Η Θεσσαλονίκη των πρώτων προσφύγων (ΜΕΡΟΣ 1ο)

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Τις ίδιες ταλαιπωρίες, τις ίδιες πίκρες, τις ίδιες χαρές περίπου έζησαν όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες, που κατά κύματα έφτασαν στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την επαίσχυντη συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η Θεσσαλονίκη δέχθηκε ένα πολύ μεγάλο μέρος από τους πρόσφυγες και σε αυτήν εγκαταστάθηκαν πολλοί, ενώ άλλοι, πολλές χιλιάδες, ήταν περαστικοί από τα απολυμαντήρια και τους άλλους τόπους της πίκρας και της απόγνωσης.
Ανάμεσα σε αυτούς που εγκαταστάθηκαν, τελικά, στη Θεσσαλονίκη ήταν και το προσφυγόπουλο από την Οινόη, ο Ευτύχιος Γιαρένης. Ο Γιαρένης, ηλικιωμένος πια, κάθισε και έγραψε όσα πέρασε, άλλοτε ιστοριογραφικά, άλλοτε λογοτεχνικά και άλλοτε με μεγάλη δόση πολιτικού στοχασμού, είτε για να εξηγήσει τα γεγονότα είτε να κατακρίνει τους υπαίτιους για τη δυστυχία των προσφύγων. Από τις σελίδες του βιβλίου του «Αυτούς που δέρνει ο άνεμος - Μια ιστορία απανθρωπιάς του ανθρώπου», αναδημοσιεύονται χαρακτηριστικά κομμάτια.
Καμάρα
.......................................................................................................................................................
Πώς, όμως, να έλυνα το πρόβλημα του παπουτσιού μου;
Ήταν αδύνατο. Είχα φτάσει στο ύψος των νεκροταφείων της Αγίας Παρασκευής (στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης). Δεξιά και αριστερά του δρόμου, απέραντες σειρές με παράγκες που μέσα στεγάζονταν διάφοροι μικροεπαγγελματίες. Ραφτάδες, τσαγκαράδες, τενεκετζήδες και όλων των ειδών επαγγέλματα. Όλοι φερμένοι από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, τα παράλια της Ρωσίας. Ξάφνου βλέπω ένα μικρό παραγκάκι και μέσα ένα γεροντάκι να καρφώνει παπούτσια. Έλαμψα από χαρά. Έλυνα ένα σοβαρό πρόβλημα της στιγμής εκείνης.
-Καλησπέρα, μπάρμπα, είπα στο γεροντάκι.
-Καλησπέρα, είπε κι εκείνος, ρίχνοντας μια εξεταστική ματιά πάνω από τα μυωπικά γυαλιά του. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, παρατώντας το παπούτσι που είχε στα χέρια. Με τις πρώτες λέξεις που πρόφερε, δεν ήταν ανάγκη να ρωτήσω από πού κατάγεται. Ωραία, είπα μέσα μου, Πόντιος είναι, θα συνεννοηθούμε καλύτερα.
-Τι θέλεις; Ρώτησε.
-Σου έφερα αυτό το παπούτσι να το φτιάξεις, είπα και του το έδειξα.
-Αστό και φύγε, είπε, κι έλα αύριο να το πάρεις.
-Τι άστο, μπάρμπα, είπα. Να το κάνεις αμέσως, είμαι ξένος, περαστικός.
.......................................................................................................................................................
-Μπάρμπα Θύμιο, του είπα, δεν με παίρνεις κοντά σου να μάθω την τέχνη; Έχω και απολυτήριο δημοτικού με δέκα άριστα.
Ο γέρος ξανάβγαλε τα γυαλιά του, για να με επεξεργαστεί για άλλη μια φορά.
-Και τι να το κάνω το απολυτήριό σου; Σάματι για γραμματικό θα σε πάρω;
.......................................................................................................................................................
Έτσι βρέθηκα στον κεντρικό δρόμο της μεγαλούπολης, στην Εγνατία οδό. Ακόμη η κίνηση δεν ήταν αραιή, αν και ήταν περασμένες δέκα. Δεν υπήρχε ωράριο, ούτε στα καταστήματα ούτε στα εργαστήρια μήτε στα εργοστάσια. Στάθηκα μπροστά σε μια βιτρίνα. Μέσα στεκόταν ένας καλοντυμένος άνθρωπος, ακίνητος, σαν αυτούς που θαύμαζα, όταν ήμουν πραματευτούδι στο Στρατώνι Χαλκιδικής.
......................................................................................................................................................
Δεν με εντυπωσίαζαν οι άνθρωποι στις βιτρίνες, γιατί τόξερα από την πρώτη στιγμή ότι ήταν ψεύτικοι. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες στο χωριό ότι, τάχατες, όσοι κατέβαιναν για πρώτη φορά στη Σαλονίκη, όλα αυτά τους φαίνονταν αληθινά και πάνω σ’ αυτό στρώνανε και διάφορα, τάχατες, παθήματα.
Λίγο πιο πέρα, βρέθηκα μπροστά σ’ ένα στενόμακρο μαγαζί. Είχε περάσει η ώρα και τα μαγαζιά είχαν κλείσει όλα, αλλά αυτό ήταν ανοιχτό και είχε μέσα πελάτες, που έτρωγαν με μεγάλη όρεξη.
Ένας χοντρός μπάρμπας, με μια τεράστια μαχαίρα στο δεξί του χέρι και μια τσιμπίδα στο αριστερό, στεκόταν με μια ποδιά «άσπρη» — ο Θεός να την έκανε άσπρη! - στη μέση, πάνω από ένα καζάνι. Κάθε τόσο βουτούσε την τσιμπίδα στο καζάνι κι έβγαζε κάτι μεγάλα πράγματα σαν πετσιά, τα ακουμπούσε πάνω σε ένα κούτσουρο και με τη μαχαίρα, τακ, τακ, τακ, τα έκανε μικρά — μικρά κομμάτια.
 Κοίταξα να διαβάσω την ταμπέλα, να μάθω τι είδους μαγαζί ήταν. Μια κακογραμμένη ταμπέλα πάνω στο τζάμι έγραφε «πωλείται πατσάς νυκτός». Είχα καταλάβει. Στο χωριό άκουσα να λένε πάρα πολλά για τη νοστιμάδα του πατσά. Η πείνα μου θέριζε τ’ άντερα. Από το πρωί που έφυγα από το χωριό, δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου. Η «γλυκιά» μυρουδιά του πατσά γαργαλούσε το στομάχι μου.
 Κάθισα ακουμπισμένος στην πόρτα, δεν ξέρω πόση ώρα. Παρακολουθούσα τον άνθρωπο που λιάνιζε τον πατσά πάνω στο κούτσουρο και που φώναζε: «Περάστε, κύριος, καταρό, καταρό!». Από καθαρό, άλλο τίποτε!
......................................................................................................................................................

Άρχισα να ρωτώ παντού. Όποιο μαγαζί έβλεπα, ρωτούσα με απίστευτο θράσος, αν θέλουν παιδί! Μπακάλικα, μανάβικα, φούρνους, μαγέρικα. Εκεί προτιμούσα να δουλέψω, γιατί αυτοί πλήρωναν. Οι άλλοι, οι βιοτέχνες να πούμε, δεν πλήρωναν τα παιδιά, γιατί τους μάθαιναν τέχνη. Α! Όλα κι όλα!, μεγάλο πράγμα η τέχνη!
«Μάθε τέχνη για να ζήσεις πραμάτεια να καζαντίσεις». Τα μοδιστράκια, που δούλευαν τέσσερα και πέντε χρόνια στη μοδίστρα, δεν έπαιρναν δεκάρα. Και σαν τελείωναν, έπρεπε να πάρουν «ψαλίδι», να μάθουν να κόβουν το ρούχο. Έτσι το έλεγαν τότε, «πήρε ψαλίδι» και χαρά στην που το έπαιρνε! Και για να παρθεί αυτό το ψαλίδι, έπρεπε η κοπέλα να δώσει στη μοδίστρα και δυο και τρεις χιλιάδες δραχμές. Ποσό που πολύ λίγες μπορούσαν να το πληρώσουν και για αυτό έμεναν οι κακόμοιρες δίχως «ψαλίδι».
Στην αρχή, για να κινήσω πιότερο το ενδιαφέρον των αφεντικών, έλεγα και τα προσόντα μου, δηλαδή το απολυτήριο του δημοτικού με άριστα, λες και τους έλεγα ότι έχω πτυχίο του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Γρήγορα, όμως, σταμάτησα να το λέω, γιατί κατάλαβα ότι γελούσαν μαζί μου και με κορόιδευαν κιόλας. Με παίρναν για χαζούλιακα παρά για ένα σωστό παιδί, που μπορεί να κάνει καλά τη δουλειά τους.
Η εξόρμησή μου την άλλη μέρα δεν είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Όπου κι αν πήγαινα, καταλάβαιναν τι ήθελα και τι ζητούσα. Χωρίς να τους πω κουβέντα, σήκωναν αρνητικά το κεφάλι. Δεν έκαναν τον κόπο να μου πουν, «όχι δεν θέλουμε». Το σήκωμα του κεφαλιού ήταν αρκετό για μένα να πάρω δρόμο. Τι διάολο, έλεγα μέσα μου, λες κι έχω ταμπέλα πάνω μου που γράφει «ζητώ δουλειά», πώς το μάντευαν αυτοί οι άνθρωποι τι ήθελα να τους πω! Μήπως δεν μπαίνω καλά στο μαγαζί; Μήπως αργώ να μιλήσω και με φαντάζονται για κουτό παιδί και δεν με παίρνουν στη δούλεψή τους;
Στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, στρατιές ολόκληρες πεινασμένων γύρναγαν το 1931 στους δρόμους χωρίς δουλειά. Η κάθε επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, που κατόρθωνε κάπως να διατηρείται, δεν χρεοκοπούσε ολοσχερώς, όπως οι περισσότερες εκείνη την εποχή, όχι μόνον δεν προσλάμβανε νέους εργάτες, αλλά περιόριζε κι αυτούς που είχε σε δυο ή τρία μεροκάματα την εβδομάδα. Οι άνεργοι, χωρίς καμιά κοινωνική προστασία, δίχως ασφάλιση, δίχως επίδομα ανεργίας, γυρνούσαν στους δρόμους, πεινασμένοι και αξιολύπητοι. Αυτός ήταν ο λόγος που όπου κι αν πήγαινα, σήκωναν αρνητικά το κεφάλι. Αγώνες εργατικοί, βέβαια, γίνονταν, το συνδικαλιστικό κίνημα, όμως, αδύναμο, πότε εκφυλιζόταν και πότε πνιγόταν στο αίμα από την έφιππη χωροφυλακή.
Μια μέρα, περνώντας από την οδό Ολύμπου, στη θέση, ακριβώς, που βρίσκεται το σημερινό πατσατζίδικο «Τσαρούχας», ήταν ένα στενόμακρο μαγαζάκι. Παρατήρησα το αφεντικό. Δούλευε μόνος του, χωρίς κανέναν βοηθό, και ήταν της ίδιας δουλειάς που έκανα κι εγώ. Πέρασα, ξαναπέρασα, μήπως, έλεγα, και έστειλε τον βοηθό του σε κανένα θέλημα. Παρακολουθούσα δυο - τρεις μέρες, πουθενά δεν φαινόταν τσιράκι. Το αποφασίζω, μπαίνω μέσα, καλησπερίζω, με ασυνήθιστο για την περίπτωση θάρρος.
-Δουλεύω σε μια δουλειά σαν κι αυτήν που κάνεις, μπάρμπα, είπα, κι αν θέλεις κανένα τσιράκι, να έρθω να δουλέψω κοντά σου, γιατί, βλέπω, δεν έχεις τσιράκι.
Σταμάτησε τη δουλειά του ο μάστορας, γιατί, όπως φαίνεται, είχε ενδιαφέρον.
-Και γιατί θέλεις να φύγεις απ’ εκεί; Ήταν η πρώτη του ερώτηση.
-Θέλω να παίρνω καλύτερο βδομαδιάτικο, είπα εγώ.
-Α! έκανε εκείνος φωναχτά. Θέλεις να παίρνεις περισσότερα! Και πόσο σε πληρώνει το αφεντικό σου και θέλεις να φύγεις;
-Τριάντα δραχμές τη βδομάδα, είπα φωναχτά, για να γίνει πιστευτό το ψέμα μου. Του είπα όσα έπαιρνε ο ξάδελφος μου. Δεν ήμουν και υπερβολικός. Το είπα το ψέμα χωρίς να νιώθω τύψεις. Καταλάβαινα ότι τέτοια ψέματα, που αφορούν το ψωμί, τα συγχωρά ο Θεός.
-Άκουσε, παιδί μου, μου είπε ο μάστρο Κώστας (έτσι τον έλεγαν, όπως μου είπε ο ίδιος αργότερα), είμαι κι εγώ ένας φτωχός μεροκαματιάρης, όπως είσαι κι εσύ. Και μόλις ένα μήνα έχω που ήρθα από την Κωνσταντινούπολη.
 Αναστέναξε βαθιά, λέγοντας τη λέξη Κωνσταντινούπολη, και συνέχισε: Πόλη και πάλι Πόλη, παιδί μου. Άνοιξα αυτό το μαγαζάκι και δεν ξέρω πώς θα πάνε οι δουλειές. Αν θες, έλα να δουλέψεις με σαράντα δραχμές τη βδομάδα κι αν πάνε καλά οι δουλειές, βλέπουμε. Μην στενοχωριέσαι, είμαι καλός άνθρωπος. Δεν μοιάζω αυτούς τους ψειρίδες, αυτοί είναι και άτεχνοι. Ούτε ένα τσιραβέντο δεν ξέρουν να κάνουν (τσιραβέντο = αυτό που βάζουν πάνω στα μπουριά, στις στέγες, για να λειτουργούν καλά οι θερμάστρες και να μην επηρεάζονται από τους αέρηδες). Εγώ γεννήθηκα στα Ταταύλα και μεγάλωσα στα Θεραπιά (συνοικίες της Πόλης) και μου άρχισε μια ιστορία ατέλειωτη, ενώ εμένα ο νους μου φτερούγιζε γύρω στο σαραντάρι. Ξέρεις εσύ αυτές τις πόλεις; με ρώτησε.
-Δεν ξέρω, μπάρμπα, του είπα. Έχω μείνει λίγες μέρες στο Μπογιατζίκιοϊ, όταν ερχόμασταν από την πατρίδα.
-Α, αυτό είναι, είπε. Το Μπογιατζίκιοϊ, που λες, είναι μια συνοικία σαν αυτές που σου είπα πρωτύτερα. Ναι, παιδί μου, είπε πάλι, στα Ταταύλα γεννημένος, στα Θεραπιά μεγαλωμένος.
Για μένα ήταν μια κουβέντα και άσκοπη και ανιαρή. Εγώ θάθελα να μου έλεγε περισσότερες λεπτομέρειες για το σαραντάρι, εκείνο με ενδιέφερε και ότι με το σαραντάρι έπαιρνα έξι ψωμιά και μου έμεναν και τέσσερις δραχμές τη βδομάδα. Τα Θεραπιά και τα Ταταύλα, μου ήταν αδιάφορα.
Ο μάστρο Κώστας πρόσεξε ότι δεν τον πρόσεχα και ότι ο νους μου έτρεχε αλλού και με ρώτησε:
-Ε, τι σκέφτεσαι, δεν θα έρθεις;
-Θα έρθω, του είπα, αλλά να μου έδινες κάτι περισσότερο.
-Παραπάνω! είπε λίγο απορημένος ο μάστρο Κώστας. Παραπάνω, και πόσο παραπάνω; Σου είπα, τώρα άνοιξα κι εγώ, είμαι καινούργιος και ξένος, δεν γνωρίζω κανέναν, δεν ξέρω πώς θα πάνε οι δουλειές.
Μου μιλούσε το αγαθό εκείνο μαστοράκι, λες και απολογιόταν σε μένα. Τέτοιο ύφος είχε. Πού να την έβρισκες αλλού, σε άλλα αφεντικά, τέτοια συμπεριφορά! Οι άλλοι, τότε, ούτε που καταδέχονταν να μιλήσουν σε ένα «τιποτένιο» τσιράκι.
Άρχισα πάλι να ψάχνω για καινούργιο αφεντικό. Δεν έχανα ευκαιρία, έβγαινα συνέχεια έξω, όποτε μου δινόταν ευκαιρία, και έψαχνα για καινούργια δουλειά. Τελικά, ένα Σαββατόβραδο, είπα στον μάστρο Κώστα:
-Από Δευτέρα, σ’ αφήνω, μάστορα, πάω σε άλλο αφεντικό. Εκείνος λυπήθηκε, αλλά ήταν και λογικός άνθρωπος και δεν μου είπε «κάτσε».
-Να πας στο καλό, παιδί μου, είπε. Να πας στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου. Τι να κάνουμε, παιδί μου! Τι να κάνουμε! Αν ήμασταν στην Πόλη, δεν θα σε άφηνα.
Τα ίδια και τα ίδια τα είχα ακούσει πολλές φορές. Μπορούσα τώρα πια, αν άκουγα την αρχή, να συνέχιζα ως το τέλος τη διήγηση, όπως ακριβώς θα την έλεγε αυτός. Μου έδωσε ένα εικοσάρικο έναντι των όσων είχα να λάβω. Με φίλησε δακρυσμένος και μου είπε:
-Να περνάς, παιδί μου, να περνάς, να βλέπεις τον παλιό σου μάστορα. Και αυτά που σου χρωστώ, να περνάς να σου τα δίνω λίγα λίγα.
Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ συγκινήθηκα από τον χωρισμό μας. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος, αλλά, όπως είπαμε, φτωχός. Ποτέ δεν με έβρισε, ποτέ κακή κουβέντα, ποτέ δεν σήκωσε το χέρι να με χτυπήσει. Τα χαστούκια και οι κλοτσιές στους παραγιούς, τα χρόνια εκείνα, έπεφταν σύννεφο. Καημένε μάστρο Κώστα! Όλα τα κατοπινά χρόνια τον έβλεπα με τον κουβά τα εργαλεία να τρέχει από σπίτι σε σπίτι, να εξοικονομήσει το μεροκάματο, το ψωμί της οικογένειάς του. Σαν δεν είχα δουλειά, στεκόμουν στη μέση του δρόμου και τα λέγαμε. Τώρα πια, είναι χρόνια που δεν τον βλέπω. Τι να έγινε; Για το χρέος του δεν του ανέφερα ποτέ. Θεός σχωρέστον!
Κεντρική αγορά της πόλης

Ξεθεωτική δουλειά στο χαλκουργείο
Την καινούργια μου δουλειά τη βρήκα εκεί στα χαλκουργία, απέναντι από την «κόκκινη εκκλησιά (Παναγία Χαλκέων, στην Εγνατία). «Ορυχαλκουργείον», έγραφε από έξω η ταμπέλα.
Έκανε κυρίως μανουάλια και καμπάνες για εκκλησίες. Συμφωνήσαμε να μου δίνει εβδομήντα πέντε δραχμές την εβδομάδα. Η δουλειά, όμως, που έκανα ήταν πολύ βαριά και σκληρή για την ηλικία μου. Στην οδό Λαγκαδά ήταν το χυτήριο του. Κουβαλούσαμε τα διάφορα κατασκευάσματα, χυτά, μέχρι την οδό Χαλκέων, όπου ήταν το μαγαζί. Εκεί, τα επεξεργαζόμασταν, άλλα με τον τόρνο και άλλα στον πάγκο με τη λίμα.
Μια δουλειά ξεθεωτική. Πότε στο χυτήριο να γυρνώ το βεντιλατέρ με το χέρι, να παράγω αέρα για το χυτήριο, και πότε στο μαγαζί, να δουλεύω ή με τη λίμα ή στον τόρνο, να τορνάρω διάφορα κολονάκια για τα μανουάλια. Είναι εύκολη δουλειά να τορνάρεις μπρούντζο και δεν έχει καμιά σχέση με τους άλλους τόρνους, τους σιδερότονους, όπως τους λέγαμε, που για να τους δουλέψεις, χρειάζεται ειδίκευση.



Ευτύχιος Γιαρένης
 από την Οινόη του Πόντου, ταλαιπωρήθηκε και ως μικρό προσφυγόπουλο και στη συνέχεια ως έφηβος και άντρας, με πείνα, ανεργία, πολιτικές διώξεις. Το 1958 εξελέγη βουλευτής της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστερός (ΕΔΑ), στη β' Θεσσαλονίκης. Πέθανε τον Φεβρουάριο του 2002, σε ηλικία 83 ετών. 
Έγραψε το αυτοβιογραφικό βιβλίο (Αυτούς που δέρνει ο άνεμος - Μια ιστορία απανθρωπιάς του ανθρώπου», από όπου και τα αποσπάσματα που δημοσιεύουμε.


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah