Χαμένα αδέλφια: Απο την Σαμψούντα στη Δράμα ΜΕΡΟΣ 4ο

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

Πολιτιστικο κεντρο στη Δράμα
(φωτο:Δημήτρης Ασπιώτης)
Ο «κύριος Βασίλης» και ο αδελφός του Θεοφύλακτος, επίσης πολυγραφότατος, έχουν καταγράψει με εκπληκτική λεπτομέρεια την ιστορία του ορεινού χωριού Πέραμα, μεταξύ της Δράμας και των Βουλγάρικων συνόρων, στο οποίο μεγάλωσαν στη δεκαετία του 1930 με τον πατέρα τους Γιώργο. Ο Γιώργος ήταν γαιοκτήμονας στα περίχωρα της Σαμψούντας αλλά αργότερα βρέθηκε να καλλιεργεί καπνά σε ένα χωράφι στα Βουνά της βόρειας Ελλάδας.
Αν η δεύτερη και η τρίτη γενιά προσφύγων από τον Πόντο κρατάει με πείσμα, ίσως και φανατισμό, ζωντανές τις μνήμες των χαμένων πατρίδων και του παλιού τρόπου ζωής, αυτό είναι γιατί σε κάθε οικογένεια που χτυπήθηκε από μοίρα υπάρχει η αίσθηση ότι επέζησαν σχεδόν από θαύμα. Ο Βασίλης και ο Θεοφύλακτος αποτελούν ζωντανά παραδείγματα.
Το χωριό τους το Πέρασμα ιδρύθηκε από μία ομάδα εικοσιπέντε οικογενειών που ονομάζουν τους εαυτούς τους Αμισσινούς, από την Αμισσό, δηλαδή τη σημερινή Σαμψούντα.  
Στην πραγματικότητα μερικοί από αυτούς ήταν από πόλεις και χωριά της περιφέρειας και άλλοι είχαν έλθει από τα ανατολικά. Ήταν όμως όλοι Πόντιοι ή Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας, μιλούσαν την ίδια διάλεκτο και κουβαλούσαν τις ίδιες μπερδεμένες αναμνήσεις.
Στο πλοίο που τους μετέφερε κατατρεγμένους από την Ανατολία δέθηκαν σαν ομάδα και ξεκίνησαν να ψάχνουν μέρος για να εγκατασταθούν. Το σημείο που βρήκαν είχε τριγύρω πυκνά δάση, πολλά νερά και παγωμένους χειμώνες, ήταν δηλαδή παρόμοιο με τις ορεινές πατρίδες τους στα περίχωρα της Σαμψούντας. Σύμφωνα με τα δύο αδέλφια, τον Βασίλη και τον Θεοφύλακτο, οι οποίοι διηγούνται την ιστορία (από αυστηρά ελληνική σκοπιά βεβαίως), στο Πέρασμα ζούσαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι που αντιμετώπιζαν  συνεχώς κινδύνους και απειλές από Βούλγαρους επιδρομείς και ληστές.
 Όταν οι μουσουλμάνοι (με τους οποίους έζησαν ελάχιστο διάστημα αλλά πολύ αρμονικά) απελάθηκαν με την ανταλλαγή πληθυσμών, οι πρόσφυγες από τη Σαμψούντα έπρεπε να αντιμετωπίσουν  μόνοι τους Βουλγάρους.
 Δεν χάρηκαν όμως πολύ το καταφύγιο τους στην Ελλάδα, καθώς μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα πολλές οικογένειες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν μέχρι και τέσσερις φορές.
Λόγω της κήρυξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω των καταστροφών και των μαζικών απαγωγών από τις βουλγαρικές δυνάμεις του Άξονα, λόγω του εμφύλιου μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των κομμουνιστών και τέλος -γύρω στο 1990- λόγω του ότι η ΔΕΗ αποφάσισε να απαλλοτριώσει τα εδάφη προκειμένου να κατασκευάσει υδροηλεκτρικό έργο.
Το 1944 ένα μεγάλο μέρος του χωριού πυρπολήθηκε από τους Βουλγάρους και πολλοί κάτοικοι, μεταξύ τους ο εννιάχρονος Βασίλης και ο δεκαπεντάχρονος Θεοφύλακτος μαζί με τη μητέρα τους, πέρασαν αρκετούς μήνες ως αιχμάλωτοι των Βουλγάρων.
Μετά από κάθε προσωρινή έξωση, οι χωριανοί επέστρεφαν πεισματικά. Μόνο ύστερα από το 1960, όταν πολλοί κάτοικοι της βόρειας Ελλάδας μετανάστευαν στη Γερμανία για να βρουν δουλειά, άρχισε να ερημώνει ο οικισμός. Σήμερα μόνο έξι από τα εικοσιτέσσερα περίπου σπίτια κατοικούνται σε μόνιμη βάση.
Στα εβδομήντα του πια, ο κύριος Βασίλης είναι ένας μικρόσωμος, αξιοπρεπής άνδρας με γκρίζο λεπτό μουστάκι, που αποπνέει κάποιο κύρος. Δεν είναι απλά δάσκαλος - είναι εκπαιδευτικός λειτουργός. Για ένα διάστημα ήταν επικεφαλής των ελληνικών σχολείων στη Γερμανία. Τουλάχιστον για μερικούς από τους βορειοελλαδίτες που γνώρισε εκεί, η μετανάστευση στη Γερμανία έγινε αφορμή να γνωρίσουν καλύτερα την πολιτιστική τους κληρονομιά, με τρόπο που οι παιδαγωγοί δεν είχαν προβλέψει.
Έμαθαν ότι η ποντιακή διάλεκτος και η ποντιακή μουσική εξακολουθούν να ηχούν δυνατά και συνειδητά μεταξύ ορισμένων κατοίκων της Φρανκφούρτης και του Ντίσελντορφ που γεννήθηκαν στην Τουρκία, στις ίδιες ορεινές περιοχές και τις κοιλάδες που οι 'Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας επίσης αποκαλούν πατρίδες.
Στην πατρίδα του τη Δράμα, ο κύριος Βασίλης είναι από τους λίγους που γνωρίζουν ακριβώς τις τοποθεσίες των οθωμανικών πανδοχείων. Μας δείχνει τη θέση ενός από αυτά που, το 1920, κατακτήθηκε από έναν θρυλικό Έλληνα Πόντιο οπλαρχηγό που είχε μετατρέψει το χριστιανικό του όνομα Στυλιανός στο μισό ελληνικό μισό τουρκικό nom de guerre Ιστύλ αγά.
 Το κτίριο, στη θέση του οποίου σήμερα υψώνεται μία αδιάφορη πολυκατοικία με μαγαζιά στο ισόγειο, υπήρξε κάποτε η βάση του συλλόγου «Οπλαρχηγών και Αγωνιστών του Πόντου» όπου ο Ιστύλ αγάς και άλλοι διατηρούσαν ζωντανή τη μνήμη του ένοπλου αγώνα τους στα βουνά της Ανατολίας.
 Αυτές οι πολεμικές παραδόσεις (συμπεριλαμβανόμενης της πρακτικής να φέρνουν γυναίκες και παιδιά στα  ορεινά λημέρια που τους χρησίμευαν ως ορμητήρια) ζωντάνεψαν ακόμα μία φορά κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου.
Η αναβίωσή τους υπήρξε ιδιαίτερα λαμπρή στα κεντρικά της βόρειας Ελλάδας, όπου ορισμένοι Πόντιοι οπλαρχηγοί ενώθηκαν με τις δυνάμεις της αντίστασης εναντίον των Γερμανών, ενώ άλλοι πολέμησαν υπέρ των Γερμανών και εναντίον των κομμουνιστών.
 Στα χωριά όπως το Πέρασμα, όπου ο κατακτητής δεν ήταν μόνο φασίστας αλλά και Βούλγαρος, οι Έλληνες πατριώτες δεν αντιμετώπισαν δίλημμα- πολέμησαν όλοι εναντίον του Άξονα.
 
Περιγράφοντας την οικογενειακή του ιστορία που είναι επίσης η ιστορία των εικοσιπέντε οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στο Πέρασμα, ο Βασίλης θυμάται ότι, όπως πολλοί κυνηγημένοι από τη Σαμψούντα, οι δικοί του αποβιβάστηκαν στη δυτική ακτή της Ελλάδας. Αυτό έγινε γιατί τα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης ήταν γεμάτα και τα πλοία κατευθύνονταν σε όποιο ελληνικό λιμάνι ήταν διατεθειμένο να τους δεχθεί.
 Ο Γιώργος, ο πατέρας του Βασίλη, έφτασε με τους συντρόφους του στη Λευκάδα όπου η κακή τους κατάσταση και τα ασυνήθιστα ελληνικά που μιλούσαν προκάλεσε κατάπληξη στους ντόπιους που ήταν ναυτικοί, ψαράδες και μικροκαλλιεργητές στις απόκρημνες και άνυδρες πεζούλες του νησιού.
Μερικοί Πόντιοι πρόσφυγες θυμούνται πώς οι επαφές τους με τους Λευκαδίτες δυσκολεύονταν από τις διαφορές τους στις καθημερινές θρησκευτικές πρακτικές. Οι νησιώτες του Ιονίου ήταν σίγουρα καλοί και πιστοί χριστιανοί, κάτι που δεν τους εμπόδιζε ωστόσο να είναι συχνά και επιπόλαια βλάσφημοι.
Για τους νεοφερμένους από τη Σαμψούντα, αντιθέτως, η πίστη ήταν ιερή υπόθεση που δεν επιδεχόταν καμιά βεβήλωση, καθώς αποτελούσε την έκφραση της κοινής τους ταυτότητας.
Στην περίπτωση όμως του Γιώργου Χατζηθεοδωρίδη και των συντρόφων του δεν υπάρχουν αναμνήσεις προστριβών περί τα θρησκευτικά. Θυμούνται τους Λευκαδίτες σαν καλούς οικοδεσπότες που φρόντισαν τους πρόσφυγες όσο καλύτερα μπορούσαν και τους έδωσαν μικροδουλειές αλλά δεν μπόρεσαν να τους προσφέρουν μόνιμη εργασία ή οικονομική προοπτική.
 Έτσι η ομάδα από τη Σαμψούντα προχώρησε, αρχικά προς το λιμάνι της Πρέβεζας στην δυτική Ελλάδα όπου ο ντόπιος πληθυσμός ήταν πολύ λιγότερο φιλικός. Οι αρχές τους προέτρεψαν να κινηθούν βορειοανατολικά όπου οι μουσουλμάνοι ετοιμάζονταν να φύγουν και σύντομα θα επιτρεπόταν η εγκατάσταση προσφύγων.
Πήγαν με τα πόδια στη Θεσσαλονίκη όπου βρήκαν μία χαώδη κατάσταση με πλήθη προσφύγων να αναζητούν συγγενικά τους πρόσωπα και από κει στη Δράμα όπου επικρατούσε η ίδια απόγνωση αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Η τοπική αστυνομία τους συμβούλευσε να προχωρήσουν βόρεια προς τα βουλγάρικα σύνορα.
Η κυβέρνηση είχε στρατηγικούς αλλά και ανθρωπιστικούς λόγους να εγκαταστήσει Έλληνες σε εκείνες τις περιοχές. Έτσι έγινε και ο Βασίλης και ο Θεοφύλακτος και τρία ακόμα παιδιά γεννήθηκαν στο Πέρασμα σε μία εποχή που η έξοδος των μουσουλμάνων είχε αφήσει σχετικά άφθονα περιουσιακά στοιχεία, μύλους, κτήματα με οπωροφόρα και χωράφια, στα οποία ένας πεισματάρης Πόντιος αγρότης είχε κάποιες πιθανότητες να καλλιεργήσει μία μικρή συγκομιδή γλυκόπιοτου καπνού μπασμά.
Λίγο μετά την εγκατάσταση τους στο Πέρασμα ορισμένοι κατόρθωσαν να εντοπίσουν τα χαμένα παιδιά τους ή συγγενικά τους πρόσωπα που ήταν σκορπισμένα στα ορφανοτροφεία όλης της Ελλάδας από την Αθήνα μέχρι τη Σύρο. Μία ολόκληρη κοινότητα άρχισε και πάλι να συγκροτείται. Αυτό όμως που δεν ήταν εύκολο, τουλάχιστον στην αρχή, ήταν η επικοινωνία με φίλους και συγγενείς που είχαν μείνει πίσω στην Τουρκία και κανείς δεν γνώριζε τί είχαν απογίνει. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάστηκε να περάσουν εικοσιπέντε χρόνια για να ξανασμίξουν οικογένειες.
Για τους πρόσφυγες σε τόπους όπως το Πέρασμα η μοίρα φύλαγε και άλλες εκπλήξεις. Όταν οι τιμές του καπνού ήταν ψηλές, ιδίως στα τέλη του 1930, οι καλλιεργητές χαίρονταν μία περιορισμένη οικονομική άνεση και η επιτυχημένη πώληση της σοδειάς εορταζόταν με πληθωρικές εκδηλώσεις μουσικής και χορού. Αλλά ο Βασίλης και ο αδελφός του θυμούνται επίσης πόσο εφήμερη ήταν συχνά η ευτυχία τους.
Αν οι καπνέμποροι οι οποίοι επιθεωρούσαν κάθε φθινόπωρο τις νέες σοδειές δεν έμεναν ικανοποιημένοι με το προϊόν κάποιου καλλιεργητή η οικογένεια του αντιμετώπιζε καταστροφή. Μόνη ελπίδα ήταν να πουληθούν την επόμενη άνοιξη τα καπνά που είχαν απορριφθεί και μάλιστα σε εξευτελιστικές τιμές.
 Αυτό έπαθε και ο πατέρας τους κάποια χρονιά. Έχοντας όμως υπάρξει άρχοντας στην προηγούμενη πατρίδα του στη Μαύρη Θάλασσα, ο Γιώργος Χατζηθεοδωρίδης ήταν πάνω απ' όλα αξιοπρεπής. Στη διάρκεια μιας συζήτησης με έναν Έλληνα δημόσιο υπάλληλο σχετικά με την καταβολή αποζημίωσης για την περιουσία που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει, ο υπερήφανος πρόσφυγας είπε στον υπάλληλο ότι η οικογένειά του ήταν προύχοντες σεβαστοί στην περιοχή της Σαμψούντας για πάνω από διακόσια χρόνια.
Επέμενε ότι εκτός από το μεγάλο τσιφλίκι όπου το οικογενειακό όνομα ήταν χαραγμένο σε κάθε γέφυρα, θα έπρεπε να δικαιούται αποζημίωση για τις 3.000 στερλίνες που βρισκόταν ακόμα στο λογαριασμό του στην Οθωμανική Τράπεζα. Όταν του ζητήθηκε κάποιου είδους απόδειξη για όλα αυτά, ο Γιώργος εκνευρίστηκε και άρχισε να διηγείται τα βάσανα που πέρασε στην Ανατολία, σαν να είχε δικαίωμα να υπερβεί τις ενοχλητικές γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Πώς τόλμησε να ζητήσει αποδείξεις από κάποιον που τον κρέμασαν ανάποδα και κόντεψε να πεθάνει, και ύστερα τον ανάγκασαν να περπατήσει μαζί με άλλους 1.800 ανθρώπους ως τα βάθη της νοτιοανατολικής Τουρκίας όπου επέζησαν μόνο οι 350; [...] Πώς τόλμησε ένας επιθεωρητής να μιλήσει με αυτό τον τρόπο σε κάποιον που γύρισε στο χωριό του ζωντανός από αυτή την πορεία και βρήκε όλους τους συγγενείς του νεκρούς;
Στο τέλος εκείνου του παράφορου ξεσπάσματος η αίτηση της οικογένειας για αποζημίωση πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων. Αυτή είναι μία από τις αναμνήσεις που οι ιστορικοί Βασίλης και Θεοφύλακτος (ο οποίος κατοικεί σε μία προσφυγική συνοικία της Αθήνας) έχουν από τον πατέρα τους. Την διηγούνται με υπερηφάνεια αλλά και απολαυστικό ποντιακό πείσμα.

Δράμα(φωτο:Kappa Delta)
Οι Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας έφεραν μαζί τους όχι μόνο μία διάλεκτο αλλά και μία εξαιρετικά πλούσια παράδοση. Θέατρο, λαϊκή ποίηση, παροιμίες, παραμύθια και περίπλοκα κοινωνικά τελετουργικά, που σε ορισμένα χωριά γύρω από τη Δράμα περιέργως διατηρήθηκαν άθικτα σαν να ξεχάστηκε ο χρόνος.
 Η καταγραφή και ο πανηγυρισμός αυτής της χρονικής στιγμής αποτελεί έργο ζωής και για κάποιον άλλο δάσκαλο-λαογράφο που είναι γνωστός στους παλιούς του μαθητές ως κύριος Σάββας.
Ο Σάββας Παπαδόπουλος, που φοράει χοντρά γυαλιά και ένα καπελάκι τύπου ρεπούμπλικας, έχει γεμίσει ολόκληρο ράφι με τις μελέτες του για τους λυράρηδες, τους παπάδες, τις πρακτικές μαμές και τους κομπογιαννίτες που στοίχειωσαν τα παιδικά του χρόνια και κρατούν ζωντανή τη μνήμη ενός χωριού 1.400 χιλιόμετρα ανατολικότερα.
Το χωριό του λέγεται Μαυρόβατος και είναι ένα συγκρότημα από χαμηλά κεραμοσκεπή σπίτια περιτριγυρισμένο από ορυζώνες και χωράφια μπαμπακιού και καλαμποκιού λίγα χιλιόμετρα νότια της Δράμας.
Ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1920 από μία κοινότητα που λίγα χρόνια πριν ζούσε στην τσαρική Ρωσία, στο Καρακούρτ (μαύρος λύκος στα τούρκικα) που βρισκόταν στην άκρη της Ανατολίας κοντά στην πόλη φρούριο Καρς. Η περιοχή ήταν υπό ρωσική κατοχή μεταξύ 1878 και 1918. 
Οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο Μαυρόβατο είχαν κάποια εμπειρία από αναγκαστική μετανάστευση για πολιτικούς λόγους. Γύρω στο 1881 είχαν μετακινηθεί ανατολικά από τα βουνά του Πόντου στο Καρακούρτ γιατί το θεώρησαν πιο ασφαλές και ίσως οικονομικά πιο συμφέρον να ζουν στην Ρωσική Αυτοκρατορία παρά στην οθωμανική.
Αλλά ο τσαρικός ζυγός είχε και αυτός τις δυσκολίες του και μία από αυτές ήταν ότι οι χωρικοί χρειαζόταν να δίνουν μάχες για να εξασφαλίσουν ότι τα παιδιά τους θα διδάσκονταν και το ελληνικό αλφάβητο εκτός από το ρώσικο.
 Η αφορμή για να εγκαταλείψουν τελικά την πατρίδα τους στα ανατολικά δεν ήταν ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος αλλά η επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917 και το χάος που δημιουργήθηκε σε ολόκληρη την πρώην επικράτεια του τσάρου.
 Ο ρωσικός στρατός αποτραβήχτηκε από τις περιοχές που συνόρευαν με την Τουρκία, δίνοντας την ευκαιρία στις οθωμανικές δυνάμεις να επανακτήσουν τα εδάφη που τους είχαν πάρει οι Ρώσοι πριν από τέσσερις δεκαετίες.
Αμέσως μετά την ανακωχή του 1918, πάντα κατά την τοπική προφορική παράδοση, οι κάτοικοι του Καρακούρτ ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά υπό τουρκική κατοχή γιατί οι Τούρκοι που έφταναν τους διαβεβαίωναν ότι δεν είχαν διαφορές με τους «Ρωμιούς» ή Έλληνες, γιατί το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να κυνηγήσουν τους Αρμένιους.
Κάποια στιγμή οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν στο Καρακούρτ όπου η κοινότητα τους παρείχε ευχαρίστως στέγη και τροφή. Μερικοί στρατιώτες άρχισαν να ενοχλούν τις νεαρές γυναίκες και οι ντόπιοι παραπονέθηκαν στον διοικητή τους. Τότε, σύμφωνα με τη διήγηση ενός κατοίκου του Μαυροβάτου την οποία έχει καταγράψει ο Σάββας ο δάσκαλος, ο διοικητής έγινε έξαλλος και είπε: «Αυτοί οι άνθρωποι σας δίνουν όσο φαγητό θέλετε, δεν ντρεπόσαστε να φέρεστε έτσι;» Φώναξε άλλους στρατιώτες και τους διέταξε να ξυλοφορτώσουν τους ένοχους. Φανταστήκαμε ότι ο διοικητής ήταν μυστικός Ρωμιός».
 Στις αναμνήσεις των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας αυτή η φράση «θα πρέπει να ήταν μυστικός Ρωμιός» αναφέρεται για κάθε Τούρκο αξιωματικό ή γραφειοκράτη που έδειξε καλοσύνη απέναντι σε έναν «Ρωμιό» ή ελληνορθόδοξο. Σε μερικές περιπτώσεις έχουν δίκιο.
Παρόλες τις σχετικά ευτυχισμένες στιγμές ελληνοτουρκικών σχέσεων οι κάτοικοι του Καρακούρτ δεν απέφυγαν να εμπλακούν στις εχθροπραξίες μεταξύ Τούρκων και Αρμενίων. Σύμφωνα με τις ανεπιτήδευτες αναμνήσεις ενός χωρικού, «οι δικοί μας βρέθηκαν να υποστηρίζουν πότε τους Τούρκους πότε τους Αρμένιους. Όταν όμως οι Τούρκοι μας έπιαναν να συναναστρεφόμαστε τους Αρμένιους δεν ήθελαν ούτε να μας βλέπουν».
Έτσι οι Έλληνες πήραν πάλι το δρόμο της εξορίας προς τα βόρεια σε αναζήτηση εδαφών που ήταν ακόμα υπό ρωσική κατοχή φτάνοντας τελικά στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Από κει σάλπαραν σε μικρές ομάδες προς την Ελλάδα. Σε όποιο μέρος της Ελλάδας και να βρέθηκαν, οι εξόριστοι του Καρακούρτ έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες να μαζέψουν γύρω τους τις σκόρπιες τους οικογένειες και να διατηρήσουν τον παλιό τρόπο ζωής με τις τελετουργίες του αρραβώνα, του γάμου (που κρατάει πολλές μέρες και έχει συγκεκριμένους ρόλους για κάθε μέλος των οικογενειών που πρόκειται να συμπεθεριάσουν) και της κηδείας.
Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Παπαδόπουλου, η άφιξη των προσφύγων στη περιοχή της Δράμας και η κατανομή της γης υπήρξε πιο αυθόρμητη και ανεξέλεγκτη διαδικασία από ότι καταγράφεται επισήμως.
 Στο Μαυροβάτο οι νεοφερμένοι απλούστατα κατέλαβαν αυθαίρετα κάποιες εγκαταλελειμμένες περιουσίες που προηγουμένως ανήκαν σε Οθωμανούς μπέηδες και είχαν περάσει σε Έλληνες μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912.
Όταν αποβιβάστηκε η πρώτη φουρνιά προσφύγων από το Καρακούρτ στην Καβάλα, οι αρχές προσπάθησαν να τους εγκαταστήσουν στις γύρω ορεινές περιοχές αλλά εκεί αισθάνονταν ανασφαλείς και παραπονέθηκαν ότι υπήρχαν πολλές άλλες «φυλές» -προφανώς μουσουλμάνοι, ντόπιοι Έλληνες ή Βούλγαροι.
 Κάποτε έκαναν μία μαζική  κάθοδο προς στην περιοχή που βρίσκεται τώρα ο Μαυρόβατος, όπου και στέριωσαν.
Δύο πέτρινα μέγαρα που αποτελούσαν κομμάτι του τοπικού τσιφλικιού επιτάχθηκαν διαμορφώθηκαν σε κατοικίες. Το γεγονός ότι ήταν κάπως απομονωμένα άρεσε τους πρόσφυγες και η ύπαρξη εκεί κοντά ενός έλους όπου οργίαζαν τα κουνούπια  και η ελονοσία φαίνεται ότι μείωσε σημαντικά την πιθανότητα να καταφθάσουν ανεπιθύμητοι γείτονες.
Μόλις εγκαταστάθηκε στο νέο μέρος, η κοινότητα του Καρακούρτ άρχισε να μαζεύει γύρω της τα πρώην μέλη της. Ο Σάββας Παπαδόπουλος θυμάται πώς πείστηκε η μητέρα του να πάει κοντά στους παλιούς συχωριανούς της.
Το 1922 η μητέρα μου ήταν μία όμορφη δεκατριάχρονη κοπέλα με κοντά μαλλιά που ζούσε με τη μητέρα της και πέντε αδέλφια στον προσφυγικό καταυλισμό της Καλαμαριάς στην παραλία της Θεσσαλονίκης όπου μόλις είχαν φτάσει.
 Την είδε ένας πλούσιος θεσσαλονικιός κύριος, που τελικά ήταν ο νομάρχης, και την πήρε στο σπίτι του σαν ψυχοκόρη.
 Ο νομάρχης αργότερα παντρεύτηκε, αλλά και η γυναίκα του και ο ίδιος αγαπούσαν την νεαρή τους προστατευόμενη. Προσφέρθηκαν ακόμα να πάρουν υπό την προστασία τους ολόκληρη την οικογένεια της μητέρας μου, να τους βρουν δουλειές στη νομαρχία και ένα καλό «τούρκικο» σπίτι, δηλαδή μία ιδιοκτησία που είχε εγκαταλειφθεί από κάποιους μουσουλμάνους που εξορίστηκαν.
 Εκείνη όμως η ξεροκέφαλη προσφυγική οικογένεια είχε άλλα σχέδια. Ήταν αποφασισμένη να ενωθεί με τους συμπατριώτες της που εν τω μεταξύ είχαν εγκατασταθεί στα λασπωμένα χωράφια νότια της Δράμας.
 Τελικά συνέβη μία τραγωδία που χώρισε την μητέρα μου από τους ευεργέτες της. 'Έγινε ένας τσακωμός μεταξύ των χωριανών από το Καρακούρτ και ενός άλλου ποντιακού οικισμού που είχε εγκατασταθεί εκεί κοντά. Οι δικοί μας επιτέθηκαν με δίκρανα και παρόλο που η όλη ιστορία θα μπορούσε να λήξει με μικροτραυματισμούς, κάποιος από άλλο χωριό πυροβόλησε και άφησε τον μεγαλύτερο αδελφό της, δεκαοκτώ χρονών παιδί, στον τόπο. [...]
Εκείνη την εποχή η μητέρα μου ήταν πολύ στενά συνδεδεμένη με τον ευεργέτη της, ο  οποίος της είχε υποσχεθεί να της βρει έναν καλό γαμπρό. Μόλις έμαθε από τους συγγενείς της το θάνατο του αδελφού της θέλησε να πάει κοντά στην οικογένειά της. ο νομάρχης θύμωσε πάρα πολύ και της είπε ότι μόλις θα έφτανε στο χωριό σαν δεκαεξάχρονο κορίτσι που είχε όλη τη ζωή μπροστά του, θα την πάντρευαν με το ζόρι και θα την ανάγκαζαν να κάνει καμιά ντουζίνα παιδιά που θα ζούσαν, αν ζούσαν, μέσα στην απόλυτη φτώχεια. Έτσι ακριβώς έγινε και η γέννηση μου το 1928 ήταν η απόδειξη.
Όσο οδυνηρή και να ακούγεται αυτή η ιστορία, είναι μία από αυτές που επαναλαμβάνονται στις διηγήσεις των ανθρώπων της Μαύρης Θάλασσας. Υπάρχουν πολλές ιστορίες για νεαρές προσφυγοπούλες που, ενώ κατά κάποιο τρόπο είχαν γλιτώσει από τα νύχια των συγγενών τους, πιέστηκαν να επιστρέψουν, συνήθως ύστερα από συναισθηματικούς εκβιασμούς. Αυτή η ιστορία είναι ασυνήθιστη στο μέτρο που χρειάστηκε μία πραγματική τραγωδία, και όχι μία κατασκευασμένη, για να γυρίσει ένα περιπλανώμενο μέλος πίσω στην οικογένειά του.
Ο Σάββας Παπαδόπουλος, όπως άλλωστε και κάθε λαογράφος αντάξιος του ονόματος, έχει επισκεφθεί μερικές φορές τη γη των προγόνων του. Τα ταξίδια του έγιναν στη δεκαετία του 1980 όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν πολύ τεταμένες και το πολιτικό κλίμα στην Τουρκία άσχημο.
Λόγω της ατμόσφαιρας οι ταξιδιώτες είναι ενστικτωδώς κουμπωμένοι απέναντι στις νέες γνωριμίες και τις τυχαίες συναντήσεις. Τότε, όπως και τώρα, κάποιος που μιλάει ποντιακά δύσκολα ταξιδεύει στα βορινά παράλια της Τουρκίας χωρίς να αντιληφθεί ότι μερικοί γύρω μιλάνε τη γλώσσα του. Όταν συμβεί αυτό, ανταλλάσσονται ματιές, οι άνθρωποι μουρμουρίζουν τη λέξη «ημέτερος» που στην ελληνική αλλά και στη γλώσσα του Πόντου σημαίνει «δικός μας» και σιγά-σιγά πιάνουν την κουβέντα.
Στα ταξίδια του ο κύριος Σάββας είχε πολλές συναντήσεις που του έμειναν αξέχαστες, είναι όμως αρκετά σώφρων ώστε να μην τις δημοσιεύει με κάθε λεπτομέρεια. Αυτές οι συναντήσεις που για έναν Έλληνα έχουν ισχυρό συναισθηματικό βάρος, για έναν Τούρκο μπορεί να αποδειχθούν από προβληματικές έως επικίνδυνες ειδικά αν ο Πόντιος επιστρέψει, στη Θεσσαλονίκη ας πούμε, και ισχυριστεί με ενθουσιασμό ότι σε μία ξεχασμένη κοιλάδα της Τουρκίας γνωρίστηκε με τα σκλαβωμένα αδέλφια του.
Σε μία Τουρκία που παραμένει ευαίσθητη στα θέματα της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας το τελευταίο πράγμα που θέλουν πολλά από αυτά τα «αδέλφια» είναι να «ανακαλυφθούν» από οποιονδήποτε, κυρίως όμως από ανθρώπους που επιμένουν να τους θεωρούν πολίτες μιας ξένης χώρας.
Μεταξύ των πιο ψύχραιμων μελών του Ελληνισμού του Πόντου είναι σαφές ότι υπάρχει και άλλος λόγος για εχεμύθεια σχετικά με τις επαφές που κρατούν με ανθρώπους που ακόμα ζουν στα πατρογονικά τους εδάφη. Ορισμένοι από τους σημερινούς κατοίκους της Σαμψούντας και άλλων πόλεων της Μαύρης Θάλασσας δεν είναι μόνο «αδέλφια» τους με την εθνική ή πολιτιστική έννοια αλλά πραγματικά τους αδέλφια ή τουλάχιστον συγγενικά τους πρόσωπα που για τον ένα ή τον άλλο λόγο χάθηκαν μέσα τη δίνη του δεκαετούς πολέμου στην Ανατολία. Για τις χωρισμένες οικογένειες που θέλουν να παραμένουν σε επαφή παρά τις διαχωριστικές γραμμές που δημιουργούν τα διαβατήρια, οι σημαίες και οι στρατοί, όσο λιγότερη κουβέντα γίνεται για τα πολιτικά και όσο λιγότερη δημοσιότητα δίνεται, τόσο το καλύτερο.
Είναι αλήθεια ότι ορισμένα πράγματα καλύτερα να μη λέγονται. Αυτό όμως δεν μειώνει τη σημασία τους. Όταν οι οικογένειες της Δράμας στρέφουν τα μάτια ανατολικά προς την Τουρκία, δεν βλέπουν μόνο ένα μέρος όπου εκείνοι οι πρόγονοι τους γνώρισαν απίστευτη οδύνη και σε μερικές περιπτώσεις προκάλεσαν οδύνη για να εκδικηθούν.
Βλέπουν επίσης ένα μέρος όπου ζουν συγγενικά τους πρόσωπα. Η Σαμψούντα και η Δράμα, τα δύο «καπνοτόπια», είναι χωρισμένα αλλά τα ενώνουν δεσμοί αίματος.


BRUCE CLARK

'ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ'





Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah