Τον 17ο αιώνα στον Πόντο αναφάνηκε νέα πληγή, οι Ντερεμπέηδες, Τούρκοι τοπάρχες, σκληροί και ανελέητοι, που με την απειλή της σφαγής αναγκάζουν ολόκληρες περιοχές να εξισλαμιστούν. Παράδειγμα η περιοχή του Όφη, που και σήμερα ακόμη ο επισκέπτης θ’ ακούσει τους κατοίκους μουσουλμάνους να μιλούν την ποντιακή διάλεκτο με πολλές τουρκικές λέξεις.
Οι Πόντιοι αξιωματικοί και οπλίτες «μνήμονές της καταγωγής τους και των ακριτικών παραδόσεων του Πόντου, νοσταλγοί προσκυνητές της ελεύθερης Ελλάδας, φιλοπάτριδες στο έπακρο και ευλαβούμενοι τα θεία, επέδειξαν ζηλευτή αντοχή σε κάθε είδους κακουχίες, ευψυχία και αυταπάρνηση στην εκτέλεση του καθήκοντος». Απέναντι του μουσουλμανικού στοιχείου, παρά τα πατροπαράδοτα μίση και παρά τις πληροφορίες που ελάμβαναν για την εξόντωση των συμπατριωτών τους στον Πόντο, τήρησαν διαγωγή άμεμπτη, ευγένεια ψυχής και ανεξιθρησκεία.
Σ’ άλλες περιπτώσεις τους επέβαλαν ν’ αλλάξουν τη γλώσσα τους, να μην ξαναμιλήσουν ελληνικά, έκλεισαν σχολεία και εκκλησίες, έκαψαν βιβλία. Μόνο τούρκικα έπρεπε να μαθαίνουν και να μιλούν. Και τους παραβάτες, τους έκοβαν τη γλώσσα ή τους σκότωναν.
Όταν το κακό είχε παραγίνει, περιοχές ολόκληρες ερημώθηκαν, οι κάτοικοι κατέφυγαν και πάλι σε απρόσιτες βουνοκορφές, ανέπτυξαν κτηνοτροφία και οικοτεχνία για να ζήσουν, μα την ελληνική συνείδηση και το φρόνημά τους δεν το έχασαν. Σιγά σιγά ξεθάρρεψαν, με την πάροδο του χρόνου τα πράγματα εξομαλύνθηκαν, κι άρχισαν να γυρίζουν στις πρώτες εστίες τους, να ξαναχτίζουν και να ξαναοργανώνονται.
Το 1900 ο Πόντος σφύζει από ζωή, δεν υπάρχει πόλη και χωριό χωρίς εκκλησία και σχολείο. Το εμπόριο, η βιοτεχνία- βιομηχανία περνάει στα χέρια των Αρμενίων και των Ελλήνων. Ακμαία η οικονομία από το εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο. Η Τραπεζούντα γίνεται το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο, απ’ όπου περνάνε όλοι οι δρόμοι για το εσωτερικό της Ανατολής, έχει πέντε τράπεζες και συναλλαγές με όλο τον κόσμο.
Αλλά «μοίρα κακή» των Ελλήνων, έρχεται το 1908 η Επανάσταση των Νεοτούρκων με το μανδύα του εκσυγχρονισμού και γίνεται ο χειρότερος διώκτης του ελληνισμού και των άλλων μειονοτήτων της περιοχής. Όλοι πρέπει να εξαφανιστούν.
Εδώ αισχρός είναι και ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και κυρίως της Γερμανίας, που θέλουν να βάλουν πόδι στις αγορές της Ανατολής και εμπόδιο τους εκτός από τους Αρμένιους είναι και οι Έλληνες.
Δεν πέρασαν λίγα χρόνια κι ο μανδύας έπεσε και φάνηκε το σκληρό και απολίτιστο πρόσωπο του Τούρκου. Καλούν Γερμανούς επιτελείς, οργανώνουν το στρατό τους και καταστρώνουν σχέδιο εξόντωσης των μειονοτήτων με τον πιο απάνθρωπο τρόπο.
Άρχισαν το 1915 με τη σφαγή ή μάλλον τη γενοκτονία 1.600.000 Αρμενίων περίπου, απροσχημάτιστα, με ψεύτικες δικαιολογίες, ότι τάχα κάποιοι οργάνωσαν ένοπλες αντιστάσεις και επιβουλεύονταν την ακεραιότητα της Τουρκίας. Κι όμως, κανείς από τους Μεγάλους δε συγκινήθηκε.
Αφού ξεμπέρδεψαν με τους Αρμένιους ήρθε η σειρά των Ελλήνων από το 1916. Εδώ εφαρμόστηκε άλλο σχέδιο, έμπνευση Γερμανών με εκτελεστές τους Τούρκους. Ήδη με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου είχαν καλέσει στα όπλα και τους άρρενες Έλληνες, αλλά μόνο όπλα δεν τους έδωσαν και τους τοποθέτησαν στις πιο εξευτελιστικές θέσεις. Με τη δικαιολογία ότι χρειάζονταν τις περιοχές, όπου κατοικούσαν οι Έλληνες, για στρατιωτικούς λόγους, άρχισαν ομαδικά να εξορίζουν τον πληθυσμό από τις περιοχές του στα βάθη της Ασίας. Τους άνδρες τους είχαν συγκεντρώσει στα «αμελέ ταμπουρού», δηλ. τάγματα εργασίας, που στην πραγματικότητα ήτανε τάγματα θανάτου, όπου κάτω από χιόνι και βροχή ή κάτω από λιοπύρι, χωρίς νερό και φαγητό έπρεπε να σπάνε πέτρες, για να φτιάξουν δρόμους. Πολλοί δεν αντέχουν κι αφήνουν τα κόκαλά τους άθαφτα κι άκλαφτα, άλλοι λιποτακτούν απ’ όπου μπορούν, είτε από το στρατό είτε από τα τάγματα εργασίας, γίνονται φυγόστρατοι.Το ίδιο συμβαίνει και στα χωριά και στις πόλεις, που δεν αντέχουν τον εξευτελισμό και καταφεύγουν στα βουνά αντάρτες.
Οι σκοποί των ανταρτών στην αρχή ήταν η τιμωρία των Τούρκων και η προστασία των γυναικόπαιδων, μετά το 1918 όμως έχουν και σκοπό απελευθερωτικό.
Όμως και η ζωή στα βουνά είναι τρομερά δύσκολη και γεμάτη κινδύνους, αφού δεν βρίσκουν εύκολα τροφή κι ακόμη πιο δύσκολη με τα όπλα και τα πυρομαχικά. Ζουν στο ύπαιθρο σε σπηλιές, μέσα στη βροχή και στο χιόνι και με δύσκολη και επικίνδυνη τη μεταξύ τους επικοινωνία και συνεννόηση. Κι’ όμως, πολλά καταφέρνουν και γράφουν λαμπρές σελίδες ηρωισμού και αυταπάρνησης τόσο στο Δυτικό Πόντο με παράδειγμα την Αμισό και την Πάφρα, όσο και στον Ανατολικό με τη Σάντα, το ηρωικό Σούλι του Πόντου.
Αλλά εξίσου απάνθρωπες και φρικτές ήτανε και οι λευκές πορείες ή πορείες θανάτου. Ξεσήκωναν γέρους-γριές, ανήμπορους, γυναικόπαιδα, μέσα στο βαρύ χειμώνα της Ανατολής και τους οδηγούσαν στα βάθη με πορεία 100 και 200 χιλιομέτρων μέσα σε βροχή και σε χιόνι, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς ρούχα. Έτσι, από τις κακουχίες και την εξάντληση πέθαιναν στους δρόμους.
Στις πορείες θανάτου, μερικές φορές, οι γυναίκες ξέροντας τι τις περίμενε, όταν έφθαναν σε απόκρημνες πλαγιές που κάτω βούιζε το ποτάμι έπεφταν -σαν ένα άλλο Ζάλογγο ή Αραπίτσα- να πνιγούν, να σκοτωθούν, παρά να υποστούν την ατίμωση.
Οι Έλληνες, στο διάστημα 1916-1922, όπως μπορούσαν, προσπάθησαν να δραπετεύσουν, να φύγουν, να σωθούν, πολλοί κατέφυγαν στην ομόδοξη Ρωσία, άλλοι άνδρες δραπέτευσαν προς τη Συρία και πολλοί ήρθαν στην Ελλάδα. Έτσι, όταν έγινε η συνθήκη της Λοζάνης, είχε ξεκληριστεί σχεδόν το ελληνικό στοιχείο από τον Πόντο. Σε 353.000 ανέρχονται οι νεκροί της περιόδου εκείνης, μία ολόκληρη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που μόλις εν έτει 1994 αναγνωρίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων.
Θα ήθελα να επισημαίνω ότι τρεις χιλιάδες περίπου χρόνια πριν είχαν ξεκινήσει οι πρόγονοί μας για να δημιουργήσουν μια νέα Ελλάδα, που πότισαν με το αίμα τους την αγιασμένη γη της Ιωνίας στο μακρινό Πόντο. Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, 30.12.1918, η Ελλάδα με τα υπομνήματά της εξέθεσε τις διεκδικήσεις της επί της Βορ. Ηπείρου, της Θράκης, της Κωνσταντινούπολης, της Μ. Ασίας, των Νήσων του Αιγαίου και της Δωδεκανήσου.
Οι Έλληνες του Πόντου, που τόσα δεινά δοκίμασαν κατά τη διάρκεια του A' Παγκοσμίου πολέμου, 1914-1918, νόμισαν πως ήρθε η ώρα ν’ απαλλαγούν από τη μακραίωνη τουρκική τυραννία και ζήτησαν μετά την ανακωχή του Μούδρου, 17.10.1918, και την αποδοχή από την Τουρκία των όρων που έθεσαν οι σύμμαχοι, την καθιέρωση ενός πολιτεύματος που θα εγγυόταν την ελεύθερη ζωή και την απόλυτη εθνική ανάπτυξη και υπόστασή τους.
Για το σκοπό αυτό οι απανταχού Πόντιοι, στη Ρωσία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ελλάδα, στη Μασσαλία και στην Αμερική, κινήθηκαν δραστήρια, χωρίς συντονισμό όμως, μέσω των Σωματείων και Συνδέσμων που είχαν συμπήξει και πρόβαλαν τα αιτήματά τους με υπομνήματα και προσωπικές παραστάσεις προς τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και των συμμάχων, προς τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι.
Σε κάποια φάση των διαπραγματεύσεων φάνηκε ότι θα γινόταν δεκτή μια ευνοϊκή ρύθμιση του ποντιακού ζητήματος και η κυβέρνηση της Ελλάδας υιοθέτησε αίτημα των Ποντίων για τη συγκρότηση στρατιωτικής δύναμης, από Ποντίους κυρίως, η οποία θα ετίθετο στη διάθεση εντολοδόχου Μεγάλης Δύναμης που θα αναλάμβανε τη στήριξη της ανεξαρτησίας του Πόντου.
Με τις προϋποθέσεις αυτές άρχισε η συγκρότηση ειδικών στρατιωτικών μονάδων από Πόντιους αξιωματικούς και οπλίτες στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, για τη συμμετοχή των Ποντίων στη Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922. Οι μονάδες αυτές ειδικότερα αποτελούνταν: α) από Πόντιους αξιωματικούς και οπλίτες που υπηρετούσαν ήδη στον ελληνικό στρατό και β) από Πόντιους του Πόντου και του Καυκάσου που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα μετά τους βαλκανικούς πολέμους 1912-1913. Η συγκρότηση και η εκπαίδευση αυτών των μονάδων άρχισε τον Αύγουστο του 1919 και περατώθηκε το Νοέμβριο του ίδιου έτους, είχαν δε την εξής σύνθεση: α. Στην Αθήνα: Ένα τάγμα πεζικού με συνολική δύναμη πάνω από 1.000 οπλίτες, ένας ουλαμός εφέδρων αξιωματικών που περιλάμβανε 19 ουλαμίτες Πόντιους και 4 άλλους από άλλες περιοχές της Ελλάδας και μία πυροβολαρχία.
β. Στη Θεσσαλονίκη: Ένα τάγμα πεζικού από 4 λόχους με συνολική δύναμη πάνω από 1.000 οπλίτες. (Οι μονάδες αυτές ήταν να σταλούν στον Πόντο, για να στηρίξουν στρατιωτικούς την ανεξαρτησία του Πόντου. Η δυσμενής τροπή, όμως, που πήρε η πορεία του ποντιακού ζητήματος άλλαξε την αποστολή και τη σύνθεση του στρατιωτικού αυτού σώματος. Πολλοί στρατιώτες απολύθηκαν, κυρίως υπερήλικες, και οι διάφορες μονάδες συμπτήχθηκαν σ’ ένα μόνο τάγμα πεζικού στη Θεσσαλονίκη με συνολική δύναμη 1.000 αξιωματικών και οπλιτών και είχε την επωνυμία «Τάγμα Εθελοντών Πόντου».
Τον Ιανουάριο του 1921 απολύθηκαν πολλοί Πόντιοι μαχητές, κυρίως αυτοί που δεν υπείχαν στρατιωτικές υποχρεώσεις. Παρέμειναν ωστόσο μέχρι τέλους, ως την άτυχη έκβαση εκείνου του πολέμου. Τα όνειρα και οι ελπίδες των Ποντίων μαχητών για την ελευθερία και της δικής τους ιδιαίτερης πατρίδας, του Πόντου, θάφτηκαν για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου