Σ’ σό νού μ' τριγύλιν κλώσκουνταν έμορφα τραβωδίας.
Δειλαίνομαι και 'κ'επορώ το πλέον νά εύρήκω
λόγια καλά κι ουρανικά 'ς εσέναν νά 'ιεύνε.
'Σ έσέν π' εκάτσες κ' έγραψες αΐκα τραβωδίας,
γλυκέα παργορέματα, φως και χαράν 'ς σο ψόπο μ’
«Γράψον», είπα εγώ εμέν, «καλοσυνορθιαγμένα,
όσον θα βοηθά ο νού σ' κι ο Θεόν δι' την χάρην,
να χαίρεται ο φίλος-ι-σ' και για νά λογισκάται,
πώς ακομάν είναι αθρώπ', τ' άθρώπ'ς πού αγαπούνε,
τ' άθρώπ'ς τοι βαθυνούνιγους και νουστερεωμένους
με το τραγώδιν χαίρουνταν κερδαίν'νε και τον κόσμον».
Άμον eσέν Ηλία μου, πολλ' αχουλία είπες:
- Απάν' του Κόσμου τ' αγαθά, φαντάγματα και πάγ'νε.
Νασάν εσέν πού έεις άτο θεόσταλτον την χάρην,
με τά λόγια σ' τά μαγικά, τ' αγγελικά πλασμένα,
νά 'κχύν'ς γλυκύν το βάρσαμον γιά τ' αθρωπί' τά πόνα,
τ' αροθυμίας και τ' έγάπ'ς και τ' αποχωρισίας.
Εσύ καν'νάν πα κ'έβλαψες και λόγον βαρύν 'κ'είπες,
καν'νός κάρδαν 'κ' έχάλασες, λόγον φαρμάκιν 'κ' είπες.
Ακρίτας και ανίκετος και δύναμος εστάθες,
με τον νούν ασκοτείνευτον και σύναυγον ημέρας.
Εσέν οντάν δεβάζομε δί'ςμας παρηγορίαν
και δί'ς μας δύναμην χαράν 'ς σον ψεύτικον τον κόσμον.
Ουρανόν νά δί' δύναμην, Ήλεν να παραστέκ' σε
κι οι αναγνώστες στείλομε πολλά ευχαριστίας.
Ατό τ'έσόν δόξα τρανόν, χαρά και στυχαρία.
Αθρώπ' αν αγαπούνε σε κ' έσέν παρατιμούνε
και το γράφ'ς τραβωδούν άτα και χαίρουνταν και κλαίγ'νε,
Ατό εν' η γλυτωμονή, φώς, φωταχτέριν έμπρα σ'!
Μέσ' στο μυαλό μου τριγυρνούν πανέμορφα τραγούδια.
Δειλιάζω όμως, δεν μπορώ, καλύτερα να εύρω,
λόγια ωραία ουράνια, σε σένα να ταιριάζουν.
Σε σένανε που έγραψες τόσο όμορφα τραγούδια,
που είναι γλυκιά παρηγοριά, φως και χαρά «'ς σό ψόπο μ'».
- «Γράψε», είπα μονάχη μου, «νάν' καλοειπωμένα,
όσο ο νους θα βοηθά, με του Θεού τη χάρη,
για να χαρεί ο φίλος σου και να αναλογιέται,
πως είναι ακόμη άνθρωποι, που αγαπούν τους άλλους,
που είναι βαθυστόχαστοι και "νουστερεωμένοι",
με το τραγούδι χαίρονται, κερδίζουνε τον κόσμο».
Όπως εσύ, Ηλία μου, πολύ σωστά το είπες:
Του απάνω Κόσμου τ' αγαθά, μεγαλεία που φεύγουν.
Χαρά σε σένα που έχεις την, Θεόσταλτη τη Χάρη,
τα λόγια σου τα μαγικά, τα αγγελοπλασμένα,
στάζουν γλυκό το βάλσαμο στον ανθρώπινο πόνο,
της νοσταλγίας, του έρωτα, του αποχωρισμού.
Κανένανε δεν έβλαψες, βαρύ λόγο δεν είπες,
καμιά καρδιά δε χάλασες, λόγο πικρό δεν είπες.
Ακρίτας συ ανίκητος και δυνατός εστάθης
με τον νου ολοφώτεινο, σαν της αυγής τ' αστέρι.
Εσένα όταν διαβάζουμε παρηγοριά μας δίνεις,
μας δίνεις δύναμη, χαρά, στον ψεύτικο τον Κόσμο.
Να δίνει δύναμη ο Ουρανός, ο ήλιος παραστάτης
και μεις οι αναγνώστες σου, στέλνουμε ευχαριστίες.
Αυτό για σε, δόξα τρανή, χαρά και συγχαρίκια.
Αν σ' αγαπούν οι άνθρωποι, δείχνουν πως σ' εκτιμούνε,
τα τραγούδια σου τραγουδούν και χαίρονται και κλαίνε.
Λυτή είναι η λύτρωση, ολόφωτη μπροστά σου!
Πόπη Τσακμακίδου -Κωτίδου
Απο την ποιητική της συλλογή "ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ"
Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη.
Η Πόπη Τσακμακίδου - Κωτίδου γεννήθηκε το 1929 στη Νέα Σάντα Κιλκίς. Οι γονείς της ήσαν πρόσφυγες από τη Σάντα του Πόντου.
Μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε σαν φιλόλογος στο Ιδιωτικό Γυμνάσιο Χέρσου Κιλκίς και των Γιαννιτσών Πέλλας.
Από τα φοιτητικά της χρόνια ενδιαφέρθηκε για τα "Ποντιακά δρώμενα".
Υπήρξε η πρώτη εκλεγμένη Γενική Γραμματέας του Τμήματος της Νεολαίας της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης με Πρόεδρο τον μακαρίτη Δημήτρη Κασιμίδη.
Είναι τακτική συνεργάτης του περιοδικού "ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΒΗΜΑ" της Ευξείνου Λέσχης Κοζάνης και άλλων ποντιακών εντύπων.
Είναι μέλος πολλών προσφυγικών σωματείων και παίρνει μέρος σε συνέδρια που ασχολούνται με ποντιακά θέματα.
Από τον Εκδοτικό οίκο Αδελφών Κυριακίδη κυκλοφόρησε το βιβλίο της "Οι Γυναίκες της Σάντας του Πόντου" (2000).
Είναι παντρεμένη με τον γεωπόνο Χαράλαμπο Κωτίδη και απόκτησαν δύο παιδιά, την Γωγώ και τον Κώστα, Πολιτικούς Μηχανικούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου