ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ) ΜΕΡΟΣ 2ο

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

 Στο σχολείο όλα πηγαίνανε καλά, αλλά το καλύτερο απ' όλα ήταν ότι ζύγωναν οι διακοπές των Χριστουγέννων κι αυτό μας γέμιζε αγαλλίαση κι ανυπομονησία.
Ανυπόμονα, λοιπόν, κι εγώ περίμενα πάντα όλες τις γιορτές, αλλά είχα ιδιαίτερη αγάπη στις χειμωνιάτικες —Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα  κι όλο σήκωνα τα μάτια μου στον ουρανό, περιμένοντας με λαχτάρα πότε θα χιονίσει.Μου άρεσε πολύ το χιόνι κι είχε μείνει αξέχαστη στο μυαλό μου μια χρονιά—σε ηλικία 4 ή 5 χρονών—που είχε ρίξει τόσο πολύ μέσα στην πόλη, ώστε σκεπάστηκαν οι δρόμοι σε ύψος τουλάχιστον δύο μέτρων, αφού ανοίγοντας το παράθυρό μας το πρωί , στο επάνω πάτωμα του σπιτιού, βλέπαμε ότι είχε χαθεί το ισόγειο κι η πόρτα του σπιτιού μας. Ο χιονισμένος δρόμος είχε ανέβει ψηλά, μέχρι το μπαλκόνι, κι αν δεν κινδύνευες να βουλιάξεις, μπορούσες να κατέβεις από εκεί.
Φροντιστήριο Τραπεζούντας
Τόσο βαρύς χειμώνας, όμως, δεν είχε ξαναγίνει από τότε, κι έτσι περιόριζα την ευχαρίστησή μου σε ότι πρόσφερε ο καλός Θεός τις γκρίζες χειμωνιάτικες ημέρες, βροχές, χιονόνερα, βοριάδες παγωμένους κι όχι πολύ σπάνια και το χιόνι. Τέτοιες μέρες πήγαινα με πολύ μεγαλύτερη χαρά μου στο σχολειό, κρατώντας στο ένα χέρι τα βιβλία και στο άλλο το καλαθάκι με το φαγητό,που μου ετοίμαζε η μητέρα στοργικά,χωρίς να παραλείπει το γλυκό από σύκα «ρετσέλι» γιατί αυτό αποτελούσε την ιδιαίτερη απόλαυσή μου. Στην μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου του σχολειού μας τρώγαμε το μεσημέρι τα περισσότερα παιδιά, για να μη χάνουμε καιρό στο πήγαιν' έλα.
 Όμως μια κάποια τέτοια μέρα,παραμονές γιορτών, μου στοίχισε μια σοβαρή ανοησία που κλόνισε την φήμη μου σαν καλού και υπάκοου παιδιού. Ήταν ένα γκρίζο πρωινό, με βροχή και με χιονόνερο. Έξω έκανε κρύο αλλά μέσα στην τάξη μας πολύ γλυκιά κι ευχάριστη ατμόσφαιρα. Ο δάσκαλός μας μπήκε σοβαρός, αγουροξυπνημένος, κόπηκε η φασαρία και σηκωθήκαμε όλοι.
 —Καθίστε,είπε άκεφα.
 Καθίσαμε εμείς, κάθισε κι εκείνος στην έδρα του, έβγαλε τα γυαλάκια του, φορούσε πεταλούδες, τα σκούπισε με το μαντήλι κι ύστερα από λίγο έκανε να βγάλει τον κατάλογό του, αλλά στραβομουτσούνιασε, τον είχε ξεχάσει σπίτι. Κάτι μουρμούρισε, κοίταξε ολόγυρα κι ύστερα το μάτι του έπεσε σε μένα:
Πετάξου, μου είπε, στο σπίτι μου και πες της μητέρας μου να σου δώσει τον κατάλογό μου. 
Τον άφησα επάνω στο γραφείο.
 —Μάλιστα, κύριε. Γρήγορα. Και, άκουσε... Δεν φαντάζομαι να τον ανοίξεις, ε; Θα μου τον φέρεις έτσι όπως θα σου τον δώσει. Αν τον ανοίξεις, θα το καταλάβω... άντε!
—Μάλιστα, κύριε.
 Το σπίτι του δασκάλου μας των Ελληνικών, ήταν τότε ο Νίκος Καπνάς, ο πιο νέος απ' όλους τους δασκάλους, γείτονάς μου, βρισκόταν πολύ κοντά, απέναντι στο δικό μας, ήξερα πολύ καλά την μητέρα του, όπως και την μικρή του αδελφή. Μ' αυτήν παίζαμε όλα τα παιδιά της συντροφιάς, αλλά αυτά δεν εξασφάλιζαν καμιά οικειότητα με τον δάσκαλό μας, που ήταν αυστηρός και μας κρατούσε σε απόσταση.
 Για πότε βρέθηκα στον δρόμο ούτε κι εγώ κατάλαβα. Τρεχάλα έφτασα στο σπίτι, χτύπησα την  πόρτα, είδα  την  συμπαθητική μητέρα  του  δασκάλου  μας,  της  μίλησα  λαχανιαστά, εξήγησα τι ήθελα και σε δυο λεπτά είχα στα χέρια μου τον πολύτιμο κατάλογο.
 Τρεχάλα πήρα πάλι τον δρόμο για το σχολείο, το χιονόνερο είχε δυναμώσει, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά γιατί είχα πλήρη συναίσθηση της σοβαρότητας της εμπιστευτικής εκείνης αποστολής. Δεν ήταν δα μικρή υπόθεση! Είχα στην τσέπη μου το μικρό ανεκτίμητο σημειωματάριο με τα πιο σπουδαία μυστικά του κόσμου: τους βαθμούς μου και τους βαθμούς των άλλων συμμαθητών μου. Αν τον άνοιγα λιγουλάκι να δω μονάχα τους δικούς μου βαθμούς;
 Και να η αγωνία, ένας μικρός Αμλέτος μέσα στο χιονόνερο:
 —Να τον ανοίξω ή να μην τον ανοίξω; Ιδού η απορία!...
 Τεράστια ηθικά προβλήματα ορθώθηκαν απότομα μπροστά μου και μου έκοψαν την φόρα της τρεχάλας, μου ελάττωναν τον ζήλο. Κοντοστεκόμουν, έβγαζα λίγο τον κατάλογο απ' την τσέπη μου, τον κοίταζα, αλλά ήμουν τόσο καλό παιδί, που δεν μου πήγαινε η καρδιά να προδώσω την εμπιστοσύνη του δασκάλου μου, ούτε και να παραβώ την κατηγορηματική υπόσχεσή μου. Τον ξανάχωνα πάλι βαθιά και προχωρούσα στην βροχή, αλλά πολύ ανήσυχος. Ο δαίμονας της περιέργειας μ' έτρωγε κι ο πειρασμός σε κάθε βήμα μου γινόταν όλο και πιο μεγάλος, τόσο που δεν μπόρεσα ν' ανθέξω ως το τέλος. Σε μια στιγμή, λοιπόν, τον ξανάβγαλα αποφασιστικά, γύρισα τα φύλλα με λαχτάρα, βρήκα τ' όνομά μου, είδα τους βαθμούς μου, χάρηκα και τον ξανάκλεισα γρήγορα κατευχαριστημένος.
 Είπε, ότι αν τον ανοίξω τον κατάλογό του, θα το καταλάβει. Πώς θα το καταλάβει; Ησυχασμένος με την σκέψη αυτή, σκέφτηκα, προχωρώντας, ότι θα ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνω τον καλώς πληροφορημένο και στους άλλους συμμαθητές μου, αν έβλεπα και μερικούς  άλλους  βαθμούς.  Με  λιγότερους  δισταγμούς  ξανάνοιξα  τον  κατάλογο  και κοιτούσα επί πολλή ώρα λαίμαργα πολλά ονόματα και πολλούς βαθμούς, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες μία και προσπαθώντας ν'  αποτυπώσω στην μνήμη μου όσα περισσότερα ονόματα μπορούσα.
Πολύ αργοπορημένος έφτασα στο σχολειό και μπήκα στην τάξη λαχανιασμένος και μουσκίδι. 
—Άργησες,μου είπε ο δάσκαλος.Γιατί; 
Χωρίς ν' απαντήσω έβγαλα τον κατάλογο απ' την τσέπη μου και του τον έδωσα. 
—Μήπως τον άνοιξες;
 —Όχι,κύριε. 
—Είσαι βέβαιος; 
—Μάλιστα,κύριε.
 Βέβαιος κι ο δάσκαλός μας ότι έλεγα την αλήθεια—με ήξερε κι εκείνος για καλό παιδί— πήρε τον κατάλογο και τον άνοιξε, οπότε είδα το πρόσωπό του να παίρνει ξαφνικά μια έκφραση φρίκης!Κι όσο γύριζε τα φύλλα τόσο η φρίκη του μεγάλωνε και φώναξε απελπισμένος:
 —Πω πω, τι μούκανες! Πω πω,τι μούκανες!
Τι να σου πω τώρα, μωρέ; Βλάκα να σε; Ηλίθιο να σε πω; Ψεύτη να σε πω; Ζώον να σε πω; Τι είχε συμβεί;Απλούστατα,όλος κατάλογος ήταν μουντζουρωμένος και βρεγμένος.Ονόματα και βαθμοί ήσαν μολύβι της μελάνης και καθώς γύριζα εγώ τα φύλλα,μέσα στη λαχτάρα μου,είχα ξεχάσει την βροχή που έπεφτε από πάνω!
 Βαρύτατα με πλήγωσε το περιστατικό εκείνο, αλλά,ευτυχώς, ήσαν μπροστά οι ωραίες διακοπές των Χριστουγέννων και οι άγιες γιορτές που πάντα παρηγοράνε τους ανθρώπους σ'όλες τους τις δυστυχίες.
Μεγάλη γιορτή, βέβαια,ήταν τα Χριστούγεννα. Γλυκά αντιλαλούσαν μέσα στη νύχτα οι καμπάνες κι ο κόσμος πορευόταν στις εκκλησιές,χαρούμενος,για ν'ακούσει την χριστουγεννιάτικη λειτουργία. 
Δεύτε ίδωμεν,πιστοί, 
που εγεννήθη ο Χριστός... 
Με κατάνυξη παρακολουθούσαν οι πιστοί, με κατάνυξη έψελνα κι εγώ στην εκκλησιά μου, μόνο που κάπου‐κάπου ερχόταν στο μυαλό μου ο βρεμμένος κατάλογος του δασκάλου των Ελληνικών κι έμπαιναν έτσι στο ψάλσιμό μου μουγγά βαρυαναστενάγματα. 
Το ίδιο,μεγάλη και χαρούμενη,γιορτή ήταν Πρωτοχρονιά μας, που στα παλιότερα χρόνια μάλιστα—θυμάμαι—ομόρφαινε πιο πολύ ακόμα με τους μασκαρεμένους, που το βράδυ της Παραμονής, γυρνούσαν στα σπίτια και δίναν ένα ζωηρότερο αποκριάτικο τόνο στη βραδιά.
 Η γιορτή, όμως, που με συγκινούσε περισσότερο απ'όλες,ήταν τα Φώτα,επειδή ίσως, εκτός απ' το χριστιανικό της περιεχόμενο,έπαιρνε κι έναν χαρακτήρα αθλητικό και ηρωικό. Γιατί στην μεγάλη αυτή γιορτή ριχνόταν ο Σταυρός στη θάλασσα κι' έπρεπε να τον "πιάσουν"τα παλικαριά των ενοριών κι αυτό δεν ήταν εύκολη δουλειά μέσα στις φουρτούνες και τα κρύα του Γενάρη. 
Χιόνιζε εκείνη την χρονιά.Γεμάτος χαρά έβλεπα απ' το στασίδι του ψάλτη, τις άσπρες πεταλουδίτσες να κολλάνε στο πολύχρωμο τζαμωτό της εκκλησιάς,ενώ έψελνα με οίστρο πλάι στον Τσιράχ. Βιαζόμουν,λαχταρούσα να τελειώσω κι όταν απόλυσε η εκκλησιά μας,πήρα το δρόμο τρεχάλα,ευτυχισμένος μέσα στο χιόνι και νάμαι σε λίγο κάτω στην παραλία του Αγίου Γρηγορίου,όπου ήταν πολύ πλήθος μαζεμένο και περίμενε την πομπή για την μεγάλη τελετή. Σ ένα σημείο, δυτικά απ' τα μεγάλα βράχια του γιαλού μας, η στεριά προχωρώντας μέσα στην θάλασσα σχημάτιζε μια μικρή χερσόνησο κι από κει ήταν που έριχνε κάθε χρόνο ο δεσπότης τον Σταυρό.
 Ασταμάτητα έπεφτε το χιόνι.Το κρύο τσουχτερό. Λυσσασμένη λες η θάλασσα σφύριζε και βροντολογούσε κάτω απ' το μαστίγωμα του αγέρα κι οι γλάροι—χιλιάδες—πάλευαν κι αυτοί και στριφογύριζαν μέσα στον βοριά,που καμιά φορά τους έπαιρνε και τρόμαζαν να ξαναζυγίσουν τα φτερά τους.
 Τα παλικάρια,ωστόσο,που θ'αγωνιζόντουσαν για να «πιάσουν» τον Σταυρό,δεν δείχνανε να σκοτίζονται.Νέοι,γεροδεμένοι όλοι, από νωρίς βρισκόντουσαν εκεί στην παραλία,γυμνοί, και νά τους τώρα που κάνουν βόλτες ανυπόμονα μ' ένα παλτό ριγμένο στους ώμους κι ένα μπουκάλι κονιάκ,ρουφάνε πότε πότε μια γουλιά,ενώ τους δέρνει ο αγέρας και το χιόνι. Από κάθε ενορία είναι κι ένας-άλλος απ' τον Άη Γρηγόρη, άλλος απ' την Αγιά Μαρίνα, τα Εξώτειχα τον Άγιο Βασίλειο, τον Ποζ Τεπέ κι αλλού.
 Αλλά νάτη κιόλας που κατεβαίνει η πομπή,με τον μητροπολίτη Χρύσανθο ντυμένο στα ολόχρυσα,με τους παπάδες,τους ψαλτάδες και τα εξαπτέρυγα,τις αρχές-οι στρατιωτικοί με τις μεγάλες τους στολές και τα παράσημα, οι πρόξενοι και άλλοι. 
 Το χιόνι γίνεται όλο και πιο πυκνό κι ο αγέρας όλο και πιο μανιασμένος. Αργά‐αργά προχωρεί πομπή με ψαλμωδίες και φτάνει μέχρι την παραλία, που ανεμοδέρνεται και θαλασσοχτυπιέται, με βρόντους που αντιλαλούν σαν κανονιές απ'τα όρθια βράχια του Άη Γρηγόρη μέχρι πέρα στ' άλλα όρθια βράχια του Γκιουζέλ Σαράι. Εκεί,στο χείλος της ξέρας, φτάνει ο δεσπότης —έχοντας πίσω του όλη την πομπή και το ευλαβικό πλήθος των πιστών—σηκώνει τον Σταυρό,ενώ τα παλληκάρια πήραν θέσεις και οι ψαλτάδες ψέλνουν: 
Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου
 Σου,Κύριε... 
Με το σήκωμα του Σταυρού όλοι οι αγωνιστές πετάνε από τους ώμους τα παλτά τους και καθώς έπεσε ο Σταυρός χυμούν μέσα στα ολόρθα κύματα,που τους σκεπάζουν τα κεφάλια με τους αφρούς κι εκείνοι χτυπιούνται και παλεύουν και κολυμπούνε και πότε φαίνονται να τινάζονται ψηλά στις κορφές των αφρών, πότε κατρακυλάνε στο βάθος, χάνονται, κι ύστερα ξαναφαίνονται σε κάποιες αφρισμένες κορφές των λυσσασμένων κυμάτων, προχωρώντας με πείσμα, σταθερά, κόντρα στον άνεμο,κόντρα στην μανία της φουρτούνας και στην κοσμοχαλασιά. 
 Που να βρεθεί ο Σταυρός; μέσα  σε τούτο το Κακό; Κι όμως,να που ζύγωσαν στο σημείο όπου ρίχτηκε, να που τον ψάχνουν, να που κάποιος τον είδε κι οι άλλοι μάχονται για να προλάβουν,να που αρπάζονται ακόμα και στα χέρια,βουτούν, εξαφανίζονται, φαίνονται πάλι και να, επί τέλους, κάποιο χέρι που σηκώνεται ψηλά, σφιχτά κρατώντας τον Σταυρό ανάμεσα στα δάχτυλα. 
 Ποια ενορία νίκησε; Ο Άη Γρηγόρης, ο Άη Βασίλης, η Αγιά Μαρίνα ,ο Ποζ Τεπές ; Ο νικητής, αναψοκοκκινισμένος απ'την προσπάθεια, σκαρφαλώνει στην μικρή χερσόνησο και δίνει τον Σταυρό στα χέρια του δεσπότη.
 —Και του χρόνου!
 Δυο χρυσές λίρες είναι το έπαθλο.Αλλά τι αξίζουν δυο χρυσές λίρες μπροστά,στη δόξα Θεέ μου,πότε τάχα θα μεγαλώσω κι εγώ να πιάσω τον Σταυρό;

 Δημήτρης Ψαθάς 

"Η ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah