Έθιμα του Πάσχα σην Σαντά

Κυριακή 5 Απριλίου 2015


Άγιος Κωνσταντίνος-Ζουρνατσάντων

Μεγάλη Εβδομάδα.
Ήταν αφιερωμένη στην καθαριότητα και τα­κτοποίηση του σπιτιού. Ολα τα σκεύη και τα πράγματα έπρεπε να ανασταθούν, να εξαγνισθούν, δηλ. να καθαρισθούν, να ανανεωθούν και στάβλοι και ζώα και αγροί.
Αν δεν πρόφθαιναν να τρίψουν και καθαρίσουν τα σκεύη με στάχτη ή σαπουνάδα, έπρεπε τουλάχιστο να τα σκουπίσουν και να τα μετατοπίσουν.
Κουβαλούσαν την κοπριά από την αυλή, σκούπιζαν (επερδόνιζαν) και καθάριζαν το σπίτι, την αυλή, τον αχυρώνα, το στάβλο.
Τα αυγά έπρεπε να τοποθετηθούν κάτω από την αγία Τράπεζα κατά τα Δώδε­κα - Βαγγέλια και να μείνουν εκεί ως την απόλυση του Πάσχα, οπότε τα έπαιρναν.
Μερικοί έβαζαν με τ’ αυγά και λίγο αλάτι (ευχιασμένον άλας και ωβά) . Το αλάτι το μεταχειρίζονταν ως ξόρκι κατά της βασκανίας.
Τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί έφερναν πίτας στην εκκλησία, όχι κόλλυβα.
Τη Μεγάλη Παρασκευή περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο υπήρχε η πρόληψη ότι: οι κακοί δε μπορούσαν να περάσουν, διότι τους εμποδίζουν τα κέρατα τους, έπρεπε να έρθει από πίσω κάποιος καλός να τους σπρώξει για να περάσουν.
Πάσχα - Λαμπρή.
Η Λαμπρή συμβόλιζε στον Πόντο την απο­λύτρωση του έθνους από τη δουλεία και την ταπείνωση. Πήγαιναν στην εκκλησία μεσάνυχτα.
Κατά το Δοξαστικό Αναστάσεως ημέρα. . . έκαναν ασπασμό όλοι και οι μαλωμένοι υποχρεωτικά συμφιλιώνονταν.
Οι τουφε­κιές και οι καμπάνες δεν σταματούσαν, αλλά εξακολουθούσαν όλην την ημέ­ρα. Μόλις γύριζαν από την εκκλησία έσπαναν και έτρωγαν τ' ευχιασμένον τ' ωβόν λέγοντας:
Ση Χριστού τ' όνεμαν και ση διαβόλ' τη σπάσ. Με τ' ευχιασμένον τ' ώβόν δεν τσούγκριζαν, διότι το σπασμένο έπρεπε να το πά­ρει ο νικητής, εκτός εάν συμφωνούσαν να φάει έκαστος το αυγό του.
Στο σπίτι τη μουσκαρί το κρέας βραστό αντικαθιστούσε τ' αρνί της σούβλας. Οι χοροί γίνονταν στ' αλώνια, αν δεν έκανε κακοκαιρία.
Τα τσουγκρίσματα των αυγών εξακολουθούσαν ως την Ανάληψη. Στη δεύτερη Ανά­σταση έβγαιναν έξω από τις ενορίες:
Αγία Κυριακή- Ισχανάντων
Οι Πινιατιάντ και  Ισχανάντ ως τ’ Αραπάντων τα χοζάνια, οι Κάθε χωρέτ ως τοί Κοσλαράντων, οι Κοσλαράντ ως τη Κατσά, οι Ζουρνατσιάντ σα Κερχανάδας, οι Τσακαλάντ ως τοί Πισστοφάντων το ρακάν.
Τότε κάθε ενορία προσπαθούσε να κάψει περισσότερο μπαρούτι, να πατεί τ' άλλα τα χωρία. Την ημέρα αυτή έκαιγαν και τον διάβολον ή τον εβραίον στην άκρη του αλωνιού όπου χόρευαν κάρφωναν ένα μακρύ φυντάνι (μαρτάκ).
Στην κορυφή του έδεναν ομοίωμα ανθρώπου: σακί γεμάτο με χόρτα, ξύλο διαμπερές για χέρια, κι ένα κουρέλι σφαιρικό για κεφάλι. Με τους πυροβολισμούς άναβε και καιόταν.
Την πρώτη μέρα έκαμναν επίσκεψη μόνο στου παπά, στου επιτρόπου και στο σπίτι εκείνων που είχαν νεκρό εκείνο το χρόνο.
Σ’ όλα τα σπίτια τους πρόσφεραν κόκκινα αυγά, τα οποία την ίδια στιγμή τα τσούγκριζαν. Αφού δοκίμαζαν στα δόντια την αντοχή των αυγών τους, για να πείσει ο ένας τον άλλο έλεγε:
Να τ’ ωβό ‘μ και κάθκα.
Παίρω τ' ώβό ‘σ και κάθουμαι. Μερικοί πονηροί τρυπούσαν τ’ αυγό με βελόνι και έβαζαν μέσα πίσσα (πισσιάνος). Άλλοι τα έψηναν στη χόβολη με τη μύτη προς τα κάτω.
Τη δεύτερη μέρα έπαιρναν γραμμή όλα τα σπίτια και του πιο φτωχού και της χήρας.
Στην ενορία Πινατάντων όλοι οι άνδρες πήγαιναν μαζί μια παρέα.
Από τη Λαμπρή ως την Ανάληψη ο χαιρετισμός ήταν Χριστός Ανέστη - Αληθώς ανέστη ή Αληθινός ανέστη. Λαμπροήμερα ονομαζόταν η Διακαινήσιμη εβδομάδα.
Στα τριήμερα το τραπέζι ήταν στρωμένο, αρματωμένο και δεν το σήκωναν. Όλην αυτή την εβδομάδα δεν δούλευαν (εύκαιρον εβδομάδα, ντο σπείρτς 'κι φυτρών, ήταν αφιερωμένη στους χορούς και στα γλέντια.
Την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής γιόρταζε η ενορία Τσιακαλάντων. Κατά το διάστημα Λαμπρής - Ανάληψης πίστευαν  ότι οι νεκροί ,ανασταίνονταν και ήσαν γύρω τους.
Της Μεσοπεντηκοστής δεν δούλευαν, για να μη πλεθύννε τα πεντικούδια.
Τ’ Ανάληψης. Κάτω από το παρχάρι «τη Σπυριδίνας το γίρτ» υπήρχε καλύβα αστέγαστη της Ανάληψης και πλάι της σιδηρούχα νερά - αγιάσματα, που ήσαν η κολυμπήθρα του Σιλωάμ.
 Κι εγώ είχα τσαφίον (κνησμό) στις κνήμες μου, τρεις φορές μπήκα στα αγιάσματα, πλύθηκα και θεραπεύτηκα.
Από το μεταλλικό νερό; Από αυθυποβολή; Δεν ξέρω.
Τ’ ημεροθανάτ. Παραμονή της Πεντηκοσπής. Έκαναν κόλλυβα και δεν δούλευαν, για να αποθάννε ημέρα, χωρίς βάσανα.
Της Πεντηκοστής. Μεγάλη γιορτή φύλλον 'κ ελαΐσκουτον. Βάλεν το καρυδόφυλλον και φα την εβδομάδαν,  η ερχόμενη βδομάδα ήταν λιτεία-απάσκα, διότι από την άλλη αρχίζει η νηστεία των Αγ. Αποστόλων. Το καρυδόφυλλο, που είναι σύνθετο φύλλο, έπρεπε να έχει περιττό αριθμό φύλλων για γούρι.
Τ' άεΠνεμάτ. Αργία, πήγαιναν στα παρχάρια.




Στάθης Αθανασιάδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ & ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ"


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah