Ο Βάσος Τσαμαδός, με καταγωγή από την Ίμερα, ρίζωσε στο Πανόραμα.
Ο Βάσος Τσαμαδός, με καταγωγή από την Ίμερα του Πόντου, είναι ένας από τους πολλούς πρόσφυγες που ζουν στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλους, που κατάγονται, συνήθως, από το ίδιο χωριό, ή από συνοικίες της Τραπεζούντας. Στο Πανόραμα, δηλαδή, εγκαταστάθηκαν Ιμεραίοι (Ιμερίτ'), Κρωμναίοι (Κρωμέτ’) κ. ά.
Αναπολώντας με συγκίνηση τα παλιά, ο Βάσος Τσαμαδός αναφέρει ότι οι γονείς του, ο Μιχάλης και η Παρθένα, από την Ίμερα, όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, μετανάστευσαν στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν της Σοβιετικής Ένωσης, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Ο δευτεροπαντρεμένος πατέρας του είχε από την πρώτη του γυναίκα δύο κόρες, τη Σοφία και τη Μαρία. Όταν χήρεψε, δυσκολευόταν να μεγαλώσει τα παιδιά του και γιαυτό ξαναπαντρεύτηκε το 1921.
«Με τη μητέρα μου, την Παρθένα, απόκτησαν άλλα δύο παιδιά», λέει ο Βάσος Τσαμαδός. Εγώ γεννήθηκα το 1923 και η αδελφή μου Κλεονίκη το 1925. Στο Μπακού ήταν πολύ καλά εγκαταστημένοι, αλλά η κατάσταση από τα μέτρα που έπαιρναν οι σοβιετικές αρχές, δυσκόλεψε και έτσι η οικογένειά μου αναγκάστηκε να φύγει για την Ελλάδα».
Ανάμεσα στους χιλιάδες Πόντιους που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, αρκετοί κατάγονταν από την Ίμερα. Με δική της δαπάνη, η οικογένεια Τσαμαδού ήρθε το 1930 στη Θεσσαλονίκη. Βρήκαν πολλούς Ιμεραίους στο Πανόραμα, γιαυτό πήγαν και εγκαταστάθηκαν εκεί.
Ο Βάσος Τσαμαδός, ως νεότερος πρόεδρος στο Πανόραμα από το 1952 έως το 1953, είναι φυσικό να κάνει αναφορά στα σημαντικά έργα που έγιναν επί προεδρίας του. Την εποχή εκείνη δεν είχε έσοδα η κοινότητα Πανοράματος. Τα λιγοστά που συγκεντρώνονταν, κάλυπταν τους μισθούς του γραμματέα και του κλητήρα, που έλεγχε το νερό, γιατί ήταν λιγοστό, ιδίως το καλοκαίρι.
Όποιο έργο εκτελούσε η κοινότητα, το κατασκεύαζαν με εθελοντική εργασία οι κάτοικοι. Δηλαδή, όλοι οι ενήλικοι άνδρες εργάζονταν συνολικά μια εβδομάδα κατ' έτος δωρεάν. Οι δουλειές που έκαναν ήταν το καθάρισμα χαντακιών στους γύρω δρόμους, επέκταση του δικτύου ύδρευσης, στρώσιμο με χαλίκι κάποιου δρόμου. Ιδιαίτερη φροντίδα καταβλήθηκε για τη διαμόρφωση της πλατείας του Πανοράματος. Αντί, όμως, για πλατεία, αρκετοί θεώρησαν τον χώρο κατάλληλο για καταστήματα και έτσι άνοιξαν παντοπωλεία, κρεοπωλεία και άλλα καταστήματα. Για να γίνει αυτό, έσκαψαν και ίσιωσαν τον χώρο και έριξαν χαλίκι. Αλλά χρειαζόταν και ειδικό μηχάνημα για να στρώσει το χαλίκι. Υπήρχε ένας οδοστρωτήρας στην Καλαμαριά. Ήταν γκαζοζέν, δηλαδή αργοκίνητος, όπως τα αυτοκίνητα γκαζοζέν (σ. σ. Γκαζοζέν ονόμασαν οι Γάλλοι τα μηχανήματα που κινούνταν με αεριογεννήτρια, αντί για μηχανή εσωτερικής καύσης, που καίει πετρέλαιο ή βενζίνη. Αργότερα, «γκαζοζέν» έλεγαν τα αργοκίνητα αυτοκίνητα).
«Εμείς εδώ στο Πανόραμα», λέει ο Βάσος Τσαμαδός, «είχαμε σαν αδέλφια τους Πόντιους της Καλαμαριάς. Είπαμε να δανειστούμε για μερικές μέρες τον οδοστρωτήρα, για να «πατήσουμε» το χαλίκι. Μας το παραχώρησαν, αφού συμφωνήσαμε να πληρώσουμε εμείς τον οδηγό και τα καύσιμα. Για να έρθει ο οδοστρωτήρας από την Καλαμαριά στο Πανόραμα έκανε ένα εικοσιτετράωρο!»
Άλλο σημαντικό έργο που έγινε τότε (1951 — 1953) ήταν ο ηλεκτροφωτισμός του Πανοράματος. Για να το επιτύχουν, πήγαν στον Λεωνίδα Ιασονίδη, που ήταν γενικός γραμματέας Βορείου Ελλάδος (το κατοπινό υπουργείο Βορείου Ελλάδος). Ο Ιασονίδης, ενεργώντας κυρίως ως Πόντιος παρά ως πολιτικός, απευθύνθηκε στην ειδική υπηρεσία, την Κ. Ε. Τ. Υ. (σ. σ. δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε τι σημαίνουν αυτά τα αρχικά, είναι, πάντως, η κατοπινή ΔΕΗ) και ζήτησε να δοθεί ηλεκτρικό ρεύμα στο Πανόραμα (ήταν τέλη του 1951 και αρχές 1952). Έτσι, το Πανόραμα φωτίστηκε! Αυτό συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη του Πανοράματος.
Ο Βάσος Τσαμαδός λέει, επίσης: «Οι παραθεριστές που έρχονταν τα καλοκαίρια και που ήταν, συνήθως, καταστηματάρχες της Θεσσαλονίκης, εκτός από το χρήμα που άφηναν, έδιναν — πολλές φορές — δουλειά και στους νέους του Πανοράματος. Έρχονταν στο βουνό, στο Πανόραμα, γιατί τα παραθαλάσσια μέρη είχαν πολλά στάσιμα νερά, καλαμιές και, βέβαια, κουνούπια».
Με τη μεσολάβηση του Λεωνίδα Ιασονίδη, έγινε και ο δρόμος Θεσσαλονίκης - Πανοράματος, που ασφαλτοστρώθηκε σταδιακά. Ο Σταύρος Παρασκευόπουλος, που είχε δικό του λεωφορείο και ήταν υπεύθυνος του ΚΤΕΛ, πέτυχε να ταξιδεύουν οι μαθητές με μισό εισιτήριο. Έτσι ανακουφίζονταν οικονομικά οι οικογένειες με πολλά παιδιά, που ήταν υποχρεωμένα να κατεβαίνουν στη Θεσσαλονίκη, πολλές φορές, με τα πόδια.
Στο Πανόραμα πλειοψήφισαν οι Πόντιοι μετά το 1922 - 1923. Το 1918 ήρθαν από το Μπορτζόμ και το Τσιχσβάρι της Γεωργίας. Τότε, ή για ομοιογένεια ή για ασφάλεια των προσφύγων, πήγαιναν αυτοί και κατοικούσαν μαζικά σε πόλεις ή χωριά. Πριν από τους Πόντιους — γύρω στο 1914 — ήρθαν οι Θρακιώτες και άλλοι Μικρασιάτες. Αρκετοί, όταν είδαν την κατάσταση που επικρατούσε, έφυγαν για την Πυλαία (Καπτσίδα), Ελευθέριο (Χαρμάγκιοϊ) και την Αγία Παρασκευή Χαλκιδικής.
Oι Πανοραμίτες εργάστηκαν ως γεωργοί - έκαναν ακόμη και καπνά - κτηνοτρόφοι, εργάτες στην κατασκευή του αεροδρομίου, στη Γεωργική Σχολή, στο κολέγιο «Ανατόλια». Ήταν καλοί τεχνίτες, μαραγκοί και μικροεπαγγελματίες.
Ο Μιχάλης Ιωαννίδης είχε παντοπωλείο — καφενείο, ο Θανάσης Σαουρίδης φούρνο και μπακάλικο. Μπακάλικα είχαν και ο Χρήστος Κομματίδης και ο Περικλής Σαουρίδης. Καφενείο ο Σπύρος Πουλιτσίδης. Εξοχικό κέντρο ο Λάζαρος Παναγιωτίδης. Φούρνο ο Αβραάμ Ιορδανίδης. Ο Ισαάκ Μιχαηλίδης και ο Ιορδάνης Μιχαηλίδης, είχαν, κατόπιν εστιατόρια — εξοχικά κέντρα. Ονομαστά ήταν τα τρίγωνα (γλυκίσματα) των αδελφών Ελενίδη. Ζαχαροπλαστείο οι Αδελφοί Τσομπανίδη. Ξενοδοχεία το «Πανόραμα», με το εστιατόριο «Αστέρια», η «Νεφέλη», τα «Πεύκα». Το 1970 εγκατέλειψαν οι κάτοικοι τη γεωργία και κτηνοτροφία και έκαναν διάφορα επαγγέλματα.
Έγιναν αστοί. Αλλά υστερούσαν στην υγειονομική περίθαλψη, που παρεχόταν εκεί με σχεδόν πρωτόγονα μέσα, χρησιμοποιούσαν σύριγγες πολλαπλών χρήσεων. Τις αποστείρωναν σε βραστό νερό, αλλά αρκετές φορές έβραζαν τη σύριγγα σε ένα κουτάλι νερό! Ο νοσοκόμος είχε πάντα καραμέλες που έδινε στα παιδιά που «τσιμπούσε», αλλά και στα άλλα.
Πρακτική μαία ήταν η Μαρούλα, από της οποίας τα χέρια ήρθαν στον κόσμο όλα τα μωρά του Πανοράματος! Υπήρχε, όμως, και ορθοπεδικός! Ήταν η Νάζη, που έκανε καλά τα στραμπουλήγματα και τα κατάγματα, χωρίς να προκαλεί κουσούρια, έβαζε στη θέση τους τα βγαλμένα χέρια και ότι άλλο αφορούσε τις «επιστημονικές» της ικανότητες!
Η σχετική φτώχεια των πρώτων χρόνων, τους έκανε να διασκεδάζουν με χορούς στην πλατεία, με τα παρακάθια — βεγγέρες - χαρτοπαίγνιο, το πλέξιμο φανελών, ορταριών (καλτσών). Φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου και η καλή νοικοκυρά φαινόταν από την καθαρότητα του λαμπόγυαλου! Τα παιδιά έπαιζαν μακρύτερα, για να μην ακούν τα «κοινωνικά σχόλια» και τα πονηρά που έλεγαν οι μεγάλοι. Σεμνή υποκρισία!
Γινόταν μεγάλο πανηγύρια τον Δεκαπενταύγουστο, που κρατούσε τρεις μέρες. Έρχονταν πολλοί από τη γύρω περιοχή με κάρα, με γαϊδουράκια και πεζοί. Κάθε πρωτομαγιά γλεντούσαν στα Πλατανάκια, όπου υπήρχε δροσιά και έτρεχαν τα κατακάθαρα, τότε, νερά του Χορτιάτη. Οι κάτοικοι, προερχόμενοι από τη Ρωσία, είχαν τουριστική συνείδηση, γι αυτό και έκαναν το Πανόραμα πρώτο τουριστικό θέρετρο.
Στο τέλος, ο Βάσος Τσαμαδός είπε στον Νίκο Τελίδη: «Σ' ευχαριστώ που ήρθες. Ίσως αυτά χρησιμέψουν για την ιστορία του τόπου μας».
Νικος Τελιδης
Συγγραφέας-Συλλέκτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου