Ποιος είχε πρώτος την ιδέα μιας υποχρεωτικής, σχεδόν ολοκληρωτικής μετακίνησης μειονοτήτων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας;
Σπάνια στην ιστορία συζητήθηκε πρόταση την πατρότητα της οποίας αρνήθηκαν σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι, παρόλο που είχαν σοβαρούς λόγους να την υιοθετήσουν.
Το φθινόπωρο του 1922, κατά τη διάρκεια των διεθνών συνομιλιών που ακολούθησαν την περιφανή νίκη της Τουρκίας επί του ελληνικού στρατού και το θάνατο, την αιχμαλωσία ή την εξορία όλων κυριολεκτικά των ορθόδοξων χριστιανών της Ανατολίας, η λύση της μαζικής ανταλλαγής πληθυσμών υπήρχε στο μυαλό κάθε πολιτικού και κάθε παίκτη του διπλωματικού παιγνιδιού που πολύ θα ήθελε να ισχυριστεί ότι άλλοι έφταιγαν που «δεν έμενε κανένα περιθώριο».
Κανείς δεν ήξερε τους κανόνες του παιγνιδιού καλύτερα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον δαιμόνιο πολιτικό που έγινε πρωθυπουργός το 1910 και κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική, στην κεντρική σκηνή ή από την εξορία, για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Αναδείχθηκε στη γενέτειρά του την Κρήτη ως ηγέτης ενός κόμματος που απαιτούσε πλήρη ένωση με την Ελλάδα και ήταν εναντίον της παρουσίας του πρίγκιπα Γεώργιου των Ελλήνων που είχε οριστεί ύπατος αρμοστής ενώ το νησί θεωρητικά παρέμενε υπό οθωμανική κυριαρχία.
Ο Χάρολντ Νίκολσον, ο βρετανός διπλωμάτης, είχε πει κάποτε ότι μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, οι μεγάλοι άνδρες της Ευρώπης ήταν δύο: ο Βενιζέλος και ο Λένιν. Ο Βενιζέλος είχε εκρηκτικό χαρακτήρα αλλά διέθετε γοητεία και οι προσωπικές του σκέψεις ήταν συχνά ανεξιχνίαστες.
Μέχρι σήμερα όμως παραμένει κορυφαία προσωπικότητα της ελληνικής πολιτικής ζωής και έχει θαυμαστές σε όλο το πολιτικό φάσμα, από την κεντροδεξιά ως την σοσιαλιστική αριστερά.
Παρά την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα του και το γεγονός ότι δεν είχε καμία επίσημη ιδιότητα, η ηθική υποστήριξη προς το Βενιζέλο το φθινόπωρο του 1922 ήταν στο ζενίθ.
Αυτό γινόταν επειδή τις γκάφες του ελληνικού στρατού πριν από ενάμιση περίπου χρόνο τις είχαν χρεωθεί άλλοι.
Κύριος υπεύθυνος θεωρήθηκε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος και οι φιλομοναρχικοί που είχαν βγάλει τον Κρητικό από τη μέση οργανώνοντας μία ξαφνική εκλογική αναμέτρηση δύο χρόνια πριν.
Αντίθετα, οι περισσότερες στρατιωτικές επιτυχίες ήταν επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου. Είχε οδηγήσει σε νίκη την Ελλάδα το 1912-13 στους Βαλκανικούς Πολέμους, την είχε φέρει στους κόλπους της αντιοθωμανικής Αντάντ και σαν επιβράβευση είχε εξασφαλίσει τη συναίνεση να καταλάβει τη Σμύρνη.
Όταν τα πράγματα στράβωσαν για τους Έλληνες ο Βενιζέλος είχε ήδη εγκαταλείψει την κεντρική πολιτική σκηνή από το τέλος του 1920 με αποτέλεσμα η φήμη του ως δεινού τακτικιστή να παραμείνει άθικτη.
Ετσι, το Σεπτέμβριο του 1922, όταν μία ομάδα χολωμένων αντιμοναρχικών αξιωματικών άρπαξε την εξουσία στην Αθήνα και εξόρισε τον βασιλέα Κωνσταντίνο, ο Βενιζέλος ήταν εκείνος στον οποίο προσέτρεξαν για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην παγκόσμια κοινότητα.
Περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα πολιτικό είχε την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια των διεθνών μεσολαβητών.
Είχε επίσης την ικανότητα να ερμηνεύει τα σημεία των καιρών και απόλυτη συναίσθηση του τί μπορούσε να ζητήσει και να πράξει η χώρα του εκείνη τη στιγμή.
Στο τέλος του 1922 το ένστικτο του έλεγε ότι η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, σε μία πολύ κακή συγκυρία, να εκμεταλλευτεί τον διωγμό των Ελλήνων από τη Μικρασία για να αυξήσει τον χριστιανικό πληθυσμό των εδαφών που είχε μόλις αποκτήσει στο βορρά, εδραιώνοντας έτσι τον έλεγχο της στα νότια Βαλκάνια.
Επέμενε ότι η Ελλάδα πρέπει να κοιτάξει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της -που εκείνη την εποχή θεωρητικά περιλάμβαναν έναν ομοιογενή ή εθνικά ανόθευτο πληθυσμό- και να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει την άμεση προσφυγική κρίση.
Οι θαυμαστές του Βενιζέλου επιμένουν ότι ήταν συγχρόνως ανθρωπιστής και γνώστης της στρατηγικής. Κάποια στιγμή που οι διαπραγματεύσεις για την οργάνωση της ανταλλαγής πληθυσμών ήταν σε προχωρημένο στάδιο, έκανε μία δραματική ανακοίνωση που ήθελε να δείξει στον κόσμο ότι είχε πλήρη συναίσθηση των επιπτώσεων που θα είχε στους απλούς ανθρώπους μία υποχρεωτική, μαζική μετανάστευση σε τέτοια κλίμακα.
«Συγκλονισμένοι από τα αισθήματά τους [...] δεμένοι με τη γη και τα σπίτια στα οποία οι πρόγονοι τους έζησαν επί αιώνες, οι ελληνικοί και τουρκικοί πληθυσμοί [...] διαμαρτύρονται για την διαδικασία [...] και αντιτίθενται με κάθε δυνατό τρόπο».
Είναι από τις ελάχιστες δηλώσεις εκείνο τον καιρό που αναγνώριζαν ότι η μετακίνηση θα προκαλούσε αλλά και θα ανακούφιζε τον ανθρώπινο πόνο.
Ο κύριος συνομιλητής του, ο στρατηγός Ισμέτ, αμέσως ανταπάντησε ότι η πρωτοβουλία της ανταλλαγής ανήκε στους Έλληνες διπλωμάτες. Όχι, καθόλου, επέμενε ο Βενιζέλος, εκείνος που πρώτος έριξε την ιδέα στο τραπέζι ήταν ο Φρίντχοφ Νάνσεν, ένας Νορβηγός που είχε πάρει εντολή από τη διεθνή κοινότητα να διαχειριστεί τα τεράστια κύματα προσφύγων που είχε δημιουργήσει ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος.
Ο Νάνσεν με τη σειρά του απάντησε ότι προωθώντας μία σχεδόν ολοκληρωτική ανταλλαγή θρησκευτικών μειονοτήτων μεταξύ της νικήτριας Τουρκίας και της νικημένης Ελλάδας, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ακολουθεί οδηγίες.
Οι οδηγίες είχαν δοθεί από τους ύπατους αρμοστές των τεσσάρων δυνάμεων -Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία- που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη μέχρι να ολοκληρωθούν οι συνομιλίες ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και το διάδοχο καθεστώς.
Εν τω μεταξύ ο υπουργός εξωτερικών της Βρετανίας λόρδος Κούρζον έκανε κάποιες δηλώσεις πολύ χαρακτηριστικές της αμφιταλαντευόμενης στάσης των μεγάλων δυνάμεων.
Γνώριζαν ότι η υποχρεωτική μετανάστευση θα ήταν επώδυνη αλλά ήθελαν μία λύση που να ικανοποιεί έστω εν μέρει τα γεωπολιτικά συμφέροντα όλων των κυβερνήσεων που εμπλέκονταν, ώστε να έχει ελπίδες μονιμότητας.
Ο Κούρζον χαρακτήρισε την ιδέα «κάκιστη και επικίνδυνη, την οποία ο κόσμος θα πληρώνει ακριβά για τα επόμενα εκατό χρόνια», αλλά παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα της μετακίνησης ανθρώπων σε ευρεία κλίμακα από τη μία όχθη του Αιγαίου στην άλλη, με την σύμφωνη γνώμη της διεθνούς κοινότητας, υποστηρίχθηκε εξίσου από τον Βενιζέλο, τον Μουσταφά Κεμάλ και τον στρατιωτικό διοικητή Ισμέτ. Συμφώνησαν επίσης ο λόρδος Κούρζον και ο Φρίντχοφ Νάνσεν, ο Νορβηγός που πρώτος εξέφρασε τη θεωρία ότι η βοήθεια στους πρόσφυγες ήταν υποχρέωση του συνόλου της διεθνούς κοινότητας.
Ειδικά ο Νάνσεν καταλάβαινε ότι μέρος της δουλειάς του ήταν να επωμιστεί το ηθικό και πολιτικό κόστος για τις αποφάσεις που όλοι υποστήριζαν αλλά κανένας δεν ήθελε να στηρίξει ανοιχτά.
Πολύ πριν εμφανιστούν στη σκηνή ο Νταγκ Χάμερσελντ, ο Μπερνάρ Κουσνέρ ή ο Μπομπ Γκέλντορφ, ίσως ήταν ο πρώτος άνθρωπος του 20ού αιώνα που απέδειξε έμπρακτα τη χρησιμότητα μιας δυναμικής προσωπικότητας η οποία, έχοντας πρόσβαση στις εμπόλεμες ζώνες και στις περιοχές που έχουν πληγεί από καταστροφές, αναλαμβάνει να επιλύσει διαφόρων ειδών προβλήματα.
Ηρωικός εξερευνητής του Αρκτικού κύκλου, ο Νάνσεν ήταν επίσης από τους πρώτους που απέδειξαν ότι η διασημότητα, όπως την εννοούμε σήμερα, μπορεί να ανοίγει πόρτες σε πολλά επίπεδα.
Σε νεαρή ηλικία είχε γοητεύσει τους αναγνώστες των εφημερίδων της Ευρώπης και της Αμερικής αποδεικνύοντας ότι η γη δεν είχε πλήρως χαρτογραφηθεί ούτε κατακτηθεί, και ότι ακόμα και στην εποχή της ατμομηχανής και του τηλέγραφου υπήρχαν περιοχές στον κόσμο όπου οι άνθρωποι αναγκάζονταν να υπερβούν τα όρια της αντοχής τους προκειμένου να επιζήσουν.
Ένα από αυτά τα μέρη ήταν ο μόνιμος παγετώνας της Γροιλανδίας όπου ο εικοσιεπτάχρονος Νάνσεν και μία πενταμελής ομάδα έκαναν ένα εξουθενωτικό ταξίδι αντιμετωπίζοντας τις πιο χαμηλές θερμοκρασίες που είχαν ποτέ καταγραφεί.
Στο δεύτερο μισό της ζωής του, ο αεικίνητος και παρορμητικός Νάνσεν βρήκε διέξοδο στην διπλωματία. Χρησιμοποίησε τις προσωπικές του γνωριμίες με τους ισχυρούς άνδρες πολλών κρατών για να αποκτήσει ρόλο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και στις ανθρωπιστικές υποθέσεις.
Ο νέος του στόχος ήταν να απαλύνει τον πόνο εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν μείνει άστεγοι και απελπισμένοι ύστερα από μία δεκαετία πολέμου και επανάστασης.
Οι πρώτες του αποστολές ήταν στο χάος της μετεπαναστατικής Ρωσίας όπου, παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να πείσει τους κομμουνιστές να ελευθερώσουν τετρακόσιες χιλιάδες αιχμαλώτους από τη Γερμανία και την κεντρική Ευρώπη.
Ως ένας από τους ελάχιστους δυτικούς που είχαν πρόσβαση στους νέους κυβερνήτες της Ρωσίας, συμμετείχε στις προσπάθειες αντιμετώπισης του λοιμού που το 1921 είχε πλήξει την περιοχή του Βόλγα.
Εκεί φαίνεται πως γνώρισε και την πρώτη του αποτυχία, όταν πείστηκε από τους μπολσεβίκους να γίνει συνήγορος τους προτού αντιληφθεί ότι δεν τους καιγόταν καρφί για τη ζωή των χωρικών. Αλλά ο Νάνσεν συγχρόνως καταπιανόταν με κάποιο άλλο σχέδιο το οποίο είχε αίσιο τέλος.
Τη φροντίδα για την επιβίωση και την νομική υπόσταση εκατοντάδων χιλιάδων πρώην υπηκόων του τσάρου που είχαν γλιτώσει από την επανάσταση αλλά δεν είχαν πλέον πατρίδα.
Δανείζοντας το όνομά του στο «διαβατήριο Νάνσεν» -ένα έγγραφο που εκτελούσε χρέη ταυτότητας και το οποίο οι κυβερνήσεις του κόσμου με τον καιρό υποχρεώθηκαν να αναγνωρίσουν ως επίσημο- θεμελίωσε την αρχή ότι οι πρόσφυγες αποτελούν ευθύνη του κάθε κράτους.
Η εξουσιοδότηση τού δόθηκε από την Κοινωνία των Εθνών, έναν νεογέννητο αλλά φιλόδοξο θεσμό με έδρα τη Γενεύη, ο οποίος τον Αύγουστο του 1921 του πρότεινε να γίνει ο πρώτος Ύπατος Αρμοστής για τους πρόσφυγες.
Αποδεχόμενος αυτή τη θέση ο Νάνσεν αύξησε κατακόρυφα το κύρος της μικρής αυτής οργάνωσης που έμελλε ως τα τέλη του αιώνα να αναδειχθεί σε κορυφαίο παράγοντα προστασίας και περίθαλψης των απανταχού προσφύγων.
Ο εξερευνητής -και ο βρετανός σύμβουλός του Φίλιπ Νόελ-Μπέικερ, νεαρός αλλά με σημαντικές διασυνδέσεις- γρήγορα διαπίστωσαν ότι οι οργανισμοί που βρίσκονται στα σπάργανα έχουν τα καλά και τα κακά τους.
Η Κοινωνία των Εθνών θα του πρόσφερε ελάχιστα χρήματα και υποστήριξη αλλά η αποστολή -αρχικά περιορισμένη στη Ρωσία- μακροπρόθεσμα θα του άνοιγε πολλούς δρόμους και θα έπαιρνε πολλές μορφές.
Ετσι λοιπόν, στα εξήντα του χρόνια, ο Νάνσεν είχε όλα τα προσόντα για να μεσολαβήσει στις συζητήσεις μεταξύ Τούρκων, Ελλήνων και άλλων συμμετεχόντων στο δράμα που εξελισσόταν στις δύο όχθες του Αιγαίου.
Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1922 ο Νάνσεν ήταν εγκατεστημένος στο μικρό του γραφείο στο κεντρικό κτίριο της Αρμοστείας στην Ελβετία, με κύριο καθήκον την αντιμετώπιση της κατάστασης στη Ρωσία.
Μερικές βδομάδες αργότερα έγινε πρωταγωνιστής σε μία νέα κρίση της οποίας τα γεωπολιτικά και ανθρωπιστικά προβλήματα ήταν εξίσου σημαντικά.
Στις 19 Σεπτεμβρίου πήρε ένα τηλεγράφημα από τον συνταγματάρχη Πρόκτερ, τον απεσταλμένο της Αρμοστείας στην κατεχόμενη από τους συμμάχους Κωνσταντινούπολη, που πιστοποιούσε αυτό που όλος ο κόσμος υποπτευόταν.
Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και χριστιανοί της Ανατολίας έτρεχαν να σωθούν ακολουθώντας τον ελληνικό στρατό που υποχωρούσε προς τα παράλια.
Μερικοί είχαν ήδη επιβιβαστεί σε πλοία από την Σμύρνη, που είχε καεί ολοσχερώς, και ταξίδευαν προς τα κοντινά νησιά όπως η Χίος και η Μυτιλήνη ή προς το λιμάνι του Πειραιά ή της Θεσσαλονίκης. Μεταξύ τους ήταν ένας μεγάλος αριθμός από γυναικόπαιδα καθώς, όπου μπορούσαν, οι Τούρκοι αιχμαλώτιζαν τον ανδρικό πληθυσμό. Κύματα προσφύγων που πίστευαν ότι στην οθωμανική πρωτεύουσα θα ήταν πιο ασφαλείς συνέρρεαν στην Κωνσταντινούπολη η οποία είχε ήδη κατακλυστεί από Τούρκους μουσουλμάνους που είχαν φτάσει από τα βάθη της Ανατολίας άστεγοι και εξαντλημένοι ύστερα από την καταστροφική μανία του ελληνικού στρατού.
Ανθρωπιστικός εφιάλτης αλλά και πολιτικό χάος απειλούσε πλέον το ηττημένο Βασίλειο της Ελλάδας και αυτό επειδή ο Μουσταφά Κεμάλ, ο νέος ηγέτης του τουρκικού έθνους, επέμενε αταλάντευτα ότι οι χριστιανικές μειονότητες δεν είχαν θέση στη δημοκρατία που σκόπευε να ιδρύσει.
Αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα, που είχε πληθυσμό γύρω στα 4,5 εκατομμύρια θα αναγκαζόταν να δεχθεί και να απορροφήσει τουλάχιστον 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες. Το ήδη εξασθενημένο από μία δεκαετία πολέμου κράτος κινδύνευε να καταρρεύσει.
Ο Νάνσεν ήξερε ελάχιστα πράγματα για τον ελληνικό κόσμο σε αντίθεση με τον συνεργάτη του Φίλιπ Νόελ-Μπέικερ που τον ήξερε καλά γιατί η σύζυγος του Ειρήνη ήταν κληρονόμος ενός μεγάλου κτήματος στο νησί της Εύβοιας.
Ο Νόελ-Μπέϊκερ είχε εργαστεί δίπλα στον Νάνσεν κατά τη διάρκεια της κρίσης στη Ρωσία. Ο νεαρός Βρετανός, που, κατά γενική ομολογία, ήταν ένα από τα μεγάλα ταλέντα της γενιάς του, είχε ήδη μελετήσει καλά τον μέντορά του και ήξερε πώς να του φανεί χρήσιμος.
Καθώς η κρίση στην Ανατολία κλιμακωνόταν ο Νάνσεν βυθίστηκε στα προβλήματα της περιοχής. Ανέλαβε πρωταρχικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προκειμένου η μεταφορά των θρησκευτικών μειονοτήτων να μη γίνει με μονομερείς πράξεις βίας αλλά υπό όρους και ύστερα από επίσημη συμφωνία.
Bruce Clark
"ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου