Μέσα στην Αμισό επιτάσσουν και σφάζουν. Ήρθαν από την Ρούμελη, Μακεδονία, Θράκη,Τούρκοι πρόσφυγες από τους Βαλκανικούς πολέμους και θέλουν να τους βάλουν στα σπίτια των Αμισιανών. Ο Δεσπότης πάτησε πόδι και τους είπε δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό και έτσι τους τράβηξαν και τους πήγαν στον Τσαρτσαμπά, που ήταν τα σύνορα. Συγχρόνως ειδοποίησε ο Δεσπότης τους αντάρτες, να μην τους αφήσουν, τους αλλόθρησκους, να μπούνε σε ελληνικά χωριά.
Μόλις τους είδαν οι αντάρτες από τις σκοπιές, κατάλαβαν πως ήταν Τούρκοι πρόσφυγες και έρχονταν να καταλάβουν χωριά και σπίτια. Όταν λοιπόν έφθασαν στο χωριό Κιρεσλίκ, που ήταν από το χωριό Τεκέκιοϊ, εκεί ακριβώς που ήταν ένα Μοναστήρι πολύ ωραίο, με κυπαρίσσια, το Μοναστήρι του αγίου Γεωργίου, βγήκαν απότομα μπροστά τους. Ήταν γκρεμός και οι αντάρτες πίσω από τις πέτρες έκαναν χαρακώματα. Ειδοποίησαν λοιπόν τους Τούρκους να γυρίσουν πίσω, χωρίς λόγια. Οι Ζανταρμάδες και οι αξιωματικοί θέλησαν να μη δώσουν σημασία και είπαν: πιάστε τους! Αλλά αυτοί πήραν τα όπλα τους και τους θέρισαν! Και η προσφυγιά κατατρομαγμένη γύρισε στην Αμισό.
Από τον Καύκασο μαθαίνουμε ότι προχωρούν τα ρωσικά στρατεύματα από την άλλη μεριά.
Αιμορραγούσε η Τουρκία και έφτασε να επιστρατεύσει 14 χρόνων παιδιά. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και η δική μου ηλικία. Ήμουνα 15 χρόνων και διαδίδονταν ότι θα τους στείλουν στην Κωνσταντινούπολη, για να τους βγάλουν αξιωματικούς. Πραγματικά εννιά μήνες γυμνάσια είχα κάνει πάνω στο νοσοκομείο, στους ελαιώνες. Ήμασταν γύρω στις δύο χιλιάδες Τούρκοι Έλληνες. Οι Τούρκοι δεν είχανε μητρώα κι ήτανε εκεί τριάντα και σαράντα χρόνων άνδρες, πολίτες. Οι Έλληνες ήταν μόνον Αμισιανοί, γιατί από τα χωριά ήταν, βγαλμένοι αντάρτες. Αυτό το μωσαϊκό ήταν εκεί.
Ήμασταν, η μικρή ηλικία, ξεφτέρια. Αντίθετα, οι Τούρκοι ήταν αμάθευτοι και μεγάλοι στην ηλικία, ούτε βήμα δεν μπορούσαν να πάρουν. Μας γύμναζαν οι Τούρκοι κι επέβλεπαν Γερμανοί αξιωματικοί. Αλλά επειδή είχαν μεγάλη ανάγκη από στρατιώτες έστελναν αυτούς που γύμναζαν.
Οι Εγγλέζοι χτυπούσαν από τα Δαρδανέλια στην Κωνσταντινούπολη. Η Ρωσία χτυπούσε από τον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα. Μια βάρκα έφυγε και έφτασε μέχρι το σπίτι μας και την τραβήξαμε στην αμμουδιά, η οβίδα που την χτύπησε έφυγε και ήρθε και τρύπησε τον τοίχο μας.
Οι Τούρκοι από παραλία σε παραλία εφοδιάζονταν νύχτα με βάρκες. Τα πολεμικά της Ρωσίας χτυπούσαν στις ακτές τις βάρκες που έκαναν τη συγκοινωνία αυτή των Τούρκων, τίποτε αποθήκες και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, όπως λ.χ. στρατώνες.
Μέσα στο σπίτι μας έσκασε μια οβίδα, που μας σκότωσε τις αγελάδες, μας σμπαράλιασε κι όλο το σπίτι. Ήταν σωστή καταστροφή!
Η μάνα μου ήτανε απαρηγόρητη. Την βασάνιζε η ξενιτιά του αδελφού μου Κωστή, που είχε φύγει στη Ρωσία και που δεν ήξερε τι απόγινε κι αν έφτασε. Ήρθε και η καταστροφή του σπιτιού μας και σαν να μην αρκούσε αυτό άρχισαν τώρα να καταφθάνουν και πρόσφυγες από την Τραπεζσύντα, Ρίζι, Ερζερούμ και βάλανε πέντε με έξι οικογένειες στο καζίνο μας.
Οι πρόσφυγες κατέβαιναν στρατιές! Ξήλωναν τα σανίδια, κόβανε τα δέντρα και έκλεβαν τα διάφορα είδη που υπήρχαν μέσα, αλλά και δεν μπορούσαν να εργαστούν, να βγάλουν τα προς το ζειν. Κάηκαν άνθρωποι, ατιμάστηκαν, σκοτώθηκαν.Στο στρατόπεδο που μας γύμναζαν μια μέρα μας διέταξαν, όποιος είναι ικανός να βγει από τη γραμμή. Βγήκαμε είκοσι Έλληνες και δέκα Τούρκοι και αφού μας εξέτασαν, κατά πόσον έχουμε μάθει καλά, μας έδωσαν το δικαίωμα να πάρουμε ανά δέκα και να τους γυμνάσουμε.
Αυτοί οι λίγοι μας φέραν πολλές δυσκολίες, δεν καταλάβαιναν, δεν μπορούσαν, ήταν χωριάτες. Μας έδωσαν από ένα μεγάλο ραβδί και μας είπαν: χτυπάτε τους! Και τους χτυπούσαμε στο σβέρκο. Δυο τρεις ώρες κρατούσαν τα γυμνάσια, ύστερα εργαζόμασταν στις δουλειές μας. Αυτό γινόταν ώσπου να ’ρθει η ώρα να πάμε στην Κωνσταντινούπολη, για να σπουδάσουμε αξιωματικοί.
Κάναμε αγγαρείες, μαγειρεύαμε φαγιά, τραβούσαμε κάρα και κοιτάζαμε τα άλογα. Σε δεκαπέντε μέρες μας ειδοποίησαν, ότι οι Γραικοί να ετοιμαστούν, να πάνε στα μεσόγεια, να κάνουν δρόμους και ότι μόνο οι Τούρκοι θα γίνονταν αξιωματικοί. Και έκαναν νόμο, όσοι στρατιώτες Έλληνες έχουν όπλα να τα παραδώσουν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και Και-σαριώτες, Επεσλήδες, άνθρωποι νομοταγείς που πολεμούσαν υπέρ της Τουρκίας. Όλους αυτούς τους βάλανε να φτιάχνουν δρόμους, γιατί παρουσιάζονταν κρούσματα λιποταξίας και η εμπιστοσύνη χάθηκε. Λοιπόν τι να κάνω; Να λάβω απόφαση να λιποταχτήσω ή να πάω στα μεσόγεια που με περίμενε δυσεντερία, ψείρα, πείνα;
Η απόφαση της μάνας μου ήταν να πάω στα μεσόγεια και ήθελε να μου δώσει, μαζί μου, λίγα χρήματα, αλλά επειδή δεν είχε, αποφάσισε, να πάμε μαζί στην αγορά, να πουλήσουμε τη μοναδική αγελάδα που είχαμε. Πουλήσαμε την αγελάδα και πήρα τα λεφτά πάνω μου. Η μάνα μου έφυγε στο σπίτι και εγώ πήγα να βρω ένα φίλο μου, που θα φεύγαμε μαζί.
Ο φίλος μου ήθελε να πάμε να παίξουμε χαρτιά, να ξεδώσουμε λίγο, μια και ήταν η τελευταία μας μέρα, στην Αμισό. Όχι, του είπα, δεν είναι καιρός για τέτοια. Αυτός όμως επέ-μεινε και μου είπε: «Πάμε Δήμο, μόνο τρεις λίρες θα παίξω, να, τις έχω εδώ, χωριστά». Δεν επέμεινα περισσότερο.
Εκεί κοντά ήταν ένα χαρτοπαίγνιο, ανεβήκαμε πάρα πολλές σκάλες και μπήκαμε μέσα. Ο φίλος μου έπαιξε και στην αρχή κέρδιζε, ύστερα όμως άρχισε να χάνει και στο τέλος έχασε και την τελευταία του δεκάρα. Εγώ δεν έπρεπε να τον εγκαταλείπω, τι φίλος θα ήμουνα; Κάθισα το λοιπόν και άρχισα να παίζω, για να πάρω τα λεφτά του φίλου μου πίσω, αλλά η ίδια τύχη ακολούθησε και με μένα κι ούτε ξέρω τι ώρα ήταν!
Κατεβήκαμε πάλι τα σκαλιά και βρεθήκαμε πάλι στο δρόμο. Δεν ήξερα με ποιον να τα βάλω. Εκείνο που με πλήγωνε ήταν η σκέψη ότι η μάνα μου πούλησε το πιο πολύτιμο της πράγμα, για να μου δώσει χρήματα να ’χω μαζί μου κι εγώ τι τα έκανα; Αυτό έγινε η αιτία να βγω στο βουνό αντάρτης!
Επειδή είχα εκκρεμότητες στη δουλειά μου ήμουν κρυμμένος και γι’ αυτό αργοπόρησα να βρω ενδυμασία και όπλα.
Μια μέρα πηγαίνοντας στην αγορά με πιάνει η περιπολία και μου λέγει: «Τι είσαι ’συ; Πού είναι τα χαρτιά σου;» Βαφτιστήρι δεν είχα, φωτογραφία δεν είχα. Με πιάνουν και με πάνε στο στρατιωτικό Αϊναλή, ήταν πενήντα σκαλιά ψηλά. Με πήγαν εκεί, οι άλλοι σκόρπισαν και μένα μου κάναν ερωτήσεις.
Εκεί, που μου μιλούσε ο αξιωματικός, δεν ήξερα ούτε φόβο, ούτε κίνδυνο, το θεωρούσα κάτι απλό, άνοιξα την πόρτα και χύμηξα στα σκαλοπάτια. Ήξερα τους δρόμους, ρίξανε πιστολιές, αλλά εγώ έγινα άφαντος! Δεν πήγα όμως στο σπίτι μου, πήγα στο σπίτι ενός φίλου μου και προσπαθούσα να τον παρασύρω να πάμε στο βουνό. Εκείνος φοβότανε τη σκληρή ζωή του βουνού κι έτσι επειδή δεν έβρισκα κανένα άλλο φίλο αργοπορούσα να πάω.
Έχουμε ένα καφενεδάκι μέσα στη γειτονιά και πηγαίναμε μικρά παιδιά και γέροι και παίζαμε χαρτιά. Εγώ πήρα του Νίκου, του αδελφού μου, το βαφτιστήρι, που ήταν μικρότερος μου ένα χρόνο και νόμιζα πως ήμουνα μ’ εκείνο εξασφαλισμένος.
Μια μέρα εκεί που παίζαμε χαρτιά, ήταν Οχτώβρης ή Νοέμβρης, φυσούσε, έβρεχε, έκανε πολύ κακό καιρό, μπαίνει μέσα στο καφενεδάκι ένα φοβισμένο κακοντυμένο χωριατόπουλο. Έβγαλε από τη μασχάλη του μια φραντζόλα δυο οκάδες και ζήταγε δέκα τσάγια! Κάθισε, τα ήπιε, και έφαγε όλο εκείνο το ψωμί! Εμείς είδαμε τον παράξενο και τον κοροϊδέψαμε. Αυτός το κατάλαβε και μας άρχισε στα σκαμπίλια. Παίξαμε ξύλο κι έφυγε.
Μετά τρεις τέσσερις μέρες έρχεται ένας αξιωματικός και μας ρωτά: «Ποιος είναι ο Δημοσθένης Κελεκίδης του Σάββα;» Δεν ξέρω, του είπα, αλλά φοβήθηκα, επειδή ήταν μπροστά μικρά παιδιά, μη τους δώσει κανένα σκαμπίλι και με προδώσουν. Του είπα: «ελάτε κύριε, θα σας δείξω εγώ που είναι». Κι αφού τον γύρισα δυο τρεις δρόμους, του δείχνω ένα σπίτι και του λέω: «αυτό είναι», και στρίβω και φεύγω! Πάω και βρίσκω ένα φίλο μου Νίκο και του λέω: «απόψε φεύγουμε στο βουνό». Ειδοποιώ τη μάνα μου, της λέω τι απόφαση πήρα, έχυσε δάκρυα και πήρε μεγάλη στεναχώρια. Εγώ την ίδια τη βραδιά, με ένα πιστόλι στη μέση «Μπράουνιχ» μικρό, με πενήντα σφαίρες και μ’ ένα μαχαίρι δίκοπο (κάμα λάζικη) και μαζί με το φίλο μου το Νίκο, κατά τις δύο τα μεσάνυχτα, ξεκινήσαμε για τα χωριά.
Διασχίσαμε μονοπάτια, τους λαχανόκηπους των Τούρκων, και περνώντας από το Μερτ Ιρμάκ, το ποτάμι της Αμισού, βαθύ και πλατύ, πέσαμε στα λημέρια. Στα χώματα τα ελληνικά του Αβτζόγλου και του Τσιφλίκι, από εκεί πέφταμε στα βουνά, γιατί από τον κεντρικό δρόμο δεν ήταν δυνατό να πάμε.
Τραβώντας από το ποτάμι έβλεπα τις πανύψηλες οξιές του καζίνου μας, που τώρα ήταν πρόσφυγες μέσα και θυμόμουνα τα χρόνια του πατέρα μου.
Αφού μπήκαμε στα δάση περπατούσαμε άφοβα και αναπνέαμε ελεύθερο αέρα. Θυμόμουνα τα λόγια της μάνας μου, τα τελευταία, «παιδί μου δεν αξιώθηκα από τα χέρια σου να βάλω ένα ζευγάρι παπούτσια». Θυμόμουνα με τι συγκίνηση με αποχωριζόταν η μάνα μου.
Έριχνα ματιές και έβλεπα τη μαυράδα της Αμισού κι' έλεγα: «θα ζήσει η μάνα μου; θα ξαναγυρίσω σε καλή εποχή;» και πολλά άλλα σκεπτόμουνα. Φτάσαμε εκεί στις άκρες, στα δάση και συναντήσαμε τις πρώτες σκοπιές. Αφού μας ζήτησαν μερικές πληροφορίες για μας, για την κίνηση του στρατού, για τη ζωή της πολιτείας και γενικά για όλη την κατάσταση, ένας από αυτούς ανέλαβε και μας σύστησε. Και αφού βεβαιώθηκε για την ειλικρίνειά μας, μας άφησε να μείνουμε στο λημέρι τους. Ο Καπετάνιος τους λεγόταν Τσαγκάλης, το χωριό του ήταν πίσω από το Αβτζόγλου μια ώρα και κάτω από τη Γέλιτζε μια ώρα, δεν θυμούμαι πώς το λέγανε, εκεί είχανε το λημέρι τους.
Ήταν καπετάνιος ορμητικός, γενναίος, φιλεύσπλαχνος και πολύ έξυπνος και το αεράκι το υποπτευόταν. Είχε τρακόσιες ψυχές, άντρες και γυναικόπαιδα. Είχε ογδονταπέντε με ενενήντα παλληκάρια, μοιρασμένα σε διάφορα μέρη, στο Τσιφλίκι 3-4, στο Αβτζόγλου άλλους 3-4, προς το Ντέβκερις 3-4, αυτούς τους άλλαξε, άλλοι ήταν τη μέρα και άλλοι με το πέσιμο του ήλιου. Είχε και την περιπολία, γυρνούσαν όλη την περιφέρεια. Είχε και μια επικούρεια σαράντα με εξήντα κοντά του. Μας δώσανε να φάμε. Μας αγαπούσαν σαν αδελφούς τους και μας έδιναν κουράγιο, να μην λιποταχτήσουμε. Τίποτα δεν έχει σημασία στη ζωή, μας λέγαν, να είμαστε άφοβοι.
Στο μεταξύ, μαθαίναμε από τα άλλα παλληκάρια ότι, αν θα είμαστε καλοί, αν δεν θα είμαστε ψεύτες, κλέφτες, βιαστές κοριτσιών και αν θα είμαστε τίμιοι, γενναίοι και άφοβοι, θα μας έπαιρναν κοντά τους, ως αντάρτες. Όσο καιρό έμεινα εκεί, κοίταζα ότι ο καπετάνιος όλο με τον παπά έκανε παρέα και σκεφτόμουνα, ένας που σφάζει και ρημάζει πώς κάνει παρέα με τον παπά;
Έκανα μια ερώτηση κι έμαθα ότι πριν δεκαπέντε μέρες, κι αυτό συνήθως γινόταν κάθε δύο μήνες, κάθε τρεις μήνες, ερχόντουσαν τα ρωσικά πολεμικά, πέντε έξι μ’ ένα φορτηγό βαπόρι και πρώτα, αφού βομβάρδιζαν δυο τρεις ώρες συνέχεια, κατόπτευαν δεξιά κι αριστερά και τα αεροπλάνα γυρνούσαν από πάνω και μετά έβγαζαν απ’ το φορτηγό τα πολεμοφόδια. Αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει, αν δεν τους ενίσχυαν πρώτα και οι αντάρτες. Έμαθα το παρακάτω περιστατικό: Κάθε δυο τρεις μήνες πήγαινε στη Ρωσία η αποστολή και ειδοποιούσε ότι είχανε ανάγκη από πολεμοφόδια. Όριζαν ημερομηνία που θα τα ’φερναν τα καράβια και αν μεσολαβούσε τρικυμία ή άλλο τίποτα, κάνανε συνθηματικές πυρκαγιές τρεις μέρες ύστερα.
Αν βάζανε μια φωτιά, τα πράγματα ήταν ήσυχα, αν βάζανε περισσότερες σήμαινε άλλο πράγμα και μιλούσαν κατ’ αυτόν τον τρόπο και έρχονταν τα καράβια και μας βομβάρδιζαν, για να βγούνε τα πολεμοφόδια.
Η αποστολή γνώριζε ακριβώς την ημερομηνία και πριν δυο τρεις μέρες έκανε τέλεια προπαρασκευή. Στρατολογούσε άντρες, γυναίκες και παιδιά και τους τοποθετούσε σε οκτώ ώρες απόσταση και σχημάτιζε μια αλυσίδα, που έπεφτε σε υψόμετρο, σε δασώδη μέρη, σε ρεματιές. Έπιανε από το Καραπερτσίν η κεφαλή, απ’ τη φωλιά των ανταρτών και έφτανε στην ακροθαλασσιά. Ο ένας από τον άλλο ήταν μακριά ως μισό (;) μέτρο, οι δε αντάρτες δεξιά κι αριστερά πιάνανε τα επίκαιρα σημεία, διότι υπήρχε κίνδυνος από τον Τσαρτσαμπά ή από την Αμισό. Αρχινούσε ο βομβαρδισμός, μια δυο ώρες και συνέχιζαν να βγάζουν με βάρκες τα πολεμοφόδια στην ακροθαλασσιά. Και μετά από τον βομβαρδισμό των Ρώσων, αφού πρώτα, οι καπετάνιοι, εξακρίβωναν ότι δεν υπήρχε φόβος, άρχιζαν το έργο με ζήλο και με ευχαρίστηση και τα πολεμοφόδια έφταναν στον προορισμό τους χάρις σ’ αυτό το έμψυχο μηχάνημα (μηχανισμό).
Σ’ αυτή την τόσο σοβαρή κατάσταση, οι Τούρκοι, δεν μπορούσαν να μείνουν αδρανείς. Από ορισμένα μέρη, όπως ο Βασιλικός δρόμος, δεν μπορούσαν να περάσουν, γιατί τον φρουρούσαν καλά οι αντάρτες. Από την άλλη πλευρά πάλι της Αμισού, που ήταν και το κέντρο του στρατού, σ’ ένα μεγάλο βάθος, φρουρούσαν πεντακόσιοι με εξακόσιοι αντάρτες, τοποθετημένοι με τεχνικούς τρόπους. Από το δρόμο του Τσαρτσαμπά, σε μια έκταση δύο μιλίων, φρουρούσαν τριακόσιοι με τετρακόσιοι αντάρτες. Από το δρόμο του Τεκέκιοϊ ήταν περί τους διακόσιους με διακόσιους πενήντα. Κάναν μια ζικ ζακ γραμμή και ήταν όλοι έτοιμοι να πεθάνουν, προκειμένου να υποστηρίξουν το όλο έργο. Έργο στο οποίο μπορούσαν να στηριχθούν και να πιστεύσουν, ότι μπορούσαν να ζήσουν.
Εργαζόμενοι στο κουβάλημα των πολεμοφοδίων, η μάχη μαίνονταν και χαλούσε ο κόσμος. Δέκα χιλιάδες στρατός τουρκικός και άνω προσπαθούσε με κάθε τρόπο να φθάσει στο κέντρο. Ρίχνανε τις σφαίρες κατά χιλιάδες. Αντίθετα, οι αντάρτες ρίχνανε λίγες σφαίρες, αλλά αποτελεσματικές. Προσπαθούσαν και αγωνιζόντουσαν οι Τούρκοι, να βρουν κάποιο κατάλληλο μέρος, να εισδύσουν αλλά οι αντάρτες είχαν πάρει την απόφαση να πεθάνουν, γι’ αυτό το σκοπό και έτσι ήταν αδύνατο στους Τούρκους να κερδίσουν τη νίκη. Αυτή η κατάστασις διαρκούσε οκτώ ώρες και δέκα, εν τω μεταξύ τα όπλα κουβαλιόντουσαν στο λημέρι.
Akcakale |
Από τον Καύκασο μαθαίνουμε ότι προχωρούν τα ρωσικά στρατεύματα από την άλλη μεριά.
Αιμορραγούσε η Τουρκία και έφτασε να επιστρατεύσει 14 χρόνων παιδιά. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και η δική μου ηλικία. Ήμουνα 15 χρόνων και διαδίδονταν ότι θα τους στείλουν στην Κωνσταντινούπολη, για να τους βγάλουν αξιωματικούς. Πραγματικά εννιά μήνες γυμνάσια είχα κάνει πάνω στο νοσοκομείο, στους ελαιώνες. Ήμασταν γύρω στις δύο χιλιάδες Τούρκοι Έλληνες. Οι Τούρκοι δεν είχανε μητρώα κι ήτανε εκεί τριάντα και σαράντα χρόνων άνδρες, πολίτες. Οι Έλληνες ήταν μόνον Αμισιανοί, γιατί από τα χωριά ήταν, βγαλμένοι αντάρτες. Αυτό το μωσαϊκό ήταν εκεί.
Ήμασταν, η μικρή ηλικία, ξεφτέρια. Αντίθετα, οι Τούρκοι ήταν αμάθευτοι και μεγάλοι στην ηλικία, ούτε βήμα δεν μπορούσαν να πάρουν. Μας γύμναζαν οι Τούρκοι κι επέβλεπαν Γερμανοί αξιωματικοί. Αλλά επειδή είχαν μεγάλη ανάγκη από στρατιώτες έστελναν αυτούς που γύμναζαν.
Οι Εγγλέζοι χτυπούσαν από τα Δαρδανέλια στην Κωνσταντινούπολη. Η Ρωσία χτυπούσε από τον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα. Μια βάρκα έφυγε και έφτασε μέχρι το σπίτι μας και την τραβήξαμε στην αμμουδιά, η οβίδα που την χτύπησε έφυγε και ήρθε και τρύπησε τον τοίχο μας.
Οι Τούρκοι από παραλία σε παραλία εφοδιάζονταν νύχτα με βάρκες. Τα πολεμικά της Ρωσίας χτυπούσαν στις ακτές τις βάρκες που έκαναν τη συγκοινωνία αυτή των Τούρκων, τίποτε αποθήκες και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, όπως λ.χ. στρατώνες.
Μέσα στο σπίτι μας έσκασε μια οβίδα, που μας σκότωσε τις αγελάδες, μας σμπαράλιασε κι όλο το σπίτι. Ήταν σωστή καταστροφή!
Η μάνα μου ήτανε απαρηγόρητη. Την βασάνιζε η ξενιτιά του αδελφού μου Κωστή, που είχε φύγει στη Ρωσία και που δεν ήξερε τι απόγινε κι αν έφτασε. Ήρθε και η καταστροφή του σπιτιού μας και σαν να μην αρκούσε αυτό άρχισαν τώρα να καταφθάνουν και πρόσφυγες από την Τραπεζσύντα, Ρίζι, Ερζερούμ και βάλανε πέντε με έξι οικογένειες στο καζίνο μας.
Οι πρόσφυγες κατέβαιναν στρατιές! Ξήλωναν τα σανίδια, κόβανε τα δέντρα και έκλεβαν τα διάφορα είδη που υπήρχαν μέσα, αλλά και δεν μπορούσαν να εργαστούν, να βγάλουν τα προς το ζειν. Κάηκαν άνθρωποι, ατιμάστηκαν, σκοτώθηκαν.Στο στρατόπεδο που μας γύμναζαν μια μέρα μας διέταξαν, όποιος είναι ικανός να βγει από τη γραμμή. Βγήκαμε είκοσι Έλληνες και δέκα Τούρκοι και αφού μας εξέτασαν, κατά πόσον έχουμε μάθει καλά, μας έδωσαν το δικαίωμα να πάρουμε ανά δέκα και να τους γυμνάσουμε.
Αυτοί οι λίγοι μας φέραν πολλές δυσκολίες, δεν καταλάβαιναν, δεν μπορούσαν, ήταν χωριάτες. Μας έδωσαν από ένα μεγάλο ραβδί και μας είπαν: χτυπάτε τους! Και τους χτυπούσαμε στο σβέρκο. Δυο τρεις ώρες κρατούσαν τα γυμνάσια, ύστερα εργαζόμασταν στις δουλειές μας. Αυτό γινόταν ώσπου να ’ρθει η ώρα να πάμε στην Κωνσταντινούπολη, για να σπουδάσουμε αξιωματικοί.
Κάναμε αγγαρείες, μαγειρεύαμε φαγιά, τραβούσαμε κάρα και κοιτάζαμε τα άλογα. Σε δεκαπέντε μέρες μας ειδοποίησαν, ότι οι Γραικοί να ετοιμαστούν, να πάνε στα μεσόγεια, να κάνουν δρόμους και ότι μόνο οι Τούρκοι θα γίνονταν αξιωματικοί. Και έκαναν νόμο, όσοι στρατιώτες Έλληνες έχουν όπλα να τα παραδώσουν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και Και-σαριώτες, Επεσλήδες, άνθρωποι νομοταγείς που πολεμούσαν υπέρ της Τουρκίας. Όλους αυτούς τους βάλανε να φτιάχνουν δρόμους, γιατί παρουσιάζονταν κρούσματα λιποταξίας και η εμπιστοσύνη χάθηκε. Λοιπόν τι να κάνω; Να λάβω απόφαση να λιποταχτήσω ή να πάω στα μεσόγεια που με περίμενε δυσεντερία, ψείρα, πείνα;
Ad |
Ο φίλος μου ήθελε να πάμε να παίξουμε χαρτιά, να ξεδώσουμε λίγο, μια και ήταν η τελευταία μας μέρα, στην Αμισό. Όχι, του είπα, δεν είναι καιρός για τέτοια. Αυτός όμως επέ-μεινε και μου είπε: «Πάμε Δήμο, μόνο τρεις λίρες θα παίξω, να, τις έχω εδώ, χωριστά». Δεν επέμεινα περισσότερο.
Εκεί κοντά ήταν ένα χαρτοπαίγνιο, ανεβήκαμε πάρα πολλές σκάλες και μπήκαμε μέσα. Ο φίλος μου έπαιξε και στην αρχή κέρδιζε, ύστερα όμως άρχισε να χάνει και στο τέλος έχασε και την τελευταία του δεκάρα. Εγώ δεν έπρεπε να τον εγκαταλείπω, τι φίλος θα ήμουνα; Κάθισα το λοιπόν και άρχισα να παίζω, για να πάρω τα λεφτά του φίλου μου πίσω, αλλά η ίδια τύχη ακολούθησε και με μένα κι ούτε ξέρω τι ώρα ήταν!
Κατεβήκαμε πάλι τα σκαλιά και βρεθήκαμε πάλι στο δρόμο. Δεν ήξερα με ποιον να τα βάλω. Εκείνο που με πλήγωνε ήταν η σκέψη ότι η μάνα μου πούλησε το πιο πολύτιμο της πράγμα, για να μου δώσει χρήματα να ’χω μαζί μου κι εγώ τι τα έκανα; Αυτό έγινε η αιτία να βγω στο βουνό αντάρτης!
Επειδή είχα εκκρεμότητες στη δουλειά μου ήμουν κρυμμένος και γι’ αυτό αργοπόρησα να βρω ενδυμασία και όπλα.
Μια μέρα πηγαίνοντας στην αγορά με πιάνει η περιπολία και μου λέγει: «Τι είσαι ’συ; Πού είναι τα χαρτιά σου;» Βαφτιστήρι δεν είχα, φωτογραφία δεν είχα. Με πιάνουν και με πάνε στο στρατιωτικό Αϊναλή, ήταν πενήντα σκαλιά ψηλά. Με πήγαν εκεί, οι άλλοι σκόρπισαν και μένα μου κάναν ερωτήσεις.
Εκεί, που μου μιλούσε ο αξιωματικός, δεν ήξερα ούτε φόβο, ούτε κίνδυνο, το θεωρούσα κάτι απλό, άνοιξα την πόρτα και χύμηξα στα σκαλοπάτια. Ήξερα τους δρόμους, ρίξανε πιστολιές, αλλά εγώ έγινα άφαντος! Δεν πήγα όμως στο σπίτι μου, πήγα στο σπίτι ενός φίλου μου και προσπαθούσα να τον παρασύρω να πάμε στο βουνό. Εκείνος φοβότανε τη σκληρή ζωή του βουνού κι έτσι επειδή δεν έβρισκα κανένα άλλο φίλο αργοπορούσα να πάω.
Έχουμε ένα καφενεδάκι μέσα στη γειτονιά και πηγαίναμε μικρά παιδιά και γέροι και παίζαμε χαρτιά. Εγώ πήρα του Νίκου, του αδελφού μου, το βαφτιστήρι, που ήταν μικρότερος μου ένα χρόνο και νόμιζα πως ήμουνα μ’ εκείνο εξασφαλισμένος.
Μια μέρα εκεί που παίζαμε χαρτιά, ήταν Οχτώβρης ή Νοέμβρης, φυσούσε, έβρεχε, έκανε πολύ κακό καιρό, μπαίνει μέσα στο καφενεδάκι ένα φοβισμένο κακοντυμένο χωριατόπουλο. Έβγαλε από τη μασχάλη του μια φραντζόλα δυο οκάδες και ζήταγε δέκα τσάγια! Κάθισε, τα ήπιε, και έφαγε όλο εκείνο το ψωμί! Εμείς είδαμε τον παράξενο και τον κοροϊδέψαμε. Αυτός το κατάλαβε και μας άρχισε στα σκαμπίλια. Παίξαμε ξύλο κι έφυγε.
Μετά τρεις τέσσερις μέρες έρχεται ένας αξιωματικός και μας ρωτά: «Ποιος είναι ο Δημοσθένης Κελεκίδης του Σάββα;» Δεν ξέρω, του είπα, αλλά φοβήθηκα, επειδή ήταν μπροστά μικρά παιδιά, μη τους δώσει κανένα σκαμπίλι και με προδώσουν. Του είπα: «ελάτε κύριε, θα σας δείξω εγώ που είναι». Κι αφού τον γύρισα δυο τρεις δρόμους, του δείχνω ένα σπίτι και του λέω: «αυτό είναι», και στρίβω και φεύγω! Πάω και βρίσκω ένα φίλο μου Νίκο και του λέω: «απόψε φεύγουμε στο βουνό». Ειδοποιώ τη μάνα μου, της λέω τι απόφαση πήρα, έχυσε δάκρυα και πήρε μεγάλη στεναχώρια. Εγώ την ίδια τη βραδιά, με ένα πιστόλι στη μέση «Μπράουνιχ» μικρό, με πενήντα σφαίρες και μ’ ένα μαχαίρι δίκοπο (κάμα λάζικη) και μαζί με το φίλο μου το Νίκο, κατά τις δύο τα μεσάνυχτα, ξεκινήσαμε για τα χωριά.
Διασχίσαμε μονοπάτια, τους λαχανόκηπους των Τούρκων, και περνώντας από το Μερτ Ιρμάκ, το ποτάμι της Αμισού, βαθύ και πλατύ, πέσαμε στα λημέρια. Στα χώματα τα ελληνικά του Αβτζόγλου και του Τσιφλίκι, από εκεί πέφταμε στα βουνά, γιατί από τον κεντρικό δρόμο δεν ήταν δυνατό να πάμε.
Τραβώντας από το ποτάμι έβλεπα τις πανύψηλες οξιές του καζίνου μας, που τώρα ήταν πρόσφυγες μέσα και θυμόμουνα τα χρόνια του πατέρα μου.
Αφού μπήκαμε στα δάση περπατούσαμε άφοβα και αναπνέαμε ελεύθερο αέρα. Θυμόμουνα τα λόγια της μάνας μου, τα τελευταία, «παιδί μου δεν αξιώθηκα από τα χέρια σου να βάλω ένα ζευγάρι παπούτσια». Θυμόμουνα με τι συγκίνηση με αποχωριζόταν η μάνα μου.
Έριχνα ματιές και έβλεπα τη μαυράδα της Αμισού κι' έλεγα: «θα ζήσει η μάνα μου; θα ξαναγυρίσω σε καλή εποχή;» και πολλά άλλα σκεπτόμουνα. Φτάσαμε εκεί στις άκρες, στα δάση και συναντήσαμε τις πρώτες σκοπιές. Αφού μας ζήτησαν μερικές πληροφορίες για μας, για την κίνηση του στρατού, για τη ζωή της πολιτείας και γενικά για όλη την κατάσταση, ένας από αυτούς ανέλαβε και μας σύστησε. Και αφού βεβαιώθηκε για την ειλικρίνειά μας, μας άφησε να μείνουμε στο λημέρι τους. Ο Καπετάνιος τους λεγόταν Τσαγκάλης, το χωριό του ήταν πίσω από το Αβτζόγλου μια ώρα και κάτω από τη Γέλιτζε μια ώρα, δεν θυμούμαι πώς το λέγανε, εκεί είχανε το λημέρι τους.
Ήταν καπετάνιος ορμητικός, γενναίος, φιλεύσπλαχνος και πολύ έξυπνος και το αεράκι το υποπτευόταν. Είχε τρακόσιες ψυχές, άντρες και γυναικόπαιδα. Είχε ογδονταπέντε με ενενήντα παλληκάρια, μοιρασμένα σε διάφορα μέρη, στο Τσιφλίκι 3-4, στο Αβτζόγλου άλλους 3-4, προς το Ντέβκερις 3-4, αυτούς τους άλλαξε, άλλοι ήταν τη μέρα και άλλοι με το πέσιμο του ήλιου. Είχε και την περιπολία, γυρνούσαν όλη την περιφέρεια. Είχε και μια επικούρεια σαράντα με εξήντα κοντά του. Μας δώσανε να φάμε. Μας αγαπούσαν σαν αδελφούς τους και μας έδιναν κουράγιο, να μην λιποταχτήσουμε. Τίποτα δεν έχει σημασία στη ζωή, μας λέγαν, να είμαστε άφοβοι.
Στο μεταξύ, μαθαίναμε από τα άλλα παλληκάρια ότι, αν θα είμαστε καλοί, αν δεν θα είμαστε ψεύτες, κλέφτες, βιαστές κοριτσιών και αν θα είμαστε τίμιοι, γενναίοι και άφοβοι, θα μας έπαιρναν κοντά τους, ως αντάρτες. Όσο καιρό έμεινα εκεί, κοίταζα ότι ο καπετάνιος όλο με τον παπά έκανε παρέα και σκεφτόμουνα, ένας που σφάζει και ρημάζει πώς κάνει παρέα με τον παπά;
Έκανα μια ερώτηση κι έμαθα ότι πριν δεκαπέντε μέρες, κι αυτό συνήθως γινόταν κάθε δύο μήνες, κάθε τρεις μήνες, ερχόντουσαν τα ρωσικά πολεμικά, πέντε έξι μ’ ένα φορτηγό βαπόρι και πρώτα, αφού βομβάρδιζαν δυο τρεις ώρες συνέχεια, κατόπτευαν δεξιά κι αριστερά και τα αεροπλάνα γυρνούσαν από πάνω και μετά έβγαζαν απ’ το φορτηγό τα πολεμοφόδια. Αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει, αν δεν τους ενίσχυαν πρώτα και οι αντάρτες. Έμαθα το παρακάτω περιστατικό: Κάθε δυο τρεις μήνες πήγαινε στη Ρωσία η αποστολή και ειδοποιούσε ότι είχανε ανάγκη από πολεμοφόδια. Όριζαν ημερομηνία που θα τα ’φερναν τα καράβια και αν μεσολαβούσε τρικυμία ή άλλο τίποτα, κάνανε συνθηματικές πυρκαγιές τρεις μέρες ύστερα.
Αν βάζανε μια φωτιά, τα πράγματα ήταν ήσυχα, αν βάζανε περισσότερες σήμαινε άλλο πράγμα και μιλούσαν κατ’ αυτόν τον τρόπο και έρχονταν τα καράβια και μας βομβάρδιζαν, για να βγούνε τα πολεμοφόδια.
Η αποστολή γνώριζε ακριβώς την ημερομηνία και πριν δυο τρεις μέρες έκανε τέλεια προπαρασκευή. Στρατολογούσε άντρες, γυναίκες και παιδιά και τους τοποθετούσε σε οκτώ ώρες απόσταση και σχημάτιζε μια αλυσίδα, που έπεφτε σε υψόμετρο, σε δασώδη μέρη, σε ρεματιές. Έπιανε από το Καραπερτσίν η κεφαλή, απ’ τη φωλιά των ανταρτών και έφτανε στην ακροθαλασσιά. Ο ένας από τον άλλο ήταν μακριά ως μισό (;) μέτρο, οι δε αντάρτες δεξιά κι αριστερά πιάνανε τα επίκαιρα σημεία, διότι υπήρχε κίνδυνος από τον Τσαρτσαμπά ή από την Αμισό. Αρχινούσε ο βομβαρδισμός, μια δυο ώρες και συνέχιζαν να βγάζουν με βάρκες τα πολεμοφόδια στην ακροθαλασσιά. Και μετά από τον βομβαρδισμό των Ρώσων, αφού πρώτα, οι καπετάνιοι, εξακρίβωναν ότι δεν υπήρχε φόβος, άρχιζαν το έργο με ζήλο και με ευχαρίστηση και τα πολεμοφόδια έφταναν στον προορισμό τους χάρις σ’ αυτό το έμψυχο μηχάνημα (μηχανισμό).
Σ’ αυτή την τόσο σοβαρή κατάσταση, οι Τούρκοι, δεν μπορούσαν να μείνουν αδρανείς. Από ορισμένα μέρη, όπως ο Βασιλικός δρόμος, δεν μπορούσαν να περάσουν, γιατί τον φρουρούσαν καλά οι αντάρτες. Από την άλλη πλευρά πάλι της Αμισού, που ήταν και το κέντρο του στρατού, σ’ ένα μεγάλο βάθος, φρουρούσαν πεντακόσιοι με εξακόσιοι αντάρτες, τοποθετημένοι με τεχνικούς τρόπους. Από το δρόμο του Τσαρτσαμπά, σε μια έκταση δύο μιλίων, φρουρούσαν τριακόσιοι με τετρακόσιοι αντάρτες. Από το δρόμο του Τεκέκιοϊ ήταν περί τους διακόσιους με διακόσιους πενήντα. Κάναν μια ζικ ζακ γραμμή και ήταν όλοι έτοιμοι να πεθάνουν, προκειμένου να υποστηρίξουν το όλο έργο. Έργο στο οποίο μπορούσαν να στηριχθούν και να πιστεύσουν, ότι μπορούσαν να ζήσουν.
Εργαζόμενοι στο κουβάλημα των πολεμοφοδίων, η μάχη μαίνονταν και χαλούσε ο κόσμος. Δέκα χιλιάδες στρατός τουρκικός και άνω προσπαθούσε με κάθε τρόπο να φθάσει στο κέντρο. Ρίχνανε τις σφαίρες κατά χιλιάδες. Αντίθετα, οι αντάρτες ρίχνανε λίγες σφαίρες, αλλά αποτελεσματικές. Προσπαθούσαν και αγωνιζόντουσαν οι Τούρκοι, να βρουν κάποιο κατάλληλο μέρος, να εισδύσουν αλλά οι αντάρτες είχαν πάρει την απόφαση να πεθάνουν, γι’ αυτό το σκοπό και έτσι ήταν αδύνατο στους Τούρκους να κερδίσουν τη νίκη. Αυτή η κατάστασις διαρκούσε οκτώ ώρες και δέκα, εν τω μεταξύ τα όπλα κουβαλιόντουσαν στο λημέρι.
Δημοσθένης Κελεκίδης
"ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Εκδόσεις Γόρδιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου