Κανείς δεν ενδιαφερόταν για τον εργάτη
Η δουλειά, όμως, του χυτηρίου είναι σωστό χαμαλίκι. Όχι να τυπώνεις τα καλούπια, που είναι σοβαρή τεχνική δουλειά. Εγώ χειριζόμουν το φυσερό (βεντιλατέρ) με το χέρι. Έκανα, δηλαδή, τη δουλειά που κάνει σήμερα η ΔΕΗ. Γύρναγα το φυσερό με πρωτόγονο τρόπο, όπως, ακριβώς, οι άνθρωποι πριν από χιλιάδες χρόνια, για να λιώσει το μέταλλο και μετά να το ρίξουμε στα καλούπια, που ετοίμαζε ο μάστρο Γιάννης, ένας καλός τεχνίτης. Μια δουλειά και ανθυγιεινή και ξεθεωτική για την ηλικία μου. Μια δουλειά βάρβαρη.
Δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή «επιθεωρήσεις εργασίας» ούτε γινόταν κάποιος έλεγχος, έστω και στοιχειώδης, από την πολιτεία στους εργοδότες. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι άνθρωποι, γενικά, και ειδικότερα τα παιδιά, δούλευαν. Ούτε ένοιαζε κανέναν αν τα παιδιά αυτά ψυχαγωγούνται ή αν έχουν άλλα ενδιαφέροντα για μάθηση, για μόρφωση, εκτός από την καθημερινή εξοντωτική, απάνθρωπη, δουλειά, μια δουλειά, που και για τους μεγάλους ακόμη ήταν αβάσταχτη. Αποτέλεσμα ήταν να αρρωστήσω και να πέσω στο κρεβάτι, οπότε έχασα και τη δουλειά μου στο χαλκουργείο.
Παντού απάνθρωπες συνθήκες
Άλλαξα δυο μαγαζιά ακόμη. Παντού οι συνθήκες δουλειάς απάνθρωπες, εξοντωτικές, ούτε τις στοιχειώδεις συνθήκες τηρούσε η εργοδοσία. Τα πάντα εξαρτιόνταν από την καλοσύνη ή την κακία του αφεντικού. Τίποτε πιο φθηνό από την εργατική δύναμη, από τα εργατικά χέρια. Έβρισκες εργάτες όσους ήθελες και όπως τους ήθελες. Απαίτηση καμία, ούτε δικαιώματα. Ούτε κοινωνικές ασφαλίσεις ούτε ταμεία ανεργίας ούτε επιδόματα ανεργίας ούτε θερινά επιδόματα, αλλά και ούτε συντάξεις γήρατος. Και, φυσικά, για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, ούτε κουβέντα να γίνεται. Όσοι άνθρωποι και αν πέθαιναν, ο εργοδότης θα έβρισκε όσους ήθελε!
Μας σχολούσαν ένα πρωί, χωρίς καμιά προειδοποίηση. Άκουγες ξαφνικά το τραγικό εκείνο «Από σήμερα δεν έχει δουλειά». Άντε πάλι κι από την αρχή για ψάξιμο δουλειάς.. «Όχι, δεν θέλουμε», ήταν η στερεότυπη απάντηση, «θα σχολάσουμε και αυτούς που έχουμε». Και όσο έβλεπαν τα αφεντικά την προσφορά εργασίας τόσο σι απαιτήσεις μεγάλωναν, τόσο οι εκβιασμοί αυξάνονταν.
Έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα παντού
Έψαχνα, έψαχνα συνεχώς σε εργαστήρια και σε εργοστάσια. Δεν ήξερα και εγώ ο ίδιος καλά καλά τι ήθελα. Ενδιαφερόμουν κυρίως για καλό μεροκάματο, όμως με ενδιέφερε και μια καλή, «αξιοπρεπής», δουλειά (λες και υπήρχαν και δουλειές αναξιοπρεπείς!).
Ήθελα να καταλήξω σε ένα επάγγελμα κάπως καλό, αλλά και κάπως να ξεχωρίζει από τα άλλα. Μια και έσβησε το όνειρό μου για πάντα να συνεχίσω το σχολείο, οι φιλοδοξίες μου περιορίστηκαν να γίνω ένας καλός μαστοράκος. Όχι, όμως, τσαγκάρης ούτε ράφτης ούτε μαραγκός, μήτε καμιά άλλη από τις συνηθισμένες τέχνες. Ήθελα κάποια από τις καινούριες, τις σύγχρονες, ας πούμε ηλεκτρολόγος, μηχανουργός, ή κάτι παρόμοιο.
Δούλεψα ένα εξάμηνο σε ένα οπλουργείο (του Κύργια, υπάρχει ακόμη). Με απέλυσε γιατί δεν είχε δουλειά.
Τέσσερις μέρες σε έναν Εβραίο, στην οδό Ιουστινιανού, σε ένα επινικελωτήριο. Δεν άντεξα. Μεροκάματο καλό, όμως η δουλειά αβάσταχτη. Ο Εβραίος, το αφεντικό, δεν μπορούσε να στεριώσει παραγιό. Τη βούρτσα, όποιος δεν ξέρει τη δουλειά αυτή, σήμερα τη δουλεύουν με μάσκα. Τότε, εμείς δουλεύαμε με ανοιχτό το στόμα και τα ρουθούνια. Μια εβδομάδα έβγαζα από το στόμα κατάμαυρα φλέγματα. Δεν άντεξα, έφυγα μόνος.
«Μέγα ηλεκτροκίνητον εργοστάσιον πλαστιγγοποιΐας»!
Ψάχνοντας, ψάχνοντας, δεν άργησα να το βρω. Στα Λαδάδικα, στην οδό Δόξης 1 (το κτίριο υπάρχει και σήμερα) «Μέγα ηλεκτροκίνητον εργοστάσιον πλαστιγγοποιΐας», έγραφε από έξω. Ήταν βέβαια «Μέγα» ως προς το μέγεθος του κτιρίου, αλλά μέσα δούλευαν όλο κι όλο πέντε εργάτες. Επομένως δεν ήταν ούτε «Μέγα» ούτε και εργοστάσιο, όπως έλεγε η τεράστια ταμπέλα. Για το άλλο, το «ηλεκτροκίνητον», ήταν ένας δράπανος, μόνον, που τρυπούσε τα σίδερα.
Όμως, όλα αυτά γράφονταν για να εντυπωσιάζονται οι πελάτες και να θαμπώνονται από τα μεγάλα λόγια. Το «μέγα και «ηλεκτροκίνητο» έμπαινε παντού, και στα αρτοποιεία ήταν το πιο συνηθισμένο. «Μέγα εργοστάσιον ηλεκτροκίνητον αρτοποιίας», και όλο κι όλο, δύο και τρεις εργάτες.
Και το πιο γουστόζικο από όλα· αντίκρυ μας ήταν ένα «εργοστάσιον», που έφτιαχνε σκούπες. Μέσα δούλευαν δύο γυναίκες και ένας άνδρας και από έξω η ταμπέλα, τεραστίων διαστάσεων, έγραφε: «Μέγα ηλεκτροκίνητον εργοστάσιον Σαρωθροποιείον, Τσατάλα - Κοσμόγλου και Σία». Ο Θεός να τους συγχωρέσει, θα έχουν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Μόνον οι ιδιοκτήτες ήξεραν τι πάει να πει «σάρωθρον». Εμείς οι άλλοι το ξέραμε σκουπάδικο! Πιο πέρα το «Μέγα εργοστάσιον υποδηματοποιίας» και βάλε και βάλε.
Με συγκίνησε, φαίνεται, πάρα πολύ η ταμπέλα του πλαστιγγοποιείου. Μπήκα μέσα, συμφώνησα με δεκαπέντε δραχμές την ημέρα. Με τη συμφωνία να δουλεύω στον μπάγκο ως εφαρμοστής.
Δουλειά χωρίς αναπαμό στο πλαστιγγοποιείο
Αθέτησαν, όμως, τον λόγο τους και με έβαλαν βοηθό καμιναδόρο. Ξέρετε τι δουλειά ήταν αυτή; Όλη τη μέρα να μην έχεις αναπαμό ούτε δευτερόλεπτο. Να κινείς με το χέρι το φυσερό, όπως, ακριβώς, στην εποχή του μακαρίτη του Ήφαιστου. Να κοκκινίζεις το σίδερο και μετά, εγώ με τη βαριά και ο μάστορας με το σφυρί, να το κοπανάμε και να του δίνουμε διάφορα σχήματα και να το κολλάμε. Στη βράση κολλάει το σίδερο, που λέει η παροιμία.
Και τα κολλήματα, το ένα σίδερο μετά το άλλο στο καμίνι τα κολλούσαμε. Ακόμη δεν υπήρχαν εδώ η οξυγονοκόλληση και η ηλεκτροκόλληση. Τότε έβαζες στη φωτιά, στο καμίνι, τα σίδερα για να κολλήσουν. Φύσαγα εγώ με το φυσερό και παρακολουθούσαμε, μόλις ερχόταν στο σημείο που άρχιζε να λιώνει το σίδερο, τότε ο μάστορας, με αστραπιαία ταχύτητα, το έβαζε πάνω στο αμόνι, στον άκμονα. Αυτό ήταν που έλεγαν οι αρχαίοι «Μεταξύ σφύρας και άκμονος».
Βρισκόμουν μεταξύ σφύρας και άκμονος
Αυτή η δουλειά βάσταξε πάνω από έξι μήνες. Ήμουν, πραγματικά, μεταξύ σφύρας και άκμονος. Μαρτύρησα της μάνας μου το γάλα, που λένε. Ήμουν δεκαέξι χρόνων παλικαράκι και έμοιαζα γεροντάκι. Κύρτωσα, ζάρωσα, όλη την ημέρα, και μηχανή να ήμουν, δεν θα άντεχα.
Και δεν ήταν μόνον αυτό. Το άλλο κακό ήταν ότι είχα ένα μάστορα, έναν άξεστο ηλικιωμένο, που νόμιζε ότι μπορούσε να εφαρμόζει τις μεθόδους πειθαρχίας που ίσχυαν πριν από πενήντα χρόνια, τότε που ήταν αυτός παραγιός. Τότε που τη νύφη την έβρισκε το αφεντικό!
Από το πρωί μέχρι το βράδυ, χιλιάδες φορές την ημέρα, μου μνημόνευε τα πεθαμένα και τα ζωντανά μου.
Γαμώ τη μάνα σου, γαμώ τα πεθαμένα σου, αυτόν τον εξάψαλμο άκουγα όλη μέρα. Έλεγε ότι δεν βαρούσα ίσια και στρωτά τη βαριά, να μην κάνει σημάδια πάνω στο καυτό σίδερο, ποτέ, όμως, δεν μου έδειξε πώς να κατεβάζω τη βαριά. Κάθε σφυριά και βρισίδι, κάθε χτύπημα της βαριάς, που ήταν πάνω από τέσσερα κιλά, και μου κατέβαζε και μια χριστοπαναγία.
Αντιδρούσα, βέβαια, καμιά φορά, γιατί κι εγώ δεν ήμουν από εκείνα τα κουμασάκια, που τα δέχονταν όλα αδιαμαρτύρητα. Αλλά τον γέρο, που ήταν του περασμένου αιώνα, πού να του βάλω μυαλό! Ώσπου μια μέρα, ένας άλλος μάστορας, παλιός παραγιός του μάστρο Νικόλα - δούλευε τώρα στο εργοτάξιο των τραμ στο Ντεπό - που παρακολουθούσε τις δικές μου βαριές και το βρισίδι του μάστρο Νικόλα, του είπε:
-Α, μάστρο Νικόλα, δεν έχεις καθόλου δίκιο. Έδειξες καθόλου στο παιδί πώς να βαρά τη βαριά, για να μην κάνει σημάδια;
-Μία και δυο, είπε εκείνος, κάθε μέρα του τα λέω, αλλά αυτός δεν καταλαβαίνει, χωριάτης, κούτσουρο.
-Το βλέπω το παιδί και δεν μου φαίνεται δα και κανένα κουτό, είπε ο άλλος. Και ύστερα, απευθυνόμενος σε μένα, είπε: «Έλα, παιδί μου, να σου δείξω εγώ πώς να βαράς τη βαριά και άφησε τον γέρο. Τον ξέρω καλά. Τα ίδια έκανε και σε μένα».
Μου τα είπε αυτά, γιατί εγώ ήμουν έτοιμος να κλάψω. Όχι για τις βρισιές, που τις είχα πια συνηθίσει, αλλά να με λέει κουτό μπροστά σε ξένο κόσμο, αυτό πήγαινε πολύ! Ήταν παραπάνω και από βρισιά.
-Να, παιδί μου, είπε και μου έδειξε. Θα πιάνεις τη βαριά έτσι. Θα σηκώνεις το χέρι σου λίγο πιο ψηλά από το αριστερό, έτσι που να πέφτει πλάκα η βαριά.
Έριξα τις πρώτες βαριές πάνω στο κόκκινο καυτό σίδερο. Πράγματι δεν άφηνα σημάδια.
-Πιο σηκωμένο το δεξί σου χέρι, παιδί μου, πιο σηκωμένο. Α!, έτσι μπράβο. Αυτό ήταν όλο κι όλο, το πετύχαμε!
Κι ύστερα γύρισε και είπε στον μάστρο Νικόλα:
—Όχι μόνο βρισιές, μάστρο Νικόλα. Θέλει και μυαλό η δουλειά, θέλει «αέρα», που λέμε εμείς οι μαστόροι. Εσύ το κιότεψες το παιδί, δεν κάνουν έτσι!
Οι βαριές, βέβαια, στρώσαν, οι βρισιές, όμως, δεν κόπηκαν τελείως, γιατί ο μάστρο Νικόλας ήταν άνθρωπος της παλιάς σχολής με όλα τα κουσούρια της ηλικίας του. Πέρασα δέκα μήνες κοντά στον παράξενο και ιδιότροπο γέρο, υποφέροντας ψυχικά και σωματικά. Κάθε πρωί που κατέβαινα στη δουλειά, έσερνα τα πόδια μου, το κατατσακισμένο από την κούραση παιδικό μου κορμί.
Αχ, έλεγα μέσα μου, ας μην τέλειωνε ποτέ αυτός ο δρόμος κι ας μην έφτανα ποτέ σε αυτό το καταραμένο μέρος, που λέγεται εργοστάσιο, να περπατώ, να περπατώ έως ότου πέσω κάτω λιπόθυμος από την κούραση. Φτάνει να μην έφτανα ποτέ, τόσο το είχα σιχαθεί.
Να βαράς από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς σταματημό τη βαριά (βαριά τη λέγανε και ήταν πράγματι βαριά), χωρίς οχτάωρο, από νύχτα σε νύχτα, σε ηλικία που τότε διαμορφωνόταν το σώμα μου, ήμουν αναγκασμένος σε τέτοιες κινήσεις, που είχαν σαν αποτέλεσμα να πάρει μια κλίση, ελάττωμα που το κουβαλώ μέχρι σήμερα.
Η δουλειά, όμως, του χυτηρίου είναι σωστό χαμαλίκι. Όχι να τυπώνεις τα καλούπια, που είναι σοβαρή τεχνική δουλειά. Εγώ χειριζόμουν το φυσερό (βεντιλατέρ) με το χέρι. Έκανα, δηλαδή, τη δουλειά που κάνει σήμερα η ΔΕΗ. Γύρναγα το φυσερό με πρωτόγονο τρόπο, όπως, ακριβώς, οι άνθρωποι πριν από χιλιάδες χρόνια, για να λιώσει το μέταλλο και μετά να το ρίξουμε στα καλούπια, που ετοίμαζε ο μάστρο Γιάννης, ένας καλός τεχνίτης. Μια δουλειά και ανθυγιεινή και ξεθεωτική για την ηλικία μου. Μια δουλειά βάρβαρη.
Δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή «επιθεωρήσεις εργασίας» ούτε γινόταν κάποιος έλεγχος, έστω και στοιχειώδης, από την πολιτεία στους εργοδότες. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι άνθρωποι, γενικά, και ειδικότερα τα παιδιά, δούλευαν. Ούτε ένοιαζε κανέναν αν τα παιδιά αυτά ψυχαγωγούνται ή αν έχουν άλλα ενδιαφέροντα για μάθηση, για μόρφωση, εκτός από την καθημερινή εξοντωτική, απάνθρωπη, δουλειά, μια δουλειά, που και για τους μεγάλους ακόμη ήταν αβάσταχτη. Αποτέλεσμα ήταν να αρρωστήσω και να πέσω στο κρεβάτι, οπότε έχασα και τη δουλειά μου στο χαλκουργείο.
Παντού απάνθρωπες συνθήκες
Άλλαξα δυο μαγαζιά ακόμη. Παντού οι συνθήκες δουλειάς απάνθρωπες, εξοντωτικές, ούτε τις στοιχειώδεις συνθήκες τηρούσε η εργοδοσία. Τα πάντα εξαρτιόνταν από την καλοσύνη ή την κακία του αφεντικού. Τίποτε πιο φθηνό από την εργατική δύναμη, από τα εργατικά χέρια. Έβρισκες εργάτες όσους ήθελες και όπως τους ήθελες. Απαίτηση καμία, ούτε δικαιώματα. Ούτε κοινωνικές ασφαλίσεις ούτε ταμεία ανεργίας ούτε επιδόματα ανεργίας ούτε θερινά επιδόματα, αλλά και ούτε συντάξεις γήρατος. Και, φυσικά, για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, ούτε κουβέντα να γίνεται. Όσοι άνθρωποι και αν πέθαιναν, ο εργοδότης θα έβρισκε όσους ήθελε!
Μας σχολούσαν ένα πρωί, χωρίς καμιά προειδοποίηση. Άκουγες ξαφνικά το τραγικό εκείνο «Από σήμερα δεν έχει δουλειά». Άντε πάλι κι από την αρχή για ψάξιμο δουλειάς.. «Όχι, δεν θέλουμε», ήταν η στερεότυπη απάντηση, «θα σχολάσουμε και αυτούς που έχουμε». Και όσο έβλεπαν τα αφεντικά την προσφορά εργασίας τόσο σι απαιτήσεις μεγάλωναν, τόσο οι εκβιασμοί αυξάνονταν.
Έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα παντού
Έψαχνα, έψαχνα συνεχώς σε εργαστήρια και σε εργοστάσια. Δεν ήξερα και εγώ ο ίδιος καλά καλά τι ήθελα. Ενδιαφερόμουν κυρίως για καλό μεροκάματο, όμως με ενδιέφερε και μια καλή, «αξιοπρεπής», δουλειά (λες και υπήρχαν και δουλειές αναξιοπρεπείς!).
Ήθελα να καταλήξω σε ένα επάγγελμα κάπως καλό, αλλά και κάπως να ξεχωρίζει από τα άλλα. Μια και έσβησε το όνειρό μου για πάντα να συνεχίσω το σχολείο, οι φιλοδοξίες μου περιορίστηκαν να γίνω ένας καλός μαστοράκος. Όχι, όμως, τσαγκάρης ούτε ράφτης ούτε μαραγκός, μήτε καμιά άλλη από τις συνηθισμένες τέχνες. Ήθελα κάποια από τις καινούριες, τις σύγχρονες, ας πούμε ηλεκτρολόγος, μηχανουργός, ή κάτι παρόμοιο.
Δούλεψα ένα εξάμηνο σε ένα οπλουργείο (του Κύργια, υπάρχει ακόμη). Με απέλυσε γιατί δεν είχε δουλειά.
Τέσσερις μέρες σε έναν Εβραίο, στην οδό Ιουστινιανού, σε ένα επινικελωτήριο. Δεν άντεξα. Μεροκάματο καλό, όμως η δουλειά αβάσταχτη. Ο Εβραίος, το αφεντικό, δεν μπορούσε να στεριώσει παραγιό. Τη βούρτσα, όποιος δεν ξέρει τη δουλειά αυτή, σήμερα τη δουλεύουν με μάσκα. Τότε, εμείς δουλεύαμε με ανοιχτό το στόμα και τα ρουθούνια. Μια εβδομάδα έβγαζα από το στόμα κατάμαυρα φλέγματα. Δεν άντεξα, έφυγα μόνος.
«Μέγα ηλεκτροκίνητον εργοστάσιον πλαστιγγοποιΐας»!
Ψάχνοντας, ψάχνοντας, δεν άργησα να το βρω. Στα Λαδάδικα, στην οδό Δόξης 1 (το κτίριο υπάρχει και σήμερα) «Μέγα ηλεκτροκίνητον εργοστάσιον πλαστιγγοποιΐας», έγραφε από έξω. Ήταν βέβαια «Μέγα» ως προς το μέγεθος του κτιρίου, αλλά μέσα δούλευαν όλο κι όλο πέντε εργάτες. Επομένως δεν ήταν ούτε «Μέγα» ούτε και εργοστάσιο, όπως έλεγε η τεράστια ταμπέλα. Για το άλλο, το «ηλεκτροκίνητον», ήταν ένας δράπανος, μόνον, που τρυπούσε τα σίδερα.
Όμως, όλα αυτά γράφονταν για να εντυπωσιάζονται οι πελάτες και να θαμπώνονται από τα μεγάλα λόγια. Το «μέγα και «ηλεκτροκίνητο» έμπαινε παντού, και στα αρτοποιεία ήταν το πιο συνηθισμένο. «Μέγα εργοστάσιον ηλεκτροκίνητον αρτοποιίας», και όλο κι όλο, δύο και τρεις εργάτες.
Και το πιο γουστόζικο από όλα· αντίκρυ μας ήταν ένα «εργοστάσιον», που έφτιαχνε σκούπες. Μέσα δούλευαν δύο γυναίκες και ένας άνδρας και από έξω η ταμπέλα, τεραστίων διαστάσεων, έγραφε: «Μέγα ηλεκτροκίνητον εργοστάσιον Σαρωθροποιείον, Τσατάλα - Κοσμόγλου και Σία». Ο Θεός να τους συγχωρέσει, θα έχουν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Μόνον οι ιδιοκτήτες ήξεραν τι πάει να πει «σάρωθρον». Εμείς οι άλλοι το ξέραμε σκουπάδικο! Πιο πέρα το «Μέγα εργοστάσιον υποδηματοποιίας» και βάλε και βάλε.
Με συγκίνησε, φαίνεται, πάρα πολύ η ταμπέλα του πλαστιγγοποιείου. Μπήκα μέσα, συμφώνησα με δεκαπέντε δραχμές την ημέρα. Με τη συμφωνία να δουλεύω στον μπάγκο ως εφαρμοστής.
Γειτονιά στην Άνω Πόλη |
Δουλειά χωρίς αναπαμό στο πλαστιγγοποιείο
Αθέτησαν, όμως, τον λόγο τους και με έβαλαν βοηθό καμιναδόρο. Ξέρετε τι δουλειά ήταν αυτή; Όλη τη μέρα να μην έχεις αναπαμό ούτε δευτερόλεπτο. Να κινείς με το χέρι το φυσερό, όπως, ακριβώς, στην εποχή του μακαρίτη του Ήφαιστου. Να κοκκινίζεις το σίδερο και μετά, εγώ με τη βαριά και ο μάστορας με το σφυρί, να το κοπανάμε και να του δίνουμε διάφορα σχήματα και να το κολλάμε. Στη βράση κολλάει το σίδερο, που λέει η παροιμία.
Και τα κολλήματα, το ένα σίδερο μετά το άλλο στο καμίνι τα κολλούσαμε. Ακόμη δεν υπήρχαν εδώ η οξυγονοκόλληση και η ηλεκτροκόλληση. Τότε έβαζες στη φωτιά, στο καμίνι, τα σίδερα για να κολλήσουν. Φύσαγα εγώ με το φυσερό και παρακολουθούσαμε, μόλις ερχόταν στο σημείο που άρχιζε να λιώνει το σίδερο, τότε ο μάστορας, με αστραπιαία ταχύτητα, το έβαζε πάνω στο αμόνι, στον άκμονα. Αυτό ήταν που έλεγαν οι αρχαίοι «Μεταξύ σφύρας και άκμονος».
Λεωφόρος Νίκης (Αρχές του 1900) |
Αυτή η δουλειά βάσταξε πάνω από έξι μήνες. Ήμουν, πραγματικά, μεταξύ σφύρας και άκμονος. Μαρτύρησα της μάνας μου το γάλα, που λένε. Ήμουν δεκαέξι χρόνων παλικαράκι και έμοιαζα γεροντάκι. Κύρτωσα, ζάρωσα, όλη την ημέρα, και μηχανή να ήμουν, δεν θα άντεχα.
Και δεν ήταν μόνον αυτό. Το άλλο κακό ήταν ότι είχα ένα μάστορα, έναν άξεστο ηλικιωμένο, που νόμιζε ότι μπορούσε να εφαρμόζει τις μεθόδους πειθαρχίας που ίσχυαν πριν από πενήντα χρόνια, τότε που ήταν αυτός παραγιός. Τότε που τη νύφη την έβρισκε το αφεντικό!
Από το πρωί μέχρι το βράδυ, χιλιάδες φορές την ημέρα, μου μνημόνευε τα πεθαμένα και τα ζωντανά μου.
Γαμώ τη μάνα σου, γαμώ τα πεθαμένα σου, αυτόν τον εξάψαλμο άκουγα όλη μέρα. Έλεγε ότι δεν βαρούσα ίσια και στρωτά τη βαριά, να μην κάνει σημάδια πάνω στο καυτό σίδερο, ποτέ, όμως, δεν μου έδειξε πώς να κατεβάζω τη βαριά. Κάθε σφυριά και βρισίδι, κάθε χτύπημα της βαριάς, που ήταν πάνω από τέσσερα κιλά, και μου κατέβαζε και μια χριστοπαναγία.
Αντιδρούσα, βέβαια, καμιά φορά, γιατί κι εγώ δεν ήμουν από εκείνα τα κουμασάκια, που τα δέχονταν όλα αδιαμαρτύρητα. Αλλά τον γέρο, που ήταν του περασμένου αιώνα, πού να του βάλω μυαλό! Ώσπου μια μέρα, ένας άλλος μάστορας, παλιός παραγιός του μάστρο Νικόλα - δούλευε τώρα στο εργοτάξιο των τραμ στο Ντεπό - που παρακολουθούσε τις δικές μου βαριές και το βρισίδι του μάστρο Νικόλα, του είπε:
-Α, μάστρο Νικόλα, δεν έχεις καθόλου δίκιο. Έδειξες καθόλου στο παιδί πώς να βαρά τη βαριά, για να μην κάνει σημάδια;
-Μία και δυο, είπε εκείνος, κάθε μέρα του τα λέω, αλλά αυτός δεν καταλαβαίνει, χωριάτης, κούτσουρο.
-Το βλέπω το παιδί και δεν μου φαίνεται δα και κανένα κουτό, είπε ο άλλος. Και ύστερα, απευθυνόμενος σε μένα, είπε: «Έλα, παιδί μου, να σου δείξω εγώ πώς να βαράς τη βαριά και άφησε τον γέρο. Τον ξέρω καλά. Τα ίδια έκανε και σε μένα».
Μου τα είπε αυτά, γιατί εγώ ήμουν έτοιμος να κλάψω. Όχι για τις βρισιές, που τις είχα πια συνηθίσει, αλλά να με λέει κουτό μπροστά σε ξένο κόσμο, αυτό πήγαινε πολύ! Ήταν παραπάνω και από βρισιά.
-Να, παιδί μου, είπε και μου έδειξε. Θα πιάνεις τη βαριά έτσι. Θα σηκώνεις το χέρι σου λίγο πιο ψηλά από το αριστερό, έτσι που να πέφτει πλάκα η βαριά.
Έριξα τις πρώτες βαριές πάνω στο κόκκινο καυτό σίδερο. Πράγματι δεν άφηνα σημάδια.
-Πιο σηκωμένο το δεξί σου χέρι, παιδί μου, πιο σηκωμένο. Α!, έτσι μπράβο. Αυτό ήταν όλο κι όλο, το πετύχαμε!
Κι ύστερα γύρισε και είπε στον μάστρο Νικόλα:
—Όχι μόνο βρισιές, μάστρο Νικόλα. Θέλει και μυαλό η δουλειά, θέλει «αέρα», που λέμε εμείς οι μαστόροι. Εσύ το κιότεψες το παιδί, δεν κάνουν έτσι!
Οι βαριές, βέβαια, στρώσαν, οι βρισιές, όμως, δεν κόπηκαν τελείως, γιατί ο μάστρο Νικόλας ήταν άνθρωπος της παλιάς σχολής με όλα τα κουσούρια της ηλικίας του. Πέρασα δέκα μήνες κοντά στον παράξενο και ιδιότροπο γέρο, υποφέροντας ψυχικά και σωματικά. Κάθε πρωί που κατέβαινα στη δουλειά, έσερνα τα πόδια μου, το κατατσακισμένο από την κούραση παιδικό μου κορμί.
Δημόσια βρύση στην Άνω Πόλη |
Να βαράς από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς σταματημό τη βαριά (βαριά τη λέγανε και ήταν πράγματι βαριά), χωρίς οχτάωρο, από νύχτα σε νύχτα, σε ηλικία που τότε διαμορφωνόταν το σώμα μου, ήμουν αναγκασμένος σε τέτοιες κινήσεις, που είχαν σαν αποτέλεσμα να πάρει μια κλίση, ελάττωμα που το κουβαλώ μέχρι σήμερα.
Στόχος μου ήταν να βγω στον πάγκο, να γίνω εφαρμοστής! Και ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά, χωρίς, όμως, να ελαττωθεί το μεροκάματό μου, που είχε στο μεταξύ αυξηθεί στις είκοσι δραχμές.
Ήταν φυσιολογικό να πέσει το μεροκάματο, αν έβγαινα στον πάγκο, γιατί ήμουν ανειδίκευτος και το εικοσάρικο το έπαιρναν όσοι ήταν ειδικευμένοι και περνούσαν από τα χέρια τους διάφορα εξαρτήματα της πλάστιγγας: κώνους, μοχλούς, γωνιές και άλλα.
Για τον λόγο αυτόν, κάθε φορά που εύρισκα ευκαιρία, ξέφευγα από το καμίνι και λιμάριζα διάφορα εξαρτήματα, για να φτάσω τους άλλους συναδέλφους στην τέχνη και έτσι να μπορώ να διεκδικώ το εικοσάρι και στον πάγκο για μεροκάματο. Το πράγμα ήταν πολύ δύσκολο.
Το μεσημέρι που οι άλλοι αναπαύονταν λίγο, εγώ, αν και είχα περισσότερη ανάγκη από αυτούς να ξεκουραστώ, πήγαινα στον πάγκο και δούλευα τα διάφορα εξαρτήματα.
Όταν πια κατάλαβα πως είχα μάθει τη δουλειά, όπως και οι άλλοι, ένα Σάββατο βράδυ, οπλίστηκα με θάρρος και την ώρα της πληρωμής, πήρα τη μεγάλη απόφαση.
-Αφεντικό, είπα, επιστρατεύοντας όλο μου το κουράγιο, είναι καιρός να βγω στον πάγκο, να γίνω εφαρμοστής, να γίνω πλαστιγγοποιός! Εγώ για αυτό ήρθα εδώ και όχι να γίνω βαριολόγος!
Περίμενα τι θα μου απαντούσε και γιαυτό ήμουν προετοιμασμένος να του δώσω την ανάλογη απάντηση, δηλαδή ότι άξιζα αυτό που ζητούσα. Το αφεντικό με κοίταξε με μια ματιά από πάνω μέχρι κάτω και έπειτα μου είπε:
-Ναι, να βγεις στον πάγκο, καιρός είναι, αρκετά σε κουράσαμε στη βαριά - ήταν καλός κατά βάθος, σε σχέση με άλλους εργοδότες, για να λέμε και του στραβού το δίκιο - αλλά το μεροκάματο πρέπει να κατεβεί προς το παρόν και αργότερα θα παίρνεις σιγά σιγά και αύξηση.
Με το αριστερό μου χέρι κρατούσα πίσω έναν μοχλό, που τον είχα φτιάξει στο μεσημεριανό ρεπό.
-Να , αφεντικό, είπα, ξέρω να φτιάχνω κι εγώ ότι θέλεις, και του έδειξα τον έτοιμο καλοφτιαγμένο μοχλό.
Ξέρω να κάνω απ’ όλα, αφεντικό, ότι κάνουν και οι άλλοι. Εκείνη τη στιγμή υπερασπιζόμουν το ψωμί μου, τη ζωή μου την ίδια, ήταν δυνατόν τα λόγια μου να μην είχαν πειστικότητα; Αν θέλεις, ρώτα και τον μάστρο Ανέστη.
Ο μάστρο Ανέστης ήταν ο αρχιμάστορας και επικεφαλής του «εργοστασίου», γιατί το αφεντικό είχε για κύριο επάγγελμά του την ορυχαλκουργία και σε εμάς είχε τον μάστρο Ανέστη. Τον φώναξε να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές.
-Ναι, μάστρο Λάζαρε, είπε εκείνος. Είναι φιλότιμο παιδί, τον παρακολουθώ, μεσημέρι - βράδυ, κάθεται και δουλεύει. Πρέπει να τον βοηθήσουμε.
-Καλά, είπε ο μάστρο Λάζαρος, από Δευτέρα να τον βγάλεις στον πάγκο.
Δεν χαίρονται τόσο πολύ αυτοί που διαβάζουν στις εφημερίδες ότι πέρασαν στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα όσο χάρηκα εγώ το Σαββατόβραδο εκείνο. Από εκείνη την ημέρα άρχιζε για μένα μια καινούργια ζωή. Πίστευα ότι είχα πλέον προσανατολιστεί επαγγελματικά πολύ καλά. Μου άρεσε αυτή η δουλειά, γιατί ήταν πράγματι μια τεχνική δουλειά. Έδινες ζωή σε κομμάτια άψυχο σίδερο. Έκανες μια μάζα σίδερο να ζυγίζει με ακρίβεια τα διάφορα βάρη. Έπειτα, ήταν και το όνομα: «πλαστιγγοποιός», σου λέει ο άλλος, Μετρούσε και αυτό δεν ήταν το ίδιο με τα άλλα ονόματα! Μόλις μου δόθηκε η ευκαιρία και ήθελαν τεχνίτη στο εργοστάσιο, πήρα και τον εξάδελφό μου, τον Xρήστο τον γιο της θείας μου. Παρασύρθηκε και αυτός από την αίγλη της τέχνης και του ονόματος. Αυτός, όμως, συνεχίζει να δουλεύει μέχρι σήμερα στα βαθιά γεράματα την ίδια δουλειά, γιατί είναι αδύνατον να ζήσει με τη φτωχή σύνταξη που παίρνει.
Η δουλειά στον πάγκο δεν είχε καμία σχέση με τη δουλειά του βαριολόγου. Πιο άνετη, πιο ξεκούραστη, πιο «αξιοπρεπής». Τώρα βρισκόμουν μπροστά σε μια μέγγενη, μια μόρσα, και δούλευα με την άνεσή μου διάφορα εξαρτήματα της πλάστιγγας. Ήμουν εφαρμοστής. Το έλεγα με καμάρι σε οποίον συγχωριανό αντάμωνα τυχαία στο δρόμο ή όταν συναντούσα κανέναν στο πρακτορείο, για να το διαβιβάσουν, ποιος ξέρει, γιατί όχι, μπορεί να το μάθαινε και η μικρή όμορφη δασκαλοπούλα!
"Χαιρέτα μας την κλεφτουριά κι αυτόν τον Κατσαντώνη", συνήθιζε να λέει, σε κάθε περίπτωση, ο τσιγγούνης ο μάστρο Ηλίας, το μαστοράκι της Εφορίας, όπως συνηθίζαμε να τον λέμε εμείς. Και αυτό, γιατί ο άνθρωπος του ξέφυγε κάποτε και είπε:
-Εγώ, όταν δούλευα στην Εφορία, ήμουν το καλύτερο μαστοράκι. Εφορία Υλικού Πολέμου και όχι οικονομική εφορία, που θα νόμιζε κανείς. Αυτό θέλαμε κι εμείς· κανένας δεν τον φώναζε από εκείνη την ημέρα με το όνομά του. Ήταν το μαστοράκι της εφορίας από την Καλαμαριά και, επιπλέον, νιόπαντρος με μια όμορφη κοπελίτσα. Αυτό σήμαινε περισσότερες ανάγκες από ότι εμείς.
Ευτύχιος Γιαρένης
από την Οινόη του Πόντου, ταλαιπωρήθηκε και ως μικρό προσφυγόπουλο και στη συνέχεια ως έφηβος και άντρας, με πείνα, ανεργία, πολιτικές διώξεις. Το 1958 εξελέγη βουλευτής της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστερός (ΕΔΑ), στη β' Θεσσαλονίκης. Πέθανε τον Φεβρουάριο του 2002, σε ηλικία 83 ετών.
Έγραψε το αυτοβιογραφικό βιβλίο (Αυτούς που δέρνει ο άνεμος - Μια ιστορία απανθρωπιάς του ανθρώπου», από όπου και τα αποσπάσματα που δημοσιεύουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου