Ανάμεσα στις αρχαιοελληνικές λέξεις που διατηρούνται, μερικά μεταλλαγμένες, στην ποντιακή διάλεκτο, είναι και οι εξής:
1. άθρυφτος επίθ. από το αρχ. επίθ. άθρυπτος=αυτός που δεν έχει θρύμματα. Φράση: άθρυφτον γάλαν.
2.α(γ) ίκος, α(γ)ίκ’σα, δεικτ. αντων. από το αούτικος, αούτος, τέτοιος,
3.αΐχτρα η, ουσιαστ. από το αρχαίο αιθρία, ο καλός καιρός, ξαστεριά. Φράση; Πότε θα γίνεται έχτρα, εσάπαν τα χορτάρα.
4. αιχτριώ ρήμα από το αρχ. αιθριάζω = ξαστερώνω. Φράση: αιχτρίασεν ο καιρόν, αιχτρίασεν ο ουρανόν.
5.ακαλλίωτος επίθ. από το στερητικό —α και το επίθ. καλλιών <καλός = ο ατημέλητος, ο ακαλλώπιστος. Φράση: άνυφτος και ακαλλίωτος.
6. ακαράκωτος επίθ. από το στερητ. —α και το ρήμα καρακώνω (βλ. λέξη) = αμαντάλωτος. Φράση: Η πόρτα επέμ’νεν ακαράκωτον.
7. ακατένιγος ή ακατένιστος επίθ. από το στερητ. -α και το ρήμα κατενίζω < κατανίζω= αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί. Φράση: ακατένιγα λώματα.
8.άκλερος επίθ. από το αρχαίο άκληρος=φτωχός, ταλαίπωρος, ακληρονόμητος. Φράση: άκλερον οσπίτ’. Φόρ’ τ’ άκλερα σ’!.
9. ακλερικόν το, ουσιαστικό, από το αρχαίο επίθ. άκληρος = αυτό που δεν έχει αφεντικό, το αδέσποτο. Φράση: ακλερικά να γίν’τανε (κατάρα).
10. άκνεστος, επίθ. από το στερητ. —α και το επίθ. κνηστός = αυτός που δεν κνήθεται, δεν ξύνεται.
11.ακοδεσπαίνευτος επίθ. από το στερητ. —α και το ρήμα κοδεσπαινεύκουμαι = (βλ. λ.) ανοικοκύρευτη.
12. ακούλιγος και ακόλιγος επίθ. από το στερητ. —α και το ρήμα ουλίζω<κολίζω<κολούω < κόλος = αυτός που δεν του κόπηκε το κεφάλι.
13. ακούπιγος επίθ. από το στερητ. —α και το ρήμα κουπίζω<κούπα< κούπος = αυτός που δεν έχει ανατραπεί.
14 ακούρφιγος ή ακούρφιστος επίθ. από το στερητ. —α και το ρήμα κουρφίζω <κορυφή = αυτός που δεν επαινείται.
15. ακράναλος επίθ. από το άκρος και το επίθ. άναλος<αλας= αυτός που είναι λίγο αλατισμένος, ο μισανάλατος.. Φράση: ακράναλον φα(γ)ίν.
16. ακράνοιγος ή ακράνοιχτος επίθ. από το άκρος και το ρήμα ανοίγω= ο μισοανοιγμένος, μεταφορικά ο χαζούτσικος. Φράση: ακράνοιγον πόρταν, ακράνοιχτος παιδάς;
Νίκος Λαπαρίδης
ήταν φιλόλογος και συγγραφέας.
Σανταίοι Πρώτης γενιάς |
2.α(γ) ίκος, α(γ)ίκ’σα, δεικτ. αντων. από το αούτικος, αούτος, τέτοιος,
3.αΐχτρα η, ουσιαστ. από το αρχαίο αιθρία, ο καλός καιρός, ξαστεριά. Φράση; Πότε θα γίνεται έχτρα, εσάπαν τα χορτάρα.
4. αιχτριώ ρήμα από το αρχ. αιθριάζω = ξαστερώνω. Φράση: αιχτρίασεν ο καιρόν, αιχτρίασεν ο ουρανόν.
5.ακαλλίωτος επίθ. από το στερητικό —α και το επίθ. καλλιών <καλός = ο ατημέλητος, ο ακαλλώπιστος. Φράση: άνυφτος και ακαλλίωτος.
6. ακαράκωτος επίθ. από το στερητ. —α και το ρήμα καρακώνω (βλ. λέξη) = αμαντάλωτος. Φράση: Η πόρτα επέμ’νεν ακαράκωτον.
7. ακατένιγος ή ακατένιστος επίθ. από το στερητ. -α και το ρήμα κατενίζω < κατανίζω= αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί. Φράση: ακατένιγα λώματα.
8.άκλερος επίθ. από το αρχαίο άκληρος=φτωχός, ταλαίπωρος, ακληρονόμητος. Φράση: άκλερον οσπίτ’. Φόρ’ τ’ άκλερα σ’!.
9. ακλερικόν το, ουσιαστικό, από το αρχαίο επίθ. άκληρος = αυτό που δεν έχει αφεντικό, το αδέσποτο. Φράση: ακλερικά να γίν’τανε (κατάρα).
10. άκνεστος, επίθ. από το στερητ. —α και το επίθ. κνηστός = αυτός που δεν κνήθεται, δεν ξύνεται.
11.ακοδεσπαίνευτος επίθ. από το στερητ. —α και το ρήμα κοδεσπαινεύκουμαι = (βλ. λ.) ανοικοκύρευτη.
12. ακούλιγος και ακόλιγος επίθ. από το στερητ. —α και το ρήμα ουλίζω<κολίζω<κολούω < κόλος = αυτός που δεν του κόπηκε το κεφάλι.
13. ακούπιγος επίθ. από το στερητ. —α και το ρήμα κουπίζω<κούπα< κούπος = αυτός που δεν έχει ανατραπεί.
14 ακούρφιγος ή ακούρφιστος επίθ. από το στερητ. —α και το ρήμα κουρφίζω <κορυφή = αυτός που δεν επαινείται.
15. ακράναλος επίθ. από το άκρος και το επίθ. άναλος<αλας= αυτός που είναι λίγο αλατισμένος, ο μισανάλατος.. Φράση: ακράναλον φα(γ)ίν.
16. ακράνοιγος ή ακράνοιχτος επίθ. από το άκρος και το ρήμα ανοίγω= ο μισοανοιγμένος, μεταφορικά ο χαζούτσικος. Φράση: ακράνοιγον πόρταν, ακράνοιχτος παιδάς;
Νίκος Λαπαρίδης
ήταν φιλόλογος και συγγραφέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου