Ο Φόρης Παροτίδης έγραψε την αυτοβιογραφία του - σε τρίτο
πρόσωπο, κάτι που δείχνει τη σεμνότητα του - λίγο καιρό πριν από τον θάνατο του
το 1988, αναφέροντας μόνον λίγα λόγια για το έργο του.
«Γεννήθηκε το 1938 στο Κάτω θεοδωράκι Κιλκίς, από γονείς
Πόντιους που κατάγονταν από το Κιουμούς Μαντέν της Μερζιφούντας. Μετά τη
γερμανική κατοχή εκπατρίστηκε με την οικογένεια του στο Σιδηρόκαστρο. Το 1957
έρχεται στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης.
Τελειώνει το Β' νυχτερινό γυμνάσιο, δουλεύοντας την ημέρα
στις οικοδομές. Συνέχισε τις σπουδές του στο τμήμα σκηνοθεσίας και σεναρίου,
στην Ανωτάτη Σχολή Κινηματογράφου - Θεάτρου Αθήνας.
Τρία χρόνια της δικτατορίας πέρασε ως εξόριστος στη Λέρο.
Από τα γυμνασιακά του χρόνια ασχολείται με τη λογοτεχνία
και δημοσίευσε ποιήματα, μελέτες καθώς και κριτικές κινηματογράφου και θεάτρου
σε περιοδικά και εφημερίδες. Γίνεται ανταποκριτής και υπεύθυνος της
καλλιτεχνικής στήλης στις εφημερίδες «Ελεύθερος Λόγος» και «Δημοκρατική
Αλλαγή».
Αρχισυντάκτης στο «Δημοκρατικό Κιλκίς» και στο «Μαχητή του
Κιλκίς».
Συνεργάτης σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, σε ποντιακά και
σε ημερήσιες εφημερίδες.
Από τους βασικούς συντάκτες της Εγκυκλοπαίδειας του
Ποντιακού Ελληνισμού. Κυκλοφόρησε βιβλία και μονογραφίες. Έχει ανέκδοτο υλικό
με θέματα λαογραφίας, ιστορίας και τέχνης.
Σήμερα εργάζεται ως τεχνίτης στη Διεύθυνση Αρχιτεκτονικού
Σχεδίου Θεσσαλονίκης και αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά».
Το έργο του Φόρη Παροτίδη
Με το έργο του ο Φόρης Γ. Παροτίδης δεν άγγισε μόνον, αλλά
ψηλάφισε και βροντοφώναξε μερικές αλήθειες, χωρίς ούτε στιγμή να γίνεται ιεροκήρυκας
πιστών ή καθοδηγητής πολιτικών ομάδων. Πάντοτε τα ποιήματα και τα πεζογραφήματα
του αποτελούν τέχνη και αποπνέουν τη φρεσκάδα, που μόνον ειλικρινείς τεχνίτες
του λόγου μπορούν να αποτυπώσουν με την πένα τους στο χαρτί.
Η έμπνευση του προέρχεται, κυρίως, από τους λαϊκούς αγώνες,
στους οποίους έδωσαν το παρών και οι γονείς του - ο Γιώργος και η Ευσεβία -
και ο ίδιος, μέχρι και την τελευταία στιγμή. Οι «Περιπτώσεις», οι «Ερσηφόροι»,
οι «Επώνυμοι και ανώνυμοι» είναι ποιητικές συλλογές, που κάποιοι θα μπορούσαν
επιπόλαια να κατατάξουν στη στρατευμένη ποίηση, με την έννοια ότι υπηρετούν
κάποιον συγκεκριμένο πολιτικό στόχο. Η στρατευμένη, όμως, ποίηση του Φόρη
Παροτίδη θα μπορούσε να υπηρετήσει, κάλλιστα, πολλούς στόχους, όλους τους
στόχους που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη, σε όποιο σημείο της γης, που
αγωνίζεται για τη ζωή, για ανθρώπινη ζωή, χωρίς τον φόβο των βασάνων ή και του
θανάτου.
Τα έργα του είναι γραμμένα σε μια γλαφυρή, ζωντανή, δημοτική,
με ελάχιστες «παρεκτροπές» προς λέξεις και εκφράσεις του συρμού. Είναι και
άλλα, που γραμμένα στην ποντιακή διάλεκτο, πάλι με γνώρισμα τη σχετική
τελειότητα.
Ένας άνθρωπος, που όταν πέθανε το 1988 δεν είχε
συμπληρώσει ακόμη τα πενήντα του χρόνια, γνωρίζει θαυμάσια και γράφει τη
διάλεκτο που μιλούσαν οι προγονοί του
Μην μπορώντας να ξεφύγει από την παράδοση, που θέλει τους
Πόντιους να ασχολούνται από τα αρχαία χρόνια με την κωμωδία, τη σάτιρα ή τον
αυτοσαρκασμό, ο Φόρης Παροτίδης έδωσε το 1985 τα σατιρικά γυμνάσματα του, που
έχουν τίτλο «Να γελάς και να κλαις», όπου πολύ σοβαρές καταστάσεις
αντιμετωπίζονται με χιούμορ, χωρίς, όμως, να γελοιοποιούνται, ακολουθώντας
έτσι τα χνάρια των Ποντίων από την αρχαιότητα και μέχρι πρόσφατα, που κάνουν
πραγματική σάτιρα και όχι «ποντιακά ανέκδοτα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα έργα του αρχαίου
δράματος, που τον ενέπνευσαν και το παρουσίασε σε ελεύθερη απόδοση στα ποντιακά
ήταν η αντιπολεμική κωμωδία «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη.
Αυτή η παράδοση, ωστόσο, δεν εμπόδισε καθόλου τον Φόρη
Παροτίδη να ασχοληθεί με την ελεύθερη απόδοση και τραγωδιών, όπως είναι ο
«Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Υπάρχουν,
βεβαίως, απόψεις και απόψεις πάνω στο ζήτημα της μεταφοράς αρχαίων ή άλλων κειμένων
στην ποντιακή διάλεκτο, αλλά δεν είναι του παρόντος.
Η ελεύθερη απόδοση των έργων του αρχαίου δράματος από τον
Φόρη Παροτίδη δεν δείχνει μόνον την τεχνική της γραφής του και τις ανθρώπινες
ευαισθησίες του, αλλά και τις πολλές γνώσεις του για το αρχαίο θέατρο, το
οποίο - εκτός των άλλων -διδάχτηκε στη δραματική σχολή που παρακολούθησε στην
Αθήνα.
Δεν διαλέγει στην τύχη κάποια έργα από το αρχαίο
δραματολόγιο. Επιλέγει τους δύο αγωνιστές, τον Προμηθέα, που έρχεται
αντιμέτωπος με τη θεϊκή εξουσία του Δία, γιατί έκανε γνωστό τον πολιτισμό - τη
φωτιά - στους ανθρώπους, και την Αντιγόνη, που θυσιάζει τη ζωή της για τις
ιδέες της, στη σύγκρουση της με το καταπιεστικό καθεστώς του βασιλιά της Θήβας.
Ακόμη και οι πρώτες του δοκιμές ποιητικής και θεατρικής
έκφρασης, που περιλαμβάνουν τη συλλογή ποιημάτων «Περιπτώσεις» και τα
θεατρικά «Μονόπρακτα», το 1970 και το 1971, αντίστοιχα, αποτελούν ολοκληρωμένες
προσπάθειες, μεστής σκέψης και λογοτεχνικής απόδοσης. Αυτό δεν θα μπορούσε να
μην συμβαίνει, αφού ο Φόρης Παροτίδης δεν ξεκίνησε το 1970. Όταν παρουσίαζε τις
δοκιμές του στον έντεχνο λόγο, είχε μια αρκετά μακρόχρονη θητεία στα γράμματα,
που την πιστοποιούν τα δημοσιευμένα γραφτά του σε περιοδικά και εφημερίδες των
Σερρών, όταν ήταν μαθητής, και τα άλλα που καταχωρήθηκαν και πλούτισαν με την
ποιότητα τους τις εφημερίδες «Δημοκρατική Αλλαγή» και «Ελεύθερος Λόγος» της
Αθήνας, και τις τοπικές «Δημοκρατικό Κιλκίς» και «Μαχητής του Κιλκίς», στις
δεκαετίες 1960 και 1980, αντίστοιχα.
Κι ενώ το γενικότερο συγγραφικό του μέλλον διαγραφόταν
λαμπρό, ο Φόρης Παροτίδης αυτοπεριορίζεται - χωρίς, ωστόσο, να ξεμακρύνει πολύ
από τη σύγχρονη λογοτεχνία, που έχει εκφραστικό μέσο τη δημοτική γλώσσα - και
βάζει σκοπό της συγγραφικής του εργασίας την προβολή της ιστορίας και του
πολιτισμού των Ποντίων προγόνων του.
Το αποτέλεσμα είναι πολύ σημαντικό. Η εισήγηση για
τους δεσμούς του νεότερου πολιτισμού των Ποντίων με εκείνον του αρχαίου Πόντου,
που έκανε το 1988 στο Β' Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού, ήταν φυσικό
να κάνει αίσθηση και να συζητηθεί. Οι άλλες μελέτες του, επίσης, για την
ποντιακή λαογραφία («Παροιμίες του ποντιακού λαού και παροιμιακές εκφράσεις»,
«Τα ποντιακά επώνυμα και η προέλευση τους»), για τους δεσμούς Ποντίων και
Κρητών και πολλές άλλες, με περιεχόμενο πάντοτε τον Πόντο και τους Πόντιους,
που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία».
Συνοψίζοντας, με βάση όλο το γνωστό έργο του Φόρη Παροτίδη,
μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι τα γραφτά του αποτελούν απαύγασμα,
καταστάλαγμα, μιας σταθερής εμμονής στην ουσία της τέχνης, πρώτα-πρώτα, στα
θεμέλια της κοινωνικής τομής, στο βάθος του ανθρώπινου είναι, στις ανατάσεις
και τις καταπτώσεις των αγώνων του για τη ζωή. Γιαυτό και ο Φόρης Παροτίδης
θεωρείται από πολλούς ότι υπήρξε ένας ξεχωριστός διανοούμενος.
Τα έργα του
Ο
Φόρης Παροτίδης εξέδιδε από το 1977 έως το 1980 τη δίμηνη πνευματική επιθεώρηση
«Ζιζάνιο».*
Ο ίδιος εξέδωσε με χρονική σειρά στη Θεσσαλονίκη τα βιβλία
του: «Περιπτώσεις», το 1970,
ποιήματα, «Μονόπραχτα» (θεατρικά) το 1971,
«Ερσηφόροι», ποιήματα, το 1976 (Το βιβλίο εξέδωσε ο
αείμνηστος φίλος του εκδότης Νίκος Χατζηκύργιος),
«Επώνυμοι και Ανώνυμοι», ποιήματα, το 1979,
«Προμηθέας ο δεσμώτης» του Αισχύλου, σε ελεύθερη
απόδοση, το 1985,
«Να γελάς και να κλαίς», σατιρικά γυμνάσματα, το
1985,
«Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε ελεύθερη απόδοση, το 1986,
«Αμφιβολίες», διηγήματα, το 1986,
«Ιστορία του προοδευτικού κινήματος του νομού Κιλκίς», το
1988, που βραβεύτηκε σε διαγωνισμό της Νομαρχίας Κιλκίς.
Μετά τον θάνατο του κυκλοφόρησαν τα βιβλία του: «Παροιμίες
του ποντιακού λαού και παροιμιακές φράσεις», 1989, «Η Λυσιστράτη» του
Αριστοφάνη, ελεύθερη απόδοση στην ποντιακή διάλεκτο και «Πίσω από τα τείχη της
σιωπής», μια έκδοση που επιμελήθηκε με πολλή αγάπη ο αδελφός του Νίκος
Παροτίδης.
Είχε έτοιμα για έκδοση: τα θεατρικά μονόπρακτα «Αισόδοξη
αυταπάτη», «Περίπτωση» και «Κακοποιός», τα αισθητικά «Στοιχειώδεις αρχές
αισθητικής κινηματογράφου», «Στοιχεία αισθητικής του θεάτρου» και «Η
συγκίνηση στην τέχνη του ηθοποιού», τα σενάρια «Μεσόβουνο - Νεκροί χωρίς
τάφο», σε συνεργασία με τον αξέχαστο Πόντιο ηθοποιό Γιάννη Κυριακίδη,
«Αμφιβολίες», «Καταχνιά», «Το κέρας», «Το μεροκάματο του εσταυρωμένου» και «Το
φάντασμα από πουθενά», καθώς και ποικίλα μελετήματα.
*Το περιοδικό "Ζιζάνιο"
Τον
χαρακτήρα του Φόρη Παροτίδη εξέφραζε - μέχρις ενός ορισμένου σημείου - ο
τίτλος «Ζιζάνιο», που ο ίδιος έδωσε το 1977 στο διμηνιαίο περιοδικό του, που
περιείχε ποικίλη πνευματική ύλη. Ασυμβίβαστος μέχρι την ημέρα του θανάτου του
ο ίδιος, έδωσε και στο περιοδικό του αυτήν την κατεύθυνση, εισάγοντας
«ζιζάνια» στον πνευματικό χώρο, όπου κυριαρχούσε το πνευματικό κατεστημένο, που
δεν άφηνε με κανέναν τρόπο τους νέους ανθρώπους και τις νέες ιδέες να
εφραστούν.
Ήταν τόση η δύναμη του Φόρη Παροτίδη, που μπορούσε να
γράφει την ύλη ολόκληρου περιοδικού σαράντα οχτώ σελίδων μόνος του. Δυο - τρεις
φίλοι τον συμπαραστάθηκαν κάπως στην προσπάθεια του, γράφοντας μερικά κείμενα
προς το μέσον της εκδοτικής του προσπάθειας, αφού έκανε με αυτήν και μερικές
άλλες εκδόσεις έργων του. Ανάμεσα στους φίλους, που κάπως τον βοήθησαν και τον
ενθάρρυναν στην έκδοση του περιοδικού «Ζιζάνιο», ήταν και ο δημοσιογράφος Πάνος
Καϊσίδης, που ανέλαβε την παρουσίαση των νέων βιβλίων.
Παράδειγμα επιμονής, συστηματικής εργασίας και αγάπης για
αυτό που έκανε, ο Φόρης Παροτίδης συνέχισε την έκδοση του περιοδικού του μέχρι
το 1980. Από τα άρθρα που δημοσίευσε στο «Ζιζάνιο», φαίνεται η ευρύτητα των
γνώσεων του, της αντίληψης του και η βαθιά κριτική προσέγγιση και ανάλυση
σύγχρονων γεγονότων, που αφορούν τον πολιτισμό, αλλά και άλλων, που ακουμπάνε
περισσότερο στην πολιτική, που όμως η αρχή και το τέλος τους σηματοδοτούν το
πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Η ύλη του περιοδικού «Ζιζάνιο», δηλαδή τα κείμενα του Φόρη
Παροτίδη, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας για την πολιτισμική
ταυτότητα των Ελλήνων από το 1960 περίπου και μέχρι το 1980, οπότε έπαψε η
φωνή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου