Tον 18o αιώνα, η Ευρώπη, στην οποία αναπτύχθηκε ο πολιτισμός μετά την Αναγέννηση (17ος αιώνας), είχε χωριστεί στα δύο, από τη μια ήταν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης Γαλλία, Αγγλία και Ιταλία, και από την άλλη η Κεντρική και κυρίως η Ανατολική Ευρώπη, που βρισκόταν σε πλήρη απραξία, σε έναν συνεχιζόμενο Μεσαίωνα. Βαθύτερο ήταν το σκοτάδι στη Μικρά Ασία, χωρίς, βεβαίως, να λείπουν και οι τοπικές φωτεινές αναλαμπές, όπως στις περιοχές της Σμύρνης και της Τραπεζούντας.
Κοπέρνικος |
Αυτήν την περίοδο, η Ευρώπη των κινημάτων της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης συγκλονίστηκε από τις ανατρεπτικές ιδέες του Διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης.
Την ίδια περίοδο, οι Έλληνες της Ανατολής με τα φωτεινά μυαλά θέλουν να εκπέμψουν το διαφωτιστικό τους φως στους απλούς συμπατριώτες τους, που βρίσκονται κάτω από την οθωμανική σκλαβιά και την αμάθεια. Αποτολμούν να επιδιώξουν την πνευματική και πολιτισμική ανάπτυξη με τη διδασκαλία τους στα μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τις δημοσιεύσεις τους στα περιοδικά, που άρχισαν δειλά να κυκλοφορούν τότε.
Το διαφωτιστικό τους έργο, ξεκινώντας μέσα από το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, κυρίως, επεκτείνεται και βάζει ρίζες για μια πολιτισμική ανάκαμψη και ανάπτυξη, όχι μόνον στον Πόντο, αλλά και στις γειτονικές περιοχές της Παφλαγονίας και της Καππαδοκίας Το έργο αυτό αναγνωρίζεται από τις ελληνικές προξενικές αρχές της Κωνσταντινούπολης και μάλιστα από τον α' γραμματέα της ελληνικής πρεσβείας Αρμάνδο Ποτέν, που περιόδευσε το 1900 σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία και, βεβαίως, και στον Πόντο.
Οθωμανοί πολίτες και οι ίδιοι, διαχωρίζουν, μέσω της μόρφωσης, τις βασικές σχέσεις τους από την αμόρφωτη μάζα των Οθωμανών μουσουλμάνων και γίνονται κάτι ξεχωριστό, τόσο που μέσα σε λίγες δεκαετίες να προκαλούν άθελα τον φθόνο του μουσουλμανικού πληθυσμού, τον οποίο εκμεταλλεύτηκαν στη συνέχεια οι εθνικιστές όταν συνειδοποίησαν ότι ανήκουν στη μεγάλη τουρανική οικογένεια.
Η υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζί το 1774, μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, αλλά και οι μετέπειτα διακηρύξεις του τανζιμάτ το 1839 και του χάτι χουμαγιούν το 1850, εξασφάλισαν για τους χριστιανούς τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα μπορούσαν να προοδεύσουν οικονομικά και πνευματικά. Ιδιαιτέρως η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί, που προέβλεπε την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την αυτονομία των παραδουνάβιων χωρών και της Κριμαίας καθώς την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον Εύξεινο Πόντο και τον Δούναβη, αποτέλεσε την αρχή για την ανάπτυξη αστικής τάξης μέσα στην αυτοκρατορία.
Η σχετική ανάπτυξη μιας υποτυπώδους αστικής τάξης, που συγχεόταν σε ορισμένες περιπτώσεις με τους «υπαλλήλους», δηλαδή με εκείνους που δεν διέθεταν μέσα παραγωγής και η ζωή τους εξαρτιόταν από την αμοιβή της παρεχόμενης εργασίας τους, βοήθησε στην ανάπτυξη του Τύπου στην Τραπεζούντα. Οι εκδότες του πρώτου περιοδικού της Τραπεζούντας, του εβδομαδιαίου «Εύξεινος Πόντος», το 1880, ο Δημήτριος Κτενίδης και ο Δανιήλ Ξιφιλίνος, είναι αστοί, που αποφασίζουν να ιδρύσουν τυπογραφείο - μέχρι τότε οι εκτυπώσεις εντύπων γίνονταν στην πόλη Ερζερούμ, όπου οι Αρμένιοι είχαν αναπτύξει γρηγορότερα την τυπογραφία - για να εκδώσουν το περιοδικό. Το τυπογραφείο τους ονομάζεται και αυτό «Εύξεινος Πόντος». Οι δύο τυπογράφοι - εκδότες συγκαταλέγονται ανάμεσα σε εκείνους που δέχθηκαν από τους πρώτους τα διαφωτιστικά κηρύγματα των Ποντίων λογίων. Περισσότερο ο Δανιήλ Ξιφιλίνος, που αναφέρεται και ως λόγιος, και λιγότερο ο Δημήτριος Κτενίδης, που είναι κυρίως τυπογράφος.
Τραπεζούντα |
Ολοκληρώνοντας την αναφορά στην περίοδο και στον τρόπο εισόδου του νεοελληνικού διαφωτισμού στην περιοχή του ευρύτερου Πόντου, θα μπορούσε να συμπληρώσει κανείς και μερικές άλλες παραμέτρους που θα ήταν δυνατόν να αποτελέσουν και ένα είδος συμπερασμάτων.
Μια από αυτές τις παραμέτρους, που δεν πρέπει να λησμονείται, είναι ότι ιδιαιτέρως γύρω στο 1880 η οθωμανική αυτοκρατορία είχε τόσο πολύ αποδυναμωθεί, που εξαρτιόταν, σε πολλές περιπτώσεις, από τις επιθυμίες των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Ευρώπης, που προσπαθούσαν να επωφεληθούν - η καθεμιά για τον εαυτό της - από τον βέβαιο θάνατο της μεγαλύτερης, μετά από εκείνη των Μογγόλων, ιμπεριαλιστικής δύναμης στον κόσμο - της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτή η φθορά στα θεμέλια, αλλά και στον σκελετό του οθωμανικού οικοδομήματος ευνοούσε τους Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι, μαζί με τους Αρμένιους και τους Εβραίους, αναπτύχθηκαν οικονομικά και κοινωνικά σε υψηλό βαθμό και ήταν έτοιμοι να δεχθούν τον νέο δυτικό πολιτισμικό άνεμο.
Αυτήν την περίοδο - γύρω στο 1880, πάντοτε - η προστασία που παρείχε η Ρωσία στους χριστιανικούς πληθυσμούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της οικονομίας στον Πόντο, που ήταν βασικά εμπορική - βιομηχανία δεν υπήρχε και η μικρή βιοτεχνία ήταν το πρώτο παρακλάδι του εμπορίου (επεξεργασία ξηρών καρπών, καπνών, οσπρίων και παστών ψαριών (χαψία).
Το γοργά αναπτυσσόμενο εμπόριο προς τις αγορές της Γαλλίας και της Γερμανίας, βοήθησε πολύ η ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας με ρωσική σημαία, κυρίως, που προστατευόταν από τις Συνθήκες του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και Ιάσιου (1792).
Παραλιακές πόλεις του Πόντου, με πρώτη την Οινόη, ανέδειξαν τότε και κατόπιν σημαντικούς Έλληνες πλοιοκτήτες-καπετάνιους, που αλώνιζαν τη Μαύρη Θάλασσα και έβγαιναν και στο Αιγαίο. Στην Τραπεζούντα και στα άλλα ποντιακά λιμάνια, είναι χαρακτηριστικό ότι γύρω στο 1900 υπήρχαν και είχαν μεγάλη κίνηση ναυτιλιακά πρακτορεία και γραφεία.
Όλοι αυτοί οι 'Ελληνες του Πόντου, που πλούτισαν από το εμπόριο, εκτός από το ότι ήταν έτοιμοι να δεχθούν την πολιτισμική αναγέννηση, τη βοήθησαν κιόλα, προσφέροντας τον οβολό τους στην ίδρυση σχολείων για τη μόρφωση των Ποντιόπουλων. Η απόκτηση οικονομικής δύναμης έκανε τους Έλληνες του Πόντου να πιστέψουν στη δύναμή τους, που θα ενισχυόταν από την παροχή μόρφωσης. Και αυτή η δύναμη, η συνειδητή πλέον και ανθεκτική στο χρόνο και στην τουρκική βαρβαρότητα, θα βοηθούσε και στην εθνική απελευθέρωση.
Δεν υπήρξε υπολογίσιμη αστική τάξη στον Πόντο πριν από το 1900, όπως διαπιστώνεται από μερικές πλευρές. Η μικρή σε ποσοστά αστική τάξη του Πόντου, εντούτοις, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαφωτιστική προσπάθεια που καταβαλλόταν από τους λόγιους Πόντιους.
Αυτοί οι λόγιοι, που ήταν άλλοτε ιερωμένοι, και επομένως πιο πολύ γαντζωμένοι στην παράδοση, και άλλοτε καθηγητές, λαϊκοί, των μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επομένως αρκετά πιο ελεύθεροι και προοδευτικοί, γνώριζαν και δεχόντουσαν τις διακηρύξεις της Γαλλικής Επανάστασης και ήταν ανοιχτοί - οι λαϊκοί - στο νέο πνεύμα, που κυριαρχούσε στη μόρφωση. Μερικοί, όπως ο μεγάλος Πόντιος λόγιος Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος, ξεθάρρεψαν τόσο πολύ από τις δυτικές διακηρύξεις των διαφωτιστών, ώστε προσπάθησαν να εφαρμόσουν στην παρεχόμενη στα Ποντιόπουλα παιδεία, τις πιο σύγχρονες μεθόδους - ανάλογα άρθρα για την παιδεία δημοσιεύονται στα περιοδικά του τέλους του 19ου αιώνα «Εύξεινος Πόντος» και «Αστήρ του Πόντου». Ο Ξανθόπουλος, μάλιστα, αποκόπηκε τόσο πολύ από την ποντιακή παράδοση - ήταν ένα από τα μηνύματα του δυτικού διαφωτισμού η απομάκρυνση, μέχρις ενός ορισμένου σημείου, από την παράδοση -ώστε το 1881, μιλώντας σε εκδήλωση του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, συμβούλευε τους μαθητές και τους γονείς τους να μην μιλάνε ποντιακά, ούτε στο σχολείο ούτε στο σπίτι!
Οι Πόντιοι διαφωτιστές, που ευνοήθηκαν, όπως προαναφέρθηκε από τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, προσπάθησαν, από τη μια να αναβιώσουν όλο το αρχαιοελληνικό μεγαλείο, διδάσκοντας ανάλογα τους μαθητές τους, και από την άλλη να εισαγάγουν στον Πόντο όλες τις τότε κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας. Στα προαναφερόμενα περιοδικά του Πόντου και ιδιαιτέρως στο δεύτερο, δημοσιευόταν πλήθος εκλαϊκευμένων άρθρων για την επιστήμη και την τεχνολογία. Είναι εντυπωσιακά τα άρθρα που αναφέ-ρονται στην τυπογραφία, στη μαιευτική - αναφορά, τότε, στις θερμοκοιτίδες - στις εφαρμογές του ηλεκτρισμού, στην ψυχοπαιδαγωγική στο σχολείο και σε πολλά άλλα.
Ο Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος, ο Περικλής Τριανταφυλλής, ο Ιωάννης Παρχαρίδης, ο Θεόδωρος Γραμματικόπουλος, ο Δανιήλ Ξιφιλίνος, είναι μερικοί από τους πρωτοπόρους του διαφωτισμού στον Πόντο. Όλοι αυτοί μυήθηκαν στον Γαλλικό Διαφωτισμό, κυρίως, γιατί όλοι γνώριζαν γαλλικά.
Στον Πόντο, μέχρι και τα τελευταία χρόνια πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών (1922-1923), σε όλα σχεδόν τα σχολεία διδασκόταν η γαλλική γλώσσα. Οι περισσότεροι στάθηκαν προσκολλημένοι στην υπερκαθαρεύουσα, υπήρξαν, όμως, και εκείνοι, όπως ο Γεώργιος Προυσαίος (Προυσανίδης), που δέχθηκαν σχεδόν απολύτως τη δημοτική γλώσσα και συνέβαλαν στην αποδοχή της από σημαντική μερίδα των Ποντίων λογιών. Η καθιέρωση ως γραφόμενης, κυρίως, γλώσσας, της δημοτικής αποτελούσε μια από τις αποδείξεις επικράτησης του νέου πνεύματος, του Διαφωτισμού.
Το 1880, στο εβδομαδιαίο περιοδικό της Τραπεζούντας «Εύξεινος Πόντος», στον πρόλογο του 1ου τεύχους, αναφέρονται και τα εξής (Το κείμενο αποδίδουμε στη νεοελληνική):
«Η ελληνική φυλή παραδόθηκε στο σκοτάδι της αμάθειας και περνώντας αιώνες πικρίας και ταλαιπωριών, διατήρησε αναλλοίωτο τον εθνικό μας χαρακτήρα, και πέφτοντας, δεν τάφηκε κάτω από τα ερείπια, ούτε και πέθανε μαζί με τον πολιτικό και κοινωνικό της θάνατο, αλλά μετά από μια ζωή γεμάτη εθνικές περιπέτειες και σκληρές δοκιμασίες, ξανασηκώνεται, παίρνει νέα ζωή και νέες δυνάμεις και τη χώρα, που ήταν πριν άγονη και άξεστη, γεμίζουν τώρα ιερές των Μουσών κατοικίες (τα σχολεία) και η κατσουφιασμένη και σκοτεινή φυλή ξαναλάμπει με την αρχαία δόξα και λαμπρότητα, και ξαναθερμαίνεται ζωηρά ο πόθος για μόρφωση, που αποτελεί το εθνόσημο του σύγχρονου Έλληνα και ατράνταχτη απόδειξη της γνήσιας καταγωγής του από τους Έλληνες προγόνους».
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου