Ιστορία είναι, γενικά, το σύνολο των περιγραφών για γεγονότα (πολέμους, επαναστάσεις, πολιτισμούς, γεωγραφικές μετατάξεις κ.α. απλά), μια ανάκληση της μνήμης για την ανθρώπινη πορεία.
Και, βέβαια, κάθε λαός έχει τη δική του ιστορία. Και είναι το ίδιο βέβαιο πως η ελληνική ιστορία θεωρείται από τις σπουδαιότερες της Ευρώπης, όχι μόνον γιατί την ποδηγέτησε, αλλά και γιατί οι αγώνες του 1821 συντάραξαν τον κόσμο, με τις υπερβατικές και υπέρτατες θυσίες και ηρωισμούς ανδρών και γυναικών, μετά από την εκθαμβωτική λάμψη της ελληνικής αρχαιότητας που επηρέασε ολόκληρη την Ευρώπη, με τις φιλοσοφικές, λογοτεχνικές, επιστημονικές, αθλητικές, πρωτοπόρες ιδέες της και τα κοινωνικά της πρότυπα, την κοσμοπολίτικη εξάπλωση, σε Ανατολή και Δύση, του ελληνιστικού πολιτισμού και του κραταιού Βυζαντίου για χίλια χρόνια.
Μετά ήρθε η πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453), η αποφράδα ημέρα, που έκανε θρύψαλα κάτω από τη χαντζάρα του Τούρκου κατακτητή έναν πολιτισμό, που διέδωσε τα φώτα του, από την αρχαιότητα, την ελληνιστική περίοδο και το Βυζάντιο.
Φόβος, τρόμος, αίμα και θάνατος από τους Τούρκους, που έφεραν σκοτάδι βαθύ. Η αμάθεια σκέπασε καθετί από το παρελθόν.
Η ελληνική ιστορία σώπασε ταπεινωμένη και ο ραγιάς πάσχιζε να επιζήσει. Μόνον η Εκκλησία στάθηκε ορθή και κράτησε, ως ένα σημείο, το ηθικό και την ελληνική ορθόδοξη συνείδηση των ραγιάδων. Και αυτό, κάτω από όρους περιοριστικούς που επέβαλε ο Τούρκος κατακτητής.
Έτσι έχουμε το πρώτο αυτό βαθύπληγο παράδειγμα του τι σημαίνει να μην «μιλά» η ιστορία. Και μετά το μεγάλο μούδιασμα, αυτός ο ελεύθερος, ο αγωνιστής ελληνικός λαός, που τον κατακαίει το σαράκι του «Αίεν αριστεύειν», αντέταξε, σιγά σιγά, τις αντιστάσεις του και αρχίζει να ψελλίζει και πάλι τη νεότερη ιστορία του, όπου παρουσιάζεται ο πρώτος από τους χρονογράφους, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο οποίος γράφει πάνω σε στίχους και πεζό, πάνω στο ίδιο θέμα, καλλιεργώντας συνειδητά δύο συγγενή είδη, το Χρονικό και τα Απομνημονεύματα, με τον τίτλο «Κόποι και διατριβή του ταπεινού Αρχιεπισκόπου Αρσενίου» (1548-1625, Ελασσόνα).
Στην πρώτη περίπτωση, αφηγείται το ταξίδι που έκανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β' στη Ρωσία, στα χρόνια 1588-1589, για να μαζέψει χρήματα. Ταξίδι που είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση πατριαρχείου εκεί. Αυτοί οι ομοιοκατάληκτοι στίχοι ανάγουν στους βυζαντινούς εκκλησιαστικούς ύμνους, όπως παρατηρεί ο πρώτος εκδότης του κειμένου Σπυρίδων Ζαμπέλιος.
Στη δεύτερη περίπτωση, τα Απομνημονεύματα γίνονται, σαφώς, με ύφος λόγιο.
Στην αυγή της ιστορίας του νέου Ελληνισμού, παρουσιάζεται η Χρονογραφία — ένα βήμα πιο πέρα από τα απομνημονεύματα, ξεφεύγοντας από το καθαρά προσωπικό στοιχείο. Είναι, όμως, το μοναδικό και πρώτο ιστορικό είδος, που φτάνει ως τη δημοσιότητα. Το πρώτο έντυπο χρονογραφίας σε ελλαδικό χώρο, αλλά τυπωμένο στη Βενετία, είναι το «Βιβλίον ιστορικόν», γνωστό ως «Ψευδοδωρόθεος», έκδοση του 1631. Ως το 1685 έγιναν άλλες πέντε εκδόσεις.
Οι "Ριμάδες" βρίσκονται κοντά στην χρονογραφία, με την πολύστιχη αφήγηση και έχουν ως σκοπό να μυθοποιήσουν πρόσωπα και περιστατικά που προκάλεσαν εξαιρετικό ενδιαφέρον στο κοινό, όπως είναι η περίπτωση του Μιχαήλ Βοεβόδα(έκδοση πρώτη, τόμος 1 σε. 404-405 , Α. Στ. Αλεξίου)
Ο ελληνικός λαός, λαός με βαθύχρονη παράδοση και πολιτισμό, που κατακτήθηκε από αλλόθρησκο Ασιάτη επιδρομέα, που του στέρησε την πολιτική και ατομική ελευθερία, αναγκάζεται να αγωνίζεται ψυχικά και υλικά ως τη θυσία.
Πλάι στην πολιτική, οικονομική και πνευματική ιστορία του έθνους μας, μπορούμε να ιχνηλατίσουμε και την υπόκωφη παραδοσιακή ζωή του ελληνικού λαού, που, συνήθως, αποτελούσε τη σταθερή κοίτη της ζωής του έθνους, παρά την ταραγμένη επιφάνεια της ιστορικής του πορείας. Θρήνοι και θρύλοι, προέκταση των θρήνων, μέσα από τους οποίους βγαίνουν παράξενα και θαυμαστά επεισόδια, κάποτε ποιητικότατα στις εμπνεύσεις, δημιουργώντας μιαν εξαίρετη μεσαιωνική μυθολογία, ικανή να θρέψει και να στεριώσει τις ελπίδες και το θάρρος του έθνους επί αιώνες, ως τα χρόνια της τελικής απελευθέρωσης.
Έτσι, δημοτικά τραγούδια, παραμύθια, ενθυμίσεις, ενδυμασίες, λαϊκή τέχνη, όλο και κάτι κρατούν από τη θύμιση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των ονείρων τους.
Και ξαφνικά και πυκνά, την ώρα που μια τέτοια ενέργεια θα είναι μεστή από νόημα, η ελληνική έκδοση στρέφεται προς την Ιστορία.
Έργα, σημαντικά σε όγκο και ποιότητα, θα κατακλύσουν την ελληνική αγορά, όπως οι 16 τόμοι του Rollin, το 1767 υπάρχει η «Βυζαντίδα» σε έξι τόμους, το 1770 -1773 η ιστορία του πολέμου ανάμεσα στη Ρωσία και την «Οθωμανική Πύλη», επίσης σε έξι τόμους.
Και πολλά μικρότερα βιβλία, με ίδια διάθεση προς την ιστορία.
Και παραμονές της γαλλικής επανάστασης, τόσο η γαλλική παιδεία όσο και η συμπαράσταση της επιστήμης του δυτικού κόσμου, γενικότερα, πορεύεται προς μια περίοδο προσανατολισμού προς την ελληνική αρχαιότητα. Και από όλα αυτά, ο νέος ελληνισμός βγαίνει κερδισμένος στη δυτική συνείδηση. Ανάμεσα στους ρήτορες της εποχής, είναι στο Παρίσι και ένας Έλληνας. Και όταν πάει να λάβει τον λόγο, το ακροατήριο ζητάει να γίνει σιωπή. «Θα μιλήσει», λένε «ο απόγονος του Αριστείδη και του Μιλτιάδη». Πρόκειται, βέβαια, για τον μεγάλο Σμυρναίο πατριώτη και σπουδαίο διανοούμενο-συγγραφέα Αδαμάντιο Κοραή. Ο Δαπόντες, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, όπως και παλαιότερα ο Μελέτιος Μήτρου ή και άλλοι, μέχρι τον Νικόλαο Σοφιανό, γνωρίζουν την πατρογονική δόξα.
Ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ (1744-1803) ποιητής και θεωρητικός της παγκόσμιας λαογραφίας, πιστεύει στο (άγνωστη λέξη) πνεύμα του κάθε λαού, στην υψηλή ποιότητα των ανώνυμων λαϊκών δημιουργών και στη βαρύτητα ιστορικού τεκμήριου. Και ότι όλα αυτά συνθέτουν τη συνισταμένη της ιστορικής καταγραφής.
Ας μην ξεχνιέται ότι για χρόνια διαβαζόταν η «Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου» και οι Έλληνες παθαίνονταν και τον περίμεναν να ξαναγυρίσε τιμωρός και δικαιοκρίτης. Η συνείδηση της ιστορικής συνέχειας βάθαινε και απλωνόταν, διαμορφωνόταν σε εθνική συνείδηση.
Σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, πολλοί αφανείς, οι περιστασιακά γραμματοδιδάσκαλοι, στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, στάθηκαν μικροί παρήγοροι λύχνοι στο ψηλαφητό σκοτάδι της σκλαβιάς και της αμάθειας, που μαζί με τα στοιχειώδη κολλυβογράμματα που δίδασκαν, κάτι είχαν να λένε για μεγάλους προγόνους, για σοφούς και ήρωες, για μεγαλεία που άλλοι σφετερίστηκαν, εδραιώνοντας, έτσι, την ιστορική συνέχεια και την εθνική συνείδηση.
Αναζωογόνηση, ανθηρή, όμως, της ιστορικής μνήμης, με πλήθος βιβλίων, έρχεται από τους Μικρασιάτες, φυγάδες διανοούμενους στη Δύση, που εκδίδονται κατά βάση στη Βενετία και τη Βιέννη, για να διοχετευτούν στον ελλαδικό χώρο και στα μεγάλα κέντρα της Μικράς Ασίας, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Καππαδοκία, Τραπεζούντα. Ονόματα ηχηρά: Βησσαρίων, Αδαμάντιος Κοραής, Νεόφυτος Δούκας και άλλοι και πλήθος ελληνικών τυπογραφείων στην αλλοδαπή, θα επιτύχουν μια νεκρανάσταση της ιστορικής μνήμης των Ελλήνων, που μπορεί να θεωρηθεί μια πνευματική εποποιία.
Αφού, λοιπόν, η αξία της ιστορικής μνήμης είναι τόσο πολυδύναμη και σύμφυτη με την εθνική συνείδηση, την πρόοδο και τον πολιτισμό ενός έθνους, γιατί «η ιστορία των προσφύγων» δεν ενσωματώθηκε στον εθνικό ιστορικό κορμό και έμεινε, για 80 χρόνια, μόνον στις πικραμένες καρδιές της πρώτης, της δεύτερης, ακόμη και της τρίτης γενιάς των προσφύγων, χωρίς καμία διδαχή στα σχολεία.
Ο φιλέλληνας Γάλλος καθηγητής Μισέλ Μπρινό (Michel Bruneau) και ο Κυριάκος Παπουλίδης, ιστορικός και γλωσσολόγος, που μελετούν, ακριβώς, το θέμα «Τόποι, Εδάφη, Μνήμες» δίνουν την πληροφορία, με απόλυτη επιστημονική αλήθεια, τον λόγο της αποσιώπησης στο βιβλίο «Η μνήμη του προσφυγικού Ελληνισμού — Τα ανεγερθέντα μνημεία στην Ελλάδα» (1936-2004)», σελ. 12. Περιληπτικά σημειώνω ότι ήταν κρατική επιλογή, για να μην δυσαρεστηθεί η Τουρκία, που ήταν σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, και επειδή στα Βαλκάνια επικρατούσε ο φόβος του Ανατολικού Μπλοκ, κάτι που ασφαλώς επέβαλαν στην Ελλάδα οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Όμως, οι Έλληνες της προσφυγιάς, διανοούμενοι και απλοί καθημερινοί άνθρωποι, δεν κάνουν έκπτωση στο πολιτιστικό ιδεώδες τους. Μέσα από την τέφρα χαράζουν σταυρούς, εικόνες, γράφουν μουσική, απομνημονεύματα, φυλάγουν τα ιερά κειμήλια που κατόρθωσαν να διασώσουν μέσα στον πενιχρό τορβά, μαζί με λίγο ξερό ψωμί.
Ποιητές μεγάλου κύρους, όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο τεράστιος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, με την επαναστατική, μαγική του μπαγκέτα, πεζογράφοι, όπως ο Τάσος Αθανασιάδης (1913-2006), με «Τα παιδιά της Νιόβης» η Διδώ Σωτηρίου (1909-2004), με τα «Ματωμένα Χώματα», η Ιφιγένεια Χρυσοχόου (1909-2008), με την «Ξεριζωμένη Γενιά» και το «Εδώ Σμύρνη, εδώ Σμύρνη», ο Σίμος Λιανίδης (1915-2001), ποιητής και πεζογράφος, με την «Επιστροφή των Αργναυτών», όλοι της πρώτης προσφυγικής γενιάς, κατάφεραν ράπισμα ηχηρό στη λήθη και ζωντάνεψαν το πιο πικρό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Σελίδες που στάζουν αίμα, σεκλέτι βαρύ, που ανθίζουν και γίνονται σελίδες ιστορικής καταγραφής.
Και ύστερα ακολουθούν πλήθη βιβλίων της δεύτερης και τρίτης γενιάς και κατακλύζουν το Πανελλήνιο, όπως τα ντοκουμέντα του Χάρη Τσιρκινίδη και του Βλάση Αγτζίδη και ο αριθμός δεν έχει τέλος. Επί τέσσερα χρόνια καταγράψαμε την περιοχή της προσφυγομάνας Καλαμαριάς: «Μνήμη και φως», «Το Ρύσιον και η διαχρονική του πορεία», «Εγκώμια και θρήνοι για τις αλησμόνητες πατρίδες». Και η ευγενέστατη αυτή και γενναία Όλγα Νυμφοπούλου (1928-2009) τη «Γιαγιά μου Τσόφα» , όπου το αίσθημα, η αγνότητα της περιγραφής και το τραγικό κλίμα της εποχής του προσφυγικού κατατρεγμού, σφυροκοπάει τα μηνίγγια μας, ενώ η φιλόλογος Πόπη Τσακμακίδου — Κοτίδου έγραψε για τη «Γυναίκα της Σάντας». Τελευταία, ο Νίκος Τελίδης και η Αφροδίτη Τελίδου για το «Αρσακλή Πανόραμα», την πρώτη εγκατάσταση προσφύγων, συλλογική δουλειά, από μεγάλο αριθμό αυθεντικών συνεντεύξεων.
Έτσι συγκεντρώνονται απομνημονεύματα, χρονογραφήματα, ποιήματα, πεζογραφήματα, ντοκουμέντα, έγγραφα, εφημερίδες και όλα συνεισφέρουν στην καταγραφή της προσφυγικής ιστορίας, με τρόπο πιο κυκλικό και με όλο το φάσμα των στρατιωτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών γεγονότων και καταστάσεων των Ελλήνων της Μικρασίας και των πρώτων εγκαταστάσεων τους στη μητέρα πατρίδα.
Ζηλευτή και κορυφαία προσπάθεια αυτή της μεγάλης δέσποινας Μέλπως Μερλιέ, που έγκαιρα δημιούργησε το Ίδρυμα (Κέντρο) Μικρασιατικών Σπουδών, που ενέχει έναν πακτωλό μνήμης και δόξας, με πλήρη καταγραφή της προσφυγικής ιστορίας.
Κυρίαρχο στοιχείο για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης στάθηκαν οι αυθεντικές προφορικές μαρτυρίες. Έτσι, από την άποψη αυτή, το βιβλίο του Νίκου και της Αφροδίτης Τελίδη για το παλαιό Αρσακλί και σημερινό Πανόραμα αποκτά μιαν ιδιαίτερη σημασία. Και πρόσθετα, γιατί στον χώρο αυτόν, του άλλοτε Αρσακλί και σημερινού Πανοράματος δεν είχε καταγραφεί αυτή η πρώτη εγκατάσταση προσφύγων. Και αυτό φανερώνει, αφενός την αγάπη τους για τον τόπο, όπου ζουν και δημιουργούν, αλλά και τη λαχτάρα τους να διατηρήσουν την ιστορική μνήμη για τους πρώτους αυτούς σπουδαίους πρόσφυγες, που, αν και ρίχτηκαν στο πιο απομακρυσμένο σημείο της Θεσσαλονίκης, κατόρθωσαν , με τη στέρηση, τον αφάνταστο μόχθο, γαλουχημένοι με τις ρίζες του μικρασιατικού πολιτισμού, αλλά και με το πάθος του χαμένου, του καταδιωγμένου από τον Τούρκο κατακτητή, να δημιουργήσουν το πιο σημαντικό προάστιο της πόλης. Ένα προάστιο πολιτισμένο, πεντακάθαρο, κατάφυτο, με τα περίφημα εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, από το ύψος του οποίου λικνίζεται κατάφωτη η πόλη του Αγίου Δημητρίου.
Και έχει δυο φορές σημασία, η δημιουργία αυτή των δύο εκλεκτών συμπολιτών μας, του Νίκου και της Αφροδίτης, γιατί οι δύο «αγαθοί πολίτες» - αφού ενδιαφέρονται και προσφέρουν τόσα χρόνια στα κοινά - θέλησαν να συγκεντρώσουν πενήντα αυθεντικές μαρτυρίες και να τις μοντάρουν χρονολογικά, ιστορικά, χωρίς να έχουν καμία προηγούμενη εμπειρία.
Ένας μόχθος — πόνημα, που όποιος έχει επιχειρήσει παρόμοιες προσπάθειες, μπορεί δεόντως να εκτιμήσει. Και κατόρθωσαν να μας χαρίσουν ένα αποτέλεσμα ζηλευτό και να θέσουν τα θεμέλια για μια συνέχεια εκτενέστερη για το Αρσακλί-Πανόραμα. Και μας γύρισαν πίσω, σε μέρες νοσταλγικές, όταν στον προσφυγικό αυτόν χώρο ήρθαν να χτίσουν τα παλάτια τους άρχοντες της Θεσσαλονίκης, με τα μυθικά τους πλούτη, όπως ο Γεωργιάδης της ΦΙΞ, ο Φλόκας της διεθνούς βιομηχανίας σοκολατοποιίας, ο Καζάζης, ο Λυκίδης κ. ά., κάτι που υποδηλώνει το μέγεθος της νίκης τους στη ζωή, μέσα από τόσες αντιξοότητες των πρώτων αυτών προσφύγων.
Αυτοί, λοιπόν, οι δύο συντοπίτες μας, με τα συνεχή έργα ευποιίας και πολιτισμού, σημάδεψαν με την έκδοσή τους και τη σημασία της ιστορικής τοπικής καταγραφής. Και προσθέτουμε πως έργα σχετικά με την ιστορία μη διάσημων συγγραφέων έχουν μια δροσερή πνοή, μιαν ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια, έναν τόνο επίμονο για την προσφυγική καταγραφή σε τόπους έρημους και άνυδρους και εκεί να συντελείται το θαύμα.
Και ασφαλώς θα υπάρχουν και θα υπάρξουν αρκετές παρόμοιες προσπάθειες για τη στήριξη της ιστορικής μνήμης, έξω από τους στυλιζαρισμένους ιστορικούς τόμους, που, όμως, εμπεριέχουν όλο το δράμα, το μεγαλείο και τα κατορθώματα του ανέσπερου φωτός που εκπέμπει αυτός ο αδάμαστος κόσμος της Μικράς Ασίας.
Ο Νίκος και η Αφροδίτη, έτσι απλά για μας, μας προσέφεραν την καρδιά τους μέσα σε ένα βιβλίο και εμείς τους σφίγγουμε τρυφερά, τιμητικά το χέρι και τους ευχαριστούμε για ότι, γενικά, έχουν προσφέρει μέχρι τώρα, μαζί με τις ευχές μας να είναι πάντα καλά. Και για να στηριχθούν τα παραπάνω, ας θυμηθούμε τον Αϊνστάιν: «Πάτησα στους ώμους των προγόνων μου, για να δω το παρόν και το μέλλον».
Και, βέβαια, κάθε λαός έχει τη δική του ιστορία. Και είναι το ίδιο βέβαιο πως η ελληνική ιστορία θεωρείται από τις σπουδαιότερες της Ευρώπης, όχι μόνον γιατί την ποδηγέτησε, αλλά και γιατί οι αγώνες του 1821 συντάραξαν τον κόσμο, με τις υπερβατικές και υπέρτατες θυσίες και ηρωισμούς ανδρών και γυναικών, μετά από την εκθαμβωτική λάμψη της ελληνικής αρχαιότητας που επηρέασε ολόκληρη την Ευρώπη, με τις φιλοσοφικές, λογοτεχνικές, επιστημονικές, αθλητικές, πρωτοπόρες ιδέες της και τα κοινωνικά της πρότυπα, την κοσμοπολίτικη εξάπλωση, σε Ανατολή και Δύση, του ελληνιστικού πολιτισμού και του κραταιού Βυζαντίου για χίλια χρόνια.
Μετά ήρθε η πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453), η αποφράδα ημέρα, που έκανε θρύψαλα κάτω από τη χαντζάρα του Τούρκου κατακτητή έναν πολιτισμό, που διέδωσε τα φώτα του, από την αρχαιότητα, την ελληνιστική περίοδο και το Βυζάντιο.
Κωνσταντινούπολη (Το χάραμα) |
Η ελληνική ιστορία σώπασε ταπεινωμένη και ο ραγιάς πάσχιζε να επιζήσει. Μόνον η Εκκλησία στάθηκε ορθή και κράτησε, ως ένα σημείο, το ηθικό και την ελληνική ορθόδοξη συνείδηση των ραγιάδων. Και αυτό, κάτω από όρους περιοριστικούς που επέβαλε ο Τούρκος κατακτητής.
Έτσι έχουμε το πρώτο αυτό βαθύπληγο παράδειγμα του τι σημαίνει να μην «μιλά» η ιστορία. Και μετά το μεγάλο μούδιασμα, αυτός ο ελεύθερος, ο αγωνιστής ελληνικός λαός, που τον κατακαίει το σαράκι του «Αίεν αριστεύειν», αντέταξε, σιγά σιγά, τις αντιστάσεις του και αρχίζει να ψελλίζει και πάλι τη νεότερη ιστορία του, όπου παρουσιάζεται ο πρώτος από τους χρονογράφους, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο οποίος γράφει πάνω σε στίχους και πεζό, πάνω στο ίδιο θέμα, καλλιεργώντας συνειδητά δύο συγγενή είδη, το Χρονικό και τα Απομνημονεύματα, με τον τίτλο «Κόποι και διατριβή του ταπεινού Αρχιεπισκόπου Αρσενίου» (1548-1625, Ελασσόνα).
Στην πρώτη περίπτωση, αφηγείται το ταξίδι που έκανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β' στη Ρωσία, στα χρόνια 1588-1589, για να μαζέψει χρήματα. Ταξίδι που είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση πατριαρχείου εκεί. Αυτοί οι ομοιοκατάληκτοι στίχοι ανάγουν στους βυζαντινούς εκκλησιαστικούς ύμνους, όπως παρατηρεί ο πρώτος εκδότης του κειμένου Σπυρίδων Ζαμπέλιος.
Στη δεύτερη περίπτωση, τα Απομνημονεύματα γίνονται, σαφώς, με ύφος λόγιο.
Στην αυγή της ιστορίας του νέου Ελληνισμού, παρουσιάζεται η Χρονογραφία — ένα βήμα πιο πέρα από τα απομνημονεύματα, ξεφεύγοντας από το καθαρά προσωπικό στοιχείο. Είναι, όμως, το μοναδικό και πρώτο ιστορικό είδος, που φτάνει ως τη δημοσιότητα. Το πρώτο έντυπο χρονογραφίας σε ελλαδικό χώρο, αλλά τυπωμένο στη Βενετία, είναι το «Βιβλίον ιστορικόν», γνωστό ως «Ψευδοδωρόθεος», έκδοση του 1631. Ως το 1685 έγιναν άλλες πέντε εκδόσεις.
Οι "Ριμάδες" βρίσκονται κοντά στην χρονογραφία, με την πολύστιχη αφήγηση και έχουν ως σκοπό να μυθοποιήσουν πρόσωπα και περιστατικά που προκάλεσαν εξαιρετικό ενδιαφέρον στο κοινό, όπως είναι η περίπτωση του Μιχαήλ Βοεβόδα(έκδοση πρώτη, τόμος 1 σε. 404-405 , Α. Στ. Αλεξίου)
Ο ελληνικός λαός, λαός με βαθύχρονη παράδοση και πολιτισμό, που κατακτήθηκε από αλλόθρησκο Ασιάτη επιδρομέα, που του στέρησε την πολιτική και ατομική ελευθερία, αναγκάζεται να αγωνίζεται ψυχικά και υλικά ως τη θυσία.
Πλάι στην πολιτική, οικονομική και πνευματική ιστορία του έθνους μας, μπορούμε να ιχνηλατίσουμε και την υπόκωφη παραδοσιακή ζωή του ελληνικού λαού, που, συνήθως, αποτελούσε τη σταθερή κοίτη της ζωής του έθνους, παρά την ταραγμένη επιφάνεια της ιστορικής του πορείας. Θρήνοι και θρύλοι, προέκταση των θρήνων, μέσα από τους οποίους βγαίνουν παράξενα και θαυμαστά επεισόδια, κάποτε ποιητικότατα στις εμπνεύσεις, δημιουργώντας μιαν εξαίρετη μεσαιωνική μυθολογία, ικανή να θρέψει και να στεριώσει τις ελπίδες και το θάρρος του έθνους επί αιώνες, ως τα χρόνια της τελικής απελευθέρωσης.
Έτσι, δημοτικά τραγούδια, παραμύθια, ενθυμίσεις, ενδυμασίες, λαϊκή τέχνη, όλο και κάτι κρατούν από τη θύμιση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των ονείρων τους.
Και ξαφνικά και πυκνά, την ώρα που μια τέτοια ενέργεια θα είναι μεστή από νόημα, η ελληνική έκδοση στρέφεται προς την Ιστορία.
Έργα, σημαντικά σε όγκο και ποιότητα, θα κατακλύσουν την ελληνική αγορά, όπως οι 16 τόμοι του Rollin, το 1767 υπάρχει η «Βυζαντίδα» σε έξι τόμους, το 1770 -1773 η ιστορία του πολέμου ανάμεσα στη Ρωσία και την «Οθωμανική Πύλη», επίσης σε έξι τόμους.
Και πολλά μικρότερα βιβλία, με ίδια διάθεση προς την ιστορία.
Και παραμονές της γαλλικής επανάστασης, τόσο η γαλλική παιδεία όσο και η συμπαράσταση της επιστήμης του δυτικού κόσμου, γενικότερα, πορεύεται προς μια περίοδο προσανατολισμού προς την ελληνική αρχαιότητα. Και από όλα αυτά, ο νέος ελληνισμός βγαίνει κερδισμένος στη δυτική συνείδηση. Ανάμεσα στους ρήτορες της εποχής, είναι στο Παρίσι και ένας Έλληνας. Και όταν πάει να λάβει τον λόγο, το ακροατήριο ζητάει να γίνει σιωπή. «Θα μιλήσει», λένε «ο απόγονος του Αριστείδη και του Μιλτιάδη». Πρόκειται, βέβαια, για τον μεγάλο Σμυρναίο πατριώτη και σπουδαίο διανοούμενο-συγγραφέα Αδαμάντιο Κοραή. Ο Δαπόντες, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, όπως και παλαιότερα ο Μελέτιος Μήτρου ή και άλλοι, μέχρι τον Νικόλαο Σοφιανό, γνωρίζουν την πατρογονική δόξα.
Johann Gottfried Herdet |
Ας μην ξεχνιέται ότι για χρόνια διαβαζόταν η «Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου» και οι Έλληνες παθαίνονταν και τον περίμεναν να ξαναγυρίσε τιμωρός και δικαιοκρίτης. Η συνείδηση της ιστορικής συνέχειας βάθαινε και απλωνόταν, διαμορφωνόταν σε εθνική συνείδηση.
Σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, πολλοί αφανείς, οι περιστασιακά γραμματοδιδάσκαλοι, στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, στάθηκαν μικροί παρήγοροι λύχνοι στο ψηλαφητό σκοτάδι της σκλαβιάς και της αμάθειας, που μαζί με τα στοιχειώδη κολλυβογράμματα που δίδασκαν, κάτι είχαν να λένε για μεγάλους προγόνους, για σοφούς και ήρωες, για μεγαλεία που άλλοι σφετερίστηκαν, εδραιώνοντας, έτσι, την ιστορική συνέχεια και την εθνική συνείδηση.
Αναζωογόνηση, ανθηρή, όμως, της ιστορικής μνήμης, με πλήθος βιβλίων, έρχεται από τους Μικρασιάτες, φυγάδες διανοούμενους στη Δύση, που εκδίδονται κατά βάση στη Βενετία και τη Βιέννη, για να διοχετευτούν στον ελλαδικό χώρο και στα μεγάλα κέντρα της Μικράς Ασίας, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Καππαδοκία, Τραπεζούντα. Ονόματα ηχηρά: Βησσαρίων, Αδαμάντιος Κοραής, Νεόφυτος Δούκας και άλλοι και πλήθος ελληνικών τυπογραφείων στην αλλοδαπή, θα επιτύχουν μια νεκρανάσταση της ιστορικής μνήμης των Ελλήνων, που μπορεί να θεωρηθεί μια πνευματική εποποιία.
Αφού, λοιπόν, η αξία της ιστορικής μνήμης είναι τόσο πολυδύναμη και σύμφυτη με την εθνική συνείδηση, την πρόοδο και τον πολιτισμό ενός έθνους, γιατί «η ιστορία των προσφύγων» δεν ενσωματώθηκε στον εθνικό ιστορικό κορμό και έμεινε, για 80 χρόνια, μόνον στις πικραμένες καρδιές της πρώτης, της δεύτερης, ακόμη και της τρίτης γενιάς των προσφύγων, χωρίς καμία διδαχή στα σχολεία.
Ο φιλέλληνας Γάλλος καθηγητής Μισέλ Μπρινό (Michel Bruneau) και ο Κυριάκος Παπουλίδης, ιστορικός και γλωσσολόγος, που μελετούν, ακριβώς, το θέμα «Τόποι, Εδάφη, Μνήμες» δίνουν την πληροφορία, με απόλυτη επιστημονική αλήθεια, τον λόγο της αποσιώπησης στο βιβλίο «Η μνήμη του προσφυγικού Ελληνισμού — Τα ανεγερθέντα μνημεία στην Ελλάδα» (1936-2004)», σελ. 12. Περιληπτικά σημειώνω ότι ήταν κρατική επιλογή, για να μην δυσαρεστηθεί η Τουρκία, που ήταν σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, και επειδή στα Βαλκάνια επικρατούσε ο φόβος του Ανατολικού Μπλοκ, κάτι που ασφαλώς επέβαλαν στην Ελλάδα οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Σίμος Λιανίδης |
Ποιητές μεγάλου κύρους, όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο τεράστιος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, με την επαναστατική, μαγική του μπαγκέτα, πεζογράφοι, όπως ο Τάσος Αθανασιάδης (1913-2006), με «Τα παιδιά της Νιόβης» η Διδώ Σωτηρίου (1909-2004), με τα «Ματωμένα Χώματα», η Ιφιγένεια Χρυσοχόου (1909-2008), με την «Ξεριζωμένη Γενιά» και το «Εδώ Σμύρνη, εδώ Σμύρνη», ο Σίμος Λιανίδης (1915-2001), ποιητής και πεζογράφος, με την «Επιστροφή των Αργναυτών», όλοι της πρώτης προσφυγικής γενιάς, κατάφεραν ράπισμα ηχηρό στη λήθη και ζωντάνεψαν το πιο πικρό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Σελίδες που στάζουν αίμα, σεκλέτι βαρύ, που ανθίζουν και γίνονται σελίδες ιστορικής καταγραφής.
Και ύστερα ακολουθούν πλήθη βιβλίων της δεύτερης και τρίτης γενιάς και κατακλύζουν το Πανελλήνιο, όπως τα ντοκουμέντα του Χάρη Τσιρκινίδη και του Βλάση Αγτζίδη και ο αριθμός δεν έχει τέλος. Επί τέσσερα χρόνια καταγράψαμε την περιοχή της προσφυγομάνας Καλαμαριάς: «Μνήμη και φως», «Το Ρύσιον και η διαχρονική του πορεία», «Εγκώμια και θρήνοι για τις αλησμόνητες πατρίδες». Και η ευγενέστατη αυτή και γενναία Όλγα Νυμφοπούλου (1928-2009) τη «Γιαγιά μου Τσόφα» , όπου το αίσθημα, η αγνότητα της περιγραφής και το τραγικό κλίμα της εποχής του προσφυγικού κατατρεγμού, σφυροκοπάει τα μηνίγγια μας, ενώ η φιλόλογος Πόπη Τσακμακίδου — Κοτίδου έγραψε για τη «Γυναίκα της Σάντας». Τελευταία, ο Νίκος Τελίδης και η Αφροδίτη Τελίδου για το «Αρσακλή Πανόραμα», την πρώτη εγκατάσταση προσφύγων, συλλογική δουλειά, από μεγάλο αριθμό αυθεντικών συνεντεύξεων.
Έτσι συγκεντρώνονται απομνημονεύματα, χρονογραφήματα, ποιήματα, πεζογραφήματα, ντοκουμέντα, έγγραφα, εφημερίδες και όλα συνεισφέρουν στην καταγραφή της προσφυγικής ιστορίας, με τρόπο πιο κυκλικό και με όλο το φάσμα των στρατιωτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών γεγονότων και καταστάσεων των Ελλήνων της Μικρασίας και των πρώτων εγκαταστάσεων τους στη μητέρα πατρίδα.
Ζηλευτή και κορυφαία προσπάθεια αυτή της μεγάλης δέσποινας Μέλπως Μερλιέ, που έγκαιρα δημιούργησε το Ίδρυμα (Κέντρο) Μικρασιατικών Σπουδών, που ενέχει έναν πακτωλό μνήμης και δόξας, με πλήρη καταγραφή της προσφυγικής ιστορίας.
Κυρίαρχο στοιχείο για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης στάθηκαν οι αυθεντικές προφορικές μαρτυρίες. Έτσι, από την άποψη αυτή, το βιβλίο του Νίκου και της Αφροδίτης Τελίδη για το παλαιό Αρσακλί και σημερινό Πανόραμα αποκτά μιαν ιδιαίτερη σημασία. Και πρόσθετα, γιατί στον χώρο αυτόν, του άλλοτε Αρσακλί και σημερινού Πανοράματος δεν είχε καταγραφεί αυτή η πρώτη εγκατάσταση προσφύγων. Και αυτό φανερώνει, αφενός την αγάπη τους για τον τόπο, όπου ζουν και δημιουργούν, αλλά και τη λαχτάρα τους να διατηρήσουν την ιστορική μνήμη για τους πρώτους αυτούς σπουδαίους πρόσφυγες, που, αν και ρίχτηκαν στο πιο απομακρυσμένο σημείο της Θεσσαλονίκης, κατόρθωσαν , με τη στέρηση, τον αφάνταστο μόχθο, γαλουχημένοι με τις ρίζες του μικρασιατικού πολιτισμού, αλλά και με το πάθος του χαμένου, του καταδιωγμένου από τον Τούρκο κατακτητή, να δημιουργήσουν το πιο σημαντικό προάστιο της πόλης. Ένα προάστιο πολιτισμένο, πεντακάθαρο, κατάφυτο, με τα περίφημα εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, από το ύψος του οποίου λικνίζεται κατάφωτη η πόλη του Αγίου Δημητρίου.
Και έχει δυο φορές σημασία, η δημιουργία αυτή των δύο εκλεκτών συμπολιτών μας, του Νίκου και της Αφροδίτης, γιατί οι δύο «αγαθοί πολίτες» - αφού ενδιαφέρονται και προσφέρουν τόσα χρόνια στα κοινά - θέλησαν να συγκεντρώσουν πενήντα αυθεντικές μαρτυρίες και να τις μοντάρουν χρονολογικά, ιστορικά, χωρίς να έχουν καμία προηγούμενη εμπειρία.
Ένας μόχθος — πόνημα, που όποιος έχει επιχειρήσει παρόμοιες προσπάθειες, μπορεί δεόντως να εκτιμήσει. Και κατόρθωσαν να μας χαρίσουν ένα αποτέλεσμα ζηλευτό και να θέσουν τα θεμέλια για μια συνέχεια εκτενέστερη για το Αρσακλί-Πανόραμα. Και μας γύρισαν πίσω, σε μέρες νοσταλγικές, όταν στον προσφυγικό αυτόν χώρο ήρθαν να χτίσουν τα παλάτια τους άρχοντες της Θεσσαλονίκης, με τα μυθικά τους πλούτη, όπως ο Γεωργιάδης της ΦΙΞ, ο Φλόκας της διεθνούς βιομηχανίας σοκολατοποιίας, ο Καζάζης, ο Λυκίδης κ. ά., κάτι που υποδηλώνει το μέγεθος της νίκης τους στη ζωή, μέσα από τόσες αντιξοότητες των πρώτων αυτών προσφύγων.
Αυτοί, λοιπόν, οι δύο συντοπίτες μας, με τα συνεχή έργα ευποιίας και πολιτισμού, σημάδεψαν με την έκδοσή τους και τη σημασία της ιστορικής τοπικής καταγραφής. Και προσθέτουμε πως έργα σχετικά με την ιστορία μη διάσημων συγγραφέων έχουν μια δροσερή πνοή, μιαν ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια, έναν τόνο επίμονο για την προσφυγική καταγραφή σε τόπους έρημους και άνυδρους και εκεί να συντελείται το θαύμα.
Και ασφαλώς θα υπάρχουν και θα υπάρξουν αρκετές παρόμοιες προσπάθειες για τη στήριξη της ιστορικής μνήμης, έξω από τους στυλιζαρισμένους ιστορικούς τόμους, που, όμως, εμπεριέχουν όλο το δράμα, το μεγαλείο και τα κατορθώματα του ανέσπερου φωτός που εκπέμπει αυτός ο αδάμαστος κόσμος της Μικράς Ασίας.
Ο Νίκος και η Αφροδίτη, έτσι απλά για μας, μας προσέφεραν την καρδιά τους μέσα σε ένα βιβλίο και εμείς τους σφίγγουμε τρυφερά, τιμητικά το χέρι και τους ευχαριστούμε για ότι, γενικά, έχουν προσφέρει μέχρι τώρα, μαζί με τις ευχές μας να είναι πάντα καλά. Και για να στηριχθούν τα παραπάνω, ας θυμηθούμε τον Αϊνστάιν: «Πάτησα στους ώμους των προγόνων μου, για να δω το παρόν και το μέλλον».
Αγγελική Στεργίου
Δημοσιογράφος, λογοτέχνης και ποιήτρια, σπούδασε γαλλική φιλολογία και ασχολήθηκε με την ιστορική λογοτεχνία με κύρια θέματα το γυναικείο ζήτημα και το ρόλο της Γυναίκας στην Ιστορία. Υπήρξε συνιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας (κατά τη μεταπολίτευση) και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού (Καλαμαριά).
Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών (Θεσσαλονίκη), της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (Αθήνα) και της Ένωσης Λογοτεχνών (Αθήνα) από όπου τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο.
Βασικά έργα της: "Οδοιπορικό της Γυναίκας" (1982), "Γυναίκα και πολιτική" (1983), "Μισογυνία στο μύθο, την ιστορία, τη θρησκεία" (1985), "Αμαζόνες" (1985), "Παραλλαγές" (1989), "Καλαμαριά - μνήμη - φως" (1992), "Επιφανείς Γυναίκες της Αρχαίας Μακεδονίας. Ολυμπιάδα, Θεσσαλονίκη, Αρσινόη, Φίλα Α΄" (1996), "Εγκώμια και θρήνοι για τις αλησμόνητες πατρίδες" (1997), "Ελληνίδες της διασποράς. Το εθνικό και πολιτιστικό τους έργο (1453-1875)" (1997), "Ο μυστικός μου κήπος" (1997), "Αρετσού - Νέο Ρύσιο" (1998), "Κριτικά σημειώματα" (2001), "Βυζαντινές Αρχόντισσες. Κασσιανή, Θεοφανώ, Τσαρίτσα Άννα, Θεοφανώ (κόρη), Άννα Δαλασσηνή, Άννα Κομνηνή, Σοφία-Ζωή Παλαιολογίνα." (2003).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου