Στις αρχές του ΙΘ' αιώνα φάνηκε ο φοβερός ντερέμπεης Χατζή Σαλόγλου από την Τόνια που έκαιγε και ρήμαζε τον Πόντο. Αυτός κατόρθωσε να αναγνωριστεί αγάς της Τόνιας και πήρε στο τιμάριο του και τα Πλάτανα. Πολέμησε τους αγάδες των Σουρμένων και έπειτα τους Εγίπιδες αγάδες της Ματσούκας, από τους οποίους άρπαξε το φρούριο της Τούφας και έγινε κύριος της χώρας τους.
Οι εύκολες αυτές νίκες, του άνοιξαν την όρεξη για την Σάντα. Στην εποχή του, τρεις άλλοι αγάδες κυνηγούσαν το αγαλίκι της Σάντας, ο Τζιντζόγλους απ' την Άρτασα, ο Μακούλογλους απ' τη Σαμάρουξα κι ο Σουϊτσμέζογλους απ' τα Σούρμενα, μα δεν τολμούσαν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους παρά την θέληση των Σανταίων.
Ο Χατζή Σαλόγλους που νίκησε τόσους αγάδες περιφρόνησε την παλικαριά των Σανταίων και έστειλε απεσταλμένους του στη Σάντα για ν' απειλήσουν τους Σανταίους και να τους ζητήσουν φόρους. 0ι Σανταίοι έκριναν καλό στην αρχή να δώσουν τον φόρο που ζήτησε, μα γύρευαν και τρόπο να γλυτώσουν απ’ αυτόν.
Ο μόνος που μπορούσε να γλυτώσει τη Σάντα από αυτόν τον αγά ήταν ο Χαράλαμπος Αμοιράς που για την παλικαριά του λεγόταν Κούρτος. Αυτός πολλά χρόνια ήταν υπασπιστής του Μακούλογλου, πήρε μέρος σε πολλές μάχες και συμπλοκές και ήταν ατρόμητος στους κινδύνους. Στην εποχή του Χατζή Σαλόγλου αυτός ζούσε έξω απ' τη Σάντα, στο Ερικλή, εξ αιτίας των ταραχών που έγιναν ανάμεσα στους Αμοιράντας και Γιακωβάντας και ορκίστηκε να μην γυρίσει στη Σάντα αν δεν σκοτώσει έναν απ' τους Γιακωβάντας.
Τότε όμως που έμαθε την κατάντια της Σάντας ξέχασε τον όρκο που έκανε και έτρεξε να βοηθήσει την πατρίδα του.
Την ημέρα που κατέβηκε στη Σάντα έτυχε να βρίσκονται στο Ισχανάντων οι απεσταλμένοι του Χατζή Σαλόγλου. Τους ειδοποίησε: « Η διαταγή του Κούρτου είναι αυτό το βράδυ να βγείτε απ' τα σύνορα της Σάντας αν θέλετε να φυλάξετε την ζωή σας». Ο αρχηγός των απεσταλμένων έστειλε τότε τρεις συντρόφους του στο σπίτι του Κούρτου για να τον αφοπλίσουν. Οι τρεις Τούρκοι ήρθαν στο σπίτι του Κούρτου, μα αναγκάστηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να γυρίσουν πίσω ντροπιασμένοι. Είπαν τότε στον αρχηγό: "Ο Κούρτος μας είπε πέστε στον αρχηγό σας ας έρθει ο ίδιος να πάρει τα όπλα μας". Ο αρχηγός άναψε και κόρωσε και έστειλε τρεις άλλους με την ίδια διαταγή, μα κι αυτοί έπαθαν τα ίδια. Τότε κατάλαβε ο αρχηγός των απεσταλμένων πως έπρεπε να εγκαταλείψει την Σάντα και πράγματι γύρισε στην Τούφα, βρήκε τον Χατζή Σαλόγλου και του είπε πως είναι πολύ δύσκολο να υποτάξει την Σάντα όσο ζει ο Κούρτος.
Από τότε ο Χατζή Σαλόγλου γύρευε τρόπο να εξοντώσει τον Koύρτo, και έστειλε 8 φαντάρους του στο πανηγύρι του Αη Γιάννη της 29 Αυγούστου για να τον βρουν και να τον σκοτώσουν. Κατά καλή τύχη κάποιος φίλος του Κούρτου έμαθε τον σκοπό του αγά και ειδοποίησε τον Κούρτο για να μην πάει στο πανηγύρι, και έτσι την γλύτωσε. Κάποτε οι απεσταλμένοι του αγά ήρθαν στη Σάντα και γύριζαν στους δρόμους σαν αδέσποτοι σκύλοι, μόλις δε έβρεξε μπήκαν στο κατάλυμα τους και ζεσταίνονταν στη φωτιά.
Ο Κούρτος και τα παλικάρια του τότε χίμηξαν την νύχτα ξαφνικά στο κατάλυμα των Τούρκων, οι οποίοι κατατρομαγμένοι πήδηξαν απ’ τη θέση τους κι ετοιμάστηκαν να πάρουν τα όπλα τους. Ο Κούρτος τότε με ένα Ταβράνμαην (μην ετοιμάζεστε) τους κάρφωσε στη θέση τους και τότε οι Σανταίοι τους έπιασαν, τους έδεσαν χέρια και πόδια και τους έβαλαν να πλαγιάσουν κοντά στο αμπάρι.
Το πρωί ο Κούρτος έσπασε μερικά αβγά, τα πολτοποίησε, με τον πολτό τους άλειψε το πρόσωπο των Τούρκων και τους τοποθέτησε αντίκρυ στη φωτιά. Έπειτα πήρε κάμποσα ψωμιά, τα τοποθέτησε στη μέση, τα έδεσε από ένα ένα στη ράχη του καθενός και τους είπε: «Ξέρω που είστε πεινασμένοι, αυτά τα ψωμιά θα σας φτάσουν για πολύ καιρό, όποιος έχει όρεξη ας φάει η απ’ την ράχη του άλλου και τώρα να πείτε στον αγά σας όσα είδατε και ακούσατε».
Έτσι έφυγαν οι Τούρκοι και έφτασαν την ίδια μέρα στην Τούφα. Ο αγάς άμα τους είδε σε κείνη την ατιμωτική κατάσταση τρελάθηκε κι ορκίστηκε να κατασκάψει την Σάντα και να αιχμαλωτίσει τους κατοίκους της. Κατά το 1824 μέσα σε λίγες βδομάδες μάζεψε 900 μάχιμους φαντάρους, 603 μεν από το τιμάριο του, 300 δε από το Ισπύρ της περιφέρειας Βαϊβούρτης.
Οι Σανταίοι το έμαθαν και έκαναν συμβούλιο οι πιο ανδρείοι απ' αυτούς, ο Μουρτεζές απ’ το Πινατάντων, Ισμαήλ Ναρής όγλου απ' το Ζουρνατσάντων, ο Βελής, Μούτας απ’ το Τερζάντων, ο Κούρτος κι ο Τριαντάφυλλος Βελβελές απ’ το Ισχανάντων, οι Κουρτάντ απ’ το Πιστοφάντων, ο Γερόσογλους απ' το Πινατάντων, οι Τσιλιγκιάρηδες απ το Ζουρνατσάντων και άλλοι για να σκεφθούν πως θα αμυνθούν εναντίον του τυράννου. Αποφάσισαν τότε να καταλάβουν το ονομαστό στενό Φουρνόπον για να εμποδίσουν από εκεί τον αγά να εισβάλει στη Σάντα.
Αφού ετοίμασαν οι Σανταίοι σφαίρες μπαρούτι που το έφτιαξαν οι Παροτσάντ στο Ζουρνατσάντων, ειδοποίησαν με τον Δαμιανό Τσουμπάνο και τον αγά Χαφούζ όγλου να τους βοηθήσει. Ο Χαφούζ όγλου τρόμαξε απ' τη δύναμη του Χατζή Σαλόγλου και αρνήθηκε να τους βοηθήσει. Ο Τσουμπάνος γύρισε και ειδοποίησε πως εγκαταλείπει τους Σανταίους ο Xαφούζ όγλους και τότε οι Σανταίοι αποφάσισαν μόνοι τους να αναλάβουν τον αγώνα εναντίον του αγά.
Αμέσως 50 οπλοφόροι απ' όλες τις ενορίες ήρθαν και έπιασαν το Φουρνόπον και παρατάχθηκαν τρεις τρεις κατά μήκος του ποταμού του Άη Γιάννη της Χάρτοτης. Λίγο ύστερα μαζεύτηκαν κι άλλοι, και περίμεναν όλοι με αγωνία την εμφάνιση του εχθρού. Την ίδια στιγμή , γυναίκες και παιδιά μάζεψαν σωρό πέτρες στο Κοιλαδί ρακάν για να τις κυλίσουν πάνω στους Τούρκους. Οι Σανταίοι δεν ήξεραν από που θα εισβάλει ο Χατζή Σαλόγλους και έβαλαν 9 σκοπούς, 3 στα Τσιφίνια, 3 στο Παύλ καί 3 οτο Καζουκλή με τη διαταγή να ρίξουν 3 τουφεκές μόλις θα εμφανιστεί ο εχθρός. Στο μεταξύ οι αρχηγοί και προ παντός ο Κούρτος έδιναν θάρρος στους οπλίτες.
Δεν πέρασε πολύς ώρα και τρεις τουφεκιές ρίχτηκαν από τα Τσιφίνια. Τότε και οι σκοποί του Παύλ από τον ενθουσιασμό τους ξέχασαν τη διαταγή και πυροβολώντας συνέχεια ανέβηκαν στο Φουρνόπον. Αυτούς τους μιμήθηκαν και πολλοί άλλοι και έτσι οι λόγγοι και τα φαράγγια αντήχησαν από τους πυροβολισμούς. Οι τουφεκιές που ρίχτηκαν από το Παύλ ωφέλησαν τον αγώνα των Σανταίων, γιατί ο Χατζή Σαλόγλους νόμισε πως έρχεται στη βοήθεια των Σανταίων ο Κουτσούκ Αλής απ' τήν Ουζη που ήταν φίλος τους και έτσι έπεσε πολύ το ηθικό του
Οι Τούρκοι πέρασαν το γεφύρι του ποταμού του Λιθονπορέν (Άη Γιάννη) και πλησίαζαν στο Φουρνόπον. Μόλις έφτασαν αντίκρυ στο Φουρνόπον έδωσε το πρόσταγμα ο Κούρτος και τότε έγινε χαλασμός κόσμου απ' τις μαζικές τουφεκιές που έριξαν όλοι οι οπλίτες εναντίον των Τούρκων για να τους εμποδίσουν να προχωρήσουν. Επι πλέον οι γυναίκες από το ύψωμα κυλούσαν τις πέτρες και τραυμάτιζαν πολλούς φαντάρους του Χατζή Σαλόγλου. Τέλος ο αγάς άμα είδε ότι ο στρατός του ήταν εκτεθειμένος στα βόλια του εχθρού και ότι οι Σανταίοι φαίνονταν καλά ταμπουρωμένοι, έδωσε το σύνθημα της υποχώρησης. Ο αδελφός του Κούρτου που λεγόταν Ταγουστανλής είδε τότε τον ίδιο τον Χατζή Σαλόγλου να φεύγει, τον σημάδεψε και πέτυχε μόνο το άλογό του. Έτσι άλογο και καβαλάρης κύλισαν στον κατήφορο. Φεύγοντας ο Χατζή Σαλόγλους με τον στρατό του έφτασε τη νύχτα ντροπιασμένος στην Τούφα και από εκεί σχεδίαζε νέα επίθεση στη Σάντα.
Οι Σανταίοι ήξεραν πως δεν πέρασε ο κίνδυνος, έκαναν πάλι συμβούλιο και αποφάσισαν ν' αποκηρύξουν μεν τον Χαφούζ ογλού που τους εγκατέλειψε στην ώρα του κίνδυνου, να εκλέξουν δε στην θέση του αγά τον φίλο τους Κουτσούκ Αλή Χατζόγλου απ' την Ούζη, με τη συμφωνία να τους βοηθήσει να εκστρατεύσουν εναντίον του Χατζή Σαλόγλου πριν προφτάσει αυτός να ετοιμαστεί. Ειδοποίησαν λοιπόν τον Κουτσούκ Αλή, ο οποίος δέχτηκε την συμφωνία. Αμέσως τότε ξεκίνησαν απ' τη Σάντα 115 παλικάρια, τα οποία ενώθηκαν στο Τσαγουλή με τους 39 του Κουτσούκ Αλή και από κει όλοι μαζί ξεκίνησαν εναντίον του φρουρίου της Τούφας.
Όταν έφτασαν κοντά οι Σανταίοι ο αγάς διέταξε να τους πυροβολήσουν από το κανάκι, οι Σανταίοι όμως πυροβόλησαν με λύσσα το φρούριο, του οποίου η στέγη φτιαγμένη από χαρτώματα (λεπτά σανίδια) άρχισε να καίγεται. Ο Χατζή Σαλόγλους έφυγε με τους φαντάρους του, οι δε Σανταίοι τον κυνήγησαν και σκότωσαν πολλούς δικούς του. Στο γυρισμό τους οι Σανταίοι ξεγύμνωσαν το κονάκι από ότι είχε και το έδωσαν φωτιά.
Τη στιγμή που καιγόταν το απαίσιο εκείνο φρούριο οι Σανταίοι χαρούμενοι πυροβολούσαν στο βρόντο, και τραγουδώντας πήραν τ' αντικρινά βουνά για ν' ανέβουν στη Σάντα. Σαν έφτασαν στη Σάντα όλοι οι κάτοικοι τους υποδέχτηκαν με ανείπωτη χαρά. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε μόνο ένας Σανταίος από τους Μαρουφάντας, και πολέμησε παλικαρίσια και ο Κουτσούκ Αλής με τους 39 φαντάρους του. Ο Χατζή Σαλόγλους εκείνη τη νύχτα κατέφυγε στο χωριό Μεσαρέα κι από εκεί στο χωριό Καλάνεμα των Πλατάνων.
Το 1829 στρατολόγησε από την περιφέρεια Πλατάνων πολλούς πλιατσικολόγους Τούρκους τάχα να τους οδηγήσει εναντίον των Ρώσων που πολεμούσαν την Τουρκία, πραγματικά όμως να επιτεθεί εναντίον της Σάντας και να την λεηλατήσει. Αυτόν τον σκοπό του τον έμαθαν οι Σανταίοι από τους ατάκτους του και παρακάλεσαν τον βαλή Τραπεζούντας Οσμάν πασά Σατήρ ζατέν να τους γλυτώσει απ' τον τύραννο. Ο Βαλής Οσμάν πασάς έλαβε τα κατάλληλα μέτρα.
Ύστερα από το κάψιμο του φρουρίου της Τούφας οι Σανταίοι διάλεξαν αγά τον φίλο τους Κουτσούκ Αλής. Μόλις το έμαθε ο πρώην αγάς των Σανταίων Χαφούζ όγλους θύμωσε, παραμόνεψε την παρέα του Ουστά Αλη όγλου που γύριζε απ' τη Βαΐβούρτη, έπιασε και φυλάκισε όλους 20 τον αριθμό και ειδοποίησε τους Σανταίους πως θα τους σκοτώσει αν δεν εξακολουθήσουν οι Σανταίοι να τον αναγνωρίσουν ως αγά.
0ι Σανταίοι τότε όπλισαν 50 παλικάρια και τα έστειλαν με τον Μουρτεζέ στο χωριό του Χαφούζ όγλου και απείλησαν τον αγά πως θα το κάψουν αν δεν απολύσει τους φυλακισμένους. Ο Χαφούζ όγλου αναγκάστηκε να τους απολύσει και για να κολακέψει τους προεστούς της Σάντας χάρισε στον καθένα από ένα περσικό σάλι. Αργότερα ο Χαφούζ όγλους πήρε πάλι το αγαλίκι της Σάντας, μα δεν τολμούσε να επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις των Σανταίων.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος Σαντάς του Πόντου
Πλάτανα |
Ο Χατζή Σαλόγλους που νίκησε τόσους αγάδες περιφρόνησε την παλικαριά των Σανταίων και έστειλε απεσταλμένους του στη Σάντα για ν' απειλήσουν τους Σανταίους και να τους ζητήσουν φόρους. 0ι Σανταίοι έκριναν καλό στην αρχή να δώσουν τον φόρο που ζήτησε, μα γύρευαν και τρόπο να γλυτώσουν απ’ αυτόν.
Ο μόνος που μπορούσε να γλυτώσει τη Σάντα από αυτόν τον αγά ήταν ο Χαράλαμπος Αμοιράς που για την παλικαριά του λεγόταν Κούρτος. Αυτός πολλά χρόνια ήταν υπασπιστής του Μακούλογλου, πήρε μέρος σε πολλές μάχες και συμπλοκές και ήταν ατρόμητος στους κινδύνους. Στην εποχή του Χατζή Σαλόγλου αυτός ζούσε έξω απ' τη Σάντα, στο Ερικλή, εξ αιτίας των ταραχών που έγιναν ανάμεσα στους Αμοιράντας και Γιακωβάντας και ορκίστηκε να μην γυρίσει στη Σάντα αν δεν σκοτώσει έναν απ' τους Γιακωβάντας.
Τότε όμως που έμαθε την κατάντια της Σάντας ξέχασε τον όρκο που έκανε και έτρεξε να βοηθήσει την πατρίδα του.
Την ημέρα που κατέβηκε στη Σάντα έτυχε να βρίσκονται στο Ισχανάντων οι απεσταλμένοι του Χατζή Σαλόγλου. Τους ειδοποίησε: « Η διαταγή του Κούρτου είναι αυτό το βράδυ να βγείτε απ' τα σύνορα της Σάντας αν θέλετε να φυλάξετε την ζωή σας». Ο αρχηγός των απεσταλμένων έστειλε τότε τρεις συντρόφους του στο σπίτι του Κούρτου για να τον αφοπλίσουν. Οι τρεις Τούρκοι ήρθαν στο σπίτι του Κούρτου, μα αναγκάστηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να γυρίσουν πίσω ντροπιασμένοι. Είπαν τότε στον αρχηγό: "Ο Κούρτος μας είπε πέστε στον αρχηγό σας ας έρθει ο ίδιος να πάρει τα όπλα μας". Ο αρχηγός άναψε και κόρωσε και έστειλε τρεις άλλους με την ίδια διαταγή, μα κι αυτοί έπαθαν τα ίδια. Τότε κατάλαβε ο αρχηγός των απεσταλμένων πως έπρεπε να εγκαταλείψει την Σάντα και πράγματι γύρισε στην Τούφα, βρήκε τον Χατζή Σαλόγλου και του είπε πως είναι πολύ δύσκολο να υποτάξει την Σάντα όσο ζει ο Κούρτος.
Από τότε ο Χατζή Σαλόγλου γύρευε τρόπο να εξοντώσει τον Koύρτo, και έστειλε 8 φαντάρους του στο πανηγύρι του Αη Γιάννη της 29 Αυγούστου για να τον βρουν και να τον σκοτώσουν. Κατά καλή τύχη κάποιος φίλος του Κούρτου έμαθε τον σκοπό του αγά και ειδοποίησε τον Κούρτο για να μην πάει στο πανηγύρι, και έτσι την γλύτωσε. Κάποτε οι απεσταλμένοι του αγά ήρθαν στη Σάντα και γύριζαν στους δρόμους σαν αδέσποτοι σκύλοι, μόλις δε έβρεξε μπήκαν στο κατάλυμα τους και ζεσταίνονταν στη φωτιά.
Ο Κούρτος και τα παλικάρια του τότε χίμηξαν την νύχτα ξαφνικά στο κατάλυμα των Τούρκων, οι οποίοι κατατρομαγμένοι πήδηξαν απ’ τη θέση τους κι ετοιμάστηκαν να πάρουν τα όπλα τους. Ο Κούρτος τότε με ένα Ταβράνμαην (μην ετοιμάζεστε) τους κάρφωσε στη θέση τους και τότε οι Σανταίοι τους έπιασαν, τους έδεσαν χέρια και πόδια και τους έβαλαν να πλαγιάσουν κοντά στο αμπάρι.
Το πρωί ο Κούρτος έσπασε μερικά αβγά, τα πολτοποίησε, με τον πολτό τους άλειψε το πρόσωπο των Τούρκων και τους τοποθέτησε αντίκρυ στη φωτιά. Έπειτα πήρε κάμποσα ψωμιά, τα τοποθέτησε στη μέση, τα έδεσε από ένα ένα στη ράχη του καθενός και τους είπε: «Ξέρω που είστε πεινασμένοι, αυτά τα ψωμιά θα σας φτάσουν για πολύ καιρό, όποιος έχει όρεξη ας φάει η απ’ την ράχη του άλλου και τώρα να πείτε στον αγά σας όσα είδατε και ακούσατε».
Έτσι έφυγαν οι Τούρκοι και έφτασαν την ίδια μέρα στην Τούφα. Ο αγάς άμα τους είδε σε κείνη την ατιμωτική κατάσταση τρελάθηκε κι ορκίστηκε να κατασκάψει την Σάντα και να αιχμαλωτίσει τους κατοίκους της. Κατά το 1824 μέσα σε λίγες βδομάδες μάζεψε 900 μάχιμους φαντάρους, 603 μεν από το τιμάριο του, 300 δε από το Ισπύρ της περιφέρειας Βαϊβούρτης.
Οι Σανταίοι το έμαθαν και έκαναν συμβούλιο οι πιο ανδρείοι απ' αυτούς, ο Μουρτεζές απ’ το Πινατάντων, Ισμαήλ Ναρής όγλου απ' το Ζουρνατσάντων, ο Βελής, Μούτας απ’ το Τερζάντων, ο Κούρτος κι ο Τριαντάφυλλος Βελβελές απ’ το Ισχανάντων, οι Κουρτάντ απ’ το Πιστοφάντων, ο Γερόσογλους απ' το Πινατάντων, οι Τσιλιγκιάρηδες απ το Ζουρνατσάντων και άλλοι για να σκεφθούν πως θα αμυνθούν εναντίον του τυράννου. Αποφάσισαν τότε να καταλάβουν το ονομαστό στενό Φουρνόπον για να εμποδίσουν από εκεί τον αγά να εισβάλει στη Σάντα.
Αφού ετοίμασαν οι Σανταίοι σφαίρες μπαρούτι που το έφτιαξαν οι Παροτσάντ στο Ζουρνατσάντων, ειδοποίησαν με τον Δαμιανό Τσουμπάνο και τον αγά Χαφούζ όγλου να τους βοηθήσει. Ο Χαφούζ όγλου τρόμαξε απ' τη δύναμη του Χατζή Σαλόγλου και αρνήθηκε να τους βοηθήσει. Ο Τσουμπάνος γύρισε και ειδοποίησε πως εγκαταλείπει τους Σανταίους ο Xαφούζ όγλους και τότε οι Σανταίοι αποφάσισαν μόνοι τους να αναλάβουν τον αγώνα εναντίον του αγά.
Αμέσως 50 οπλοφόροι απ' όλες τις ενορίες ήρθαν και έπιασαν το Φουρνόπον και παρατάχθηκαν τρεις τρεις κατά μήκος του ποταμού του Άη Γιάννη της Χάρτοτης. Λίγο ύστερα μαζεύτηκαν κι άλλοι, και περίμεναν όλοι με αγωνία την εμφάνιση του εχθρού. Την ίδια στιγμή , γυναίκες και παιδιά μάζεψαν σωρό πέτρες στο Κοιλαδί ρακάν για να τις κυλίσουν πάνω στους Τούρκους. Οι Σανταίοι δεν ήξεραν από που θα εισβάλει ο Χατζή Σαλόγλους και έβαλαν 9 σκοπούς, 3 στα Τσιφίνια, 3 στο Παύλ καί 3 οτο Καζουκλή με τη διαταγή να ρίξουν 3 τουφεκές μόλις θα εμφανιστεί ο εχθρός. Στο μεταξύ οι αρχηγοί και προ παντός ο Κούρτος έδιναν θάρρος στους οπλίτες.
Δεν πέρασε πολύς ώρα και τρεις τουφεκιές ρίχτηκαν από τα Τσιφίνια. Τότε και οι σκοποί του Παύλ από τον ενθουσιασμό τους ξέχασαν τη διαταγή και πυροβολώντας συνέχεια ανέβηκαν στο Φουρνόπον. Αυτούς τους μιμήθηκαν και πολλοί άλλοι και έτσι οι λόγγοι και τα φαράγγια αντήχησαν από τους πυροβολισμούς. Οι τουφεκιές που ρίχτηκαν από το Παύλ ωφέλησαν τον αγώνα των Σανταίων, γιατί ο Χατζή Σαλόγλους νόμισε πως έρχεται στη βοήθεια των Σανταίων ο Κουτσούκ Αλής απ' τήν Ουζη που ήταν φίλος τους και έτσι έπεσε πολύ το ηθικό του
Οι Τούρκοι πέρασαν το γεφύρι του ποταμού του Λιθονπορέν (Άη Γιάννη) και πλησίαζαν στο Φουρνόπον. Μόλις έφτασαν αντίκρυ στο Φουρνόπον έδωσε το πρόσταγμα ο Κούρτος και τότε έγινε χαλασμός κόσμου απ' τις μαζικές τουφεκιές που έριξαν όλοι οι οπλίτες εναντίον των Τούρκων για να τους εμποδίσουν να προχωρήσουν. Επι πλέον οι γυναίκες από το ύψωμα κυλούσαν τις πέτρες και τραυμάτιζαν πολλούς φαντάρους του Χατζή Σαλόγλου. Τέλος ο αγάς άμα είδε ότι ο στρατός του ήταν εκτεθειμένος στα βόλια του εχθρού και ότι οι Σανταίοι φαίνονταν καλά ταμπουρωμένοι, έδωσε το σύνθημα της υποχώρησης. Ο αδελφός του Κούρτου που λεγόταν Ταγουστανλής είδε τότε τον ίδιο τον Χατζή Σαλόγλου να φεύγει, τον σημάδεψε και πέτυχε μόνο το άλογό του. Έτσι άλογο και καβαλάρης κύλισαν στον κατήφορο. Φεύγοντας ο Χατζή Σαλόγλους με τον στρατό του έφτασε τη νύχτα ντροπιασμένος στην Τούφα και από εκεί σχεδίαζε νέα επίθεση στη Σάντα.
Οι Σανταίοι ήξεραν πως δεν πέρασε ο κίνδυνος, έκαναν πάλι συμβούλιο και αποφάσισαν ν' αποκηρύξουν μεν τον Χαφούζ ογλού που τους εγκατέλειψε στην ώρα του κίνδυνου, να εκλέξουν δε στην θέση του αγά τον φίλο τους Κουτσούκ Αλή Χατζόγλου απ' την Ούζη, με τη συμφωνία να τους βοηθήσει να εκστρατεύσουν εναντίον του Χατζή Σαλόγλου πριν προφτάσει αυτός να ετοιμαστεί. Ειδοποίησαν λοιπόν τον Κουτσούκ Αλή, ο οποίος δέχτηκε την συμφωνία. Αμέσως τότε ξεκίνησαν απ' τη Σάντα 115 παλικάρια, τα οποία ενώθηκαν στο Τσαγουλή με τους 39 του Κουτσούκ Αλή και από κει όλοι μαζί ξεκίνησαν εναντίον του φρουρίου της Τούφας.
Όταν έφτασαν κοντά οι Σανταίοι ο αγάς διέταξε να τους πυροβολήσουν από το κανάκι, οι Σανταίοι όμως πυροβόλησαν με λύσσα το φρούριο, του οποίου η στέγη φτιαγμένη από χαρτώματα (λεπτά σανίδια) άρχισε να καίγεται. Ο Χατζή Σαλόγλους έφυγε με τους φαντάρους του, οι δε Σανταίοι τον κυνήγησαν και σκότωσαν πολλούς δικούς του. Στο γυρισμό τους οι Σανταίοι ξεγύμνωσαν το κονάκι από ότι είχε και το έδωσαν φωτιά.
Τη στιγμή που καιγόταν το απαίσιο εκείνο φρούριο οι Σανταίοι χαρούμενοι πυροβολούσαν στο βρόντο, και τραγουδώντας πήραν τ' αντικρινά βουνά για ν' ανέβουν στη Σάντα. Σαν έφτασαν στη Σάντα όλοι οι κάτοικοι τους υποδέχτηκαν με ανείπωτη χαρά. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε μόνο ένας Σανταίος από τους Μαρουφάντας, και πολέμησε παλικαρίσια και ο Κουτσούκ Αλής με τους 39 φαντάρους του. Ο Χατζή Σαλόγλους εκείνη τη νύχτα κατέφυγε στο χωριό Μεσαρέα κι από εκεί στο χωριό Καλάνεμα των Πλατάνων.
Το 1829 στρατολόγησε από την περιφέρεια Πλατάνων πολλούς πλιατσικολόγους Τούρκους τάχα να τους οδηγήσει εναντίον των Ρώσων που πολεμούσαν την Τουρκία, πραγματικά όμως να επιτεθεί εναντίον της Σάντας και να την λεηλατήσει. Αυτόν τον σκοπό του τον έμαθαν οι Σανταίοι από τους ατάκτους του και παρακάλεσαν τον βαλή Τραπεζούντας Οσμάν πασά Σατήρ ζατέν να τους γλυτώσει απ' τον τύραννο. Ο Βαλής Οσμάν πασάς έλαβε τα κατάλληλα μέτρα.
Ύστερα από το κάψιμο του φρουρίου της Τούφας οι Σανταίοι διάλεξαν αγά τον φίλο τους Κουτσούκ Αλής. Μόλις το έμαθε ο πρώην αγάς των Σανταίων Χαφούζ όγλους θύμωσε, παραμόνεψε την παρέα του Ουστά Αλη όγλου που γύριζε απ' τη Βαΐβούρτη, έπιασε και φυλάκισε όλους 20 τον αριθμό και ειδοποίησε τους Σανταίους πως θα τους σκοτώσει αν δεν εξακολουθήσουν οι Σανταίοι να τον αναγνωρίσουν ως αγά.
0ι Σανταίοι τότε όπλισαν 50 παλικάρια και τα έστειλαν με τον Μουρτεζέ στο χωριό του Χαφούζ όγλου και απείλησαν τον αγά πως θα το κάψουν αν δεν απολύσει τους φυλακισμένους. Ο Χαφούζ όγλου αναγκάστηκε να τους απολύσει και για να κολακέψει τους προεστούς της Σάντας χάρισε στον καθένα από ένα περσικό σάλι. Αργότερα ο Χαφούζ όγλους πήρε πάλι το αγαλίκι της Σάντας, μα δεν τολμούσε να επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις των Σανταίων.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος Σαντάς του Πόντου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου