Σου Φεχμή την καβέν...

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

-Σουλεϊμάν, ρακίν! Φέρον ρακίν! Απόψ’ θέλομε να μεθούμε!
Κι ο Φεχμή κάνει πρόχειρη διασκευή, αδέξια, του πολύ γνω­στού τραγουδιού κι ο Χασάν τον συνοδεύει με τη λύρα του:
Βάλον ρακίν, βάλον ρακίν, βάλον α ’ς σο ποτήριν
φαρμάκ’να έν θα πίν ατο ’ς σου Λευτέρ’το χατίριν.

-Παιδία, λέει ο Σουλεϊμάν, άλλο ρακίν 'κ' έχω. Όλον ετελείωσετεν.
-Δέβα εύρικον, λέει ο Σεβκέτ’.
-Ατώρα, νύχταν ώραν, πού θα πάγω ευρίκω ρακίν;
-Πάμε κι αλλού, αν τελείωσε το δικό σου ρακί.
-Δεν θα βρείτε πουθενά. Αν μπορούσα, θα εύρισκα εγώ, που ξέρω ποιος μπορεί να έχει μέσα στο χωριό.
-Θα πάμε να πάρουμε από την Αργούσα, το διπλανό μας χω­ριό. Απόψε πρέπει να βρούμε ρακί, λέει ο Αλής.
Ο Σουλεϊμάν λέει δεν βρίσκει ρακί για να τους καθησυχάσει, να μην ψάξουν, για να εκτελέσει την εντολή του Χουρσίτ αγά και όχι γιατί δεν βρίσκει, αφού και ο ίδιος έκρυψε το δικό του ρακί, όπως φάνηκε αργότερα.
Στη συζήτηση αυτή επάνω, σαν να ξύπνησε ο Φεχμής από λήθαργο και φώναξε:
-Τι λέει ο Σουλεϊμάν; Δεν έχει ρακί; Πόσο ρακί θέλετε, να σας βρω εγώ; Πάμε στο δικό μου το καφενείο, να πιούμε όσο θέλει η ψυχή σας. Από εδώ κι εμπρός κερνάω εγώ. Σηκωθείτε!
Πίνουν ακράτητα. Έγιναν σκνίπα στο μεθύσι. Δεν ξέρουν τι λένε και τι κάνουν. Πίνουν και κλαίνε στις αναμνήσεις τους. Και σε όλες τις εκδηλώσεις τους κυριαρχεί η επιθυμία, πώς να ευχαριστήσουν. Μερικοί ζωηροί αρπάζουν τα τουφέκια τους και αρχίζουν τους τονανμάδες, για να πανηγυρίσουν το ξεφάντωμά τους.
Από το παράθυρο του καφενείου διακρίνω το κονάκι του Χουρσίτ αγά και το δωμάτιο που κοιμάται φωτισμένο. Κοντεύ­ει να ξημερώσει, περασμένες τέσσερις το πρωί. Σκέφτομαι ότι μπορεί να ανησυχήσει.
-Παιδιά, σας παρακαλώ, όχι τουφεκισμούς!
-Παιδία, λέει ο Σεβκέτ, ο Λευτέραγας ’κι θέλ’ να σύρετεν σιλάχα, αφήστεν κάτ’ τα τυφέγκια κ'ελάτεν ’ς σο τραπέζ .

-Λευτέρμπεη, αφετέρσουν, σ’χώρα μας. Εμείς να τιμούμε σε σύρομε σιλάχα και ευτάμε τονανμάδες ας σην χαράν εμουν, λέει ο Αλής.
-Αλή, σιλάχα ντο σκσοτών’νε ανθρώπ’ς ’ς σοι ζωντανούς ανθρώπ’ς ντο χαράν θα δίγ’νε! Σύνεργα τη δαβόλ’ ντ’ αιματοκυλίζ’νε τον κόσμον! Αφ’σήστε ατά κα’, ανάθεμά ’τα!
-Παιδία, άλλο κανείς σιλάχ’ ’κι θα πϊάν’ φωνάζει ο Σεβκέτ. Φεχμή, γιάμ ετελέθεν και τ’ εσόν το ρακίν πα;
-Όσον ντο θέλετεν! Εγώ κεράζω, είπα σας, άμα εσείν θα βάλετεν ρακίν να πίνων κ’ εγώ πα. Το μαγαζί μ’ έν’ τ’ εσέτερον κ’ εγώ πα, άμον εσάς, ξένος αδ’ απέσ’! Σαχαπήν έχ’ τον Λευ- τέρμπεην.
Αμον ντο λες, μοναστηρακόν εγέν’τον το μαγαζί σ’!...
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση έντονη είναι πως και τα μικρά τους ξέρουν άπταιστα την ποντιακή διάλεκτο - μητρι­κή τους γλώσσα -, ενώ στα τουρκικά δεν έχουν μεγάλη ευ­χέρεια.
Είπαμε, στο γλέντι μας αυτό διακρίνουμε δυο ηλικίες, της δεύτερης και της τρίτης γενιάς, από 20 μέχρι 45 χρόνων. Καλά, οι συνομήλικοί μου είναι φυσικό να μιλάνε την ποντιακή, γιατί τον καιρό του ξεριζωμού μας ήταν δέκα - δεκαπέντε χρόνων, και είχαμε κοινή γλώσσα την ποντιακή διάλεκτο στο χωριό μας, σαν μητρική. 
Αλλά οι νεότεροι δεν είχαν γεννηθεί ακόμη τον καιρό του ξεριζωμού μας και έμενα με την εντύπωση ότι το κράτος, αφού τους απαγόρεψε την ποντιακή διάλεκτο, θα μάθαιναν τα παιδιά τους την τουρκική σαν επίσημη γλώσσα του τουρκικού κράτους. Κι όμως, εξακολουθούν με πείσμα να διατηρούν από γενιά σε γενιά τη μητρική τους γλώσσα. Τα μι­λούν καλύτερα από μένα τα Τουρκοπούλια, που είμαι γέννημα θρέμμα Πόντιος. Τη μιλούν ανόθευτα, χωρίς να τους φύγει μια λέξη τουρκική στην ομιλία τους Λέω το γιαούρτι ξύγαλαν και ξεκαρδίζονται στα γέλια.
-Πώς είπες ατο, Λευτέρμπεη; Ατό ξύγαλαν ’κ’ έλεγαμ’ ατο, μαντζίρα έλεγαμ’ ατο. Την πίστη σ’! Την καλατσήν εμουν πα ενέσπαλλες! Ετάραξες ατο με τα φράγκικα!...
-Τεμέκ, Λευτέρμπεη, αληθινόν έν’ ντο θα φεύ’ς πιρνά;
Και στη βεβαίωσή μου, δακρύζουν, σηκώνουν το ποτήρι τους, έρχονται μπροστά μου, πίνουν στην υγεία μου και με φιλούν και βρέχουν το μάγουλό μου με δάκρυα...


Ο Ελευθέριος Ελευθεριάδης πραγματοποίησε στον Πόντο τρία ταξίδια - προσκυνήματα. Το πρώτο, το 1953, μόνος του, διάρκειας ενός μηνός, το δεύτερο, το 1979, συμμετέχοντας σε ομάδα της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης, και το τρίτο με την Ένωση Ποντίων Ματσούκας Θεσσαλονίκης, το 1988.
Για τα δύο ταξίδια του, του 1953 και του 1979, έγραψε τις αναμνήσεις του, οι οποίες, με την ευγενική διάθεση του εκδο­τικού οίκου των Αδελφών Κυριακίδη, είδαν το φως της δημο­σιότητας το 2004. Τίτλος του βιβλίου: «Πόντος, Επιστροφή στην Ιθάκη - Οδοιπορικό μνήμης και γεωγραφίας».
Το τελευταίο του ταξίδι — τον Αύγουστο του 1988 - έμελ­λε να είναι το μοιραίο. Επισκέφθηκε τη γενέτειρά του Λαραχανή, είδε τους παιδικούς του φίλους, τους χάρηκε και τον χάρηκαν, προσκύνησε στα ερείπια των σπιτιών του, ήπιε νερό από την οικογενειακή βρύση, κάθησε στον βράχο - μελετητήριο των μαθητικών του χρόνων, πήγε προσκύνη­σε στην Παναγία Σουμελά, πήγε παντού όπου αισθανόταν ότι έπρεπε να αφήσει χαιρετισμό, και άφησε την τελευταία του πνοή στην πόλη των ονείρων του, την Τραπεζούντα.
Η επιθυμία του, «Θέλω ν’ αποθάνω ’ς σον τόπον ντ'  εγεννέθα και να θάφκουμαι ’ς σην Παναΐαν Σουμελάν, ’ς σο Βέρμιον», εκπληρώθηκε.
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah