Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΝΤΑ( Ευθυμίου Μ. Σισμανίδη) ΜΕΡΟΣ 2ο

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

 Η Μαρία τους είχε πει να τρέχουν συνέχεια χωρίς να κοιτάζουν πίσω τους, γιατί οι Τούρκοι τους είχαν πάρει είδηση από την πρώτη στιγμή και τους κυνηγούσαν πυροβολώντας. Η Κυριακή με τα παιδιά  δεν τα κατάφερε. Οι Τούρκοι την πρόλαβαν πριν μπει στο δάσος. Μόνο ένα από  τα παιδιά, η Αργυρώ, ξέφυγε ακολουθώντας τη Μαρία. Οι Τούρκοι δεν συνέχισαν το κυνηγητό, γιατί απόφευγαν τα δάση, φοβούμενοι τους αντάρτες.
Η Μαρία δεν αντιλήφθηκε την Αργυρώ κι έτσι η μικρή, που δεν μπορούσε να τρέξει αρκετά  γρήγορα, άρχισε να μένει πίσω· Στο τέλος κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να φτάσει τα άλλα παιδιά και γύρισε στο σπίτι της, στο Ζουρνατσάντων.
Ζουρνατσιάντων (Αγιος Κωνσταντίνος)
Ο αχυρώνας είχε σωθεί από τη φωτιά που είχαν βάλει  οι Τούρκοι κι έτσι κρύφτηκε σε μια γωνιά πίσω από τα άχυρα. Κανείς δεν ξέρει πόσες μέρες έμεινε εκεί μέσα νη­στική, ώσπου μια μέρα η μητέρα της, που είχε γλυτώσει την εξορία, πέρασε έξω από τον αχυρώνα με τον Χριστόφορο Καϊτελίδη και άλλους·
Η μικρή άκου­σε τη φωνή της μητέρας της και μόλις μπόρεσε να βγάλει μία σιγανή φωνή. Την άκουσαν, μπήκαν μέσα και τη βρήκαν.
Στο μεταξύ, η Μαρία με τον Κώστα, την Ελένη και την Πελαγία έφτασαν με χίλιες προφυλάξεις κοντά στο Ζουρνατσάντων, που είχε απομείνει έρημο και περίμεναν να σκοτεινιάσει για να περάσουν πάνω από το χωριό και να πάνε προς  το βορρά.
 Όταν έκριναν πως είχε σκοτεινιάσει αρκετά, ξεκίνησαν και πάλι. Την ώρα που περνούσαν πάνω από τα σπίτια  είδαν τους Τούρκους να λε­ηλατούν το χωριό και άκουσαν τη φασαρία που γινόταν, τις κωδωνοκρουσίες και το μεταλλικό ήχο από τα χάλκινα σκεύη.
 Περπάτησαν αρκετά και έφτασαν σε μια διακλάδωση. Ακολούθησαν το δρόμο που οδηγούσε στο Κωφολίβαδο, όπου ήταν τα βοσκοτόπια. Εκεί ήξερε η Ελένη μια σπηλιά, όπου θα μπορούσαν να προφυλαχτούν από το κρύο, γιατί ήταν ακόμα βρεγμένοι.
Μες στο σκοτάδι όμως, τη σπηλιά δεν τη βρήκαν κι έτσι διανυκτέρευσαν κάτω από τα έλατα· Όταν ξημέρωσε, ξεκίνησαν για το Καθέν Φτελέν, που απείχε τρεις ώρες. Πέρασαν τη γέφυρα, έστριψαν αριστερά και μπήκαν στο δημόσιο δρόμο. Είχαν φτάσει στον οικισμό Μερτσάντων, όταν άκουσαν από την απέναντι πλαγιά μια αντρική φωνή να τους λέει να τρέξουν, γιατί από πίσω τους έρχονταν Τούρκοι.
Αμέσως υπά­κουσαν στην άγνωστη φωνή και άρχισαν να τρέχουν· Ύστερα από μιάμιση ώρα έφτασαν στο Άνθεν Φτελέν και επειδή πεινούσαν φοβερά, μπήκαν στο χωριό και κατευθύνθηκαν στο σπίτι της αδελφής της γιαγιάς, της Σοφίας, για να κόψουν αχλάδια. Δεν τα έφταναν όμως κι έτσι η Μαρία ανέβηκε στον αχερώνα που ήταν δίπλα στην αχλαδιά και έκοψε μερικά·
Τότε είδε κάτω αριστερά, στο δρό­μο που ήταν το μαγαζί του Συρμενίτσογλη, νονού της Ελένης, Τούρκους στρα­τιώτες να φρουρούν το δρόμο. Αμέσως πέταξε τα αχλάδια, κατέβηκε από τον α­χυρώνα και όλοι μαζί τρέχοντας πήραν τον επάνω δρόμο για το Χαρατσάντων.
Όταν όμως έφτασαν εκεί, ύστερα από δέκα λεπτά, είδαν τους αντάρτες και φοβήθηκαν. Αλλά μόλις εκείνοι τους μίλησαν στην ποντιακή διάλεκτο, τα παιδιά ξεθάρρεψαν. Εκείνοι τα ρώτησαν από πού έρχονταν και πού πήγαιναν και όταν τα πληροφορήθηκαν, είπαν στα παιδιά πως οι Τούρκοι είχαν κάψει το Καθέν Φτελέν και τώρα πήγαιναν προς τα εκεί.
 Μετά οδήγησαν τα παιδιά πάνω από το χωριό, όπου βρισκόμασταν κι εμείς. Η Ειρήνη, η μητέρα της Πελαγίας, όταν είδε τα παιδιά να έρχονται, έτρεξε γρήγορα κοντά μας φωνάζοντας: "Σοφία, φως στα μάτια σου· 'Ήρθαν τα παιδιά σου". Δεν χρειάζεται βέβαια να περιγρά­ψω τη χαρά όλων μας.

Στο μεταξύ, βλέπαμε τώρα τους Τούρκους να ανεβαίνουν την πλαγιά. Οι αν­τάρτες μάζεψαν τα τριακόσια γυναικόπαιδα μέσα στη σπηλιά, για να βρίσκον­ται σε μεγαλύτερη ασφάλεια· Τα γελάδια μας, διακόσια περίπου, ήταν μπροστά μας στα δεξιά και έβοσκαν.
Οι Τούρκοι ήταν πια σε απόσταση βολής και άρχισε η μάχη. Θα ήταν επτάμισι ή οκτώ το πρωί και μέσα στη γενική ησυχία οι συνε­χείς πυροβολισμοί έμοιαζαν απόκοσμοι. Από τους δικούς μας στην κυρίως μάχη έπαιρναν μέρος εικοσιπέντε.
 Οι υπόλοιποι ήταν σκορπισμένοι σε διάφορα ση­μεία, για να καλύπτουν όλο το μέτωπο των Τούρκων, από τους οποίους έπαιρναν μέρος μόνο τσέτες. Η συμμετοχή του στρατού περιοριζόταν σε μερικές κανονιές. Βέβαια, εμείς ήμασταν σε κάπως πλεονεκτική θέση, γιατί βρισκόμασταν ψηλότερα από τους Τούρκους κι έτσι μπορούσαμε να τους βλέπουμε καλύτερα, ενώ παράλληλα είχαμε αρκετή κάλυψη.
Όλα αυτά όμως ήταν ανίσχυρα μπροστά στις  απειράριθμες δυνάμεις των Τούρκων, την πείρα τους και το μίσος τους εναντίον μας. Μετά από μισή ώρα τα γελάδια μας περιήλθαν στα χέρια των Τούρκων που πολεμούσαν τώρα με περισσότερη λύσσα.
 Η μάχη συνεχίστηκε χωρίς διακοπή ολόκληρη τη μέρα και οι δικοί μας, παρά την απειρία τους, κατάφεραν  να μην χάσουν ούτε μια σπιθαμή εδάφους. Όταν άρχισε να γέρνει ο ήλιος, ήρθε από το πάνω μέρος του βουνού ο οπλαρχηγός Δημήτρης Τσιριπίδης ή Τσιρίπ για πολεμήσει μαζί μας.
 Κατάφερε μάλιστα να επισημάνει το μέρος που βρισκόταν λίγο απομακρυσμένος από τους υπόλοιπους, ο αρχηγός των Τούρκων Σουλεϊμάν Κάλφας και όταν τον άφησε χωρίς σφαίρες, σκέφτηκε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να τον αιχμαλωτίσει.
Όταν όμως πλησίασε, όρμησε πάνω του ο υπασπιστής του Κάλφα, που ήταν μαζί του και που δεν τον είχε αντιληφθεί ο Τσιρίπ και τον σκότωσε. 0 θάνατος του θαρραλέου αυτού άντρα μας συγκλόνισε αλλά οι δικοί μας εξακολούθησαν να πολεμάνε, ώσπου η νύχτα έβαλε τέρμα στην ολοήμερη μάχη.
 Τότε αντιλήφθηκαν ότι είχαμε ελάχιστα πολεμοφόδια και αν συνεχίζαμε έτσι, το τέλος της άλλης μέρας δεν θα μας έβρισκε ζωντανούς. Η μόνη λύση βέβαια ήταν να φύγουμε. Αλλά πώς; Ήμασταν αποκλεισμένοι από μπροστά και από τα πλάγια και υπήρχε μόνο πίσω μας ένα μικρό πέρασμα, ενώ οι Τούρκοι μετατοπίζονταν γρήγορα για να κλείσουν τον κύκλο.
'Επρεπε με  κάθε θυσία να τους προλάβουμε. Αλλά και πάλι θα μας αντιλαμβάνονταν από τα κλάματα των μωρών και θα μας πετσόκοβαν, γιατί τα μωρά έκλαιγαν συνέχεια από την πείνα και τη δίψα και οι μητέρες έφτυναν στα στόματά τους αντί για νερό.
Μπρος στο αδιέξοδο, σκέφτηκαν όλοι να θυσιάσουν τα μωρά κι αφού δεν είχαν άλλη εκλογή, αποφασίστηκε να τα σφάξουν. Έτσι ο ένας έσφαζε το παιδί του άλλου και μ'αυτόν τον τρόπο θανατώθηκαν επτά βρέφη: τα δύο κοριτσάκια του Πέτρου Φουλίδη, ένα κοριτσάκι του Πολυχρόνη Σπυριδόπουλου, ένα κοριτσάκι του Συμεών Κοπαλίδη, ένα αγοράκι του Χριστόφορου Καϊτελίδη, ένα αγοράκι του Μιχάλη Κοπαλίδη και ένα αγοράκι του Αριστείδη Μαυρόπουλου, που ήταν από τα Δώδεκα Ελάτια. Παραλίγο να σκότωναν και το Μιχάλη, αλλά είδαν  ότι δεν έκλαιγε καθόλου και κοιμόταν ήσυχα.
'Αλλωστε η μητέρα δήλωσε ότι αν έσφαζαν το παιδί, θα θυσιαζόταν κι αυτή μαζί του.
Έτσι οι αντάρτες αποφάσισαν να τον αφήνουν να ζήσει, όπως και μερικά άλλα παιδιά, που  επίσης κοιμόνταν.
Λέγεται πως όταν  το επόμενο πρωί ο Τούρκος αξιωματικός ανέβηκε με τους στρατιώτες του στο μέρος που  ήμασταν και βρήκε τα σφαγμένα παιδιά τα­ράχτηκε και έδωσε εντολή να μη μας κυνηγήσουν, λέγοντας: «Αυτοί που έσφαξαν τα παιδιά τους, δεν είναι δυνατόν να παραδοθούν «. Έκοψαν μόνο το κεφάλι του Τσιρίπ, το πήραν και έφυγαν.
Οι αντάρτες είχαν δώσει σε όλους  μας οδηγίες. Θα πιανόμασταν  από  τα χέ­ρια και θα ακολουθούσαμε ένα μονοπάτι στο δάσος  που απλωνόταν πίσω μας και που ήταν τόσο πυκνό, ώστε όχι μόνο οι ακτίνες του φεγγαριού, αλλά ούτε και του ήλιου δεν το διαπερνούσαν.
 Εάν κάποιος τύχαινε να αποκοπεί, δεν θα φώναζε, αλλά θα έμενε εκεί ήσυχα. Ευτυχώς όμως δεν έγινε τίποτα τέτοιο κι  έ­τσι, αφού καταφέραμε να τους ξεφύγουμε, μετά από αρκετές ώρες δρόμο, βγήκαμε από το δάσος χωρίς καμιά απώλεια.
 Τότε σκέφτηκαν αντάρτες να χωριστούμε σε μικρές ομάδες, για να μπορούμε  να μετακινούμαστε πιο εύκολα και να μη δίνουμε στόχο.
Την κάθε ομάδα θα συνόδευαν τρεις με τέσσερις αντάρτες. Στη δική μας ομάδα ήταν έξι οικογένειες. Ανάμεσα τους οι οικογένειες του θείου μου Αγάπιου Κοπαλίδη, του αδελφού του Θεόδωρου, της Ελισάβετ Κοσμόγλη, που ο σύζυγός της Χαράλαμπος Σισμανίδης είχε σκοτωθεί και τώρα είχε μαζί της τα δύο  παιδιά  της και τα παιδιά του άντρα της από τον πρώτο του γάμο, ο Πολυχρόνης Σπυριδόπουλος με τη γυναίκα του Κυριακή και το γ ι ό του Μιχάλη και εμείς με τη θεία Σοφία.
 Οι ομάδες που σχηματίστηκαν με αυτόν τον τρόπο, ακολούθησαν διαφορετικές κατευθύνσεις.  Ο δεκαεξάχρονος γιος της θείας Σοφίας, Σταύρος, πήρε άλλο δρόμο και όπως μάθαμε αργότερα, έφτασε σ' ένα τούρκικο χωριό και έπιασε δουλειά στα  κτήματα ενός μπέη.
Ο  μπέης τον εκτίμησε και του πρότεινε να παντρευτεί την κόρη του. Ο Σταύρος όμως αρνήθηκε λέγοντας: "Ούτε η κόρη σου γίνεται χριστιανή, ούτε εγώ Τούρκος».
Η δική μας ομάδα προχώρησε προς την κορυφή του παρχαριού  Ζίσουρτη. Εκεί όμως μας περίμενε μια έκπληξη. Απέναντί μας, έξω από ένα φυλάκιο, είδαμε μερικούς Τούρκους να κάθονται γύρω από μια μεγάλη φωτιά και να συζητούν.
Δεν ήταν τόσο από το κρύο  που είχαν ανάψει τη φωτιά όσο για ασφάλεια, γιατί δεν μας φοβόνταν  λιγότερο από όσο τους φοβόμασταν εμείς κι έτσι δεν ήθελαν να πέσουμε επάνω τους και να έχουν φασαρίες.
 Εμείς όμως θορυβηθήκαμε .Ακούστηκε ένας ψίθυρος πίσω και από την αναταραχή που δημιουργήθηκε, ο Μιχαλάκης στην πλάτη  της μητέρας άρχισε να ξυπνάει, αλλά ευτυχώς αποκοιμήθηκε πάλι.


Ευθυμιος Μ. Σισμανίδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah