Στις 20 Ιουλίου 1828 πέθανε, σε ηλικία 38 ετών, ο πρωτεργάτης της ελληνικής επανάστασης του 1821 Αλέξανδρος Υψηλάντης. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στη Βιέννη. Ο θάνατος τον βρήκε σε ένα φτωχικό ξενοδοχείο της Βιέννης, στο οποίο ο μεγάλος Έλληνας διέμενε μετά την αποφυλάκισή του, για λόγους υγείας (ανήκεστη βλάβη), από την αυστριακή φυλακή Τερέζινστατ της Βοημίας, όπου είχε μεταφερθεί από τη φυλακή του Μούνκατς της Ουγγαρίας.
Ο Πόντιος συγγραφέας από τις Σέρρες Σταύρος Κοταμανίδης (1928-2002) παρουσιάζει ως εξής τις τελευταίες στιγμές του Υψηλάντη, στο θεατρικό του έργο «Ο αδικαίωτος»:
(Είναι η ε' σκηνή της 9ης εικόνας, της τελευταίας, του έργου, που έχει τίτλο «Φως»).
Δωμάτιο πανδοχείου στη Βιέννη. Στη μέση της σκηνής ένα ντιβάνι, όπου πλαγιάζει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στηριγμένος σε πολλά μαξιλάρια. Δίπλα του ένα κομοδίνο. Η νοσοκόμα είναι κοντά του και προσπαθεί να του δώσει κάτι να πιεί. Στην άκρη αριστερά ομιλούν χαμηλόφωνα ο πρίγκιπας Γεώργιος και ο Λασσάνης. Ένα ρολόι χτυπά δώδεκα ... Ο Λασσάνης φεύγει. Σχεδόν αμέσως μπαίνουν ο Νικόλαος κι ένας ιερέας. Ο Γεώργιος σπεύδει κοντά στον Αλέξανδρο.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ (σκύβει πάνω από το κρεβάτι και τραντάζοντας τον Αλέξανδρο) Αλέξανδρε! Αλέξανδρε!.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (ξυπνά από τον εφιάλτη του) Τι είναι, πού βρίσκομαι;
ΝΙΚΟΛΑΟΣ (πλησιάζει κι ενώ δείχνει τον ιερέα που στέκει παρακεί) Αδελφέ μου, σου φέραμε τον ιερέα για να σε μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Αυτή είναι και η επιθυμία της μητέρας μας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Η μητέρα πού είναι;
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Καταφθάνει σε λίγο. Πήγε ο Λασσάνης να την παραλάβει. Θα πάρεις εσύ τώρα την θεία μετάληψη;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ας έρθη ο ιερέας...
(Ο Νικόλαος κάνει νεύμα στον ιερέα που πλησιάζει. Ο Νικόλαος και ο Γεώργιος τραβιούνται παράμερα).
ΙΕΡΕΑΣ(αφού πει σιγανόφωνα κάτι ακατάληπτες ευχές, ρωτά τον Αλέξανδρο) Έχετε να πείτε τίποτε, πρίγκιψ, που πιέζει την καρδιά σας;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Τίποτε, πάτερ.
ΙΕΡΕΑΣ Συγχωρήσατε τους εχθρούς σας;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ναι, με όλη την καρδιά μου. Ελπίζω και ο Θεός να με συγχωρήσει.
ΙΕΡΕΑΣ (μετά από μικρή σιγή) Παιδί μου, όταν αρχίσατε το εγχείρημά σας το επαναστατικό, στη Μολδοβλαχία, είχατε πάρει μόνος σας την απόφαση που επρόκειτο να έχη τόσο φοβερές συνέπειες;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (ταράζεται και καταβάλλοντας μία ύστατη προσπάθεια, ανασηκώνει λίγο το κεφάλι του και μέσα από την ψυχή του βγάζει σπαραγμό) Εγώ ... Εγώ ... Ποιος είμαι εγώ!
Ο Πόντιος συγγραφέας από τις Σέρρες Σταύρος Κοταμανίδης (1928-2002) παρουσιάζει ως εξής τις τελευταίες στιγμές του Υψηλάντη, στο θεατρικό του έργο «Ο αδικαίωτος»:
(Είναι η ε' σκηνή της 9ης εικόνας, της τελευταίας, του έργου, που έχει τίτλο «Φως»).
Δωμάτιο πανδοχείου στη Βιέννη. Στη μέση της σκηνής ένα ντιβάνι, όπου πλαγιάζει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στηριγμένος σε πολλά μαξιλάρια. Δίπλα του ένα κομοδίνο. Η νοσοκόμα είναι κοντά του και προσπαθεί να του δώσει κάτι να πιεί. Στην άκρη αριστερά ομιλούν χαμηλόφωνα ο πρίγκιπας Γεώργιος και ο Λασσάνης. Ένα ρολόι χτυπά δώδεκα ... Ο Λασσάνης φεύγει. Σχεδόν αμέσως μπαίνουν ο Νικόλαος κι ένας ιερέας. Ο Γεώργιος σπεύδει κοντά στον Αλέξανδρο.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ (σκύβει πάνω από το κρεβάτι και τραντάζοντας τον Αλέξανδρο) Αλέξανδρε! Αλέξανδρε!.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (ξυπνά από τον εφιάλτη του) Τι είναι, πού βρίσκομαι;
ΝΙΚΟΛΑΟΣ (πλησιάζει κι ενώ δείχνει τον ιερέα που στέκει παρακεί) Αδελφέ μου, σου φέραμε τον ιερέα για να σε μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Αυτή είναι και η επιθυμία της μητέρας μας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Η μητέρα πού είναι;
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Καταφθάνει σε λίγο. Πήγε ο Λασσάνης να την παραλάβει. Θα πάρεις εσύ τώρα την θεία μετάληψη;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ας έρθη ο ιερέας...
(Ο Νικόλαος κάνει νεύμα στον ιερέα που πλησιάζει. Ο Νικόλαος και ο Γεώργιος τραβιούνται παράμερα).
ΙΕΡΕΑΣ(αφού πει σιγανόφωνα κάτι ακατάληπτες ευχές, ρωτά τον Αλέξανδρο) Έχετε να πείτε τίποτε, πρίγκιψ, που πιέζει την καρδιά σας;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Τίποτε, πάτερ.
ΙΕΡΕΑΣ Συγχωρήσατε τους εχθρούς σας;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ναι, με όλη την καρδιά μου. Ελπίζω και ο Θεός να με συγχωρήσει.
ΙΕΡΕΑΣ (μετά από μικρή σιγή) Παιδί μου, όταν αρχίσατε το εγχείρημά σας το επαναστατικό, στη Μολδοβλαχία, είχατε πάρει μόνος σας την απόφαση που επρόκειτο να έχη τόσο φοβερές συνέπειες;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (ταράζεται και καταβάλλοντας μία ύστατη προσπάθεια, ανασηκώνει λίγο το κεφάλι του και μέσα από την ψυχή του βγάζει σπαραγμό) Εγώ ... Εγώ ... Ποιος είμαι εγώ!
Πώς θα μπορούσα μόνος μου να αναλάβω μία υπόθεση όπως ήταν εκείνη!... (πέφτει στα μαξιλάρια του εξαντλημένος).
ΙΕΡΕΑΣ Καλά, παιδί μου. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο. Σου απονέμω την συγχώρηση ... (ο ιερέας φεύγει. Οι δύο αδελφοί του Αλέξανδρου τρέχουν κοντά του).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Αλέξανδρε! Αλέξανδρε!...
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (ανοίγει με δυσκολία τα μάτια του) Ήρθε η μητέρα;
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κουράγιο, Αλέξανδρε, καταφθάνει! Ανεβαίνει τώρα τη σκάλα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Αγαπημένοι μου αδελφοί! Εσείς τουλάχιστον με συμπαρασταθήκατε ώς το τέλος ... (κουνά σε αποχαιρετισμό το χέρι, ενώ η φωνή του μοιάζει να έρχεται από μακριά) Γεια σας, γεια σας, αγαπημένα μου αδέλφια!... Τώρα πια θα προσεύχεται η μητέρα μου για σας ... Γεια σας! ... Να είσθε ευτυχισμένοι! Ω, ναι, να ζήσετε όλοι σας ευτυχισμένοι!... (παραδίνει την τελευταία του πνοή).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ - ΓΕΩΡΠΟΣ (με μια φωνή σπαρακτική) Αλέξανδρε!
ΛΑΣΣΑΝΗΣ (εισβάλλει ορμητικά, σέρνοντας σχεδόν την Ελισάβετ από το χέρι)
Σπεύσατε, πριγκίπισσα! Ο Αλέξανδρος απεγνωσμένα περιμένει να σας δει!...
ΕΛΙΣΑΒΕΤ (σωριάζεται πάνω στο κρεβάτι, αγκαλιάζοντας το σώμα του νεκρού, πια,
Αλεξάνδρου) Γιε μου!... (κλαίει).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ (στο Λασσάνη) Είναι αργά! ... (βουρκώνω). Ο Αλέξανδρος Υφηλάντης νεκρός
ΓΕΩΡΓΙΟΣ (ανασηκώνει τη μητέρα του) Έλα, μητέρα, έλα.
ΕΛΙΣΑΒΕΤ (με κραυγές γοερές, καθώς την ανασηκώνουν) Αλέξανδρε, παιδί μου! (με σπαραγμό) Θεέ μου, ούτε αυτή δε με αξίωσες τη μικρή χαρά! ...
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Έλα, μητέρα! Έλα να ησυχάσεις λίγο (αρχίζει ν’ ακούγεται, απαλά, πένθιμη μουσική)
ΕΛΙΣΑΒΕΤ (καθώς σκουπίζει τα μάτια της και ρίχνει μια ματιά απέραντης τρυφερότητας στο νεκρό Αλέξανδρο) Γλυκύτατε μου Αλέξανδρε! ... Πώς κίνησες, αγόρι μου, και τώρα πώς σ’ ευρίσκω!...
(Μέσα σε γενική συγκίνηση κι ενώ ακούγεται ήδη έντονα η πένθιμη μουσική, κλείνει αργά αργά η αυλαία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου