Χαμένα αδέλφια: Απο την Σαμψούντα στη Δράμα ΜΕΡΟΣ 3ο

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

Παρόλο που υπήρχαν διαφορές μεταξύ του ίδιου και των βασικών του υποστηρικτών, όπως για παράδειγμα η ταχύτητα αποδυνάμωσης του οθωμανικού κατεστημένου, συμφωνούσαν τουλάχιστον σε ένα πράγμα: Στο νέο κράτος δεν υπήρχε χώρος για τις χριστιανικές μειονότητες οι οποίες, κατά τη γνώμη τους, είχαν αποτελέσει πέμπτη φάλαγγα προς όφελος εκείνων που ζητούσαν να υποδουλώσουν την Τουρκία.
Όλα αυτά σε θεωρητικό επίπεδο. Ένα πιο πρακτικό πρόβλημα, η λύση του οποίου τέθηκε σε άλλους, ήταν οι άρρωστοι και απελπισμένοι πρόσφυγες που κατέκλυζαν την αποβάθρα της Σαμψούντας αφήνοντας πίσω τους στα ορεινά χωριά κατεστραμμένους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς οικισμούς - εκεί που στο μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα πιστοί και των δύο θρησκειών φρόντιζαν τα ίδια ζώα, μαγείρευαν τα ίδια φαγητά, άκουγαν και έπαιζαν την ίδια μουσική.
Οι χριστιανοί που διώχτηκαν από εκεί έγιναν γνωστοί στις νέες τους πατρίδες με την ονομασία Πόντιοι, από την λέξη Πόντος, που στα ελληνικά σημαίνει θάλασσα. Ακόμα αποτελούν ξεχωριστή κοινότητα στην Ελλάδα, καλλιεργώντας μία διάλεκτο με στοιχεία από τα αρχαία ελληνικά, τόσο διαφορετική από την επίσημη γλώσσα που μόνο ένας φιλόλογος μπορεί ίσως να την παρακολουθήσει.
Σε μία χώρα που δύσκολα ανέχεται την ιδιαιτερότητα -ότι ενώνει τους Έλληνες θεωρείται σε ιδεολογικό επίπεδο πιο σημαντικό από ότι τους χωρίζει- οι Έλληνες του Πόντου διαφέρουν.
Έχουν τη φήμη ζωηρών, ευέξαπτων, δημιουργικών και ξεροκέφαλων ανθρώπων. Όπως οι Ιρλανδοί στην Αγγλία ή οι Πολωνοί στην Αμερική, γίνονται στόχος ανεκδότων, συνήθως όχι πολύ αστείων, που τους εμφανίζουν είτε αργόστροφους είτε διαθέτοντες κάποια ιδιόρρυθμη λογική, αλλά δεν τους νοιάζει ιδιαίτερα γιατί έχουν την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων που στέκουν υπεράνω εκείνων που τους κακολογούν.
 Αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν όλα τα γνωρίσματα που αποδίδουν οι Έλληνες στους Πόντιους συμπατριώτες τους αποδίδονται και από τους Τούρκους στους σημερινούς κατοίκους της Μαύρης Θάλασσας. Στην Τουρκία, όπως και στην Ελλάδα, θεωρείται δεδομένο ότι «οι άνθρωποι του Πόντου είναι αλλιώς» και αυτό τους κάνει ίδιους στα μάτια των τρίτων.
 
Αλλά για όποιον θέλει να δει σημάδια του πολιτισμού και της συλλογικής μνήμης των ορθόδοξων της Μαύρης Θάλασσας, η σημερινή Σαμψούντα έχει ελάχιστα να επιδείξει. Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί αναφέρουν ότι το λιμάνι ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. από Έλληνες αποίκους και ονομάστηκε Αμισσός.
 Διστάζουν όμως να παραδεχθούν ότι εκείνοι που επικαλούνταν ελληνικές ρίζες ή χρησιμοποιούσαν την ονομασία Αμισσός εγκατέλειψαν την περιοχή σχετικά πρόσφατα.
Τα ίχνη της ελληνικής και χριστιανικής παρουσίας έχουν σβηστεί από την τοπική πολιτιστική κληρονομιά, όπως ακριβώς σβήστηκε και η μουσουλμανική ιστορία σε πολλά μέρη της σημερινής Ελλάδας, για παράδειγμα στην πόλη της Δράμας.
Η Δράμα σήμερα αφηγείται στον επισκέπτη μία άλλη ιστορία. Παραμερίζει το γεγονός ότι κάποτε ζούσαν εκεί μουσουλμάνοι, αλλά καμαρώνει για τον τρόπο που καλοδέχτηκε πρόσφυγες από μέρη όπως η Σαμψούντα.
 Υπάρχει άνεση και οικειότητα στη ζωή αυτής της εξωστρεφούς πόλης η οποία ευημερεί χωρίς ιδιαίτερα εμφανή λόγο και είναι κτισμένη στα μισά ενός δρόμου που από τη μία οδηγεί στη Βουλγαρία και από την άλλη σε μία πευκόφυτη ακτή του Αιγαίου.
Στα καταστήματα που πουλάνε ακριβά βαφτιστικά ρούχα, αθλητικές φόρμες γνωστών σχεδιαστών ή φανταχτερούς χρυσούς σταυρούς και στις τσιμεντένιες κατασκευές που πνίγουν το κέντρο της παλιάς πόλης, άνθρωποι συνδιαλέγονται με μία οικειότητα που υπονοεί ότι οι περισσότεροι από τους περίπου 40.000 κατοίκους της πόλης γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους.
Ύστερα από μία προσεκτική ματιά, η κοινωνική γεωγραφία και η πρόσφατη ιστορία της πόλης αρχίζουν να αποκαλύπτονται. Στην αρχή του περασμένου αιώνα η Δράμα ήταν μία οθωμανική πόλη-στρατόπεδο, όπου στάθμευαν οι στρατιώτες και άλλοι υπήκοοι του σουλτάνου όταν ταξίδευαν από την Κωνσταντινούπολη προς τις δυτικές άκρες της αυτοκρατορίας στην Αδριατική.
 Το 1911, τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων που τελικά απέσπασαν τη Δράμα από τον οθωμανικό έλεγχο, ζούσαν εκεί 11.000 μουσουλμάνοι και μόνο 2.500 χριστιανοί ορθόδοξοι, που σημαίνει ότι μετά την απόφαση της ανταλλαγής πληθυσμών απελάθηκε μία σημαντικότατη πλειονότητα ανθρώπων εγκατεστημένων από την οθωμανική εποχή. Από την άλλη μεριά, οι περισσότεροι από τους σημερινούς κατοίκους της είναι απόγονοι χριστιανών προσφύγων που ήλθαν στις αρχές του 1920 από μέρη όπως η Σαμψούντα.
Αυτό δείχνει ότι υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτική ανταλλαγή πληθυσμών, γεγονός σπάνιο ακόμα και για τα δεδομένα της βόρειας Ελλάδας. Η πλειονότητα των σημερινών κατοίκων έχουν τις ρίζες τους στις περιοχές γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, με άλλα λόγια η Δράμα είναι στην ουσία μία ελληνική ποντιακή πόλη. Αν η οικονομική και κοινωνική ζωή της έχει περισσότερη σφρίγος και δυναμισμό από ότι κανείς θα περίμενε, αυτό οφείλεται, στον ποντιακό της πληθυσμό.
Παρόλο που τώρα είναι σκεπασμένο με τσιμέντο, υπάρχει ακόμα ένα ποταμάκι που διασχίζει το κέντρο της πόλης και κάποτε τη χώριζε σε μία οθωμανική γειτονιά στα ανατολικά και μία χριστιανική (με βυζαντινό φρούριο) στα δυτικά. Μόνο στην ελληνική πλευρά στέκουν ακόμα κτίρια που παρουσιάζουν κάποιο ιστορικό ή αισθητικό ενδιαφέρον.
Υπάρχουν ωραίες δεξαμενές, πάρκα με πλατάνια και ορισμένα αρχοντικά, πέτρινα κτίρια στο χρώμα της ανοιχτής ώχρας. Είναι αποθήκες φύλαξης και επεξεργασίας καπνού, που ήταν ο στυλοβάτης της οικονομίας της πόλης πριν και, ακόμα περισσότερο, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
 
Παλιά στοά στο κέντρο της Δράμας(φωτο:Δημήτρης Ασπιώτης)

Στο ανατολικό, δηλαδή το μουσουλμανικό, κομμάτι της πόλης δεν απομένει ούτε ένα παλιό κτίσμα. Μόνο στο κέντρο αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, βλέπουμε αραιά και πού έναν μισογκρεμισμένο τοίχο με την επιγραφή στην οθωμανική γλώσσα ενός από τα δώδεκα περίπου πανδοχεία που έδιναν στην πόλη τον χαρακτήρα της.
Ήταν τόσο δυνατός ο αντίκτυπος από την ανταλλαγή πληθυσμών που μέχρι σήμερα οι συνοικίες της Δράμας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με την καταγωγή των προσφύγων που έφτασαν εκεί τη δεκαετία του 1920.
 Στην ανατολική (οθωμανική) πλευρά υπάρχει μία γειτονιά με οικογένειες από την ανατολική Θράκη, για την έξοδο των οποίων έχουμε την αγανακτισμένη περιγραφή του 'Ερνεστ Χεμινγουέι τον Οκτώβριο του 1922.
 Άλλη γειτονιά φιλοξενεί οικογένειες που έφυγαν από τη δυτική Θράκη κυνηγημένοι από τους Βουλγάρους. Στον κεντρικό δρόμο που τραβάει προς την δυτική έξοδο της πόλης υπάρχει μία περιοχή που φέρει το ένδοξο όνομα των ηγεμόνων της Τραπεζούντας, των Κομνηνών, οι οποίοι διαφέντευαν ολόκληρη τη νοτιοανατολική πλευρά του Πόντου. Όχι μόνο εκεί αλλά και στην υπόλοιπη πόλη καθώς και στα γύρα χωριά κατοικούν άνθρωποι που έφτασαν στη Δράμα από τη Μαύρη Θάλασσα.
Μία από τις συνέπειες της ποντιακής κληρονομιάς είναι ότι στις περισσότερα οικογένειες ακόμα δεν έχουν επουλωθεί οι πληγές και οι οδυνηρές μνήμες της εξόδου,  μνήμες που ακόμα ωθούν τους κατοίκους να αντιμετωπίζουν την Τουρκία και τους Τούρκους με καχυποψία και πικρία αλλά και μία αίσθηση συγγένειας. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι στη Δράμα που θεωρούν την Τουρκία χώρα με την οποία είναι στενά δεμένοι και ας μη το θέλουν.
 Μία στις δύο οικογένειες στη Δράμα έχει τουλάχιστον ένα πρόγονο που κατόρθωσε να επιζήσει από τις πορείες. Άλλος δωροδοκώντας έναν Τούρκο φρουρό, άλλος πουλώντας μία εξυπηρέτηση στους Τούρκους επιστάτες ή ακολουθώντας τις ολιγάριθμες ομάδες ενόπλων χριστιανών που άντεξαν μέχρι να βρουν καράβι να τους φυγαδεύσει. Πολλοί θυμούνται νεαρές γυναίκες και κορίτσια που έμειναν πίσω καθώς, κάτω από αφόρητες πιέσεις, παντρεύτηκαν Τούρκους ή δόθηκαν σε τουρκικές οικογένειες σαν ψυχοκόρες.
Ως τα μέσα του 1923 το κέντρο της Δράμας μεταμορφωνόταν καθημερινά σε χαώδη καταυλισμό καθώς πρόσφυγες κατέφθαναν συνεχώς από την Ανατολία. Οι άνθρωποι γνώριζαν ότι η πλειοψηφία των μουσουλμάνων κατοίκων επρόκειτο να απελαθεί, επομένως να εγκαταλείψει σπίτια και χωράφια που οι ίδιοι είχαν μεγάλη ανάγκη.
 Όπως και σε πολλές περιοχές της βόρειας Ελλάδας, τα πράγματα δεν έγιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα. Μία από τις άμεσες επιπτώσεις της εξόδου των μουσουλμάνων ήταν να δοθεί ευκαιρία στους ντόπιους προύχοντες, και τους φίλους τους, να αρπάξουν τα καλύτερα σπίτια της πόλης. Ως το τέλος της δεκαετίας δεκάδες χιλιάδες αγροτικές οικογένειες, κυρίως από τη Μαύρη Θάλασσα, εγκαταστάθηκαν στα εδάφη γύρω από τη Δράμα και μέσα στην πόλη χτίστηκαν εκατοντάδες απλά τούβλινα σπίτια - δύο δωμάτια σε κάθε πλευρά ενός διαδρόμου με το αποχωρητήριο στον κήπο.
Μερικά από αυτά τα κτίσματα στέκουν ακόμα, αλλά επιδιορθώθηκαν και είναι πιο άνετα με τις αυλές και τα παρτέρια τους όπου οι άνθρωποι κάθονται στον ήλιο και σχολιάζουν τη ζωή της γειτονιάς.
Εκείνο που συνέδεσε την παλιά ζωή στη Σαμψούντα με τη νέα ζωή στη Δράμα ήταν «το φύλλο της νικοτιανής». Πολύ προτού φτάσουν οι πρόσφυγες, στην περιοχή καλλιεργούσαν έναν σκούρο, γλυκόπιοτο ανατολίτικο καπνό. Πολλά πλούσια μοναστήρια και μουσουλμάνοι μεγαλοκτηματίες είχαν αποκτήσει ανέλπιστες περιουσίες τον 19ο αιώνα χάρη στις ξαφνικές ανόδους της τιμής του καπνού ή του μπαμπακιού σε παγκόσμια κλίμακα.
 Εκείνο που συνεισέφεραν οι πρόσφυγες της Μαύρης Θάλασσας ήταν το πείσμα και οι ακούραστες προσπάθειες να καταφέρουν τον καπνό να φυτρώσει σε σκληρή και άνυδρη γη, συμπεριλαμβανομένων και των οικισμών που βρίσκονταν στο όρος Φαλακρό πάνω από τη Δράμα, το οποίο ονομάζεται έτσι ακριβώς επειδή το έδαφος είναι τραχύ και πετρώδες.
Στην Δράμα, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, τη διήγηση του τοπικού έπους έχουν αναλάβει οι συνταξιούχοι δάσκαλοι, οι οποίοι έχουν χτίσει μία γέφυρα μεταξύ της επίσημης εκδοχής και της συλλογικής μνήμης των ανθρώπων με τους οποίους ανατράφηκαν.
 Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει την ιστορία της πόλης, δύο είναι οι άνθρωποι που πρέπει οπωσδήποτε να συναντήσει. Ο κύριος Βασίλης (Χατζηθεοδωρίδης) και ο κύριος Σάββας (Παπαδόπουλος). Είναι πρόσωπα οικεία και αγαπητά σε όλους και τα βιβλία που έχουν γράψει σχετικά με την περιοχή και την ποντιακή καταγωγή τους απολαμβάνουν γενικής εκτίμησης.




BRUCE CLARK

'ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ'
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah