Χαμένα αδέλφια: Απο την Σαμψούντα στη Δράμα ΜΕΡΟΣ 2ο

Κυριακή 12 Απριλίου 2015


Το 1922 οι παραδαρμένοι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες που κατέκλυζαν το λιμάνι της Σαμψούντας με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να φύγουν αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα επιβίωσης.
 Το κυριότερο ήταν ότι όσοι κατόρθωναν τελικά να φτάσουν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ήταν ήδη σε απελπιστική φυσική κατάσταση. Αντίθετα, σε μέρη όπως η Σμύρνη και το Αϊβαλί στη δυτική ακτή της Μικρασίας, οι διωγμοί των κατοίκων είχαν κλιμακωθεί μόνο τις τελευταίες εβδομάδες του Ελληνοτουρκικού πολέμου. Σπίτια μουσουλμάνων πυρπολήθηκαν, χριστιανοί άνδρες πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οι οικογένειες τους επιβιβάστηκαν κακήν κακώς στα πλοία για την Ελλάδα.
Έτσι, οι χριστιανικές οικογένειες που ζούσαν στα παράλια του Αιγαίου ήταν αρκετά υγιείς την ώρα της απέλασης τους και η μεγαλύτερη αγωνία τους ήταν ο χαμός των ανδρών και το γεγονός ότι οι περισσότεροι θα έφταναν στην Ελλάδα μόνο με τα ρούχα που φορούσαν.
Για τους Έλληνες που ζούσαν στα βόρεια και γύρω από το λιμάνι της Σαμψούντας τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ο διωγμός προς τη θάλασσα ήταν το τελευταίο μιας σειράς μαρτυρίων που τους είχαν εξασθενήσει ψυχικά και σωματικά και τους είχαν αφήσει πολύ ευάλωτους. Φτάνοντας στη Σαμψούντα πολλοί από αυτούς δούλεψαν ως λιμενεργάτες προκειμένου να βγάλουν εισιτήριο στα πλοία.
Ένα θανάσιμο μποτιλιάρισμα δημιουργήθηκε καθώς πλήθος ανθρώπων και ολόκληρες οικογένειες ορθόδοξων έφευγαν ή μετακινούνταν με τη βία από την ενδοχώρα προς τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκάζονταν να κατευθυνθούν και πάλι προς τα βόρεια επιστρέφοντας στους δρόμους που είχαν πάρει ένα χρόνο πριν. Οι τουρκικές αρχές τους δήλωσαν ότι, αν οι ανεπιθύμητοι χριστιανοί πρόσφυγες δεν έφευγαν γρήγορα, θα τους έστελναν πίσω στο εσωτερικό της χώρας χωρίς εγγυήσεις για την ασφάλειά τους.
Παράλληλα, τα κυριότερα λιμάνια της Ελλάδας γέμιζαν από πρόσφυγες που έφταναν από τη δυτική Ανατολία. Πολλοί κατέφυγαν αρχικά σε κοντινά νησιά όπως η Μυτιλήνη και η Σάμος και κατόπιν στον Πειραιά και την Αθήνα αναζητώντας στέγη και δουλειά.
Το μόνο μέρος για να βρουν κατάλυμα οι πρόσφυγες της Μαύρης Θάλασσας ήταν η Κωνσταντινούπολη, η οποία βρισκόταν ακόμα υπό την κατοχή των Συμμάχων, εκεί μία πολυάριθμη και εύπορη ελληνική παροικία παρέμενε σχετικά ασφαλής, παρόλο που ορισμένα σημαντικά μέλη της είχαν τραπεί σε φυγή ύστερα από τις νίκες των Τούρκων το Σεπτέμβριο του 1922.
Καθώς όμως τα σχολεία, οι εκκλησίες και τα δημόσια κτίρια στις ακτές του Βοσπόρου μεταμορφώνονταν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, ξέσπασαν επιδημίες ευλογιάς και τύφου που δεν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπιστούν, ορισμένοι πρόσφυγες έφταναν ήδη άρρωστοι και έτσι η κρίση χειροτέρεψε τόσο που στάθηκε αδύνατο, αρχικά, να οργανωθεί αποτελεσματική καραντίνα.
 Η μεταμόρφωση της Σαμψούντας, στα τέλη του 1920, σε κόμβο διακίνησης προσφύγων θα πρέπει να άφηνε άναυδο κάποιον που είχε ζήσει την ιστορία της τα τελευταία χρόνια.
Το 1919 που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στο λιμάνι σταλμένος από τους Οθωμανούς ανωτέρους του με την εντολή να βάλει τάξη στην περιοχή, δεν φαινόταν και πολύ κατάλληλη βάση για να ξεκινήσει τη δική του εθνικιστική εκστρατεία.
Μία μικρή βρετανική φρουρά προσπαθούσε μάλλον ανόρεχτα να διατηρήσει την ειρήνη και να εφαρμόσει τους όρους ανακωχής που είχαν επιβληθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η οικονομία της πόλης είχε και πάλι περάσει στα χέρια των Ελλήνων που πλούτιζαν ως έμποροι καπνών και φουντουκιών, τα κύρια αγροτικά προϊόντα του τόπου.
Οι Έλληνες της Σαμψούντας ήταν ευπροσάρμοστοι άνθρωποι κυρίως επειδή δεν είχαν πολλές επιλογές. Κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο είδαν τις δουλειές τους να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, ειδικά ύστερα από την άνοιξη του 1916 που ο ρωσικός στρατός κατέκτησε τα εδάφη που βρισκόταν ανατολικά - αναγκάζοντας χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες, άτακτους και πολίτες, να φύγουν προς τα δυτικά εδραιώνοντας την περιφρόνηση των τουρκικών αρχών για την ελληνοχριστιανική μειονότητα την οποία υποπτευόταν (πολλές φορές βάσιμα) ότι υποστήριξε τους Ρώσους και βοήθησε στη νίκη τους.
 Ανακοινώθηκε ότι στις περιπτώσεις που χριστιανοί ορθόδοξοι απέφευγαν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία (που στις περισσότερες περιπτώσεις σήμαινε καταναγκαστική εργασία) ή λιποτακτούσαν αφού είχαν καταταγεί, θα ήταν υπεύθυνη ολόκληρη η κοινότητά τους.
 Αυτό τους έδωσε και τη δικαιολογία να εξαπολύσουν ένα πρώτο κύμα εμπρησμών στα χωριά που ζούσαν χριστιανοί, ανοίγοντας την όρεξη των Ελλήνων οπλαρχηγών για εκδίκηση. Τον Οκτώβριο του 1916 ένας από τους επικεφαλής των χριστιανών άτακτων φυγαδεύτηκε από τους Ρώσους με πλοίο και μετά από λίγο επέστρεψε με μία παρτίδα όπλων.
 
 Στις αρχές του 1917 πολλοί από τους επιφανείς κατοίκους της Σαμψούντας συνελήφθηκαν και εξορίστηκαν στην ενδοχώρα. Μία από τις κεντρικές πλατείες της πόλης, που σήμερα τη στολίζει ένα μοντέρνο ρολόι, έγινε τόπος εκτέλεσης Ελλήνων ανταρτών.
Σταδιακά όλοι σχεδόν οι ενήλικες άνδρες της Σαμψούντας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και πολλοί πήραν τα βουνά και ενώθηκαν με τον αντάρτικο στρατό.
Οι μάχες για τον έλεγχο του όρους Αγιού-Τεπέ ήταν άγριες. Ένας από τους πιο ένθερμους και δυναμικούς υποστηρικτές των Ελλήνων ανταρτών ήταν ο ορθόδοξος εθνικιστής δεσπότης Γερμανός Καραβαγγέλης.
Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε συνδράμει τους 'Έλληνες στον αγώνα τους εναντίον των Βουλγάρων για τον έλεγχο της οθωμανικής Μακεδονίας και πίστευε ότι η ίδια δυναμική τακτική θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στη βόρεια Ανατολία, παρόλο που αρκούσε μία ματιά στο χάρτη για να πεισθεί ότι οι ελληνικοί στόχοι είχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας μακριά από τα σύνορα του Βασιλείου της Ελλάδας.
 Από μία όμως άποψη ο δεσπότης είχε δίκιο να συνδέει τη Μακεδονία με τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων 1912-13 η Σαμψούντα ήταν ένα από τα πολλά μέρη της Ανατολίας όπου είχαν φτάσει μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια απαιτώντας στέγη και τροφή. Πολλοί ζητούσαν να εγκατασταθούν σε χωριά που ως τότε ζούσαν χριστιανοί.
 Ο νεοφερμένος δεσπότης Γερμανός Καραβαγγέλης παρότρυνε τους χριστιανούς της Μαύρης Θάλασσας να αντισταθούν σε αυτές τις επιδρομές χρησιμοποιώντας βία και έτσι οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στον οθωμανικό κόσμο των Βαλκανίων και της Ανατολίας πήραν την κάτω βόλτα.
Η δράση του δεσπότη προκάλεσε την οργή των τουρκικών αρχών γι' αυτόν το νέο, πιο εθνικιστικό τύπο ορθόδοξου ποιμενάρχη και ως εκ τούτου και για το ποίμνιο του.
 Στο τέλος όμως του 1918, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι σύμμαχοι της παραδέχτηκαν την ήττα τους, οι ισορροπίες στην περιοχή άλλαξαν ξαφνικά προς όφελος των Ελλήνων. Η βρετανική φρουρά ελευθέρωσε μερικούς Έλληνες αντάρτες.
Έλληνες έμποροι και άλλοι φυγάδες επέστρεψαν στο λιμάνι ανοίγοντας το δρόμο για τις ελληνικές οικογένειες που αρχικά ζούσαν στα νότια της Μαύρης Θάλασσας και είχαν μεταναστεύσει στη Ρωσία τον 19ο αιώνα. 

Ακόμα και ο Γερμανός Καραβαγγέλης επέστρεψε ύστερα από μία περίοδο στην εξορία και ξανάρχισε να στηρίζει με πάθος τον ένοπλο αγώνα για να φύγει από τους Τούρκους ο έλεγχος της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας.
Αυτός ήταν λοιπόν ο λόγος που το μέρος δεν προσφερόταν για να ξεκινήσει ο Κεμάλ την εκστρατεία του. Το καταλάβαινε και ο ίδιος. Αφού μελέτησε καλά την κατάσταση που επικρατούσε ακολούθησε το «πράσινο ποτάμι» προς τα βόρεια μέχρι το ιαματικό κέντρο Χάβζα όπου οι μουσουλμάνοι ήταν πλειοψηφία και οργάνωσε την πρώτη από τις πολλές ενέργειες εναντίον της πρόσφατης ελληνικής κατοχής της δυτικής Ανατολίας.
 Για κάθε τουρκόπουλο που μαθαίνει πώς ιδρύθηκε η πατρίδα του, όλα αυτά που ακο¬λούθησαν αποτελούν τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της. Ένα όλο και πιο ισχυρό στρατιωτικό και πολιτικό κίνημα το οποίο κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τη Βρετανία, να αμφισβητήσει το προδοτικό οθωμανικό κατεστημένο της Ισταμπούλ, να κερδίσει το σεβασμό των Γάλλων και των Ιταλών και τελικά να κατατροπώσει τους Έλληνες.
Τριάμισι χρόνια μετά την αποβίβασή του στη Σαμψούντα, ο Κεμάλ είχε υποχρεώσει όσους τον αμφισβητούσαν, τοπικά, περιφερειακά και από την πλευρά των αυτοκρατοριών [μεγάλων δυνάμεων], να τον αναγνωρίσουν ως αρχηγό του νέου τουρκικού κράτους.
 Το πρώτο του μέλημα στο τέλος του 1922 ήταν να εδραιώσει την εξουσία του, όχι μόνο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στην Ελβετία αλλά και στην καθημερινή ζωή των λεηλατημένων πόλεων όπως η Σαμψούντα. 




BRUCE CLARK



'ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ'
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah