ΑΓΙΑΤ' .
Το ανώγειο ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη: τ' αγιάτ' (χαγιάτι) και το γέρεβιν (οσπίτ').
Τ' αγιάτ' είχε την εξωτερική πόρτα (εξώπορτα) και αριστερά μεν (προς τη δύση) το φούρνο, δεξιά δε το κελάρ' (αποθήκη τροφίμων).Μετά το 1850 πολλοί μετασκεύασαν το κελάρι σε δωμάτιο για το χειμώνα, ταβανωμένο με παράθυρα και τζάκι ή θερμάστρα, και γύρω σέτια (καναπέ) πλάτος 1—1,20 και ύψος από το χώμα 40—50 πόντους, Σε μια γωνιά ήταν το εικονοστάσι.
Ο φούρνος ήταν από πέτρες, και η μεν θολωτή στέγη του από στενόμακρες (δόντια) το δε πάτωμα και ο γύρος από πλάκες (πλακία). Μπροστά στην πόρτα είχε μια μεγάλη πλάκα που έπιανε όλο το πλάτος της πόρτας (εμπροπλάκ') πάνω στην πόρτα είχε καπνοδόχο (ρδανίν) που έβγαινε από τη στέγη. Ανάμεσα στη στέγη του φούρνου και στη στέγη του σπιτιού ήταν κενό, κι' εκεί τοποθετούσαν
1. Την πιρρίφτεν: ξύλινο φτυάρι με το οποίο έβαζαν και έβγαζαν τα ψωμιά από το φούρνο .
2. Την καμάκαν: είδος φαρδιού τσαπιού με το οποίο μάζευαν τα κάρβουνα (τσιλίδια) και τα έβγαζαν.
3. Την καταμάγιαν: χοντρό κουρέλι στην άκρη ξύλου για να καταμάσσει, να σκουπίσει είχε ζεσταθεί (θα έξαφτεν).
4. Τα τζουντζουρούκια 2—3 λεπτά και μακριά φυντάνια από έλατα ή άλλα δένδρα, για να ανακατώνουν ή μετατοπίζουν τα ξύλα στο φούρνο.
Αριστερά ή δεξιά της πόρτας του φούρνου ήσαν δύο στηρίγματα, πάνω στα οποία τοποθετούσαν το ζούμωτρον (σκάφη) όπου πρώτα εθόλωναν (ανακάτωναν το αλεύρι με το νερό και το προζύμι) και ύστερα το ζύμωναν και αφού έβαζαν τα ψωμιά στο φούρνο (επίρριφταν) σκέπαζαν το φούρνο, σταύρωναν την πόρτα και έξυαν (καθάριζαν) τη σκάφη με το ζουμοξύστεν (πλάκα από σίδερο).
Επειδή ο φούρνος ήταν από πέτρες και μάλιστα μεγάλες ήθελε πολλά ξύλα για να ζεσταθεί είχαν λοιπόν ξεχωριστά ξύλα, τα φουρνόξυλα, γιαρματσάδας, δηλ. μεγάλες σχίζες από κούτσουρα ελάτου.Το αγιάτ μαζί με το φούρνο και το κελάρι είχε πλάτος 4-5 και μάκρος 7-8 μέτρα.
Σπίτι στον Πιστοφάντων
ΤΟ ΓΕΡΕΒΙΝ
Aπό το αγιάτ έμπαινε κανείς στο γέρεβιν είχε πλάτος 5-6 μέτρα και μάκρος 7—8.
Προς το μέρος της δύσης είχε τ' οτζάγ (τζάκι) με πέτρες 2-3 πόντους χαμηλότερα από το δάπεδο (πού ήταν από χώμα) και ονομαζόταν παρακαμίν, ο δε πέτρινος γύρος παρακαμόλιθα.
Η καπνοδόχος σε μερικά σπίτια ήταν από πέτρες και σε μερικά με σανίδια (ταγουλπάζ).
Το παρακαμίν ήταν στρωμένο με πλάκες πελεκητές· στο βάθος είχε την εμπροστίαν (πυροστιά) και το ζιντζίρ ή κρεμάστε (αλυσίδα) με κουκάραν (αγκίστρι) από την οποία κρεμούσαν καζάνι με νερό ή φαγί που δεν ήταν ανάγκη να ανακατωθεί το ζιντζίρ ψήλωνε όταν η φωτιά ήταν δυνατή και χαμήλωνε όταν δεν ήταν. Δεξιά και αριστερά του τζακιού ήσαν ανοίγματα στον τοίχο (πατχάνια) χωρίς πόρτες.
Εκεί ήταν και η παράφτε σιδερένια όπου τοποθετούσαν τα δαδιά ή το λικμανοστάτε με το λικμάν, αβαθές τετράγωνο πιάτο όπου έκαιαν ψαρέλαιο για φωτισμό. Η μασιά (σίδερο) για να συνταυλίζνε τ' άψουμον (συνδαυλίζουν τη φωτιά).
Γύρω στο παρακαμίν επαρακάθευαν (έκαμναν νυχτέρι), έκαμναν (έγνεθαν) με τ' αδράχτ', έκλωθαν και έπλεκαν ορτάρια ή έραφταν τα τσαρούχια τους ή έλεγαν μασιάλια (παραμύθια). Εκεί μέσα στη στάχτη ήταν κρυμμένη η Σαχταρομάνα, η εστία των αρχαίων, που δεν επέτρεπε να δώσουν φωτιά κατά τη νύχτα, προ πάντων όταν είχαν λεχώνα.
Αριστερά ήταν η κρεβατοθήκα, μεγάλη ντουλάπα με πόρτες όπου τοποθετούσαν τα στρώματα (κρεβάτια) το πρωί. Δεξιά ήσαν τα ταρέζια, 4-5 ράφια για τα πιάτα, χαλκωματένια (σαγάνια, τάσια) ή πήλινα (τσαμουρένια).
Κάτω από αυτά τοποθετούσαν τα πουλούλια (πιθάρια) μεγάλα πήλινα δοχεία γανωμένα με πίσσα για τα στύπα λαχανί και σευτελί (τουρσιά), για τα πουλουλάπια (απίδια χονδρά που διατηρούνταν μερικούς μήνες στο νερό) και για άλλα τρόφιμα. Πλάγια στα πουλούλια ήσαν χαλκωματένια δοχεία του μαγειρέματος (χαλκά).
Δεξιά ή αριστερά από τα ταρέζια ήταν κρεμασμένο το χουλιαρόν, ξύλινο δοχείο όπου έβαζαν τα κουτάλια (χουλιάρια) από πυξάρι κυρίως, αλλά και άλλο ξύλο. Κάτω από το χουλιαρόν ή σε άλλη γωνιά ήταν το σταμνίν με το νερό, και για να μη τρυπήσει από την τριβή, ήταν τοποθετημένο σε ξυλένιο βάθρο (το ποδάρ' τη σταμνί).
Προς το μέρος της ανατολής ήταν το αμπάρ', αποθήκη σανιδένια, 4 μέτρα μάκρους και 2,5—3 ύψος. Στα δύο πλάγια είχε ντουλάπες με πόρτες και στη μέση δυο χωρίσματα (αμπαρομάτια) για το σιτάρι , επάνω απ' αυτά είχε το σακκονάρ', πάγκο όπου τοποθετούσαν μικρά σακιά, αλεύρι, καλαμπόκι, φασόλια ή κορκότα.
Το επάνω μέρος του αμπαριού, η στέγη του, πλησίαζε προς τη στέγη του σπιτιού και ονομαζόταν μισάνταρη.Τα σανίδια του αμπαριού δεν ήσαν καρφωμένα, αλλά συναρμολογημένα κατά τρόπο, πού επέτρεπε τη διάλυση και τη μεταφορά. Στον πρώτο πόλεμο μερικοί διέλυσαν τα αμπάρια τους και τα μετέφεραν στα περίχωρα της Παϊπέρτης.
Το επάνω μέρος του αμπαριού, η στέγη του, πλησίαζε προς τη στέγη του σπιτιού και ονομαζόταν μισάνταρη.Τα σανίδια του αμπαριού δεν ήσαν καρφωμένα, αλλά συναρμολογημένα κατά τρόπο, πού επέτρεπε τη διάλυση και τη μεταφορά. Στον πρώτο πόλεμο μερικοί διέλυσαν τα αμπάρια τους και τα μετέφεραν στα περίχωρα της Παϊπέρτης.
Το αμπάρι δεν έπιανε όλο το πλάτος του σπιτιού. Άφηνε μέρος ελεύθερο, όπου τοποθετούσαν σεντούκια ή άλλα πράγματα μερικοί μετασκεύασαν το μέρος αυτό σε κελάρι.
Οι τοίχοι δεν είχαν κανένα παράθυρο και ήσαν σουβατισμένοι με λάσπη από το βόρειο και το νότιο τοίχο ο μισός ήταν διπλός, δηλαδή 1 μέτρο πάχος, κι' αυτό γιατί στους τοίχους αυτούς ήταν τοποθετημένη μεγάλη δοκός με διάμετρο 60-70 πόντους (μεσόδοκον) για μεγαλύτερη ασφάλεια τις δυο άκρες του δοκού στήριζαν και σε 2 ξύλινους στύλους (στουλάρια).
Επάνω στο μεσόδοκον τοποθετούσαν άλλη δοκό 6-7 μέτρα μάκρος, σωστό δένδρο, στη δοκό αυτή τοποθετούσαν άλλες λεπτότερες και πάνω σ' αυτές γιαρματσιάδας (σχίζες) ή στρογγύλια μαρτάκια (κυλινδρικά ξύλα), πάνω σ' αυτά λάσπη και τέλος τα κεραμίδια εγχώριας κατασκευής από τη θέση Κερχανάδας, τη Πηλιά και τη Χιόνονος.
Δεν πρέπει να παραξενευτεί κανείς για τη σπατάλη τόσης ξυλείας. Τα δάση ήταν κολλητά στα σπίτια και έπρεπε να κοπούν και να μεταβληθούν σε κεπία (λαχανόκηπους). Έτσι γερή όπως ήταν η στέγη, δεν είχε ανάγκη από το χιόνι, στην πλευρά της εξώπορτας τοποθετούσαν ξύλινους κρουνούς (κρενία).
Σο Καρακαπάν |
Η στέγη γύρω γύρω στη μέση είχε πέτρες πλακωτές, γιατί ο άνεμος κάποτε παρέσυρε τα κεραμίδια μολονότι ήσαν κολλητά στη λάσπη.
Στη μέση της στέγης ήταν άνοιγμα τετράγωνο 50X50 πόντους, ο φεγγίτες από τον οποίο φωτίζονταν το σπίτι, είχε σκέπασμα (σύρτεν) που άνοιγε και έκλεινε με τη βοήθεια σχοινιού.
Το δάπεδο που ήταν κάτω από το φεγγίτη και γύρω από αυτό ονομαζόταν μεσοχάμ και για να μη βραχεί από το φεγγίτη τοποθετούσαν ξύλινο δοχείο για το πλυμίν των αγελάδων, ή κούφα ή το κιλιάκ. Επάνω στον καπνοδόχο ήταν χτισμένο το γαλιάμ με 2 ή περισσότερες τρύπες κοντά στην κορυφή για να βγαίνει ο καπνός.
Τα περισσότερα τζάκια δεν τραβούσαν τον καπνό, κάπνιζαν και πότιζαν τα ξύλα της στέγης που γίνονταν κατάμαυρα και άσηπτα διατηρούνταν 80 και 100 ακόμα χρόνια.
Η εξώπορτα έβλεπε προς Β. ή προς Ν. Ήταν από σανίδια 4-5 πόντων με κλειδαριά γερή φτιαγμένη στους σιδεράδες και για να αντέχει στη βία, αντί μεντεσέδες είχε δυο σίδερα μακριά πού έπιαναν σχεδόν όλο το πλάτος της πόρτας (ζιρζάδας).
Τα δύο όρθια τελάρα που συγκρατούσαν την πόρτα λέγονταν παραστάρια, το επάνω απανωθύρ' (ανώφλι) και το κάτω κατωθύρ' (κατώφλι). Για το κατωθύρ' υπήρχε η πρόληψη ότι από αυτό προέρχονταν όλα τα ατυχήματα. Ας σο κατωθύρ'ν ατοίν εν δηλ. από το κατώφλι τους προέρχονταν τα κακά, γρουσούζικο είναι το κατώφλι τους γι' αυτό και η κατάρα: Ανάθεμα το κατωθύρ'ν άτουν.
Για περισσότερη ασφάλεια η πόρτα είχε και σύρτη δηλ. καδρόνι 7X7 πόντους που την ημέρα χώνευε στον ένα τοίχο τη δε νύχτα τραβιόταν και έμπαινε και στον αντικρινό πού είχε και αυτός τρύπα για τον ίδιο λόγο πάνω στην καταπακτή πάντα ήσαν τοποθετημένα τα χερομύλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου