουργούσαν, όταν έβρεχε, ορμητικούς χειμάρρους. Έγιναν έργα εκτροπής των χειμάρρων και οι ρεματιές γέμισαν θάμνους, δέντρα και δημιούργησαν νέο οικοσύστημα.
Στην ανατολική περιοχή του συνοικισμού, την περιοχή του Αγνωστου Στρατιώτη, εγκαταστάθηκαν οι πρωτοφερμένοι, το 1920-1921, Καρσλήδες και Καυκάσιοι. Ο ενδιάμεσος χώρος, ανάμεσα στα δύο γεφύρια, κατοικήθηκε, από το 1923, και εκεί χτίστηκε το πρώτο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο και δημιουργήθηκε το ωραίο πάρκο, σήμα κατατεθέν της Νέας Κρώμνης. Για τους κατοίκους του βορειοανατολικού τομέα υπήρξε πρόνοια δημιουργίας μικρού δίκτυου από βρύσες για να έχουν λίγο νερό.
Ο πατέρας μου (Βαρενέτες, δηλαδή από τη Βαρενού) δραπέτευσε από τα αμελέ ταμπουρού και έφτασε στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης την άνοιξη του 1922. Μετά από εννέα μήνες, κατέφτασε, εξαντλημένη, και η μητέρα μου, αφού τράβηξε πολλά δεινά από εξανθηματικό τύφο. Έχασε και το παιδάκι της (18 μηνών) στην καραντίνα, στην Κωνσταντινούπολη.
Ο πατέρας μου, απόφοιτος του Φροντιστήριου Τραπεζούντας, το 1923 διορίστηκε από το υπουργείο Πρόνοιας επιστάτης εποικισμού στο Σιδηρόνερο και στο Πόροβο Δράμας, όπου ζούσαν Πομάκοι, και το 1925, με διαγωνισμό, διορίστηκε γραφέας στη νομαρχία.
Η ζωή έγινε υποφερτή. Από το 1925 μέχρι το 1941, ο πατέρας μου ανελίχθηκε διευθυντής. Πήραμε προσφυγικό σπιτάκι στη Νέα Κρώμνη, κοντά στην Τσοπάγκα, έναν ανισοσκελή ξύλινο σκελετό, χωρίς τοιχοποιία, χωρίς σωστά θεμέλια, προσωρινό καταφύγιο με δύο δωμάτια, ένα μικρό σαλόνι, τραπεζαρία και κεραμοσκεπή.
Διοικητήριο Δράμας |
Όλοι οι κάτοικοι φρόντισαν μόνοι τους να αποπερατώσουν, να βελτιώσουν ή να επεκτείνουν τις κατοικίες τους, μερικώς με κρατικά υλικά. Υπήρξαν και λιγοστοί που έχτισαν διώροφα σπίτια. Δίκτυο ύδρευσης δεν υπήρχε για μερικά χρόνια. Όσοι ζούσαν κοντά στην κρήνη Τσοπάγκα ευκολύνονταν. Ανοίχτηκαν και αρκετά πηγάδια. Η διαβίωση στηριζόταν στην προνοητικότητα και την οικονομία.
Είχαμε καλή γειτονιά με πολλά συγγενολόγια μεταξύ των συνδημοτών μας ο κουμπάρος μας Γεώργιος Ν. Ευθυβούλης, τριατατικός (σημ. σύντ. εργαζόταν στο ταχυδρομείο, τηλεφωνείο, τηλεγραφείο ΤΤΤ), ο Πανίκας Δ. Ευθυβούλης, έμπορος, στενός συγγενής, οι Χαριτάντηδες, συγγενείς, οι Ευτυχιδαίοι, συγγενείς και ο ξάδελφος Κόλιας Γεωργιάδης, που έγινε διευθυντής των Εκπαιδευτηρίων και πρόεδρος του φιλοπροοδευτικού μας συλλόγου. Κοντά εκεί είχαμε συγγενείς Χρυσοχόου, τον Θωμά (φούρναρη), τον Πάντζο (μάγειρα) και την αδελφή του Μαρία Φουντουκίδου. Είχαμε, επίσης, συγγενείς από τη Φωστηροπουλαίικη και τη Σουμελίδικη ρίζα μας, όμως, είχαμε και πολλούς άλλους καλούς φίλους και άξιους ανθρώπους στη γενικότερη περιοχή της Τσοπάγκας, αλλά και παραπέρα.
Υπήρχαν και συγγενείς μας (Πλακιδαίοι, Σουμελιδάντ, ο Πυρίδης (εστιάτορας) μέσα στην πόλη της Δράμας.
Καρς |
Ο τόπος, επιφανειακά, ήταν άνυδρος. Στην αρχή, έφερνε νερό βυτιοφόρο του δήμου Δράμας. Υπήρχαν και πλανόδιοι νεροκουβαλητές, που έδιναν μία δραχμή τον τενεκέ (δοχείο).
Στο δυτικό άκρο του συνοικισμού, η διατηρητέα κρήνη, η Τσοπάγκα, με δύο γούρνες και δροσερό νερό, ήταν η σωτηρία του τόπου και πόλος έλξης για τους κατοίκους. Το νερό έρχεται από το Φαλακρό όρος και ποτέ δεν έπαυσε να τρέχει. Η Δράμα, κάποτε, λεγόταν Ύδραμα και έχει από αιώνων τα αναβλύζοντα νερά της Αγίας Βαρβάρας, το δε υπέδαφος της έχει νερό.
Αρκετοί Νεοκρωμνίτες άνοιξαν πηγάδια και, σε λίγον καιρό, ο τόπος πρασίνισε και λουλούδιασε. Φυτεύτηκαν μουριές και αρκετοί κάτοικοι, για ένα διάστημα, επιδίδονταν στη σηροτροφία (κουκούλια). Κάθε οικογένεια είχε ευρύχωρο οικόπεδο ενός τετραγωνικού στρέμματος, από το οποίο παρακρατήθηκαν 220 μέτρα για κοινόχρηστους χώρους (πάρκο κ.τ.λ.), με προκήπιο και πίσω κήπο, και γεωργικό κλήρο, ανάλογο με την κατηγορία επαγγέλματος του καθενός κάτοικου.
Υπήρχε απέραντος χώρος για να παίζουν τα παιδιά, ζώντας μέσα στη φύση. Όλοι καλλιέργησαν τον κλήρο τους. Ο τόπος γέμισε παιδικές φωνές, οικόσιτα, μπαχτσέδες, περιβολάκια και όλοι οι κάτοικοι (νέοι άνθρωποι) είχαν επαγγέλματα ή επιτηδεύματα. Η ζωή τους πληρώθηκε από τα αγαθά της ελευθερίας, της ισοπολιτείας, της ισονομίας και της δικαιοσύνης, από τα οποία, επί αιώνες, η φυλή τους ήταν στερημένη.
Όλοι οι κάτοικοι, με εξαίρεση δύο οικογένειες, ήταν Πόντιοι, προερχόμενοι από τον Ανατολικό Πόντο, επίσης το Καρς και τον Καύκασο. Μια οικογένεια ήταν Μπαφραλήδες, μια από το Άκνταγ Μαντέν και δύο Καραμανλήδες. Υπήρχε και μια μοναχική γυναίκα, η «ντόπια». Συνολικά υπήρχαν αρχικά, τουλάχιστον, εκατό οικογένειες και η αρίθμηση στον κεντρικό δρόμο (οδός Ευξείνου Πόντου) έφτανε στο εκατό. Αργότερα, μέχρι και τη δεκαετία του 1930,ήλθαν μερικές ακόμη ποντιακές οικογένειες από τη Σοβιετική Ένωση.
Ερχόταν ο ατμοκίνητος οδοστρωτήρας, πατούσε το αμμοχάλικο και μπάλωνε τις λακούβες. Ερχόταν και ο καταβρεχτήρας αρκετά τακτικά. Περνούσαν φορτηγά που οδεύανε προς Σέρρες, Νευροκόπι, τα χωριά κ. α. και σήκωναν σύννεφα σκόνης. Μικρά IX σπάνιζαν. Τα μόνα τροχαία θύματα που μπορώ να θυμηθώ ήταν ένα κοριτσάκι και ένα λυκόσκυλο, ο Ντίγκος του Πανίκα Ευθυβούλη.
Ο κεντρικός δρόμος είχε κάποια συντήρηση.
Αθανάσιος
Χρυσοχόου
υπήρξε
γιατρός, συγγραφέας και μουσικολόγος της βυζαντινής μουσικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου