Γεννημένος στην
Κρώμνη το 1911, ο Θανάσης Μεχίδης υπήρξε ένας τυπικός Πόντιος, που δεν ξέχασε
ποτέ τον Πόντο και τις λεπτομέρειες της ζωής του, από μικρό παιδί, που έζησε
μερικά από τα πρώτα χρόνια της ζωής του στα Εξώτειχα της Τραπεζούντας και που
ήρθε στην Ελλάδα, για να ριζώσει στο Πανόραμα.
Παιδί ακόμη, έφυγε με την οικογένεια του στην
Κωνσταντινούπολη, όπου έμειναν για έναν χρόνο στον Άγιο Στέφανο. Στην περιοχή ο
κόσμος ήταν πολύς και οι ασθένειες επίσης πολλές, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι
στερούνταν ακόμη και το φαγητό.
Ακολούθησε η φυγή, με καράβι, για τη Θεσσαλονίκη. Εκεί τους
άφησαν για μερικές ημέρες στο λιμάνι, χωρίς καμιά φροντίδα. Δεν είχε έρθει
ακόμη στην Ελλάδα ο μεγάλος όγκος των προσφύγων, γιαυτό δεν πέρασαν από το κολαστήριο
(απολυμαντήριο, το έλεγαν) της Καλαμαριάς, αλλά τους οδήγησαν με κάρο στο Πανόραμα.
Ο
Θανάσης Μεχίδης περιέγραψε ως εξής τις πρώτες εικόνες που είδαν τα παιδικά του
μάτια στο τότε Αρσακλί:
«Εδώ που ήρθαμε δεν υπήρχε τίποτε. Τα σπίτια λίγα, παράγκες,
νερό δεν βρίσκαμε, πουθενά δεν έβλεπες δέντρα και τα λίγα χωράφια ήταν σε
άγονες πλαγιές (μπαΐρια), που δεν απέδιδαν. Οι αποστάσεις μεταξύ των σπιτιών
των πρώτων πενήντα οικογενειών Ποντίων, που εγκαταστάθηκαν, ήταν μεγάλες.
Ανάμεσά τους ήταν και ένδεκα οικογένειες Μικρασιατών.
Δεν είχαμε άλλη βοήθεια, εκτός από τα χρήματα της Πρόνοιας,
που μας έδωσαν για να αγοράσουμε ξύλα και λαμαρίνες να σκεπάσουμε τα σπίτια που
φτιάξαμε. Ο πατέρας μου είχε συγγενείς στο Πεδινό Κιλκίς. Πήγαμε εκεί για καλύτερη
ζωή. Τα χωράφια εκεί ήταν πιο γόνιμα. Έβγαζαν πολύ στάρι και καπνό. Δεν μπορέσαμε,
όμως, να μείνουμε κι εκεί και επιστρέψαμε το 1924 στο Αρσακλί(Πανόραμα). Για να
έρθουμε από το Πεδινό, κάναμε δυο ημέρες με το κάρο».
Ο πατέρας του αγόρασε στο Αρσακλί οικόπεδο με ένα μικρό
χαμηλό πέτρινο σπίτι, το οποίο κατείχε πριν ο παπάς του χωριού, ο Αναστάσιος
Σακελλαρίου, που δεν τα πήγαινε καλά με τους κατοίκους, γιαυτό έγινε στρατιωτικός
στο Γ' Σώμα Στρατού και έφυγε από το σπίτι που του είχαν παραχωρήσει οι
κάτοικοι. Τον παπά τον είχαν χαρακτηρίσει αντάρτη.
«Εκεί που μπήκαμε σε μια σειρά και πηγαίναμε καλά όλη η
οικογένεια», συνεχίζει ο Θανάσης Μεχίδης, «πεθαίνει το 1926 ο πατέρας μου. Η
οικογένεια μεγάλη και εγώ πήγαινα στο σχολείο τρίτη δημοτικού. Σταμάτησα για
να βοηθήσω το σπίτι. Αρχισα να κουβαλάω ξύλα, πουρνάρια και σουσούρες. Στην
αρχή είχα ένα γαϊδουράκι, μετά δύο και τρία γαϊδούρια. Κάθε μέρα στο βουνό,
μέχρι ψηλά στον Χορτιάτη, όπου, τότε, δεν είχε ραντάρ.
Τα πουρνάρια και τα άλλα ξύλα, τα πουλούσαμε στην Τούμπα,
στην Καλαμαριά, έως και το Σιντριβάνι, στους φούρνους και στα σπίτια. Τότε για
φωτιά χρησιμοποιούσαν μόνον ξύλα στους φούρνους και στα σπίτια. Γύρω στις δέκα
οικογένειες ζούσαν πουλώντας πουρνάρια. Εγώ έκανα αυτή τη δουλειά δεκαπέντε χρόνια. Κατά τη γερμανική κατοχή
(1941-1944) έκοβαν και πουλούσαν ξύλα σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του Πανοράματος.
Κουβαλούσαν ξύλα με γαϊδούρια, με καροτσάκια ή με σούστες (είδος κάρου με δύο
τροχούς και ζεμένο ένα άλογο ή γαϊδούρι). Αυτό συνεχίστηκε από μερικούς μέχρι
και το 1950».
Μετά ήρθαν οι παραθεριστές που βελτίωσαν τα οικονομικά των
κατοίκων και την εικόνα του Πανοράματος. Υπήρχαν,
τότε, πέντε κτηνοτρόφοι. Οι άλλοι κάτοικοι ήταν κυρίως γεωργοί, αλλά και
εργάτες και τεχνίτες.
Η σχετική οικονομική ευμάρεια που ακολούθησε επέτρεψε σε
πολλούς να στείλουν τα παιδιά τους στο γυμνάσιο, στη Θεσσαλονίκη, όπου
πηγαινοέρχονταν, φυσικά, με τα πόδια.
Ο Θανάσης Μεχίδης συνεχίζει τη διήγησή του:
«Στα είκοσι μου χρόνια υπηρέτησα έναν χρόνο στο στρατό και
όταν απολύθηκα, παντρεύτηκα την Ελένη, κόρη του Μήτσου Μητρούση, που είχε τον
μπαξέ. Με τον μπαξέ ασχολήθηκα γύρω στα 35 χρόνια, έχοντας και μαγαζί στο
χωριό, όπου πουλούσα τα λαχανικά. Επειδή, όμως, ήταν η οικογένειά μου αριστερή,
συνέχεια μάς έκαναν παρατηρήσεις και δικαστήρια. Αλλά τα βολεύαμε. Πουλούσαμε
τα λαχανικά που βγάζαμε.
Είμαι 75 χρόνων (το
1986) και κάθε μέρα έρχομαι από τα ξημερώματα στον μπαξέ και φεύγω το βράδυ,
χειμώνα καλοκαίρι. Εδώ, όταν ήρθε ο πεθερός μου το 1914 από τη Μικρά Ασία,
βρήκαν μερικές μουσουλμανικές οικογένειες, που έμεναν στον συνοικισμό
Χαραπάδες. Οι μουσουλμάνοι έφυγαν με την ανταλλαγή το 1923».
Στη συνέχεια, ο συνομιλητής μας βγάζει από μέσα του μερικά
πράγματα, που δεν τα λέει
συνήθως: «Εγώ στην εκκλησία δεν πηγαίνω, αλλά χριστιανός είμαι. Μόνον όταν
παντρεύτηκα πήγα στην παράγκα, που ήταν, τότε, εκκλησία. Ασχολήθηκα με τα
παιδιά και με το ποδόσφαιρο, που το αγαπούσα. Κάναμε μια ερασιτεχνική
ποδοσφαιρική ομάδα και παίζαμε με τα γύρω χωριά. Αργότερα, η ομάδα αναγνωρίστηκε
ως σωματείο. Εγώ είμαι φίλαθλος του Αρη.
Για την
προσφορά μου στο ποδόσφαιρο, η ομάδα του Πανοράματος με τίμησε με μια πλακέτα
το 1976 σε αποκριάτικο χορό».
«Το σημερινό Πανόραμα», λέει, τέλος, ο Θανάσης Μεχίδης,
«δεν μπορείς να το συγκρίνεις με το παλαιό Αρσακλί. Σήμερα είναι σαν την
Κηφησιά, στην Αθήνα. Είναι γεμάτο με μαγαζιά, βίλες, ασφαλτοστρωμένους
δρόμους, ξενοδοχεία και πολύ κόσμο».
Κατά τα τελευταία χρόνια, πριν από τον θάνατό του, ο Θανάσης
Μεχίδης δεν μπορούσε να δουλέψει πλέον στο μπαξέ. Καθόταν, συνήθως, μόνος στο
καφενείο του Πουλιτσίδη και έπινε ήσυχος το ουζάκι του.
Όσοι τον έβλεπαν, θυμούνταν πόσο παλληκάρι υπήρξε στα νιάτα
του αυτός ο άνθρωπος. Δεν ξεχνούσαν ποτέ ότι κάτω από τη μύτη των Γερμανών
μετέφερε όπλα στους αντάρτες, φορτωμένα πάνω στη σούστα του, που την τραβούσε το
γαϊδουράκι στον δρόμο μπροστά από το κολέγιο «Ανατόλια», που το φρουρούσαν πολύ
αυστηρά οι κατακτητές.
Νικος Τελίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου