Αρσακλί (Πανοραμα) Οι μνήμες διασώθηκαν- οι γειτονιές , όμως, οχι.

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Σίγουρα, δεν ξέραμε ότι αυτά που βιώναμε τότε, σήμερα -θα είχαν την «τιμή» να αποτελούν μνήμες - ντοκουμέντα
Ίσως υπάρχουν γειτονιές και σήμερα στο Πανόραμα, όμως δεν έχουν καμιά σχέση με τις γειτονιές των περασμένων χρόνων. Αυτό το «τότε» προσδιορίζεται στη δεκαετία του 1950 με 1960. «Τότε» που το κουτσομπολιό στη γειτονιά δεν ήταν «κοινωνικό σχόλιο». Αποτελούσε την προφορική ενημέρωση, τη δικαίωση ή την καταδίκη των σχολιαζομένων από τις μικρές συνελεύσεις ανάμεσα σε γυναίκες, που κρατούσαν και κάποιο εργόχειρο. Τα κεντήματα, ιδίως, έδιναν και έπαιρναν.
Τα καφενεία ήταν η έδρα των ανδρών. Εκεί, ανάμεσα στην κοντσίνα και το τάβλι, τα σχόλια και οι πληροφορίες πνίγονταν μέσα στον καπνό των τσιγάρων. Έπιναν λίγο ούζο, με τους λίγους μεζέδες και αυτά ήταν αρκετά για να ακούσουν την κεμεντζέ, που κάποιος της παρέας έπαιζε. Η ομερτά (σιωπηρή συμφωνία για αποφυγή προκλήσεων) ήταν δεδομένη. Όμως, γίνονταν πολλές εκδόσεις και παραλλαγές της πληροφορίας, ώστε να μην ξέρουν την αρνητική είδηση, την πραγματική.
Στη γειτονιά που έζησα για δυόμισι χρόνια, έγινα αποδεκτή - σαν «καινούργια» και από άλλα μέρη. Οι γειτόνισσες, που τότε ήταν μεσήλικες, δεν ζουν πια. Να θυμηθώ τη Μαρίκα Ιωαννίδου, την  "Τσαμπαζίνα". Έφυγε πλήρης ημερών, έχοντας γύρω της μια επιτυχημένη και καρπερή οικογένεια του Στέλιου, του Χάρη, της Ευτυχίας.
Νίκος Τελίδης
Ο Γιώργος, ο άντρας της, αυτοκινητιστής. Ήταν αυτός που με το λεωφορείο του έφερε από το Πανόραμα στο Χαϊδάρι, στην Αθήνα, τους καλεσμένους στον γάμο μου με τον Νίκο Τελίδη. Οι περισσότεροι έρχονταν στην Αθήνα για πρώτη φορά. Τι γάμος! Από το πρωί της δεύτερης ημέρας του Πάσχα, εγώ που το ίδιο απόγευμα θα γινόμουν νύφη, ανέλαβα να κάνω την ξενάγησή τους στην Αθήνα! Γυρίσαμε όλοι κατάκοποι. Εγώ κρατώντας τα παπούτσια στο χέρι. Επιπλέον, έπρεπε να ζεστάνω και νερό, για να ξυριστούν οι άντρες! Τέτοια χαριτωμένα πράγματα!
Στα γρήγορα ετοιμάστηκα, δηλαδή φόρεσα το νυφικό και τα άλλα αξεσουάρ της νύφης και έτοιμη να πάμε στο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία για το μυστήριο.Όσοι είχαν προηγηθεί με το λεωφορείο θα θυμούνται ότι ο γαμπρός - ο Νίκος - έπαιζε ποδόσφαιρο στην αυλή της εκκλησίας, περιμένοντας τη νύφη. Προφανώς έκανε προπόνηση για το ματς της ζωής...
Ίσως, αυτή η σχέση νύφης - ξεναγού και καλεσμένων υπήρξε η καλή αρχή για τη μελλοντική ζωή μου.
Όταν ήρθα στη Θεσσαλονίκη, έμεινα εκεί μέχρι να τελειώσω το υπόλοιπο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Στη  συνέχεια μετακομίσαμε στο Πανόραμα, όπου μείναμε μόνον δυόμισι χρόνια, πόσα πολλά, όμως, και καθοριστικά γεγονότα χώρεσαν στο διάστημα αυτό!
Στη γειτονιά που έζησα, όταν έβαζαν μπουγάδα, άναβαν τη φωτιά κάπου στην αυλή - τότε είχε παντού αυλές -, έστηναν τη σκάφη σε ένα σκιερό μέρος και στοίβαζαν τα ρούχα. Η δουλειά αυτή ακολουθούσε ένα τελετουργικό. Στο «κεφάλι» της έβαζαν τα άσπρα και τα σκέπαζαν με ένα μεγάλο ρούχο. Στο χαμηλό μέρος της σκάφης, που ήταν άδεια, μούλιαζαν τα σκούρα. Έριχναν νερό στη στοίβα, που συνήθως είχε μέσα σόδα της πλύσης ή σταχτόνερο (αλισίβα). Μέχρι να τελειώσουν, τα σκούρα τα νερά έτρεχαν και ανανεώνονταν. Έτσι γινόταν η «πρόπλυση» των άσπρων.
Η κυρίως πλύση ήταν η αποθέωση της καθαριότητας, που την επιδείκνυαν στο άπλωμα. Ήταν τέχνη να απλώνεις τα ρούχα. Αισθητική. Συνήθως έδεναν ανάμεσα σε δυο δέντρα ή πασσάλους ένα γερά σύρμα. Για να μην ακουμπούν τα ρούχα στη γη, ύψωναν το σύρμα με τα κρεμασμένα ρούχα με κάποιο διχαλωτό κοντάρι.
Η διαδικασία της μπουγάδας ήταν ένα κοινωνικό δρώμενο. Όταν άναβε καζάνι στη γειτονιά, συνήθως μαζεύονταν οι γειτόνισσες, έστηναν τη σκάφη τους και έπλεναν τα δικά τους ρούχα. Θα έλεγε κανείς χιουμοριστικά ότι ... έβγαζαν τα άπλυτά τους στη φόρα! Η σύναξη έμοιαζε με διαγωνισμό επιδεξιότητας, αλλά και καθαριότητας.
Μια τέτοια εικόνα έβλεπα πολύ συχνά στην αυλή της Μαρίκας της Τσαμπαζίνας. Φαίνεται ότι θαύμαζα αυτήν τη γειτόνισσα. Η Μαρίκα άπλωνε ασπρόρουχα, κεντημένα στη Μέριμνα Ποντίων Κυριών. Τα ρούχα αυτά, βέβαια, τύχαιναν ειδικής μεταχείρισης!
Κατά τα χρόνια που τα καλοκαίρια έρχονταν παραθεριστές στο Πανόραμα, πολλές φορές οι σπιτονοικοκυρές έκαναν και τη μπουγάδα τους. Με αμοιβή. Τι να άκουγε, άραγε, εκείνη η μεγάλη λεύκα που σκίαζε τη βρύση; Έχω την υποψία άτι οι λεύκες είναι κουτσομπόλες! Το σούρουπο, όταν η γειτονιά ησύχαζε, άρχιζαν να λένε μεταξύ τους όσα είχαν ακούσει όλη μέρα. Τι φλυαρία! Η γλώσσα τους σταματημό δεν είχε! Το αεράκι έπαιρνε τον ήχο τους και τον έτρεχε...
Απέναντι, η Ανάστα, η γυναίκα του Θανάση του Ρουσέτε, είχε τέσσερις κόρες, την Πηνίκα, την Παρέσα, τη Σοφία και την Ευθυμία. Όλες άξιες νοικοκυρές, χρυσοχέρες και εργατικές, αλλά σχολαστικά αυστηρές στην κρίση τους για τις γειτόνισσες και τις πράξεις τους. Οι τρεις μικρότερες έκαναν δικές τους οικογένειες. Η πρώτη, η Πηνίκα, δεν παντρεύτηκε, αλλά αγαπούσε τα παιδιά όλου του κόσμου. Όλη τη ζωή της την αφιέρωσε στα παιδιά και στις δραστηριότητες της Ένωσης Ποντίων Πανοράματος.
Δίπλα τους έμενε η οικογένεια Κομματίδη. Τον πατέρα τους δεν τον γνώρισα. Η μητέρα, η Λισάφ (Ελισάβετ), είχε τρεις κόρες και έναν γιο, τον Χρόνη. Ο Χρόνης παντρεύτηκε. Η Φανή και η Μαίρη αφιέρωσαν τη ζωή τους στη μικρότερη αδελφή τους, τη Ζωζώ, που είχε ανάγκη της φροντίδας τους και της προστασίας τους. Η Μαίρη θεώρησε πως τελείωσε τις υποχρεώσεις της, τα παράτησε και πήγε να ξεκουραστεί, ίσως και να λυτρωθεί. Η Φανή βρήκε άλλον τρόπο να λυτρωθεί  τα είχε ξεχάσει όλα. Η Λισάφ άφησε τη Λιζέτα, κόρη του Χρόνη, να θυμίζει το πέρασμά της από τη ζωή.
Της γειτονιάς συνέχεια ... Η οικογένεια του Λάζαρου και της Γεωργίας Λαζαρίδη είχε παιδιά της την Πουπούλα, τη Μαρίκα, τον Σάββα και τη Μέλη. Ο Σάββας ήταν ο καλύτερος υποδηματοποιός - επισκευαστής που μπορούσες να συναντήσεις. Δεν ήταν απλά καλός τσαγκάρης, ήταν καλλιτέχνης. Αλλά και νευρικός. Όλα τα παιδιά έκαναν καλές οικογένειες.
Δίπλα τους, η οικογένεια του Νικόλα και της Σοφίας Λεοντίδη. Δεν ξέρω γιατί τους έλεγαν ο Κολτσής και η Κολτσάβα. Τα παιδιά τους ήταν ο Χρήστος, η Νίτσα (Ελένη), ο Γιώργος και ο Μπούλης (Πολύκαρπος). Οι οικογένειες όλες συνεχίζουν να ζουν στο Πανόραμα, εκτός από τον Γιώργο, που προτίμησε να μας «βλέπει» από ψηλά...
Η περιγραφή της γειτονιάς, με όσες μνήμες επιμένουν να υπάρχουν, συνεχίζεται με την οικογένεια του Βασίλη και της Ωραιοζήλης  Τελίδη.Ήταν η πιο καρπερή  οχτώ παιδιά, από τα οποία το πρώτο κοριτσάκι έφυγε μόλις γεννήθηκε. Μετά ήρθαν ο Γιώργος, ο Νίκος, η Ανατολή, ο Θεοδωράκης, ο Δημήτρης, ο Πρόδρομος και ο Γιάννης. Το κοριτσάκι πήρε για παρέα του τον Θοδωράκη στα δύο του χρόνια. Τα παιδιά όλα μεγάλωσαν στην περίοδο της γερμανικής κατοχής (1941-1944).
Στο Αρσακλί (Πανόραμα) εγκαταστάθηκαν οι επιτελικές αρχές των Γερμανών, αφού πρώτα είχαν επιτάξει όλα τα κτίρια που τους χρειάζονταν. Το σχολείο τους χρησίμεψε για να εγκαταστήσουν την ηλεκτρογεννήτρια για τις ανάγκες μόνον τις δικές τους, φυσικά. Επίσης, είχαν εκεί και τις αποθήκες τους. Περιέφραξαν όλη εκείνη την περιοχή που είχαν επιτάξει με συρματοπλέγματα. Τους ενοίκους των σπιτιών που τους άρπαξαν τα σπίτια, τους έστειλαν να ζήσουν κοντά σε συγγενείς τους ή κάπου αλλού.Ήταν περίπου είκοσι οικογένειες.
1952: Μεταφορά νερού με κάρα για το πότισμα των χωραφιών
Στο δυτικό μέρος του χωριού, όπου σήμερα βρίσκονται το ξενοδοχείο «Νεφέλη» και οι βίλες, είχαν τοποθετήσει συρματοπλέγματα ναρκοθετημένα στην πλαγιά. Τα θύματα από τις νάρκες ήταν συνήθως ζώα. Στη διαδρομή των καλωδίων, που μετέφεραν το ρεύμα από τη γεννήτρια του σχολείου, περνούσαν και μέσα από τα συρματοπλέγματα, όπου τα ζώα πολλές φορές τρυπιόντουσταν από το συρματόπλεγμα, αλλά το ρεύμα είχε χαμηλή τάση και δεν γίνονταν ατυχήματα.
Έφυγαν οι κατακτητές, ακολούθησε ο εμφύλιος. Η ανέχεια συνεχίστηκε. Όταν και αυτός ο εφιάλτης πέρασε, το χωριό άρχισε να αναπτύσσεται. Όσα από τα αγόρια μπορούσαν να προσφέρουν στην οικογένεια με τη δουλειά τους, το έκαναν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Από την οικογένεια Τελίδη, τα δύο πρώτα αγόρια, ο Γιώργος και ο Νίκος πήγαιναν πριν να φέξει στο βουνό του Χορτιάτη, έκοβαν ή ξερίζωναν πουρνάρια, τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια και κατηφόριζαν αξημέρωτα για τους φούρνους, στην περιοχή Χαριλάου, στην Καμάρα, στην Τούμπα, Καλαμαριά, Αγία Τριάδα (Πατέ). Εκεί, στους φούρνους, πουλούσαν τα φορτία τους και, εκτός από χρήματα, έπαιρναν και ένα καρβέλι ψωμί. Πόση αυτοσυγκράτηση και υπευθυνότητα είχαν τα παιδιά! Το καρβέλι έφτανε ολόκληρο στην οικογένεια. Από τις κατοπινές διηγήσεις όλων των παιδιών που έκαναν αυτή τη δουλειά, θαυμάζει κανείς το αίσθημα ευθύνης για την επιβίωση της οικογένειας.
Όταν πια η ζωή μπήκε σε ρυθμούς τέτοιους, που οι κάτοικοι μπορούσαν να εξυπηρετήσουν όσους έρχονταν για παραθερισμό, τα οικονομικά τους πήραν ανοδική πορεία. Οι Πανοραμίτες, που είχαν πάντα καλές σχέσεις με τους παραθεριστές, έστειλαν τα αγόρια τους υπαλλήλους στους καταστηματάρχες παραθεριστές. Αυτός είναι, προφανώς, ο βασικότερος λόγος που τα παιδιά ασχολήθηκαν με το εμπόριο, λιγότεροι έγιναν τεχνίτες και πιο λίγοι επιστήμονες.
Η μητέρα της οικογένειας Βασίλη Τελίδη έπρεπε να φροντίσει να υπάρχει φαγητό, για να φάνε όλοι, αλλά και να δώσει για την επομένη σε αυτούς που πήγαιναν στη δουλειά. Το δημοφιλέστερο μεσημεριανό ήταν μπόλικο ρετσέλι από σύκα και χορταστική μερίδα βούτυρου, μαγειρικής, φυσικά.
Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης

Στην αυλή υπήρχαν συκιές, μεγάλες και καρπερές. Από αυτές μάζευαν τα σύκα. Επάνω σε δυο αρκετά μεγάλες πέτρες έστηναν το χαλκό, δηλαδή ένα χάλκινο καζάνι, γεμάτο ώριμα μυρωδάτα σύκα και ζάχαρη. Η φωτιά ξεπηδούσε φουριόζα από τα πουρναρόκλαδα. Τα σύκα έλιωναν στο γλυκό αγκάλιασμα της ζάχαρης. Δεν άντεχαν και παφ πουφ ξεφυσούσαν. Η νοικοκυρά έπρεπε να συντηρεί τη φωτιά, αλλά και να ανακατεύει το γλυκό, για να μην καεί στον πάτο του καζανιού. Το χέρι που ανακάτευε ήταν τυλιγμένο με πανιά, για να μην καίγεται από τη φωτιά και το σιρόπι που πιτσιλούσε. Εκεί, κάτω από τα δέντρα, το καλοκαίρι στηνόταν η μπουγάδα των παραθεριστών, που τη διεκπεραίωνε η σπιτονοικοκυρά.
Οι λιγοστές κότες που υπήρχαν δεν κακάριζαν και πολύ συχνά. Όταν, όμως, η νοικοκυρά έβρισκε αυγό, το χάριζε ευχαρίστως να το φάνε τα παιδιά της οικογένειας που παραθέριζε εκεί. Για να φάνε αυγά τα έξι παιδιά της οικογένειας, έπρεπε οι κότες να γεννούν περισσότερο από μια φορά την ημέρα!
Σε άλλα τα σπίτια υπήρχε τουλάχιστον μια αγελάδα, όσοι-είχαν αγελάδες, τις πήγαιναν στο βοσκό, που τον πλήρωναν να τις πάει στη λασίδα (βόλτα, βοσκή). Το σούρουπο, με την επιστροφή τους, οι νοικοκυρές ανακάτευαν πίτουρο με νερό σε μια λεκάνη και το έδιναν στην αγελάδα. Έτσι έμενε ήσυχη για να την αρμέξουν. Πόσο γάλα έδινε; Όσο αναλογούσε στην τροφή που απολάμβανε. Ανταποδοτικά πράγματα! Την κακόμοιρη, την έδεναν στον κορμό κάποιου δέντρου για να περάσει τη νύχτα της, αφού από την αρχή της περιόδου των παραθεριστών της έκαναν έξωση τα αφεντικά, γιατί το μαντρί μετατρεπόταν σε παραθεριστική κατοικία των ντόπιων!
Χαιρόσουν να βλέπεις το νοικοκύρεμα, την καθαριότητα, την καλαισθησία! Η μυρωδιά του ασβέστη κυριαρχούσε και σκέπαζε τις οσμές του χειμερινού ένοικου.
Τώρα, η Τσαμπαζίνα, που δεν είχε ζώα και μαντρί, κάπου έπρεπε να βολευτεί. Είχε, όμως, ένα λεωφορείο σε απόσυρση, που ήταν σταθμευμένο κάπου στον κήπο.
Αυτό εξυπηρετούσε τις ανάγκες του ύπνου της οικογένειας!
Η οικογένεια του Βασίλη και της Ωραιοζήλης Τελίδη ήρθε στη γειτονιά αυτή από τον μαχαλά των Χαραπάδων, στα νοτιοανατολικά του χωριού. Όταν άρχισαν να σκάβουν για να ρίξουν θεμέλια, έκαναν και ανακομιδή των λειψάνων των θαμένων στο σημείο εκείνο, γιατί εκεί βρίσκονταν τα πρώτα νεκροταφεία των εγκατασταθέντων στο Πανόραμα προσφύγων.
Εκεί όπου σήμερα είναι η πλατεία, μπροστά στο δημαρχείο, παλιά ήταν κοιμητήρια των Τούρκων προγενέστερων κατοίκων. Μετά από δύο άκτιστα οικόπεδα, ήταν το σπίτι του Φίλιππου (ο Φιλίας) και της μητέρας του, της Πηνής. Όταν η Πηνή αναχώρησε από τον μάταιο κόσμο μας, ο Φιλίας έμεινε μόνος, γιατί δεν έκανε οικογένεια. Σε προχωρημένα γηρατειά, τον γηροκόμησε η οικογένεια του Γιώργου (του Ψηλού) και της Σοφίτσας Παπαδοπούλου.
Το σπίτι του Γιώργου και της Κατίνας Πηλείδη ήταν αμέσως μετά. Ήταν ένα μοναχικό ζευγάρι.
Αμέσως μετά έμενε η οικογένεια της Ανάστας Τσαχουρίδου, με τον ανύπαντρο γιο της, τον Θόδωρο (τον Τότο). Ο τυχερός ήταν βαρύκοος. Ο Τότος έμεινε μόνος όταν η «θεία Ανάστα» βαρέθηκε να ζει - τόσο πολλά χρόνια - και είπε να αφήσει τα εγκόσμια. Μάνα και γιος αγαπούσαν πολύ την οικογένεια Τελίδη. Στο τέλος συγγένεψαν με τον γάμο του Γιώργου Τελίδη και της ανεψιάς τους, της Φούλας.
Μέλος της γειτονιάς ήταν και η οικογένεια του παπα Παρασκευά Παπουλίδη και της Ελένης, της παπαδιάς. Παιδιά δεν έκαναν, γιαυτό υιοθέτησαν την κόρη του αδερφού του, τη Φίκα. Μαζί τους ζούσε και η αδερφή, η Ζωγραφία, γνωστή ως Ντίνα. Η Φίκα παντρεύτηκε στην Αθήνα, η Ντίνα στη Βέροια. Η παπαδιά, στενή οικογενειακή φίλη με την οικογένεια Β. Τελίδη
Νίκος & Αφροδίτη Τελίδη

Δυτικότερα, στο τέλος της οδού Παπαναστασίου, έμενε ο Χαρίκος με τη γυναίκα του Μέλη (Μελπομένη) Ζουρελίδη. Παιδιά τους η Αμαλία (Λίτσα), ο Δημήτρης και ο Τρύφων. Ο Τρύφων πήγε για σπουδές στη Γερμανία, παντρεύτηκε και έμεινε εκεί. Ο Δημήτρης, ο μεσαίος, άφησε να τα βγάλει πέρα η γυναίκα του με τα παιδιά τους και εγκατέλειψε τον μάταιο κόσμο. Η Λίτσα είναι ομογάλακτη αδελφή του Νίκου Τελίδη. Ο Χαρίκος πήγε να ράψει ένα παντελόνι στον Πρόδρομο Τελίδη, που είχε ραφτάδικο στη Θεσσαλονίκη. Τότε δεν αγόραζαν εύκολα έτοιμα παντελόνια. Όταν ο Πρόδρομος του έπαιρνε τα μέτρα, κυρίως στον καβάλο, τον ρώτησε: «Θείο Χαρίκο, πού έχεις την οικογένεια;». Ο θείος Χαρίκος, με φανερή αμηχανία, απαντά: «Καλά, δεν ξέρεις! Στην ίδια γειτονιά μένουμε!»
Ήταν η εποχή που έπρεπε να αγοράζω γάλα. Κάθε απόγευμα, αφού είχε προηγηθεί η διαδικασία του πίτουρου - αγελάδας, η θεία Μέλη με περίμενε να πάω. Μου άρεσε να την ακούω να διηγείται γαλήνια ιστορίες από την καταιγίδα της ζωής των προσφύγων. Μου έλεγε πως ζούσαν στους θαλάμους, στην Καλαμαριά. Με τσουβάλια ή χράμια ή κουρελούδες χώριζαν τον θάλαμο, όπου κατείχαν από μια γωνιά. Εκεί ζούσαν και πλήθαιναν. Τη ρώτησα: «Καλά, τόσοι άνθρωποι σε έναν χώρο, πως κάνατε τόσα παιδιά;». Η θεία Μέλη χαμογέλασε και αμήχανα απάντησε: «Φαίνεται, εδέβαζαν ατο ση κωφού!». Σοβαρές ναι, στεγνές, όμως, όχι.
Η Ωραιοζήλη είχε ανεπτυγμένο χιούμορ. Πολύ απλά και χαριτωμένα, έλεγε διάφορες ιστορίες από τη ζωή στους θαλάμους. Ο άνδρας της, ο Βασίλης, μαζί με άλλους γείτονες του θαλάμου, το έσκασαν από την καραντίνα στο Καραμπουρνάκι. Με τα πόδια έφτασαν στην πλατεία Βαρδαρίου. Ήταν νέοι και άντεχαν στην κούραση. Όταν γύρισαν πίσω, ο Βασίλης, με ταλέντο στη διήγηση, περιέγραψε την εμπειρία του. Είχε αγοράσει μακαρόνια. Τα κρατούσε «αφκά σο κολτούκ’», στη μασχάλη του. Όσο ακόμη κοίταζαν γύρω τους πως ήταν ο κόσμος, συνέβη το εξής που έκανε εντύπωση στον Βασίλη, που είπε: «Αδά, οι γυναίκ’ ντο ανέντροποι είναι! Εκάθουσαν αβράκωτοι σο παλκόν’ κι εφώναζαν: Ψιτ, κύριος, έλα!». Το συμπέρασμά του ήταν ότι ήθελαν να του πάρουν τα μακαρόνια! Ήταν σαφές, εκεί που μεγάλωσε στον Πόντο, δεν είχε δει ποτέ «σπίτια» με κόκκινα φανάρια.
Εμείς, για λόγους οικογενειακούς - επαγγελματικούς, μετακομίσαμε στην πόλη. Έτσι αφήσαμε τη γειτονιά στο Πανόραμα. Δεν είμαι σίγουρη αν η νοσταλγία για τους χρόνους εκείνους οφείλεται στις σχέσεις των ανθρώπων ή στα χρόνια της αθωότητας. Θυμάμαι τις γυναίκες της γειτονιάς, που με «βάρδια» δεν μιλιόντουσταν μεταξύ τους. Σε κάποια περίοδο νηστείας του Πάσχα, οι συνυφάδες Κίτσα και Ωραιοζήλη συχνά πυκνοί δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις. Έκπληκτη, λοιπόν, είδα την Κίτσα να ανεβαίνει τις σκάλες του σπιτιού της Ωραιοζήλης. Έτσι μικροκαμωμένη που ήταν έμοιαζε με ένα μικρό φοβισμένο κοριτσάκι. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε, γιατί τότε κουδούνια δεν υπήρχαν. Στάθηκε και μετά πλησίασε τη συνυφάδα της. Άπλωσαν και οι δυο τα χέρια ανοιχτά και αγκαλιάστηκαν. «Σχώρα με και ο Θεόν ας σχωρά σε».Ένιωθαν και οι δυο πολύ άνετες.
Όσο περνούν τα χρόνια από πάνω μου τόσο οι μνήμες με κατακλύζουν και παίρνουν αξία. Σημαίνει αυτά κάτι; Όταν, σπάνια, τυχαίνει να περάσω από την περιοχή όπου ήταν η γειτονιά, δεν αναγνωρίζω τίποτε. Δεν υπάρχει η γειτονιά και οι συντελεστές της.
Και για να πας στη συνυφάδα σου, για να της πεις: «Σχώρα με ...», θα πρέπει πρώτα να τηλεφωνήσεις...




Αφροδίτη Παπαδοπούλου -Τελίδου



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah