Η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία μετέβαλε δραστικά τις συνθήκες διαβίωσης των καταφυγόντων εκεί από τον Πόντο Ελλήνων προσφύγων. Στις 25 Οκτωβρίου (7 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) 1917, οι μπολσεβίκοι που αποτελούσαν τη μειοψηφία στο επικείμενο συνέδριο των σοβιέτ, ανέτρεψαν τη δημοκρατική κυβέρνηση του Κερένσκι και κατέλαβαν την εξουσία.
Οι Έλληνες μετανάστες, αν και συμμετείχαν σε όλες τις διαδικασίες μετάβασης από το δημοκρατικό καθεστώς σε εκείνο που επέβαλαν οι μπολσεβίκοι, αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τους μπολσεβίκους. Για τον λόγο αυτό και η ηγεσία των μπολσεβίκων έβλεπε αρνητικά τους Έλληνες, όπως και όλες τις άλλες εθνότητες. Η κατάσταση γρήγορα διαμορφώθηκε σε εχθρική. Πολλοί Έλληνες, ειδικά οι εύποροι, αντιμετώπισαν την κατάσχεση των περιουσιών τους. Υπήρξαν και περιπτώσεις που Έλληνες, με αποφάσεις των λαϊκών δικαστηρίων, οδηγήθηκαν σε εκτελέσεις.
Στο ίδιο διάστημα παρατηρείται το φαινόμενο πολλών Ελλήνων προσφύγων από τον Πόντο στο εσωτερικό της Ρωσίας, που μετακινούνται τώρα προς τις παραλιακές πόλεις της Νότιας Ρωσίας.
Η φιλοσοφία της κυβέρνησης των μπολσεβίκων ακολουθούσε φιλοτουρκική πολιτική. Με τη στάση της αυτή επεδίωκε να προσεταιριστεί τους τουρκογενείς μουσουλμάνους της ρωσικής αυτοκρατορίας.
Η ολική επικράτηση των μπολσεβίκων σε όλο το χώρο της πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας ήταν καταστροφική για τα ελληνικά οικονομικά συμφέροντα και τον πληθυσμό στη Ρωσία. Τα περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού δημοσίου και διαφόρων ελληνικών ιδρυμάτων, που κατασχέθηκαν από τους Σοβιετικούς ανέρχονταν σε αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ρούβλια. Το σύνολο των ιδιωτικών περιουσιών που είχαν εγκαταλειφθεί ανερχόταν - σύμφωνα με πολύ συντηρητικούς υπολογισμούς - σε 25.470.000 χρυσές λίρες Αγγλίας.
Χαρά των Ελλήνων για την ήττα της Τουρκίας
Ενώ αυτά συμβαίνουν στον χώρο της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας των τσάρων, στο λιμάνι του Μούδρου, στη Λήμνο, υπογράφηκε στις 30 Οκτωβρίου 1918 η Συνθήκη ανακωχής μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας. Τις διαπραγματεύσεις αυτές ανέλαβε, για λογαριασμό των Συμμάχων, ο Άγγλος ναύμαρχος Αρ. Κάλθορπ, ενώ για την Τουρκία ο Τούρκος υπουργός Ναυτικών Χουσεΐν Ραούφ. Με τη συνθήκη αυτή, υποχρεωνόταν η Τουρκία να ανοίξει τα Δαρδανέλια και να παραχωρήσει τα οχυρά της περιοχής στους Συμμάχους. Μεταξύ των άλλων όρων της συνθήκης ήταν και ο αφοπλισμός του τουρκικού στρατού. Τα όπλα θα φυλάσσονταν με την ευθύνη των Συμμάχων στις αποθήκες και ο στρατός θα παρέμενε μέσα στα στρατόπεδα. (1)
Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, χαροποίησε τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Οι αντάρτες στον Πόντο έκαναν την εμφάνισή τους στις πόλεις, με τη σκέψη και την ελπίδα ότι η κατάσταση θα αλλάξει και θα ξαναζήσουν στον τόπο τους ειρηνικά, όπως ζούσαν πριν από τον α' παγκόσμιο πόλεμο.
Οι Έλληνες της Ρωσίας, ειδικά εκείνοι που ζούσαν στις περιοχές όπου δεν είχαν επικρατήσει οι μπολσεβίκοι, γιόρτασαν και αυτοί μαζί με τους άλλους την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων. Οι πανηγυρισμοί πήραν μεγάλη έκταση, γιατί η νίκη των συμμάχων θεωρήθηκε και νίκη της Ελλάδας. Πίστευαν οι Έλληνες ότι δινόταν η ευκαιρία στο ελληνικό έθνος να πραγματοποιήσει τους προαιώνιους πόθους του. Στο Σοχούμι ήταν χαρακτηριστικός ο τρόπος που γιόρτασαν οι Έλληνες την ήττα των Τούρκων, με πανηγυρισμούς και ενθουσιώδεις λόγους. Όλοι άρχισαν να σκέφτονται και να μιλούν για έναν ελεύθερο και ανεξάρτητο Πόντο.
Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, στις 30 Δεκεμβρίου 1918, στο Παρίσι, ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε επίσημη πρόταση στα μέλη της επιτροπής για την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, με υπόμνημα που κατέθεσε στα μέλη των αντιπροσωπειών των νικητριών χωρών, ζητούσε τη δημιουργία ελληνικού κράτους στην περιοχή του Πόντου και μιλούσε για τα δίκαια του Πόντου.
Ο ελληνικός στρατός στην Ουκρανία
Δεν πρόλαβαν να χαρούν και να πραγματοποιήσουν οι Έλληνες τα όνειρά τους, και κάποιο γεγονός ήρθε να ανατρέψει τη διαγραφόμενη κατάσταση. Πρόκειται για την παρουσία ελληνικού στρατού στην Οδησσό. Ήταν μια ενέργεια του Έλληνα πρωθυπουργού να στείλει στρατό για να πολεμήσει στο πλευρό των τσαρικών, που μάχονταν εναντίον των μπολσεβίκων. Επρόκειτο για μια πολιτική πράξη, βέβαια, με την οποία ο Βενιζέλος επιδίωκε να εξασφαλίσει την παρουσία της Ελλάδας στη Θράκη και τη Σμύρνη. Η αποστολή του εκστρατευτικού σώματος στην Οδησσό έγινε τον Ιανουάριο του 1919 και προκάλεσε σοβαρό πρόβλημα στους Έλληνες, που κατοικούσαν στις ελεγχόμενες από τους Σοβιετικούς περιοχές. Οι συμμαχικές κυβερνήσεις είχαν αποφασίσει να στείλουν στρατό στη Ρωσία, για να βοηθήσουν στην κατάπνιξη της κομμουνιστικής επανάστασης. Η Ελλάδα, πιεζόμενη από την Αντάντ, συμμετείχε στην εκστρατεία με 23.351 άνδρες.
Στην αρχή, οι Έλληνες της Οδησσού υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό το εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων. Γρήγορα, όμως, τον ενθουσιασμό θα τον διαδεχτεί η απογοήτευση. Όταν το εγχείρημα των συμμάχων να βοηθήσουν τους τσαρικούς απέτυχε και το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία τον Ιούνιο του 1919 και να μεταβεί στη Μικρά Ασία, ακολούθησαν τα δεινά των Ελλήνων. Ο ελληνισμός της Ρωσίας έγινε στόχος των Σοβιετικών.
Η εκστρατεία στην Ουκρανία κόστισε στις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας, όχι μόνον εξαιτίας της στρατιωτικής επέμβασης στη Ρωσία, αλλά και γιατί οι Έλληνες ήταν παράγοντες του εμπορίου. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν έγινε γνωστό ότι ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε τον Μάιο του 1919 στη Σμύρνη και άρχισαν οι εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στη χειρότερή τους μορφή.
Η φυγή των Ελλήνων της Ρωσίας
Όλο αυτό το δυσάρεστο κλίμα που δημιουργήθηκε στη Ρωσία σε βάρος των Ελλήνων και ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των οπαδών του τσάρου και των μπολσεβίκων προβληματίζει τους Έλληνες όσον αφορά την παραμονή τους. Άρχισαν να σκέφτονται την εγκατάλειψη των εστιών τους και τη μετάβασή τους στην ιστορική τους πατρίδα, την Ελλάδα.
Οι διαδικασίες επαναπατρισμού μεταξύ των δύο κυβερνήσεων θα αρχίσουν στο τέλος του 1921 από το Νοβοροσίσκ. (2) Η συγκέντρωση πολλών προσφύγων στις παράλιες πόλεις της Νότιας Ρωσίας από διάφορα μέρη και η παραμονή σε ακατάλληλες αίθουσες προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Διάφορες επιτροπές από Έλληνες, αλλά και ο Ιταλικός Ερυθρός Σταυρός, έσπευσαν να προσφέρουν βοήθεια στους δοκιμαζόμενους πρόσφυγες.
Τον Ιούλιο του 1921 αποφασίστηκε από τους πρόσφυγες η αποστολή «ιδιαιτέρας επιτροπής εις Ελλάδα για το ζήτημα της μεταναστεύσεως των Ελλήνων της Ρωσίας».
Τον Αύγουστο του ιδίου έτους - 1921 -, η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν μπορεί να δεχτεί επαναπατριζόμενους, γιατί υπήρχε πρόβλημα στέγης στην Ελλάδα. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα, οι ελληνικές υπηρεσίες δεν είχαν την κατάλληλη υποδομή ούτε και κανένα σχέδιο για την υποδοχή και εγκατάσταση μεγάλου αριθμού προσφύγων. Η Ελλάδα, την εποχή εκείνη, αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τα έξοδα μιας τέτοιας προσπάθειας, που απαιτούσε μεγάλα χρηματικά ποσά και ανάλογες υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και εγκατάστασης. Είχε να αντιμετωπίσει τις τεράστιες δαπάνες του εκστρατευτικού σώματος που πολεμούσε στη Μικρά Ασία για την απελευθέρωση της Ιωνίας. Παρά τις δυσκολίες, η ελληνική κυβέρνηση πίστευε ότι έπρεπε να μεταφερθούν οι Έλληνες πρόσφυγες, γιατί έτσι θα ενισχυόταν και ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας, που παραμελήθηκε εξαιτίας της στράτευσης των αγροτών. Τελικά, η μεταφορά άρχισε στο τέλος του 1921, οπότε μεταφέρθηκε ένα μέρος από τους πρόσφυγες. Χιλιάδες έμειναν πίσω, πολλοί από τους οποίους αρρώστησαν από εξανθηματικό πυρετό και πέθαναν πριν προλάβουν να επιβιβαστούν στα καράβια.
Μερικά πλοία κατέφτασαν στις αρχές του 1922, για να παραλάβουν τους υπόλοιπους, που στοιβάζονταν σε κάθε πλοίο περισσότερα από 4.500 άτομα. Ύστερα από ένα επικίνδυνο και κουραστικό ταξίδι, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και αποβιβάστηκαν στο λιμάνι, για να οδηγηθούν στην Καλαμαριά, στο Καρά Μπουρνού και στο Χαρμάνκιοϊ, ενώ άλλοι αποβιβάστηκαν στον Πειραιά.
Στις 21 Μαΐου 1922, από τα περίπου 5.000 άτομα, που μετέφερε το πλοίο «Άγιος Κωνσταντίνος», πέθαναν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του από το Βατούμ στην Ελλάδα, 150 - 200 άτομα. Το τραγικότερο ήταν ότι τους αποθανόντες, τους έριχναν στη θάλασσα μπροστά στα μάτια των συγγενών τους. Άλλους πάλι, τους μετέφεραν στη Μακρόνησο, για να ζήσουν κάποιο διάστημα την «καραντίνα» για λόγους υγείας, κάτω από δραματικές συνθήκες.
Οι πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία ανέρχονταν σε 14.500 οικογένειες, δηλαδή 540.000 άτομα. Στην Ανατολική Μακεδονία εγκαταστάθηκαν 1.878 οικογένειες από τον Καύκασο, δηλαδή 7.490 άτομα. Στη Θράκη εγκαταστάθηκαν 3.161 οικογένειες, δηλαδή 9.675 άτομα.
Συνολικά, στη Βόρεια Ελλάδα εγκαταστάθηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του 1921 19.532 οικογένειες, δηλαδή 711.165 άτομα. (2)
Παναγιώτης Παπαδόπουλος
Βιβλιογραφία
1. Αρχείον Πόντου, τ. 38, Απ. Καρπόζηλος, σελ. 53.
2. «Παρευξείνιος Διασπορά», Βλ. Αγτζίδης, εκδ. Αφών Κυριακίδη, σελ. 50-57, 148-149-και 205-221.
3. «Οι Έλληνες της Οδησσού», Κ. Παπουλίδη, εκδ. Αφών Κυριακίδη, σελ. 32.
4. Εγκ. ΠΑΠΥΡΟΣ, LARUSSE, BR. τ. 43.
Οι Έλληνες μετανάστες, αν και συμμετείχαν σε όλες τις διαδικασίες μετάβασης από το δημοκρατικό καθεστώς σε εκείνο που επέβαλαν οι μπολσεβίκοι, αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τους μπολσεβίκους. Για τον λόγο αυτό και η ηγεσία των μπολσεβίκων έβλεπε αρνητικά τους Έλληνες, όπως και όλες τις άλλες εθνότητες. Η κατάσταση γρήγορα διαμορφώθηκε σε εχθρική. Πολλοί Έλληνες, ειδικά οι εύποροι, αντιμετώπισαν την κατάσχεση των περιουσιών τους. Υπήρξαν και περιπτώσεις που Έλληνες, με αποφάσεις των λαϊκών δικαστηρίων, οδηγήθηκαν σε εκτελέσεις.
Στο ίδιο διάστημα παρατηρείται το φαινόμενο πολλών Ελλήνων προσφύγων από τον Πόντο στο εσωτερικό της Ρωσίας, που μετακινούνται τώρα προς τις παραλιακές πόλεις της Νότιας Ρωσίας.
Η φιλοσοφία της κυβέρνησης των μπολσεβίκων ακολουθούσε φιλοτουρκική πολιτική. Με τη στάση της αυτή επεδίωκε να προσεταιριστεί τους τουρκογενείς μουσουλμάνους της ρωσικής αυτοκρατορίας.
Η ολική επικράτηση των μπολσεβίκων σε όλο το χώρο της πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας ήταν καταστροφική για τα ελληνικά οικονομικά συμφέροντα και τον πληθυσμό στη Ρωσία. Τα περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού δημοσίου και διαφόρων ελληνικών ιδρυμάτων, που κατασχέθηκαν από τους Σοβιετικούς ανέρχονταν σε αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ρούβλια. Το σύνολο των ιδιωτικών περιουσιών που είχαν εγκαταλειφθεί ανερχόταν - σύμφωνα με πολύ συντηρητικούς υπολογισμούς - σε 25.470.000 χρυσές λίρες Αγγλίας.
Χαρά των Ελλήνων για την ήττα της Τουρκίας
Ενώ αυτά συμβαίνουν στον χώρο της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας των τσάρων, στο λιμάνι του Μούδρου, στη Λήμνο, υπογράφηκε στις 30 Οκτωβρίου 1918 η Συνθήκη ανακωχής μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας. Τις διαπραγματεύσεις αυτές ανέλαβε, για λογαριασμό των Συμμάχων, ο Άγγλος ναύμαρχος Αρ. Κάλθορπ, ενώ για την Τουρκία ο Τούρκος υπουργός Ναυτικών Χουσεΐν Ραούφ. Με τη συνθήκη αυτή, υποχρεωνόταν η Τουρκία να ανοίξει τα Δαρδανέλια και να παραχωρήσει τα οχυρά της περιοχής στους Συμμάχους. Μεταξύ των άλλων όρων της συνθήκης ήταν και ο αφοπλισμός του τουρκικού στρατού. Τα όπλα θα φυλάσσονταν με την ευθύνη των Συμμάχων στις αποθήκες και ο στρατός θα παρέμενε μέσα στα στρατόπεδα. (1)
Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, χαροποίησε τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Οι αντάρτες στον Πόντο έκαναν την εμφάνισή τους στις πόλεις, με τη σκέψη και την ελπίδα ότι η κατάσταση θα αλλάξει και θα ξαναζήσουν στον τόπο τους ειρηνικά, όπως ζούσαν πριν από τον α' παγκόσμιο πόλεμο.
Οι Έλληνες της Ρωσίας, ειδικά εκείνοι που ζούσαν στις περιοχές όπου δεν είχαν επικρατήσει οι μπολσεβίκοι, γιόρτασαν και αυτοί μαζί με τους άλλους την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων. Οι πανηγυρισμοί πήραν μεγάλη έκταση, γιατί η νίκη των συμμάχων θεωρήθηκε και νίκη της Ελλάδας. Πίστευαν οι Έλληνες ότι δινόταν η ευκαιρία στο ελληνικό έθνος να πραγματοποιήσει τους προαιώνιους πόθους του. Στο Σοχούμι ήταν χαρακτηριστικός ο τρόπος που γιόρτασαν οι Έλληνες την ήττα των Τούρκων, με πανηγυρισμούς και ενθουσιώδεις λόγους. Όλοι άρχισαν να σκέφτονται και να μιλούν για έναν ελεύθερο και ανεξάρτητο Πόντο.
Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, στις 30 Δεκεμβρίου 1918, στο Παρίσι, ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε επίσημη πρόταση στα μέλη της επιτροπής για την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, με υπόμνημα που κατέθεσε στα μέλη των αντιπροσωπειών των νικητριών χωρών, ζητούσε τη δημιουργία ελληνικού κράτους στην περιοχή του Πόντου και μιλούσε για τα δίκαια του Πόντου.
Έλληνες στρατιώτες που συμμετείχαν στην εκστρατεία στην Ουκρανία |
Ο ελληνικός στρατός στην Ουκρανία
Δεν πρόλαβαν να χαρούν και να πραγματοποιήσουν οι Έλληνες τα όνειρά τους, και κάποιο γεγονός ήρθε να ανατρέψει τη διαγραφόμενη κατάσταση. Πρόκειται για την παρουσία ελληνικού στρατού στην Οδησσό. Ήταν μια ενέργεια του Έλληνα πρωθυπουργού να στείλει στρατό για να πολεμήσει στο πλευρό των τσαρικών, που μάχονταν εναντίον των μπολσεβίκων. Επρόκειτο για μια πολιτική πράξη, βέβαια, με την οποία ο Βενιζέλος επιδίωκε να εξασφαλίσει την παρουσία της Ελλάδας στη Θράκη και τη Σμύρνη. Η αποστολή του εκστρατευτικού σώματος στην Οδησσό έγινε τον Ιανουάριο του 1919 και προκάλεσε σοβαρό πρόβλημα στους Έλληνες, που κατοικούσαν στις ελεγχόμενες από τους Σοβιετικούς περιοχές. Οι συμμαχικές κυβερνήσεις είχαν αποφασίσει να στείλουν στρατό στη Ρωσία, για να βοηθήσουν στην κατάπνιξη της κομμουνιστικής επανάστασης. Η Ελλάδα, πιεζόμενη από την Αντάντ, συμμετείχε στην εκστρατεία με 23.351 άνδρες.
Στην αρχή, οι Έλληνες της Οδησσού υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό το εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων. Γρήγορα, όμως, τον ενθουσιασμό θα τον διαδεχτεί η απογοήτευση. Όταν το εγχείρημα των συμμάχων να βοηθήσουν τους τσαρικούς απέτυχε και το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία τον Ιούνιο του 1919 και να μεταβεί στη Μικρά Ασία, ακολούθησαν τα δεινά των Ελλήνων. Ο ελληνισμός της Ρωσίας έγινε στόχος των Σοβιετικών.
Η εκστρατεία στην Ουκρανία κόστισε στις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας, όχι μόνον εξαιτίας της στρατιωτικής επέμβασης στη Ρωσία, αλλά και γιατί οι Έλληνες ήταν παράγοντες του εμπορίου. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν έγινε γνωστό ότι ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε τον Μάιο του 1919 στη Σμύρνη και άρχισαν οι εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στη χειρότερή τους μορφή.
Η φυγή των Ελλήνων της Ρωσίας
Όλο αυτό το δυσάρεστο κλίμα που δημιουργήθηκε στη Ρωσία σε βάρος των Ελλήνων και ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των οπαδών του τσάρου και των μπολσεβίκων προβληματίζει τους Έλληνες όσον αφορά την παραμονή τους. Άρχισαν να σκέφτονται την εγκατάλειψη των εστιών τους και τη μετάβασή τους στην ιστορική τους πατρίδα, την Ελλάδα.
Οι διαδικασίες επαναπατρισμού μεταξύ των δύο κυβερνήσεων θα αρχίσουν στο τέλος του 1921 από το Νοβοροσίσκ. (2) Η συγκέντρωση πολλών προσφύγων στις παράλιες πόλεις της Νότιας Ρωσίας από διάφορα μέρη και η παραμονή σε ακατάλληλες αίθουσες προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Διάφορες επιτροπές από Έλληνες, αλλά και ο Ιταλικός Ερυθρός Σταυρός, έσπευσαν να προσφέρουν βοήθεια στους δοκιμαζόμενους πρόσφυγες.
Τον Ιούλιο του 1921 αποφασίστηκε από τους πρόσφυγες η αποστολή «ιδιαιτέρας επιτροπής εις Ελλάδα για το ζήτημα της μεταναστεύσεως των Ελλήνων της Ρωσίας».
Τον Αύγουστο του ιδίου έτους - 1921 -, η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν μπορεί να δεχτεί επαναπατριζόμενους, γιατί υπήρχε πρόβλημα στέγης στην Ελλάδα. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα, οι ελληνικές υπηρεσίες δεν είχαν την κατάλληλη υποδομή ούτε και κανένα σχέδιο για την υποδοχή και εγκατάσταση μεγάλου αριθμού προσφύγων. Η Ελλάδα, την εποχή εκείνη, αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τα έξοδα μιας τέτοιας προσπάθειας, που απαιτούσε μεγάλα χρηματικά ποσά και ανάλογες υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και εγκατάστασης. Είχε να αντιμετωπίσει τις τεράστιες δαπάνες του εκστρατευτικού σώματος που πολεμούσε στη Μικρά Ασία για την απελευθέρωση της Ιωνίας. Παρά τις δυσκολίες, η ελληνική κυβέρνηση πίστευε ότι έπρεπε να μεταφερθούν οι Έλληνες πρόσφυγες, γιατί έτσι θα ενισχυόταν και ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας, που παραμελήθηκε εξαιτίας της στράτευσης των αγροτών. Τελικά, η μεταφορά άρχισε στο τέλος του 1921, οπότε μεταφέρθηκε ένα μέρος από τους πρόσφυγες. Χιλιάδες έμειναν πίσω, πολλοί από τους οποίους αρρώστησαν από εξανθηματικό πυρετό και πέθαναν πριν προλάβουν να επιβιβαστούν στα καράβια.
Μερικά πλοία κατέφτασαν στις αρχές του 1922, για να παραλάβουν τους υπόλοιπους, που στοιβάζονταν σε κάθε πλοίο περισσότερα από 4.500 άτομα. Ύστερα από ένα επικίνδυνο και κουραστικό ταξίδι, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και αποβιβάστηκαν στο λιμάνι, για να οδηγηθούν στην Καλαμαριά, στο Καρά Μπουρνού και στο Χαρμάνκιοϊ, ενώ άλλοι αποβιβάστηκαν στον Πειραιά.
Στις 21 Μαΐου 1922, από τα περίπου 5.000 άτομα, που μετέφερε το πλοίο «Άγιος Κωνσταντίνος», πέθαναν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του από το Βατούμ στην Ελλάδα, 150 - 200 άτομα. Το τραγικότερο ήταν ότι τους αποθανόντες, τους έριχναν στη θάλασσα μπροστά στα μάτια των συγγενών τους. Άλλους πάλι, τους μετέφεραν στη Μακρόνησο, για να ζήσουν κάποιο διάστημα την «καραντίνα» για λόγους υγείας, κάτω από δραματικές συνθήκες.
Οι πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία ανέρχονταν σε 14.500 οικογένειες, δηλαδή 540.000 άτομα. Στην Ανατολική Μακεδονία εγκαταστάθηκαν 1.878 οικογένειες από τον Καύκασο, δηλαδή 7.490 άτομα. Στη Θράκη εγκαταστάθηκαν 3.161 οικογένειες, δηλαδή 9.675 άτομα.
Συνολικά, στη Βόρεια Ελλάδα εγκαταστάθηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του 1921 19.532 οικογένειες, δηλαδή 711.165 άτομα. (2)
Παναγιώτης Παπαδόπουλος
Βιβλιογραφία
1. Αρχείον Πόντου, τ. 38, Απ. Καρπόζηλος, σελ. 53.
2. «Παρευξείνιος Διασπορά», Βλ. Αγτζίδης, εκδ. Αφών Κυριακίδη, σελ. 50-57, 148-149-και 205-221.
3. «Οι Έλληνες της Οδησσού», Κ. Παπουλίδη, εκδ. Αφών Κυριακίδη, σελ. 32.
4. Εγκ. ΠΑΠΥΡΟΣ, LARUSSE, BR. τ. 43.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου