Παναγιώτης Ραφαηλίδης ( ΜΕΡΟΣ 2ο )

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Στη χωροφυλακή εναντίον του Γιαγκούλα
Έμαθε από κάποιες εφημερίδες ότι η κυβέρνηση καλούσε στην αστυνομία άτομα αγύμναστα για την αντιμετώπιση του αρχιλήσταρχου Γιαγκούλα. Δίχως δισταγμό πήγε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, έκανε αίτηση και αμέσως έγινε δεκτή. Η πρόσληψη έγινε γρήγορα κατετάγη στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής Χασίων. Το πρώτο που τους δίδαξαν ήταν να αναγνωρίσουν το ληστή, όπου εμφανιζόταν μεταμφιεσμένος. Για το σκοπό αυτό έδωσαν στους αστυνομικούς φωτογραφίες του ληστή. Επίσης, τους υποχρέωσαν να υπογράψουν όρκο ότι ζωντανό ή νεκρό θα τον μεταφέρουν στο τμήμα.
Άρχισαν να περιπολούν από το ένα τμήμα στο άλλο, πεζοί, μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια. Έχοντας μαζί τους πάντα τις φωτογραφίες και τα μάτια δεκατέσσερα, συνέχιζαν έτσι αρκετό καιρό. Μια μέρα έκανε πολλή ζέστη και ο Παναγιώτης λέει στο συνάδελφο του όταν περνούσαν μέσα από κάποιο δασάκι: «Δεν καθόμαστε να ξεκουραστούμε;». Έβαλαν τα όπλα τους κάτω από ένα πεύκο και ξάπλωσαν λιγάκι για να ξεκουραστούν, αλλά αποκοιμήθηκαν. Ξαφνικά, εκεί που τους πήρε ο ύπνος, ένιωσαν κάτι να τους πιέζει το στήθος. Ήταν ο Γιαγκούλας με το πρωτοπαλίκαρό του. Μόλις άνοιξε τα μάτια του ο Παναγιώτης, αμέσως αναγνώρισε τον ληστή που του έλεγε άγρια:
 «Σκυλιά, μπασκίνες, εμένα ψάχνετε; Ορίστε, πιάστε με!». 
Ο Παναγιώτης εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε τον όρκο που υπέγραψε, άλλα βλέποντας επάνω έναν εύσωμο γεροδεμένο άντρα με το χέρι στη σκανδάλη, έτοιμος να του φυτέψει μια σφαίρα, θεώρησε κάθε αντίσταση μάταιη.


Οικογενειακή φωτογραφία του Π. Ραφαηλίδη
Συγκινεί τον λήσταρχο!
Γι' αυτό άρχισε να του μιλάει συναισθηματικά και να τον εκλιπαρεί να μην τους πειράξει. Του λέει: «Καπετάνιε, εμείς είμαστε πρόσφυγες από τη Ρωσία και ήρθαμε στην αστυνομία για ένα κομμάτι ψωμί».
 Το κόλπο έπιασε και αμέσως κατέβασε το όπλο από πάνω του, το ίδιο έκανε και ο σύντροφός του, οπότε η συζήτηση πήρε άλλη τροπή. Στο τέλος τους είπε: «Βλέπω ότι εσείς είστε καλά παιδιά. Το μόνο που θέλω, να μην πειράξετε τους κατοίκους της περιοχής. Κρίμα που δεν έχω επάνω μου καμιά λίρα ...» και ξεκίνησε να φύγει. 
Ο Παναγιώτης είδε ότι τα όπλα τους δεν είχαν το κινητό ουραίο και του φώναξε: «Καπετάνιε, σε παρακαλούμε, ρίξε μας τα κινητά ουραία, γιατί δίχως αυτά θα μας τιμωρήσουν». Ο ληστής ανταποκρίθηκε θετικά και τα πέταξε.
Αυτό που απέμεινε ήταν να κουκουλώσουν την υπόθεση και να μην μάθει τίποτε ο διοικητής του τμήματος.
Συμφώνησαν να ξεχαστεί το συμβάν και να συνεχίσουν κανονικά τις περιπολίες. Ο συνάδελφός του, κάποια στιγμή, που ήταν μεθυσμένος, το ομολόγησε σε κάποιον άλλον συνάδελφο και αυτός στον διοικητή, που, μετά την επιστροφή από περιπολία, τους είπε: «Είστε υπό κράτηση!». Αμέσως κατάλαβε ο Παναγιώτης τι έγινε.
Μέσα στο κρατητήριο, ρώτησε τον συνάδελφό του, γιατί το έκανε και αυτός του είπε, «ήπια αρκετά, συγνώμη, και τα ξέρασα». Την επομένη μέρα τους κάλεσε ο διοικητής και τους ανακοίνωσε την απόταξή τους από το σώμα, με τα εξής λόγια: «Έχετε χάρη που δεν είστε ακόμη κανονικοί Έλληνες, αλλιώς θα περνούσατε από στρατοδικείο ως επίορκοι».
Αφήνοντάς τους τη στολή, χωρίς διακριτικά, και μια κουβέρτα, τους έστειλε στα σπίτια τους. Τι ειρωνεία της τύχης! Και εδώ απέτυχε ο Παναγιώτης, γιατί, φαίνεται, δεν είχε πάρει αρκετά μαθήματα από τη ζωή στον ελληνικό παράδεισο!

 Στο δρόμο για την Πτολεμαΐδα 
 Δεν είχε πού να πάει. Τότε θυμήθηκε το θείο του, που εγκαταστάθηκε στο χωριό Προάστιο Πτολεμαΐδας και πήγε κατευθείαν σε αυτόν για βοήθεια. Ο θείος του, πρόθυμος, δέχτηκε, προτείνοντάς του να παντρευτεί μια προσφυγοπούλα, τη Σοφία Παπαδοπούλου, εγγονή του γνωστού δικηγόρου της Τραπεζούντας Ιωάννη Τσακιρίδη. Ο Παναγιώτης δέχτηκε και το 1925 παντρεύτηκε τη Σοφία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό Άγιος Χριστόφορος Πτολεμαΐδας.
Με τη Σοφία απέκτησαν δέκα παιδιά, από τα οποία σήμερα ζούνε μόνον τέσσερα. Δεν άρεσε στον Παναγιώτη το επάγγελμα του γεωργού, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, διότι πίσω του είχε πολυμελή οικογένεια. Καλλιεργούσε, λοιπόν: σιτάρια, καλαμπόκι και καπνά. Με τα πενιχρά μέσα που διέθετε, ίσα - ίσα που τα έβγαζε πέρα. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και η εκμετάλλευση των αγροτών από πλευράς εμπόρων, οδήγησαν τον Παναγιώτη το 1928 στις τάξεις του ΚΚΕ.

Η πατριωτική του δράση
Έκτοτε γίνεται ένας δραστήριος επαναστάτης, αφιερώνοντας όλη τη ζωή του στην πάλη για μια καλύτερη κοινωνία. Αρχικά σαν απλό μέλος του κόμματος και έπειτα ως στέλεχος στην περιοχή των Καϊλαρίων. Την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας δεν συνελήφθηκε από την αστυνομία από λάθος του γραμματέα της οργάνωσης του χωριού, που δεν τον είχε στον κατάλογο με τα ονόματα που παρέδωσε στον χαφιέ του Μανιαδάκη. Δεν πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως πολύτεκνος, βοηθούσε τις οικογένειες των συμμετεχόντων στη συγκομιδή και σε αγροτικές εργασίες. 
Έγραψε, μάλιστα, μια επιστολή, συνοδευόμενη από ένα σκίτσο πατριωτικού περιεχομένου στα στρατευμένα παιδιά, που διαβάστηκε μπροστά στον λόχο και καταχειροκροτήθηκε από τους παρευρισκόμενους. Ο διοικητής του έστειλε ευχαριστήρια επιστολή για τα πατριωτικά λόγια που εμψύχωναν τους μαχητές του. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση 1941-44 από τους πρώτους στην περιοχή Πτολεμαΐδας. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα του ήταν η επιτυχημένη επιχείρηση εκκένωσης μιας αποθήκης 300 τεμαχίων κεφαλοτυριού, στην Πτολεμαΐδα το 1943 μπροστά στα μάτια του σκοπού που πλήρωσε την απροσεξία του με τη ζωή του. Τα τυριά αυτά δεν ήταν γερμανικά, αλλά κατασχεμένα από Έλληνες κτηνοτρόφους βιαίως. Χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός).

Καταζητούμενος από παρακρατικούς
Το σπίτι του είχε μετατραπεί σε κέντρο παράνομων στελεχών του ΕΑΜ και του κόμματος, παρότι η οικογένεια του αριθμούσε τα 8 μέλη και πολλές φορές δεν σιτίζονταν όλοι. Πήρε μέρος και σε επικίνδυνες αποστολές, απελευθέρωση κρατουμένων από τους Γερμανούς. Πήρε μέρος και σε μάχες με κατακτητές και ντόπιους συνεργάτες τους, που έδωσε ο ΕΛΑΣ, στη Λιβερά, στο Χαϊταρλί, στην Παναγίτσα. 
Μετά την απελευθέρωση τοποθετήθηκε γραμματέας περιφερειακής οργάνωσης του ΚΚΕ, με έδρα το Εμπόριο, μέχρι τέλη του 1945. Καταζητείτο από παρακρατικές οργανώσεις μετά τα Δεκεμβριανά και πέρασε στην παρανομία. Το 1946 παραδόθηκε στην εισαγγελία Κοζάνης και αθωώθηκε λόγω μη ύπαρξης επιβαρυντικών στοιχείων σε βάρος του. Επέστρεψε στο χωριό του για να συνεχίσει το έργο του στο πολιτικό επίπεδο, οι συνθήκες όμως ήταν τραγικές, διότι στην ύπαιθρο δρούσαν ομάδες ταγματασφαλιτών και συνεργατών των Γερμανών και των Άγγλων. 
Η τρομοκρατία είχε εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα: οι συλλήψεις, οι δολοφονίες και οι βιασμοί γυναικών, όσων συμμετείχαν στην Αντίσταση, με την ανοχή του κράτους, ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Τρομοκρατία στα χωριά τις Πτολεμαΐδας
Μέσα σε αυτό το κλίμα ήταν αδύνατο να κυκλοφορεί κανείς με ασφάλεια και εδώ θα αναφέρουμε ένα περιστατικό.
 Αρχές του 1946, η οικογένεια του Παναγιώτη Ραφαηλίδη βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση και αναγκάστηκε εκείνος να κάνει τον τσαγκάρη, περιοδεύοντας στα γύρω χωριά. Κάποια μέρα που είχε πάει για δουλειά στο διπλανό χωριό, το Καρυοχώρι, στην πλατεία είχαν μαζευτεί 10-15 άτομα και συζητούσαν. 
Ξαφνικά φτάνει ένα τζιπ με πέντε παρακρατικούς. Αμέσως πετάχτηκε ένας νεαρός 17-18 ετών και λέει: Εσείς, τι κάνετε εδώ; Τίποτε του απαντούν και δίχως να πάρει άλλη απάντηση, απευθυνόμενος στον Παναγιώτη, του λέει: Εσύ, είσαι ο περιβόητος Πάντζος; 
Ο Παναγιώτης σηκώθηκε και του λέει: Τι θέλεις, κύριε; Είμαι ελεύθερος, ορίστε τα χαρτιά μου. 
Κοιτάζοντας προς το τζιπ, είδε έναν χαφιέ χωριανό του και κατάλαβε από που ήξερε ο νεαρός το όνομά του. Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε ένας σιδεράς, γεροδεμένος, ο Γκοτσά Παύλον  και λέει στον νεαρό: Πάρε την παρέα σου και φύγετε από εδώ. Εκείνοι, έβγαλαν και οι πέντε τα όπλα τους και τα έστρεψαν εναντίον των χωρικών.
Ο Παναγιώτης, για να αποφύγει την αιματοχυσία, είπε, καλά ρε παιδιά, φεύγω, δεν έγινε και τίποτε. Και αποχώρησε.
Η κατάσταση καθημερινά χειροτέρευε και είχε φτάσει στο απροχώρητο, ώσπου αποφάσισε να βγει ξανά στο βουνό, για να συνεχίσει το έργο που άφησε ατελείωτο στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Αρχικά υπηρέτησε στην περιοχή Βερμίου, μέχρι το 1947 και μετά στο όρος Καϊμακτσαλάν, έως το 1948.

Άρρωστος περνά στη Γιουγκοσλαβία
Την ίδια χρονιά, λόγω αρρώστιας, πέρασε αρχικά για θεραπεία, στη Γιουγκοσλαβία, μετά στη Βουλγαρία και κατόπιν στη Ρουμανία. Το ταξίδι αυτό διήρκησε περίπου δύο μήνες και μετά επέστρεψε στο όρος Βίτσι, όπου παρέμεινε μέχρι τον Αύγουστο του 1949. Η τρίχρονη θητεία του στο ΔΣΕ ήταν γεμάτη περιπέτειες και πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν τυχερός που επέζησε ύστερα από τόσες μάχες, χωρίς καμία γρατσουνιά. Φαντάρος δεν υπηρέτησε ποτέ, την τέχνη του πολέμου την κατείχε πολύ καλά, δίνοντας μάλιστα μαθήματα σε συμπολεμιστές του. Στον πόλεμο ήταν πάντα μπροστά και δεν φοβόταν ακόμα και όταν πήγαινε στις πιο επικίνδυνες αποστολές. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία. Στα Σκόπια συνάντησε τυχαία την οικογένεια του, δίχως τις δυο κόρες του, που είχαν πάει στην Αλβανία.

Όλη η οικογένεια μαζί μετά από καιρό
Εγώ, τότε 15 ετών παιδί που ήμουν, ένιωσα μεγάλη χαρά, γιατί επιτέλους βρήκα τον πατέρα μου και η οικογένειά μας απέκτησε τον πραγματικό της προστάτη. Με τρένο, μας μετέφεραν κοντά στα σύνορα της Ρουμανίας, σε ένα μεγάλο ερημικό αγρόκτημα και τις έβαλαν σε μια σιταποθήκη, στρωμένη κάτω με άχυρα και πάνω καναβάτσο. Γύρω από το στρατόπεδο δεν υπήρχαν οικισμοί παρά μόνον λαχανόκηποι και οπωροφόρα δέντρα.
Την πρώτη βραδιά δραπέτευσαν στη Ρουμανία περίπου 200 νέοι μαχητές του ΔΣΕ και τη δεύτερη άλλοι 150. Το περίεργο είναι ότι κανείς από τις αρχές δεν τους αναζήτησε, γι αυτό υποθέτω πως, ήταν στημένη από τις αρχές η απόδραση, με τη λογική: Ας φύγουν όσοι δεν επιθυμούν τη χώρα μας και οι υπόλοιποι πιθανόν να προτιμούν τη Γιουγκοσλαβία.
Πέρασαν οι ημέρες και εμφανίστηκε ένας Σέρβος αξιωματικός που μιλούσε καλά ελληνικά. Αφού τους μάζεψε, είπε τα εξής: Ακούστε, σύντροφοι. Όσοι θέλουν να μείνουν στη χώρα μου, να περάσουν από δεξιά μου και οι άλλοι που θέλουν να πάνε σε άλλες λαϊκές δημοκρατίες, από αριστερά. Τόνισε, ιδιαίτερα, ότι όσοι θα μείνουν στη χώρα μας, τους παρέχουμε στέγη και δουλειά. Καλούνται να δηλώσουν την πόλη της αρεσκείας τους μέσα στη Σερβία. Μοιράστηκαν, λοιπόν, οι συμπατριώτες μας σε δύο στρατόπεδα: Αυτοί που θα έμεναν στη Σερβία και οι άλλοι για τις λαϊκές δημοκρατίες.

Αρκετοί δήλωσαν αγρότες
Ο συγγραφέας Παναγιώτης Ραφαηλίδης, επειδή είχε πάει σε κάποιες από αυτές, προτίμησε να μείνει στη Σερβία μαζί με αρκετούς άλλους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν λιποτάκτες από το ΔΣΕ, μερικοί αιχμάλωτοι ή επιστρατευμένοι. Δήλωσε την πόλη Πάντσεβο, που απείχε 15 χμ από το Βελιγράδι.
Το βράδυ ήρθαν τα καμιόνια και μας πήραν για τον προορισμό μας. Τα ξημερώματα φτάσαμε στο Πάντσεβο, όπου μας πήγαν σε ένα εργοστάσιο( καναβουργείο) και εκεί μας κατέβασαν. Το πρωί, μας έφεραν πρωινό και μετά ήρθαν οι αρμόδιοι να μας ρωτήσουν για τα επαγγέλματα που κάναμε στην πατρίδα. Οι περισσότεροι δήλωσαν αγρότες. Τότε είπαν ότι το εργοστάσιο έχει ένα αγρόκτημα, σε απόσταση 30 χιλιομέτρων έξω από το Πάντσεβο. Όποιος επιθυμεί, μπορούμε να τον στείλουμε εκεί να εργαστεί, και αν δεν του αρέσει, μπορεί να επιστρέψει στο εργοστάσιο.
Αμέσως ο Παναγιώτης δήλωσε πως προτιμάει το αγρόκτημα. Μας ακολούθησαν άλλοι δέκα συμπατριώτες μας. Το μεσημέρι ήρθαν και μας πήραν τα καμιόνια και σε μισή ώρα φτάσαμε στο αγρόκτημα. Εκεί μας περίμενε ο πρόεδρος, ο Ντανίλο, παλιός παρτιζάνος και ο γραμματέας, ένας νεαρός Μαυροβούνιος. Αυτοί μας τακτοποίησαν σε δωμάτια άδεια που υπήρχαν στο αγρόκτημα.

Αγροφύλακας έξω από το Πάντσεβο
Τον Παναγιώτη τον έβαλαν αγροφύλακα, εμένα τη μάνα μου και τους υπόλοιπους συντρόφους μας, εργάτες στη συγκομιδή λαχανικών. Το αγρόκτημα αυτό αποτελείτο από τρεις οικισμούς, από τρία έως πέντε σπίτια ο καθένας. Κατοικούσαν εκεί, στην πλειοψηφία τους, ντόπιοι Γερμανοί, που τότε τους άφησαν ελευθέρους από τα στρατόπεδα, διότι συνεργάστηκαν με τους ναζί. Οι αρχές, καλού - κακού, τοποθέτησαν και δυο σλαβόφωνους χαφιέδες, παντρεμένους με Ουγγαρέζες, να μας παρακολουθούν, άγνωστο, φυσικά, για ποιο λόγο.
Αρχίσαμε τη δουλειά στα χωράφια, δίπλα στους Γερμαναράδες, που μας κοίταζαν παράξενα. Το γιατί, μας το είπαν αργότερα. Δουλέψαμε την πρώτη μέρα χωρίς διάλειμμα, ενώ οι Γερμανοί κάθισαν το μεσημέρι για φαΐ και ξεκούραση. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια και τότε μας πλησίασε ένας από αυτούς και μας είπε, μην είστε χαζοί, δικαιούστε 1 ώρα για φαγητό τη μέρα. Έκτοτε συμμορφωθήκαμε και κάναμε το ίδιο.

Δεν ήταν άγριοι όπως τους παρουσίαζαν οι ναζί!
Μετά από μια εβδομάδα έσπασε ο πάγος και άρχισαν να μας πλησιάζουν και να λένε, μα εσείς δεν μοιάζετε με τους αγρίους, όπως σας περιέγραφαν οι ναζί. Η γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ μας ήταν η σέρβική, την οποία γνώριζαν αυτοί, ενώ εμείς τώρα τη μαθαίναμε. Εν πάση περιπτώσει, εγώ σαν ο πιο νέος, βελτίωνα τα σέρβικα κάθε μέρα, αλλά ταυτόχρονα και τα γερμανικά (σφάμπικα), γλωσσικό ιδίωμα όπου τα πήγαινα, επίσης, καλά. Οι Γερμαναράδες ήταν όλο χαρά, που προτίμησα τη γλώσσα τους και με θαύμαζαν για τις επιδόσεις μου. Τις  Κυριακές, έρχονταν εθελοντές, υπάλληλοι του υπουργείου και μάζευαν μαζί μας λαχανικά. Ήταν ένα είδος εθελοντικής εργασίας και αποφυγή από την καθημερινή ρουτίνα της πόλης.
Μια από αυτές τις Κυριακές, που ήταν και η τελευταία, όταν τελείωσαν τη δουλειά, μας παρακάλεσαν να πάμε μέχρι το Βελιγράδι, για να ξεφορτώσουμε ένα καμιόνι με λαχανικά για το εστιατόριο του υπουργείου, όπου σιτίζονταν. Δεν φέραμε αντίρρηση και τους ακολουθήσαμε. Φτάνοντας στον προορισμό μας, αφού τελειώσαμε το ξεφόρτωμα, μας κάλεσαν στο εστιατόριο για φαγητό.
 Ήταν πολυτελέστατο, με τραπέζια και ντυμένες καρέκλες με άσπρο ύφασμα και αρκετό προσωπικό, που μόλις καθίσαμε, αμέσως ήρθαν να μας ρωτήσουν τι θα πάρουμε. Εμείς από ευγένεια είπαμε στους οικοδεσπότες ότι νάναι, δεν είμαστε εκλεκτικοί. Μετά το φαγητό ακολούθησε συζήτηση γύρω από το δικό μας πρόβλημα ειδικά για την ήττα που υπέστη ο ΔΣΕ και τις σκέψεις για την εδώ παραμονή μας. Εγώ ήμουν ο διερμηνέας και για τις δυο πλευρές. Στο τέλος, μας ευχαρίστησαν για τη βοήθεια που προσφέραμε καθώς και για την ωραία συζήτηση που είχαν μαζί μας Τους αποχαιρετίσαμε και φύγαμε με το ίδιο καμιόνι για τα σπίτια μας.

Μετακόμιση στο Πάντσεβο για το σχολείο
Ο χειμώνας πλησίαζε και εγώ είχα βαρεθεί τη μονότονη ζωή στο κολχόζ και λέω στο πατέρα μου να κάνω κάτι άλλο. Το είπε στον διευθυντή και αυτός αμέσως μου πρότεινε να πηγαίνω το γάλα στο εργοστάσιο, στο Πάντσεβο, με την αλογάμαξα.
 Συμφώνησα και την άλλη μέρα έκανα το πρώτο μου πετυχημένο ταξίδι. Το πρόβλημά μου ήταν που έπρεπε να φροντίζω και τα άλογα. Σε αυτό με βοήθησε ο πατέρας μου. Πολύ σύντομα βαρέθηκα και το αγώγι και είπα στον πατέρα μου να πάω στην πόλη να δουλέψω στο εργοστάσιο. Κανένα πρόβλημα μου λέει και αν το μετανιώσεις, εδώ είμαστε επιστρέφεις πίσω.
 Ήρθα στην πόλη μα δεν τα κατάφερα και εδώ, αρρώστησα και τότε κατάλαβε ο πατέρας μου πως δεν πάει άλλο, πρέπει να μετακομίσουμε οικογενειακώς στην πόλη και για το λόγο ότι σχολεία δεν υπήρχαν κοντά.  Μετακομίσαμε λοιπόν στο Πάντσεβο και πιάσαμε δουλειά εγώ, ο πατέρας και η μητέρα μου στο εργοστάσιο. Ο Παναγιώτης καλά προσαρμόστηκε, ενώ εγώ και η μάνα τεθήκαμε γρήγορα εκτός μάχης, λόγω της τρομερής σκόνης.

Προσαρμογή στη δουλειά και ασθένειες
Ο Παναγιώτης γρήγορα έμαθε τη δουλειά και έβγαζε δυο νόρμες (διπλή ποσότητα), γιαυτό πήρε τον τίτλο «ουντάρνικος», δηλαδή πρωτοπόρος της παραγωγής, με ειδικά προνόμια, όπως: κάρτα για ψώνια σε ειδικά μαγαζιά και άλλα. Ο μισθός του Παναγιώτη, φυσικά, δεν επαρκούσε για την εφταμελή οικογένεια, ενώ το σπίτι που του παραχώρησαν οι αρχές ήταν εντελώς ακατάλληλο (χαμόσπιτο, υγρασία και δυσοσμία από τις κοινές τουαλέτες που ήταν πολύ κοντά).
 Κάτω από αυτές τις ανθυγιεινές συνθήκες έβγαλε έρπητα ο Παναγιώτης πάνω στο ουραίο τμήμα του σώματος του, που είχε σαν αποτέλεσμα να υποφέρει από φρικτούς πόνους. Παρά την έκκλησή μας προς τις υγειονομικές 


Μετακόμιση στο Πάντσεβο για το σχολείο
Ο χειμώνας πλησίαζε και εγώ είχα βαρεθεί τη μονότονη ζωή στο κολχόζ και λέω στο πατέρα μου να κάνω κάτι άλλο. Το είπε στον διευθυντή και αυτός αμέσως μου πρότεινε να πηγαίνω το γάλα στο εργοστάσιο, στο Πάντσεβο, με την αλογάμαξα. Συμφώνησα και την άλλη μέρα έκανα το πρώτο μου πετυχημένο ταξίδι. Το πρόβλημά μου ήταν που έπρεπε να φροντίζω και τα άλογα. Σε αυτό με βοήθησε ο πατέρας μου. Πολύ σύντομα βαρέθηκα και το αγώγι και είπα στον πατέρα μου να πάω στην πόλη να δουλέψω στο εργοστάσιο. Κανένα πρόβλημα μου λέει και αν το μετανιώσεις, εδώ είμαστε επιστρέφεις πίσω. Ήρθα στην πόλη μα δεν τα κατάφερα και εδώ, αρρώστησα και τότε κατάλαβε ο πατέρας μου πως δεν πάει άλλο, πρέπει να μετακομίσουμε οικογενειακώς στην πόλη και για το λόγο ότι σχολεία δεν υπήρχαν κοντά Μετακομίσαμε λοιπόν στο Πάντσεβο και πιάσαμε δουλειά εγώ, ο πατέρας και η μητέρα μου στο εργοστάσιο. Ο Παναγιώτης καλά προσαρμόστηκε, ενώ εγώ και η μάνα τεθήκαμε γρήγορα εκτός μάχης, λόγω της τρομερής σκόνης.

Βασίλης Ραφαηλίδης
Φυσικομαθηματικός-Συγγραφέας
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah