Ο Βενιζέλος
από την πλευρά του δεν έβλεπε γιατί η ανταλλαγή των πληθυσμών έπρεπε οπωσδήποτε
να είναι «μακροχρόνια και επίπονη». Στις 13 Οκτωβρίου και ενόσω διαμαρτυρόταν
στον λόρδο Κούρζον για τη σκληρότητα των όρων ανακωχής, τηλεγράφησε στον Νάνσεν
ζητώντας του να «προσπαθήσει ώστε η μεταφορά του πληθυσμού να ξεκινήσει πριν
από την υπογραφή της ειρήνης».
Δύο
μέρες μετά ο Νίλσεν έλαβε εντολή από τους ύπατους αρμοστές της Βρετανίας, της
Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας -των συμμαχικών δυνάμεων που έλεγχαν την
Κωνσταντινούπολη- να «πάρει όλα τα δυνατά μέτρα για να γίνει η ανταλλαγή το
γρηγορότερο, ανεξάρτητα από τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις». Θα μπορούσε
λοιπόν κανείς να ισχυριστεί ότι πράγματι ο Νάνσεν ακολουθούσε τις οδηγίες των
Συμμάχων για προώθηση της ανταλλαγής των πληθυσμών. Αυτό άλλωστε επιθυμούσε και
ο ίδιος.
Παρόλο που
ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας θα μπορούσαν να ελευθερωθούν ύστερα από
επίταξη εδαφών από τους γαιοκτήμονες ή την εκκλησία, ο Βενιζέλος πίστευε ότι η
απομάκρυνση του μουσουλμανικού πληθυσμού δεν ήταν μόνο ευχής έργο αλλά και
απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση των προσφύγων που έφταναν από την
Μικρασία και ότι μία συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών ήταν ο μόνος τρόπος
για να υλοποιηθεί.
Τί όμως
σήμαινε αυτό; Σαν διπλωματικό εργαλείο δεν ήταν ακριβώς πρωτάκουστο. Την
περασμένη δεκαετία κάθε νέος γύρος εχθροπραξιών με επίκεντρο τα εδάφη της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη είχε οδηγήσει σε μαζικές μετακινήσεις
κατοίκων και σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις αυτές οι μετακινήσεις είχαν
προωθηθεί και υποστηριχθεί από τις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις.
Σαν επακόλουθο
του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου του 1912 εκατοντάδες χιλιάδες Ευρωπαίων
μουσουλμάνων κατέφυγαν σε εδάφη της οθωμανικής επικράτειας. Αυτό με τη σειρά
του προκάλεσε το νέο τουρκικό καθεστώς να τους «βρει χώρο» εξορίζοντας τους
Έλληνες από ορισμένα παράλια εδάφη της Μικρασίας.
Ο δεύτερος
γύρος εχθροπραξιών, κατά τον οποίο η Τουρκία επανέκτησε περιοχές της
Βουλγαρίας, άφησε στο «λάθος σημείο» των νεοχαραγμένων συνόρων Τούρκους και
Βουλγάρους κατοίκους.
Έτσι, ως μέρος
των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων συμφωνήθηκε ότι όσοι κάτοικοι ζούσαν σε
απόσταση 15 μιλίων από τη συνοριακή γραμμή ήταν ελεύθεροι να μετακομίσουν στο
κράτος στο οποίο πίστευαν ότι ανήκαν.
Ένα κίνητρο
για την περιορισμένης κλίμακας τουρκοβουλγαρική ανταλλαγή πληθυσμών του 1913
(υποτίθεται ότι τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος) αποκαλύφθηκε από
έναν Τούρκο διπλωμάτη αρκετά χρόνια μετά.
Εκείνη την
εποχή η Τουρκία ετοιμαζόταν για νέο πόλεμο με την Ελλάδα, από τον οποίο
προσδοκούσε να προσαρτήσει τη Μυτιλήνη και άλλα νησιά του Αιγαίου. Ήθελε λοιπόν
πολύ να εξομαλύνει τις σχέσεις της με τη Βουλγαρία και να «τακτοποιήσει» το
ζήτημα των εθνοτήτων, κάτι που επιβεβαίωνε μία σημαντική αρχή της διπλωματίας.
Οι χώρες που
είναι έτοιμες να διεκδικήσουν με τα όπλα τη διεύρυνση των συνόρων τους, καλό
είναι να έχουν «στρατηγικά τοποθετημένες μειονότητες» πίσω από τα ισχύοντα
σύνορα ώστε να δημιουργούνται αφορμές για αναταραχή.
Όταν όμως δύο
χώρες επιδιώκουν ειλικρινά την ειρήνη, τότε οι ανταλλαγές πληθυσμών χρησιμεύουν
για να αποφεύγονται οι συγκρούσεις μεταξύ των δυσαρεστημένων μειονοτήτων.
Μετά τον Α'
Παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο ηττήθηκε η Γερμανία μαζί με τη Βουλγαρία και τους
οθωμανούς συμμάχους τους, υπήρξε μία μικρότερης κλίμακας ανταλλαγή πληθυσμών
μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας.
Όταν η
Βουλγαρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη δυτική Θράκη που για ένα μικρό διάστημα
της πρόσφερε διέξοδο στο Αιγαίο, οι νέοι αφέντες της περιοχής, οι 'Ελληνες,
θέλησαν να ξεφορτωθούν τους Βούλγαρους κατοίκους.
Η
Ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή του 1919 ήταν στην ουσία η αφορμή για τον
«εξελληνισμό», ως ένα σημείο, της δυτικής Θράκης.
Τις παραμονές
του πολέμου του 1914-18 είχε γίνει μία πρώτη συζήτηση ανάμεσα στον Βενιζέλο,
πρωθυπουργό τότε, και τον επικεφαλής της τουρκικής διπλωματικής αποστολής στην
Ελλάδα κατά την οποία είχε τεθεί το ζήτημα της ανταλλαγής μεγάλου αριθμού
μουσουλμάνων από τα νεοαποκτηθέντα εδάφη της Ελλάδας στο βορρά και Ελλήνων που
ζούσαν στη Μικρασία, αλλά δεν προχώρησε ποτέ.
Δεν είναι
δύσκολο να καταλάβει κανείς τη σκοπιμότητα αυτής της κίνησης, καθώς θα
«ανακούφιζε» την Ελλάδα από έναν πολυπληθή και εν δυνάμει εχθρικό μουσουλμανικό
πληθυσμό και συγχρόνως θα βοηθούσε να «τουρκέψει» η δυτική ακτή της Ανατολίας.
Φαίνεται ότι εκείνη την εποχή ο Βενιζέλος δεν έβλεπε σοβαρές πιθανότητες να
αποκτήσει η Ελλάδα τον πολιτικό έλεγχο της περιοχής.
Το φθινόπωρο
του 1922 και ύστερα από την περιφανή νίκη του Κεμάλ το ζήτημα ξαναβγήκε στην
επιφάνεια με πιο συγκεκριμένη μορφή. Παρακολουθώντας τα γεγονότα από το
Λονδίνο, ο Βενιζέλος έβγαλε το συμπέρασμα ότι η απέλαση του μουσουλμανικού
πληθυσμού της Ελλάδας (ιδανικά με τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας και της
διεθνούς κοινότητας αλλά στην ανάγκη και χωρίς αυτήν) ήταν ο καλύτερος τρόπος
για να απορροφηθούν οι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες και να σταθεροποιηθεί το
κράτος.
Στο γράμμα του
προς το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών στις 17 Οκτωβρίου παρατηρεί: «Δεν είναι
υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το μέλλον της Ελλάδας εξαρτάται από το αν η
λύση που θα δοθεί στο πρόβλημα είναι επιτυχημένη ή όχι. Μία αποτυχία θα έχει
ανατριχιαστικές επιπτώσεις, ενώ μία επιτυχία θα μας δώσει την ευκαιρία, μέσα σε
λίγα χρόνια, να συνέλθουμε από τα ασήκωτα βάρη που μας φόρτωσε η κακή έκβαση
του πολέμου - και να εξασφαλιστεί, παρά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, η
Μεγάλη Ελλάδα - της οποίας τα σύνορα δεν θα είναι ποτέ ασφαλή εκτός αν η δυτική
Θράκη και η Μακεδονία γίνουν ελληνικά εδάφη, όχι μόνο πολιτικά αλλά και
φυλετικά».
Με άλλα λόγια,
ο Βενιζέλος είχε επίγνωση του προβλήματος αλλά έβλεπε και μία ευκαιρία στο
δράμα των προσφύγων.
Παρόλο
που το όραμά του για μία Μεγάλη Ελλάδα που θα απλωνόταν σε δύο ηπείρους είχε
χαθεί, ίσως θα μπορούσε ακόμα να ισχυροποιήσει τα εδάφη που είχε κερδίσει η
Ελλάδα στο βορρά αντικαθιστώντας τους μουσουλμάνους κατοίκους με χριστιανούς
από την Ανατολία.
Επιπλέον,
απευθυνόμενος στους μάλλον απογοητευμένους συμπατριώτες του, ήταν ξεκάθαρος για
τον τρόπο με τον οποίο θα πετύχαινε το σκοπό του. «Αυτό σημαίνει ότι χωρίς την
άμεση αποχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα, το πρόβλημα στέγασης των
χριστιανών προσφύγων θα είναι δυσεπίλυτο και η απορρόφησή τους επίσης δύσκολη.
Και αν ο
Δρ. Νάνσεν δεν καταφέρει να εξασφαλίσει την συμφωνία της κυβέρνησης της
Αγκυρας για αυτή την άμεση αποχώρηση, η κυβέρνηση των Αθηνών πρέπει να είναι
έτοιμη, μόλις γίνει η εκκένωση της ανατολικής Θράκης, σε ένα διάστημα
τεσσάρων-πέντε εβδομάδων να διατάξει την απέλαση του τουρκικού πληθυσμού από
την Ελλάδα.
Θα ζητήσουμε η
διαδικασία να γίνει υπό την επίβλεψη του Δρ. Νάνσεν ο οποίος θα εγγυηθεί ότι
αυτό γίνεται με τον πλέον πολιτισμένο τρόπο. Δεν πρέπει απλώς να επιτραπεί
στους μουσουλμάνους να πάρουν μαζί όλα τα κινητά περιουσιακά τους στοιχεία,
αλλά και να τους δοθεί βοήθεια.
Αυτό το καθήκον
πρέπει να το αναλάβει μία επιτροπή με επικεφαλής κάποιον κρατικό αξιωματούχο, η
οποία θα ορίσει και τις προθεσμίες για την εκκένωση κάθε περιοχής ξεκινώντας
από την δυτική Θράκη, κατόπιν τη δυτική Μακεδονία και τα νησιά. [...]
Αν όπως
υπολογίζω υπάρχουν περίπου 350.000 Τούρκοι στην Ελλάδα -συμπεριλαμβανομένων
εκείνων της δυτικής Θράκης- τότε θα ήταν δυνατόν να εγκαταστήσουμε περίπου
500.000 χριστιανούς πρόσφυγες, ίσως και 700.000 στα σπίτια που εγκαταλείπουν.
Είναι
φανερό σε ποιο βαθμό αυτό λύνει το πρόβλημα της άμεσης εγκατάστασης των
[χριστιανών] προσφύγων και η επιχείρηση της μόνιμης αποκατάστασης τους θα
διευκολυνθεί καθώς οι πρόσφυγες θα καλύψουν το κενό που θα δημιουργήσει η
αναχώρηση των Τούρκων.
Θα πρέπει εξ
αρχής να διασφαλίσουμε ότι οι αγροτικές κοινότητες από την Ανατολία θα
εγκατασταθούν στις αγροτικές περιοχές και οι πρόσφυγες από τα αστικά κέντρα
στις πόλεις».
Ο Βενιζέλος
δεν ήταν μόνο υπέρ των δρακόντειων μέτρων. Σαν ευφυής πολιτικός με πλήρη
συναίσθηση της διεθνούς συγκυρίας έβλεπε καθαρά τα επικοινωνιακά προβλήματα που
θα προκαλούσε μία αναγκαστική απέλαση μουσουλμάνων από την Ελλάδα.
"Η κυβέρνηση
οφείλει να γνωρίζει ότι η ηθική μας υπόσταση στην πολιτισμένη οικογένεια των
εθνών έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα ύστερα από τους εμπρησμούς και άλλες
βιαιοπραγίες στις οποίες επετράπη στον ελληνικό στρατό να προβεί στη Μικρά
Ασία, πράξεις τις οποίες εκμεταλλεύτηκε πολύ αποδοτικά ο φοβερός και άριστα
οργανωμένος τουρκικός μηχανισμός προπαγάνδας.
Χρειαζόμαστε
οπωσδήποτε λοιπόν να επανακτήσουμε τον ηθικό σεβασμό του κόσμου και η
υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών πρέπει να συμβεί έτσι ώστε το μέτρο -που αυτό
καθεαυτό είναι απολύτως βάρβαρο- να γίνει αποδεκτό σαν αναγκαία λύση που
αντιμετωπίστηκε με την φροντίδα και την συμπόνια ενός πολιτισμένου λαού
απέναντι στις δοκιμασίες των μετακινούμενων. Όσο για τις διαμαρτυρίες που αυτό
το μέτρο θα ξεσηκώσει στις ξένες χώρες, είμαι διατεθειμένος να αναγνωρίσω
δημόσια την «πατρότητα» αυτής της ιδέας και να την υπερασπιστώ.Ό,τι απομένει
από το κύρος που απολαμβάνω διεθνώς θα βοηθήσει ώστε να μετριαστεί η
αγανάκτηση".
Όπως φαίνεται
καθαρά από την επιστολή, ο Βενιζέλος είχε πολύ μοντέρνα αντίληψη όχι μόνο των
δημόσιων σχέσεων αλλά της πολιτικής διαχείρισης του ανθρώπινου παράγοντα.
Ακολούθησε
τους κανόνες του παιγνιδιού παρατηρώντας τους τοπικούς παίκτες οι οποίοι
προωθούσαν μεν τα δικά τους συμφέροντα (γιατί κανένας άλλος δεν θα το έκανε),
αλλά παρουσίαζαν προς τα έξω μία εικόνα ηπιότητας, ανιδιοτέλειας και
ανθρωπισμού.
Καταδίκαζαν
τις πράξεις των αντιπάλων τους σαν εγκλήματα όχι μόνον εναντίον των ίδιων και
του λαού τους αλλά εναντίον ολόκληρης της ανθρωπότητας - εξασφαλίζοντας
συγχρόνως ότι οι δικές τους πράξεις, ανεξάρτητα από το πόσο απάνθρωπες ήταν, θα
φαίνονταν είτε λογικές ή στη χειρότερη περίπτωση φυσικές αντιδράσεις σε
απαράδεκτες προκλήσεις.
Ακολουθώντας
αυτό το δρόμο ο Βενιζέλος συμπεριφέρθηκε όπως όλοι οι εθνικιστές ηγέτες, ακόμα
και σήμερα, στις εμπόλεμες ζώνες από τα Βαλκάνια ως το Αφγανιστάν.
Και ο Νάνσεν,
ο εκπρόσωπος της διεθνούς κοινότητας, πως αντέδρασε; Σοκαρίστηκε καθόλου με
τις προτάσεις του Βενιζέλου; Φαίνεται πως όχι.
Αντίθετα,
η ιδέα μιας άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης προκειμένου να
σταθεροποιηθεί η περιοχή, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν παρά μία άσκηση
εθνοτικής μηχανικής άνοιξε την όρεξη του Νορβηγού για υψηλή στρατηγική και
άμεση δράση. Ούτε χρειαζόταν ο Νάνσεν ιδιαίτερη ενθάρρυνση για να υιοθετήσει
την διαπραγματευτική τακτική που του πρότεινε ο Βενιζέλος, δηλαδή να πείσει
τους Τούρκους να συμφωνήσουν σε μία αμοιβαία ανταλλαγή, αλλιώς η ελληνική
κυβέρνηση θα εξόριζε την μουσουλμανική κοινότητα από μόνη της.
Παράλληλα με
αυτό το ευθύ μήνυμα στο υπουργείο εξωτερικών της Ελλάδας, ο Κρητικός πολιτικός
έστειλε μία εξίσου αποκαλυπτική επιστολή στον Νάνσεν στην Κωνσταντινούπολη με
την οποία του εξέθετε διάφορους τρόπους για να πείσει την τουρκική πλευρά.
«Αν η
υψηλού επιπέδου επιχειρηματολογία αποτύχει να πείσει τον Μουσταφά Κεμάλ», για
την χρησιμότητα της αμοιβαίας ανταλλαγής πληθυσμών, έγραφε ο Βενιζέλος, «τότε η
Ελλάδα πιθανότατα θα αναγκαστεί να επιβάλει την άμεση μετανάστευση όλων των
Τούρκων που ζουν σήμερα σε ελληνικά εδάφη».
Ακόμα μεγαλύτερος
πονοκέφαλος για το Βενιζέλο ήταν η μοίρα του ανδρικού πληθυσμού που είχε
αιχμαλωτίσει ο τουρκικός στρατός καθώς σάρωνε τα εδάφη της Ανατολίας. Και γι'
αυτό το ζήτημα παρότρυνε τον Νάνσεν να μεταβιβάσει στην τουρκική πλευρά το
μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει τα ίδια μέσα.
Όσον αφορά στο ζήτημα της
απελευθέρωσης του ανδρικού πληθυσμού που είναι σε στρατεύσιμη ηλικία, ίσως θα
μπορούσατε, σε περίπτωση ανάγκης, να πληροφορήσετε τον Κεμάλ ότι, αν παραμείνει
ανυποχώρητος, η ελληνική κυβέρνηση επίσης θα παραμένει ανυποχώρητη.
Η ελληνική κυβέρνηση θα
αναγκαστεί να προβεί σε αντίποινα επιστρατεύοντας τον ανδρικό πληθυσμό
μουσουλμάνων της Ελλάδος. Ειλικρινά λυπάμαι που θέτω τόσο ωμά το ζήτημα, αλλά
για τον ανατολίτικο νου ίσως αποδειχθούν πιο πειστικά στην περίπτωση που άλλα
επιχειρήματα αποτύχουν.
Ποια λοιπόν
ήταν η αντίδραση του «ανατολίτικου νου»; Στην κατεχόμενη από τους Συμμάχους
Κωνσταντινούπολη, όπου το κεμαλικό καθεστώς δεν είχε ακόμα ισχυροποιηθεί, ο
Νάνσεν αρχικά δεν αντιμετώπισε δυσκολίες να βρει συνομιλητές που εκπροσωπούσαν
την Άγκυρα.
Ο ίδιος
ο Κεμάλ δεν είχε καιρό για κουβέντες καθώς ήταν πολύ απασχολημένος με την
εμπέδωση της νίκης του και την προσπάθεια να ηγηθεί ενός προβληματικού
συνασπισμού. Αλλά στις συζητήσεις του με τους έμπιστους συνεργάτες του Κεμάλ ο
Νάνσεν φαίνεται ότι χρησιμοποίησε αρκετά από τα επιχειρήματα του Βενιζέλου.
Σύμφωνα με τον
βοηθό του Φίλιπ Νόελ-Μπέικερ, ο Νάνσεν υπέβαλε την ακόλουθη πρόταση στον Ρεφέτ
πασά, τον εκλεγμένο κυβερνήτη της Κωνσταντινούπολης:
Η Ελλάδα, λόγω τρομακτικής έλλειψης
ζωτικού χώρου, ίσως υποχρεωθεί να απελάσει το μισό εκατομμύριο των Τούρκων που
ζουν εκεί.
Αν φτάναμε σε μία συμφωνία όπως
ακριβώς την προτείνει, αυτοί οι Τούρκοι θα μετακινηθούν υπό την επίβλεψη των
αντιπροσώπων της διεθνούς κοινότητας, τα περιουσιακά τους στοιχεία θα
εξεταστούν αμερόληπτα και όταν φθάσουν στην Τουρκία θα λάβουν πλήρη αποζημίωση
για ό,τι άφησαν πίσω τους.
Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία θα
χρειαστεί να εγκαταστήσει νέους κατοίκους στις πόλεις και τα χωριά που
εγκαταλείφθηκαν από τους 'Ελληνες.
Έχοντας
κατατροπώσει τον ελληνικό στρατό και κυνηγήσει την πλειονότητα των
ελληνορθόδοξων έξω από την Ανατολία, οι Τούρκοι δεν είχαν όρεξη για νουθεσίες
από τους ηττημένους εχθρούς τους ή τους εκπροσώπους τους.
Επιπλέον,
η απειλή της Ελλάδας ότι θα πάρει μέτρα εναντίον των Οθωμανών μουσουλμάνων θα
πρέπει να φάνηκε στην Άγκυρα τουλάχιστον αστεία. Αν γινόταν κάτι τέτοιο θα
έδινε στους Τούρκους μία πρώτης τάξεως αφορμή για να επιτεθούν στην δυτική
Θράκη, μία περιοχή που οι εθνικιστές την είχαν από καιρό στο μάτι, ή να
εξαπολύσουν ένα ακόμα κύμα ωμής βίας εναντίον των χριστιανών που παρέμεναν στην
Ανατολία.
Αλλά
ουσιαστικά η ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών είχε ήδη γίνει αποδεκτή
από τους Τούρκους εθνικιστές και ο δρόμος για τον Βενιζέλο και τον Νάνσεν ήταν
ανοιχτός.
Ήδη από το
Μάρτιο του 1922, ο λόρδος Κούρζον είχε μάθει από έναν απεσταλμένο του Μουσταφά
Κεμάλ ότι «η κυβέρνηση της Άγκυρας δεν θα φέρει αντιρρήσεις σε μία λύση που
ικανοποιεί την κοινή γνώμη και εξασφαλίζει ηρεμία στη χώρα, και είναι έτοιμη να
συναινέσει στην ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων της Μικρασίας και
μουσουλμάνων της Ελλάδας».
Εκείνο τον
καιρό ο ελληνικός στρατός ήταν ακόμα σταθερά εγκατεστημένος στην καρδιά της
Ανατολίας και δεν υπήρχε άμεση απειλή για τους χριστιανούς της περιοχής. Η
αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού θα έδινε στον κόσμο την εντύπωση μιας καθαρά
χαριστικής παραχώρησης από μέρους των Συμμάχων προς την τουρκική εθνικιστική
κυβέρνηση, τη νομιμότητα της οποίας η Βρετανία δεν αναγνώριζε.
Η
απάντηση του λόρδου Κούρζον στον απεσταλμένο, τον Γιουσούφ Κεμάλ Μπέη εκ πρώτης
όψεως ακούγεται αφελής αλλά αποδείχθηκε προφητική. Ενώ «μπορούσε να γίνει κάτι
προς αυτή την κατεύθυνση» μία ανταλλαγή δεν αποτελούσε ολοκληρωμένη λύση καθώς
«οι (Ελληνες) κάτοικοι της Μικρασίας ήταν γύρω στο μισό εκατομμύριο. Για
πρακτικούς λόγους δεν θα μπορούσαν να φύγουν όλοι και για αγροτικούς και
εμπορικούς λόγους πολλοί από αυτούς δεν θα ήθελαν να φύγουν».
Ως τον
Οκτώβριο του 1922 το ζήτημα της «εκούσιας αναχώρησης» των ελληνορθόδοξων της
Ανατολίας, που τελικά ήταν γύρω στο 1,5 εκατομμύριο, είχε φυσικά διευθετηθεί.
Οι
περισσότεροι ήταν νεκροί, αιχμάλωτοι ή προσπαθούσαν να επιβιώσουν στα
Μικρασιατικά παράλια και οι υπόλοιποι ήταν κλεισμένοι σε στρατόπεδα Ελλήνων προσφύγων.
Ο
Μουσταφά Κεμάλ δήλωσε ότι οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας (και των πρώην οθωμανικών
εδαφών) ήταν καλοδεχούμενοι και η νέα Τουρκία που σκόπευε να ιδρύσει τους
παρακινούσε να γυρίσουν.
Δεν έβλεπε
σοβαρούς λόγους, στρατηγικούς ή ανθρωπιστικούς, για να «παραμείνουν» οι
οθωμανοί μουσουλμάνοι στην Ελλάδα - με εξαίρεση τους κατοίκους της δυτικής
Θράκης την οποία ορισμένοι Τούρκοι εθνικιστές ακόμα ονειρεύονταν να
προσαρτήσουν ύστερα από δημοψήφισμα.
Στις αρχές του
Σεπτεμβρίου 1922, όταν οι δυνάμεις του ήδη κυνηγούσαν τον συντετριμμένο
ελληνικό στρατό προς τα παράλια του Αιγαίου, ο Κεμάλ έθεσε για άλλη μία φορά το
ζήτημα της ανταλλαγής πληθυσμών.
Αυτή τη φορά η
πρόταση του είχε τη μορφή οδηγιών στον Φετιγιέ μπέη, τον οποίο έστειλε ως
εκπρόσωπο της Άγκυρας στο Λονδίνο με την εντολή να δώσει την εντύπωση ότι η
κυβέρνηση ήταν ανοιχτή στις συζητήσεις για τη σύναψη ανακωχής.
Για την
ακρίβεια, όπως οι Τούρκοι ιστορικοί σημειώνουν με επιδοκιμασία, η αποστολή του
Φετιγιέ μάλλον ήταν μπλόφα.
Ύστερα από
τους θριάμβους του στην καρδιά της Ανατολίας, ο τουρκικός στρατός δεν είχε
κανένα λόγο να καταθέσει τα όπλα προτού διώξει τους Έλληνες από κάθε γωνιά της
Ανατολίας, συμπεριλαμβανομένης της Σμύρνης.
Αλλά οι
προτάσεις που έφερε ο Φετιγιέ μπέης στην Βρετανία δεν ήταν τίποτα περισσότερο
από απαιτήσεις της μεταπολεμικής κυβέρνησης της Άγκυρας.
Ζητούσε
πλήρη αποκατάσταση των φυσικών και ηθικών καταστροφών που προκάλεσε η Ελλάδα,
την άμεση τοποθέτηση της Ισταμπούλ και της ανατολικής Θράκης υπό τουρκικό
έλεγχο και την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Στις 22
Οκτωβρίου ο Κεμάλ οριστικοποίησε τη θέση του στέλνοντας στον Νάνσεν ένα ξερό
τηλεγράφημα με το οποίο του γνώριζε ότι η ανταλλαγή είχε γίνει «αποδεκτή επί
της αρχής» και τον καλούσε να συζητήσει τις λεπτομέρειες με τους εκπροσώπους
του.
Στα χείλη
πολιτικών που ούτως ή άλλως σκοπεύουν να διώξουν τις μειονότητες, μία «συμφωνία
για την ανταλλαγή πληθυσμών» τί ακριβώς σημαίνει;
Αυτό που κάθε
πλευρά εννοεί είναι το εξής: Σε εξουσιοδοτώ να εξορίσεις τους ανθρώπους «μου» -
όσους δηλαδή ανήκουν σε μένα εθνικά ή θρησκευτικά και ζουν στα εδάφη σου. Υπό
άλλες συνθήκες κάτι τέτοιο θα το θεωρούσα εχθρική πράξη αλλά χάρη στην συμφωνία
που μόλις συνάψαμε είμαι διατεθειμένος να δεχθώ και να διευκολύνω αυτή την
κίνηση - και σε αντάλλαγμα αποκτώ την άδεια να εξορίσω τους ανθρώπους «σου» από
τα εδάφη μου.
Μια άλλη
διαφορά μεταξύ εξορίας και «ανταλλαγής» είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση οι
κυβερνήσεις συνεργάζονται για να εξασφαλίσουν ορισμένα προνόμια για τον εαυτό
τους. Για να το θέσουμε ωμά, μία συμφωνημένη ανταλλαγή επιτρέπει στις
εμπλεκόμενες κυβερνήσεις να καρπωθούν τα «πλεονεκτήματα» της απέλασης ανεπιθύμητων
μειονοτήτων χωρίς να αντιμετωπίσουν ηθική κατακραυγή.
Για τους
φιλελεύθερους δυτικούς η ιδέα ότι ένα κράτος μπορεί να «επωφελείται» από την
εξορία ανεπιθύμητων μειονοτήτων που ζουν στο έδαφος του ακούγεται
ανατριχιαστική.
Αλλά τα
περισσότερα έθνη-κράτη που προέκυψαν από τα συντρίμμια της Οθωμανικής, της
Αυστροουγγαρικής και της Τσαρικής Αυτοκρατορίας σκέπτονταν ακριβώς έτσι. Αυτό
θέτει το ερώτημα ποια ακριβώς είναι αυτά τα υποτιθέμενα «οφέλη» της εξορίας.
Είτε
αυτό συμβαίνει στην Ουγκάντα του Ιντί Αμίν, στην Αίγυπτο του Νάσερ, στην
σερβοκρατούμενη Βοσνία ή αλλού, η εξορία μιας μειονότητας είναι συχνά πράξη
συμφεροντολογική και υπολογισμένη από μέρους των εθνικιστικών κομμάτων ή ηγετών
που παλεύουν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν την εξουσία.
Ακόμα και όταν
φοράει ιδεολογικό μανδύα ο κύριος στόχος μιας τέτοιας λύσης είναι να παρέχει
στον ηγέτη κέρδη τα οποία ύστερα μπορεί να μοιράσει στους πιστούς υποστηρικτές
του.
Στην περίπτωση
που η ανταλλαγή γίνεται κατόπιν συμφωνίας, οι εμπλεκόμενες κυβερνήσεις
αναγκάζονται να χαλιναγωγήσουν τις συμφεροντολογικές τους ορέξεις και,
τουλάχιστον θεωρητικά, να μετριάσουν τις βλάβες που προξένησαν στους ανθρώπους
παρέχοντας εγγυήσεις για τη ζωή τους ή βοηθώντας τους να μεταφέρουν ορισμένα
από τα υπάρχοντά τους και να αποζημιωθούν για τις περιουσίες τους.
Σε αντάλλαγμα,
κάθε κράτος εξασφαλίζει «πιστούς» και ευγνώμονες πολίτες ενώ παράλληλα
ξεφορτώνεται τους εν δυνάμει δόλιους «ξένους».
Ώς τα μέσα
Οκτωβρίου του 1922 ο Νάνσεν έβλεπε ότι μπορούσε και έπρεπε οπωσδήποτε να
επισπεύσει το μεγάλο παζάρι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο ζήτημα της
ανταλλαγής.
Ένας από
τους λόγους ήταν ότι οι μονομερείς διωγμοί των χριστιανών της Ανατολίας είχαν
εντατικοποιηθεί. Τα τούρκικα λιμάνια κατακλύζονταν από απελπισμένους πρόσφυγες
που είχαν ξεσπιτωθεί και δεν έβλεπαν την ώρα να εγκατασταθούν σε ασφαλέστερο
τόπο.
Αυτό
δημιούργησε στους πιο απαισιόδοξους 'Ελληνες φόβο ότι οι Τούρκοι δεν είχαν
ιδιαίτερους λόγους να βιάζονται να συμφωνήσουν σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο
δράσης -την εξορία όλων ή σχεδόν όλων των χριστιανών- γιατί ήδη το εφάρμοζαν.
Αν όμως ο
Μουσταφά Κεμάλ έβλεπε πλεονεκτήματα σε μία συμφωνία ήταν επειδή, όπως ο
Βενιζέλος, προσδοκούσε σε μόνιμη ειρήνη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και επίσης
λόγω των επιχειρημάτων που είχε προβάλλει ο ίδιος ο Νάνσεν - ότι δηλαδή η άφιξη
μουσουλμάνων από την Ελλάδα θα συμπλήρωνε κατά κάποιον τρόπο το δημογραφικό και
οικονομικό κενό που άφηναν φεύγοντας οι χριστιανοί.
Bruce Clark
"ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου