Η Παρθένα Τελίδου-Ελευθεριάδου απο τα Εξωτειχα.

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

« Εγώ γεννήθηκα στα Εξώτειχα της Τραπεζούντας το 1910, την ημέρα του Αγίου Παντελεήμονος (27 Ιουλίου). Οι γονείς μου ήταν γραμμένοι στην Κιμισχανά (Αργυρούπολη), όπως και όλοι οι Κρωμναίοι. Το χωριό μας, το Ρουσίο, βρισκόταν κοντά στην Κρώμνη.
Από εκεί χρειαζόσουν μια μέρα για να πας στην Κιμισχανά, με τα πόδια πάντα ή με γαϊδούρια ή με άλογα. Έπρεπε να μείνουμε εκεί μια νύχτα, σε ρωμαίικο ή τουρκικό σπίτι, και την άλλη μέρα να φύγουμε για το Ρουσίο. Υπήρχαν αυτοκίνητα, αλλά πολύ λίγα».
Τα παραπάνω ανέφερε η Παρθένα Τελίδου - Ελευθεριάδου, λέγοντας, στη συνέχεια, ότι και η ίδια πήγε μια μέρα στην Κιμισχανά με τη θεία της και έμειναν στο σπίτι Τούρκου μυλωνά, που ήταν γνωστός της οικογένειάς της. Συνολικά, ο Τούρκος μυλωνάς φιλοξένησε εκείνη την ημέρα δέκα άτομα. Κοιμήθηκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο, γύρω γύρω.
Τους προσέφεραν, το βράδυ, σπιτικό χαλβά και ψωμί, που το βουτούσαν και το έτρωγαν, μέσα σε σιρόπι από μούρα (τούτα). Τους φίλεψαν και το πρωί, πριν φύγουν. 
Η μικρή Παρθένα, κατά την επιστροφή, αν και μόνον έξι ετών, φορτώθηκε πέντε οκάδες χοντρό αλάτι για να το μεταφέρει στο Ρουσίο.

Η εγκατάσταση στα Εξώτειχα Τραπεζούντας
Ο πατέρας της, ο Γιώργος Τελίδης, ήταν αρχιμάστορας οικοδόμος (ουστάμπασης) και έπαιρνε εργολαβίες οικοδόμησης σπιτιών. Στα Εξώτειχα αγόρασε μεγάλο διώροφο σπίτι, στην παραλία, με πέντε δωμάτια επάνω και αποθήκη κάτω. Μετά ήταν τα βράχια. Στην αποθήκη έβαζαν τα διάφορα σκεύη, όπως χαλκοπούλια (μικρά χάλκινα καζάνια, βέτρα (κουβάδες, λεκάνες),τα ξύλα και τα κάρβουνα κ. ά.
Το σπίτι τους είχε κήπο στο πίσω μέρος. Το άλλο σπίτι ανήκε σε Τούρκο φούρναρη, που διατηρούσε και καφενείο. Παραδίπλα υπήρχε ένα ακόμη σπίτι. Όταν κατέλαβε την Τραπεζούντα, το 1916, ο ρωσικός στρατός, είπαν ότι θα γκρεμίσουν αυτά τα τρία σπίτια, για να κάνουν παραλιακό δρόμο. Οι Ρώσοι δεν πρόλαβαν να εφαρμόσουν το σχέδιο τους, γιατί τον επόμενο χρόνο έφυγαν. Αυτό έγινε, τελικά, το 1959-1960 με τον δρόμο που έφτιαξε το NATO. Ο δρόμος φτάνει στη Γεωργία.

Βρήκαν τα σπίτια τους, όπως τα άφησαν
Όταν το 1960 επισκέφθηκε τον Πόντο ο αδελφός της, ο Βασίλης Τελίδης, μαζί με άλλους από το Πανόραμα και την Αθήνα, βρήκαν τα σπίτια τους σχεδόν όπως τα είχαν αφήσει. Πήγαν για δέκα μέρες, αλλά οι φίλοι τους οι Τούρκοι, τους κράτησαν επί έναν μήνα. Στο διάστημα εκείνο, γκρέμισαν το σπίτι τους στα Εξώτειχα για να γίνει ο δρόμος.
Ο αδελφός της στενοχωρήθηκε πολύ και δεν μιλιόταν. Του κόστισε πολύ συναισθηματικά. Οι φίλοι τους οι Τούρκοι ρωτούσαν μήπως είχαν κρυμμένα μέσα στο σπίτι πολύτιμα αντικείμενα, και έλεγαν να τον βοηθήσουν. Η στενοχώρια του, όμως, από το γκρέμισμα ήταν πολύ μεγάλη και έκανε γρήγορα να γυρίσει στην Ελλάδα.

Επισκέπτεται η ίδια την Τραπεζούντα
«Το 1990, ταξίδεψα στον Πόντο και πήγα να βρω το σπίτι μας», αναφέρει η Παρθένα Τελίδου-Ελευθεριάδου. «Βρήκα μόνον ένα μέρος από τον μπαξέ. Ολόγυρα είχαν χτιστεί πολυκατοικίες. Ήταν και ο παραλιακός δρόμος. Κάποιες γειτόνισσες μου είπαν ότι ήρθε το 1960 ένας, που βρήκε το σπίτι του και χάρηκε, αλλά έκλαιγε, σχεδόν, όταν, μετά, είδε να το γκρεμίζουν. Τους είπα ποια είμαι και θέλησαν να με κρατήσουν για φιλοξενία. Δεν μπορούσα, όμως.
Εκκλησία είχαμε τον Άγιο Γιάννη, στα Εξώτειχα. Στην αυλή της ήταν το σχολείο. Ήταν εννέα μαχαλάδες, που ο καθένας είχε τη δική του εκκλησία. Στο χωριό μας, το Ρουσίο, είχαμε τον Άγιο Δημήτριο και δίπλα το σχολείο. Η εκκλησία διατηρείται καλά. Οι Τούρκοι τη χρησιμοποιούν για αχυρώνα. Το σχολείο δεν υπάρχει. Παλιά, είχε 35 μαθητές με μια δασκάλα».
Η Τραπεζούντα σήμερα

Κάθε συνοικία και το τραγούδι της
Στην Τραπεζούντα υπήρχαν εννέα μαχαλάδες, που ο καθένας είχε το τραγούδι του, όπως
«Σην Τραπεζούνταν έσανε εννέα μαχαλάδες
και για τ' εμέν' 'κ' εβρέθανε στραβοί προξενητάδες».
 Ένα άλλο έλεγε:
«Επήγα εψαλάφεσα κορτσόπον σα Εξώτειχα
 κι ατοίν εμέν' 'κ' εδέκανε και εύκαιρος εκλώστα.
Απ' εκαικά πα έφυγα κι επήγα σην Κιμέρκαν,
 ατοίν την πόρταν 'κ' ένοιξαν κι εμέν' απέσ' 'κ' εσέγκαν».

Καλύτερες οι συνθήκες ζωής εκεί
Εκτός από την Κιμέρκα, όλες οι άλλες συνοικίες είχαν σχολεία. Από την Κιμέρκα, μόνον τα αγόρια πήγαιναν στο Φροντιστήριο, στον Άγιο Γρηγόριο.
Όλα τα σπίτια εκεί ήταν καλύτερα από αυτά που βρήκαμε στη Θεσσαλονίκη, όπου πολλά ήταν καμένα. Τα σπίτια στην Τραπεζούντα και τα χωριά ήταν διώροφα και τριώροφα, ανάλογα με την κλίση του εδάφους.
Στο Ρουσίο, τα σπίτια ήταν γύρω στα πενήντα. Οι μόνιμοι κάτοικοι ήταν λίγοι, αλλά τα καλοκαίρια έφταναν και τους 250.

«Όταν διαδόθηκε ότι θα φύγουμε ...»
«Όταν διαδόθηκε ότι θα φύγουμε», ανέφερε η Παρθένα Τελιδου - Ελευθεριάδου, «είπαν ότι οι άντρες που ήταν στην εξορία θα έρχονταν να πάρουν τις οικογένειές τους για να φύγουν για την Ελλάδα. Εμείς είχαμε μαζέψει από πριν τα πιο απαραίτητα από τα πράγματά μας και τα κάναμε τένκια (δέματα). Περιμέναμε να έρθει ο αδελφός μας, που ήταν στρατευμένος. Πήρε άδεια και ήλθε να μας δει από την Κιμισχανά (Αργυρούπολη), όπου βρισκόταν.
Τα βράδια γύριζαν οι τζανταρμάδες (χωροφύλακες) και χτυπούσαν τις πόρτες να τους ανοίξουμε. Ένας από αυτούς, όταν είδε το σπίτι μας, που ήταν μεγάλο, ζήτησε να του δώσουμε ένα δωμάτιο να μείνει με την Ινδή γυναίκα του.
Αυτός, που φαινόταν πολύ καλός, μας συμβούλεψε να έχουμε μαζί μας ξηρά τροφή, γιατί δεν ξέραμε πόσο θα κάνουμε στο ταξίδι για την Ελλάδα. Μας είπε να πάρουμε παξιμάδια, κορκότα για σούπα, τσίρα για κομπόστα, τσάι και ζάχαρη.
Μας συμβούλευε, γιατί, όπως έλεγε, εμείς μουατσίρ' (πρόσφυγες) δεν γίναμε και δεν ξέραμε. Η γυναίκα του άρπαξε πολλά από τα πράγματά μας.

Η αναχώρηση από την Τραπεζούντα
Σε δυο μέρες, μας ειδοποίησαν ότι πρέπει να φύγουμε. Όλοι κουβαλούσαν ότι μπορούσαν, για να πάνε στη σκάλα, στην παραλία. Οι χαμάληδες έπαιρναν τα πράγματά τους και εξαφανίζονταν στους στενούς δρόμους.
 Όλοι έκλεβαν με αυτόν τον τρόπο. Ο πατέρας μου είχε έναν γνωστό αγωγιάτη, τον Αρτιέ. Τον ειδοποίησε και ήρθε με δύο κάρα, πάνω στα οποία φόρτωσε τα πράγματα. Μαζί μας ήλθε και ένα σκυλάκι, που μας ακολούθησε μέχρι τη σκάλα. Ήταν 13 Νοεμβρίου 1922 και χιόνιζε.
Δεν είχε πλοίο, γιαυτό μάς έβαλαν σε μια αποθήκη, μαζί με πολλούς άλλους. Μείναμε καθισμένοι πάνω στα πράγματά μας, περιμένοντας για μερικές μέρες το πλοίο. Τέλος, ήλθε, ήταν το φορτηγό Κουρτσιαμάν.
Πλήρωσε ο πατέρας μου, δεν ξέρω πόσα, και μπήκαμε στο πλοίο με τα πράγματά μας. Ότι χρυσαφικά είχαμε, τα κρύψαμε επάνω μας. Μερικά χρυσαφικά τα έκρυψαν στα μαλλιά μου, στην κοτσίδα που μου έφτιαξαν με ένα φιόγκο. Ήμουν δώδεκα χρόνων. Φορούσα παλτό.
Μας έκαναν έρευνα. Εμένα με ζήλεψε μια Τουρκάλα, που μου είπε 'Κουρμπάν να γίνω στα μαλλιά σου' (θυσία να γίνω). Της άρεσαν πολύ τα μαλλιά μου. Στο γούνινο παλτό της μητέρας μου κρύψαμε λίρες, όπως και στα παπούτσια του πατέρα μου».

Τραγούδια πάνω στο πλοίο
Κάποιοι, πάνω στο πλοίο, είχαν το κουράγιο να τραγουδάνε, κλαίγοντας. Έλεγαν:
«Εσέβα απέσ' σο Κουρτσιαμάν,
 κρατώ κι έναν κουβέρταν,
εκλώστα οπίσ' κ' ετέρεσα
τα σπίτα 'μουν 'κι φαίνταν.
Φεύ' το παπόρ', φεύ' η Τραπεζούντα,
τα δάκρα ας σα μάτα 'μουν
καμίαν 'κι στεγνούνταν».
Όταν έφτασαν στην Πόλη, δεν είχε άλλο πλοίο να τους βάλουν αχταρμά (μαζί με άλλους). Έμειναν πάνω στο πλοίο τρεις μέρες και κατόπιν τους πήγαν στο φοβερό Σελιμιέ Χαν (στρατόπεδο και φυλακή). Καθάρισαν τους χώρους και έμειναν μέσα.
 Η οικογένεια της Παρθένας Τελίδου - Ελευθεριάδου είχε ένα ρωσικό σαμοβάρι και ένα μαγκάλι και έτσι μπορούσαν να κάνουν τσάι και να ζεσταίνονται πίνοντάς του. Μέσα στο Σελιμιέ πέθαιναν πολλοί, κάθε μέρα, από τις κακουχίες και τον τύφο. Πέθαιναν μέχρι και δέκα άνθρωποι την ημέρα.
Τους πεθαμένους τους κουβαλούσαν με τα κάρα. Νερό δεν υπήρχε και για να τους πάρουν από εξω μας συνόδευαν οι χωροφύλακες. Μετά τους πήγαν πιο πάνω, σε άλλο στρατόπεδο, το Κουσλιάς, που ήταν πιο καλό, αλλά και αυτό ήταν γεμάτο πρόσφυγες.

 Έμειναν εκεί περισσότερο από έναν μήνα και μετά τους πήρε το πλοίο Κορνίλο, χιλιάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι άρρωστοι. Στο πλοίο, λόγω της χρησιμοποίησης βρόμικου νερού και γενικότερα των άσχημων συνθηκών, αρρώστησαν οι περισσότεροι από τύφο. Πολλοί πέθαναν και τότε και τους έριξαν στη θάλασσα.

Δεν τους άφηναν να κατεβούν από το καράβι! ...
«Μετά από δεκαπέντε μέρες, φτάσαμε στον Πειραιά, αλλά δεν μας άφησαν να κατεβούμε. Μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη, και εκεί, όμως, τους έδιωξαν, φοβούμενοι τον τύφο. Τελικά, μας πήγαν στη Μακρόνησο.
Αν καθυστερούσαμε λίγο ακόμη να κατεβούμε, θα είχα πεθάνει κι εγώ», είπε η Παρθένα Τελίδου - Ελευθεριάδου. «Από τα Εξώτειχα πέθαναν και δυο κορίτσια της οικογένειας Τσαβδαρίδη, η Μαργαρίτα και η Παρθένα. Τη μία πρόλαβαν και την έκρυψαν μια μέρα, και όταν βγήκαμε, την έθαψαν στο χώμα. 
Απο αριστερα:Η μικρή Φιλιώ Χαραλαμπίδου, η πεθερά Ευρυδίκη Νικολέρη, η νύφη Μαρά Χαραλαμπίδου εγγονή της Παρθένας Τελίδου -Ελευθεριάδου
Εγώ ήμουν σαν πτώμα, γιαυτό με έδεσαν από τις μασχάλες και με κατέβασαν στη βάρκα, για την ξηρά. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Δεν θυμάμαι, όμως, πόσο μείναμε στη Μακρόνησο.

Το όνειρο της αδελφής και το μήνυμα
Ένα βράδυ, η αδελφή μου η Ελένη, που ήταν μεγαλύτερη από μένα, μας είπε ότι είδε στον ύπνο της πως η σκηνή που μέναμε γέμισε καθαρό τρεχούμενο νερό. Η μάνα μας το πήρε σαν μήνυμα καλό και γρήγορο.
 Βρήκαμε τον Γιωρίκα, τον γιο του Στενού από το χωριό μας, το Ρουσίο, που είχε έρθει νωρίτερα από εμάς, με άλλο καράβι. Αυτός μας είπε ότι ήλθε ένα γράμμα από το Λαύριο, από τον Ξενοφώντα Καρυπίδη, που είχε έλθει μαζί με τον αδελφό μου τον Τότον (Θεόδωρο) και άλλους νέους, το 1918, και κατατάχτηκαν στον στρατό, που πολέμησε στη Μικρά Ασία, στη Σμύρνη.
 Έστελναν γράμματα και σημειώματα όποτε ερχόταν καράβι με πρόσφυγες, και ρωτούσαν για να βρουν τις οικογένειές τους ή συγγενείς ή γνωστούς. Το γράμμα το έφερε ο στρατιώτης που μας φύλαγε και το έδωσε στον πατέρα μου.
Εκείνος διάβασε το γράμμα, που έλεγε ότι θα μας έστελνε ο Τότος χρήματα για τα πρώτα έξοδα. Πήρε χαρτί και φάκελο (πιλίκο) και έγραψε στον αδελφό μου, τον Τότο, ότι πράγματα και χρήματα έχουμε και ότι θα φύγουμε για το Καραμπουρνάκι, στην Καλαμαριά, για το απολυμαντήριο.
Μαζί μας ήταν και πολλοί από τη Σαμψούντα, που ήταν αντάρτες. Είχαν μπει στο πλοίο χωρίς τις οικογένειές τους, με έναν μπόγο μόνον. Οι πρώην αντάρτες, όταν φτάσαμε στο Καραμπουρνάκι, ζήτησαν από τους στρατιώτες που μας φύλαγαν, σαπούνι να πλυθούν.
 Τότε οι στρατιώτες είπαν ότι ήλθαν οι τουρκόσποροι να μας πουν τι θα κάνουμε. Οι αντάρτες έβγαλαν μαχαίρια και όρμησαν εναντίον των στρατιωτών. Μπήκαν στη μέση κάποιοι και δεν έγινε το κακό. Αυτούς τους αντάρτες τους βοήθησαν αμέσως και δεν ξέρω τι έγιναν στο τέλος».

Στα αντίσκηνα και τις παράγκες
Μετά από ταλαιπωρίες στο απολυμαντήριο, όπου έκοβαν και τα μαλλιά των γυναικών, τους οδήγησαν στις παράγκες και τα αντίσκηνα, που ήταν περιφραγμένα, για να μην βγαίνουν και ανακατεύονται με τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης.
Μετά την καραντίνα της Καλαμαριάς ανέβηκαν στο Αρσακλί (Πανόραμα), όπου τους κάλεσε η θεία τους, η Ειρήνη Μιχαηλίδου, που είχε έρθει νωρίτερα από τη Γεωργία.
Στην αρχή έμειναν σε παράγκα και μετά έχτισε ο πατέρας της σπίτι στους Χαραπάδες, στο Πανόραμα. 
Ο πατέρας της, όμως, πέθανε ύστερα από δύο χρόνια και έμειναν η μάνα τους Μαρία και οι δύο αδελφές, η Ελένη και η Παρθένα, να περιμένουν να έλθουν και τα αδέλφια τους, τον Τότο, που υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό, και τον Βασίλη, που υπηρετούσε στον τουρκικό στρατό.
Ο αδελφός της Βασίλης ήλθε από την Τουρκία παντρεμένος και ο Τότος παντρεύτηκε εδώ. Έμεναν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι. Η μεγάλη αδελφή, η Παναΐλα, παντρεύτηκε τον Αριστείδη Κορωνίδη, ο Βασίλης παντρεύτηκε την Ωραιοζήλη Μελανεφίδου, ο Τότος (Θεόδωρος) την Κίτσα Γρηγοριάδου και η Ελένη τον Διονύσιο Μπαλτατζή, έναν ράφτη από την Καλαμαριά.
 Η ίδια η Παρθένα παντρεύτηκε τον Ανέστη Ελευθεριάδη από την Καλαμαριά. Εργάστηκε έως το 1952 σε εργαστήρια χαλιών και μετά στο ξενοδοχείο «Τουρίστ» επί 17 χρόνια, οπότε πήρε σύνταξη. Η μάνα τους, η Μαρία, πέθανε το 1960•

Νικος Τελιδης
Συγγραφέας-Συλλεκτης εργων τεχνης
Share

1 σχόλιο:

  1. Το χωριό πως ονομάζεται σήμερα γνωρίζει κανείς ? Αναφέρομαι στο χωριό ρουσιο που ήταν και η δική μου γιαγιά από κει . Αν ξέρει κάποιος πολύ θα σας παρακαλούσα να με βοηθήσετε .

    ΑπάντησηΔιαγραφή

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah