Η ζωή και οι ασχολίες των γυναικών -Το καλοκαίρι.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Το καλοκαίρι αρχίζει μία από τις σπουδαιότερες δουλειές των γυναικών, ο θερισμός του χόρτου (το θέρος).
Ο θερισμός του χόρτου στα λιβάδια άρχιζε από τα μέσα Ιούλη και τελείωνε αρχές Σεπτέμβρη. Ο χειμώνας στην Σάντα ήταν βαρύς και τα ζώα ήθελαν τόνους χόρτο για να ξεχειμωνιάσουν.
Έτσι, οι γυναίκες ήσαν αναγκασμένες να θερίζουν χόρτο απ' τα λιβάδια και να το κουβαλούν με την πλάτη στο σπίτι, όπου το ξέραιναν με χίλια - δυο βάσανα και ταλαιπωρίες, γιατί ο καιρός στην Σάντα ήταν βροχερός και η ομίχλη καθημερινός επισκέπτης.
Στο θέρος πήγαιναν όλες οι νέες γυναίκες είτε ήσαν φτωχές, είτε πλούσιες. Υπήρχαν οικογένειες που μπορούσαν να πληρώσουν για τον θερισμό των λιβαδιών τους. Παρ' όλ' αυτά, οι κόρες και οι νύ­φες τους πήγαιναν στο θέρος για να μην χαρακτηριστούν τεμπέλες ή αρρωστιάρες και άχρηστες! Για το καλό τους όνομα λοιπόν έπρε­πε να πηγαίνουν στο θέρος, γιατί η εργατικότητα μετρούσε πολύ στην Σάντα.
Έπειτα η κοινωνία τους, ήθελε την γυναίκα σκληραγωγημένη για να μπορεί να επιβιώνει κάτω από κάθε είδους δυσκολίες.
"Μάθα κόρη την αγρυπνάν καί την κακοπειρίαν
Και οντάν πάς 'ς σά πεθερ' κά σ’, νά είσαι μαθεμέντσα"
λέει ένα γαμήλιο τραγούδι.
Δηλαδή:
Συνήθισε κόρη μου στο ξενύχτι και στις δυσκολίες της ζωής και όταν θα πας στα πεθερικά σου νάσαι συνηθισμένη.
Έπρεπε λοιπόν η γυναίκα να είναι έτοιμη, ικανή, να προσαρ­μοστεί στην καινούργια της ζωή. Τις ήθελαν "έμ ς' άγιάρ' έμ ς' σό σαμάρ", όπως λέει η παροιμία, δηλαδή: Σαν αρχόντισσες καθισμέ­νες στη σέλλα του αλόγου, όταν στη ζωή τις έρχονταν όλα βολικά, αλλά να τα καταφέρνουν και στην πλάτη του φτωχού γαϊδαράκου, παρά τις δυσκολίες της ζωής!
Ισχανάντων Κρενίν

Οι θερίστριες ξυπνούσαν από τα χαράματα. Προτού χαράξει η μέρα οι πεθερές άρχιζαν:
- Σκού νύφε, σκού νύφε. Εμέρωσεν! (Σήκω νύφη, σήκω. Ξημέ­ρωσε), μια προσφώνηση που ήταν βραχνάς για τις νέες και κουρα­σμένες γυναίκες.
Ξυπνούσαν, ετοίμαζαν βιαστικά τα σύνεργα για το θερισμό, δρεπάνι, σχοινί, ετοίμαζαν το φαγητό τους που ήταν συνήθως ψωμί με τυρί ή βούτυρο ή "τσορτάνα", από καμιά φορά κάμνανε και "τηγάνια" (ομελέτες με φρέσκα κρεμμυδάκια ή πατάτες), και ξεκι­νούσαν.
Συνήθως πήγαιναν παρέες - παρέες για το θέρος και πήγαινε πάντοτε μαζί τους και μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, για να τις προσέχει και να τις συμβουλεύει, αν θα χρειαζόταν. Αυτή ήταν και η αρχηγός της συντροφιάς και ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης και αγαπητό σε όλες.
Εκεί στα πράσινα λιβάδια, στην παραδεισένια φύση, μέσα στη μυρωδιά των λουλουδιών και του φρεσκοκομμένου χόρτου, ξεσπού­σαν τα βάσανα και οι καημοί. Εκεί, καθώς τις τύλιγε το μυστήριο του δάσους και του βουνού, ελεύθερες και απαλλαγμένες από ντροπαλοσύνες και περιορισμούς, νιόπαντρες και κορίτσια, άφηναν τον πόνο τους να ξεχύνεται αυθόρμητα σε τραγούδι μελαγχολικό, νο­σταλγικό και παραπονεμένο.
Τραγουδούσαν για την καταραμένη ξενιτιά, για τον χωρισμό, για την αγάπη, για το χρυσό τους ταίρι.
«Αέρ'~ ί-μ’ κι Άε-Θόδωρε μ’ με τ’ άσπρον τ’ άλογόπον.
Έπαρ' καί δέβα κρέμ’ σον με'ς σ' έγάπ'ς- ί-μ’ τ’ έγκαλόπον!"
 (Αι Γιώργη και Αι Θόδωρε με τ' άσπρο το αλογάκι,
πάρε με και ρίξε με στην αγκαλιά της αγάπης μου).
Κλαίγαν' και τραγουδούσαν. Τραγουδούσανε και κλαίγανε μα­ζί κι έτσι γαλήνευε η πονεμένη τους ψυχή.Παρακαλούσαν την φύση γύρω, τον ουρανό, τον ήλιο, τα βουνά:
«Ε! Ουρανέ Παράκλητε, κατήβ’ αφκά καί κρίσον
Εμέν και το σαρίν τ' αρνί μ'ς έναν μέρος γιά ποίσον!»
 (Αχ! Ουρανέ μου Σπλαχνικέ! Χαμήλωσε και κρίνε,
 Εμέ και την αγάπη μου δώσε μας κάποια λύση).

"Νερά-νερά τρεχούμενα, νερόπα πού κεσ’ πάτεν;
Τ' άρνόπο μ’ έν ‘ς σήν ξενιτάν, έπάρτ’ άτο κι ελάτεν".
 (Νερά-νερά τρεχούμενα, νεράκια για πού πάτε;
Η αγάπη μου στην ξενιτιά πάρτε την και ελάτε).


"Καί ‘σείν αστρόπα τ’ ουρανού φωτάξ'τεν ς' σήν σκοτίαν,
να έρται ο ξενιτέας ‘ιμ, μή σύρω μαναχίαν".
 (Και σεις αστράκια τ' ουρανού φωτίστε το σκοτάδι,
 για να ρθει ο ξενιτιάρης μου και να μη μένω μόνη)

«Ατσάπς αβούτος ό ήλεν ‘ς όλεν τόν κόσμον παίρει;
Έναν γράμμαν θά δίγ’ άτον, τ’ αρνόπο μ’ γιά νά φέρει"
(Άραγε αυτός ο ήλιος φέγγει σε όλον τον κόσμο;
Θα του δώσω ένα γράμμα στην αγάπη μου να φέρει).

"Ραχία μή συρίζετεν, ποτάμα μή βοάτεν,
Θά έρται τό μικρόν τ’ αρνί μ’ καί απ’ εσάς φοάται"
(Βουνά να μη σφυρίζετε, ποτάμια μη βουίζετε,
Θα 'ρθεί η αγαπούλα μου και από σας φοβάται).

Πονεμένες γυναίκες! Η μαγευτική ομορφιά της φύσης γύρω, όχι μόνο δεν τις παρηγορούσε, παρά τις άναβε περισσότερο τον καημό της μοναξιάς!
Πνιγμένες από καημό και θλίψη, μιλούσαν με τον άνεμο, τα δένδρα, τα πουλιά και λέγανε τον πόνο τους τραγουδώντας:

"Ψηλά ραχιά καί πράσινα καί δένδρα φυλλωμένα,
Κλίσ τεν κ’ τά κλαδόπα σουν και κλάψτεν για τ’ εμένα!»
(Ψηλά βουνά και πράσινα και δένδρα φυλλωμένα,
γύρ' τε τα κλωναράκια σας, κλάψ' τε και σεις για μένα!)

"Τ’ ουρανού τά πετούμενα, τ’ ουρανού τά πουλλία,
εκάτσαν κ’ εζωγράφ’σανε τ’ όμμάτ’ ίσ’ τά πλουμία! "
 (Τ' ουρανού τα πετούμενα, τ' ουρανού τα πουλάκια,
 έκατσαν και ζωγράφισαν τα πλουμιστά σου μάτια!)

"Παρχάρ’ αέρα ‘φύσεσεν κάποθεν τέλα-τέλα,
 άρνόπο μ τά φιλέματα σ’ γλυκέα κι άμον μέλα".
 (Φύσηξε αέρας δυνατά κάπου απ' το βουνό,
αρνί μου το φιλάκι σου σαν μέλι είναι γλυκό).



Όλα τους τα τραγούδια ζυμωμένα με τον πόνο, την λύπη, την μοναξιά και την νοσταλγία. Όλα μαρτυρούν την πικραμένη - βα­σανισμένη ζωή της Σανταίας.

"Και ‘ς ση Σαντά πού έντρισεν μή λέει είμαι αντρισμέντσα
 ο πρόσωπος άτ’ς  ‘κί γελά, πάντα τυραννιγμέντσα!"
(Όποια παντρεύτηκε στη Σάντα είναι σαν να μη παντρεύτηκε. Ποτέ δεν έχει γελαστό πρόσωπο, πάντοτε είναι στεναχωρημένη).

Και σ' ένα άλλο στίχο μας μιλούν για την άχαρη ζωή τους:
''Γιά τ' εμάς κόσμος καί χαρά όλα είν νιαφιλάδας        
Όλ' χαίρουντανε με τ' άγούρτς κ' εμείς με τοί γραιάδαςί"      
(Για μας στη ζωή μάταιες, είν' όλες οι χαρές, 
όλες με άντρες χαίρονται κι εμείς με τις γριές).

Όμως όλα τα υπέμειναν καρτερικά! Ήξεραν να υπομένουν και να περιμένουν.
Θεωρούσαν την ξενιτιά σαν κάτι το υποχρεωτικό, αναγκαστικό και αναπόφευκτο. Σαν κάτι από τα ανυπέρβλητα της ζωής.
«Ποίκες τον Ουρανόν ψηλά κ’ εκεί σκάλα ‘κί πάει,
Ποίκες την θάλασσαν πλατύ ν κ’ εκεί γεφύρ’ ’ κί στέκει.
Ποίκες την ξενιτάν μακρά κ’ εκεί λαλιά 'κί πάει!»
(Ψηλά έκανες τον ουρανό, σκάλα δεν ανεβαίνει.
Πλατιά έκανες τη θάλασσα, γιοφύρι δεν στεριώνει.
Μακριά έκανες την ξενιτιά και κει λαλιά δεν πάει!)

Ο θερισμός του χόρτου ήταν δουλειά κουραστική και διαρ­κούσε περισσότερο από δύο μήνες, όμως για τις Σανταίες, που ήσαν γυναίκες εργατικές, ανθεκτικές, γεροδεμένες, ήταν  πολλές φορές δουλειά σχεδόν ευχάριστη.
Ήταν μια ευκαιρία να ξεφύγουν λίγο από την αυστηρή ματιά των πεθερικών, των γερόντων, της αυστηρής τους κοινωνίας γενικά. Μια ευκαιρία να ξεδώσουν.
Εκεί μπορούσαν να πουν, να κλάψουν, να τραγουδήσουν τον πόνο και τον καημό τους. Θέλει και ο πόνος το τραγούδι του...
Κι όταν ξαλάφρωνε η καρδιά και γαλήνευε η ψυχή, κάθονταν στον παχύ ίσκιο των δένδρων, δίπλα σε κάποια νεροπηγή με κρυ­στάλλινο νερό, να πιουν νερό να δροσιστούν, να ξαποστάσουν, να κάτσουν να φάνε και να ξεκουραστούν.
Καρά-Καπάν
Ύστερα λέγανε τα αστεία τους, γελούσαν, παίζανε "τσάλτικαν" (τσιλίκι) και "λύντζα" (πεντόβολα) και κάνανε τις τρέλες τους! Ήταν πολύ... νέες.
Πολλές φορές φέρνανε από το σπίτι, κρυφά απ' τις πεθερές ανθόγαλο και καλαμποκίσιο αλεύρι και μαγείρευαν εκεί στα λιβά­δια το πολύ νόστιμο φαγητό "χαβίτσ'". Μοσχομύριζε ο τόπος από το αγελαδινό βούτυρο και 'κείνες τρώγανε και γελούσανε και χαίρο­νταν την αταξία τους!
Άλλοτε πάλι το ρίχνανε στο χορό και πείραζαν η μια την άλλη με δίστιχα, που λίγο - πολύ τα κατάφερναν όλες. Χαίρονταν την ε­λευθερία τους και παίρνανε έτσι και λίγη εκδίκηση από τις πεθερές, που τις ήθελαν δούλες και υποτακτικές και διαιώνιζαν την αυστη­ρότητα, την καταπίεση και την σκληρότητα, ενώ υπήρξαν και οι ί­διες νωρίτερα θύματα αυτής της σκληρότητας.
Τότε η χαρισματική στιχοπλόκος της παρέας έβγαζε τραγούδια ανάλογα με την περίπτωση της κάθε μιας, πότε περιπαιχτικά και πότε πονεμένα.
"Άτέ τ’ έμόν ή πεθερά χουσμάτ’ καλόν αν θέλει,
Πέτ’ ατεν άσ’ σήν Ρουσίαν τό παιδίν άτ’ς ας φέρει!"
(Αυτή η δική μου πεθερά δούλα καλή αν θέλει,
πείτε της απ' τη Ρωσία τον γιο της να μου φέρει).
Και για λογαριασμό κάποιας άλλης:
"Δούλαν αν επίασες με, στείλο ‘με τό μηναίο μ’
εχάσα τά νεότητα μ’ καί γιά τ’ εσέν τόν νέον".
(Αν με πήρες για δούλα, στείλε μου το μηνιάτικό μου.
Έχασα τα νιάτα μου για σένα το παλικάρι!)

Γνωστή είναι η περίπτωση της Μαρίας Σπυριδοπούλου, γνωστής με το όνομα "Καταραμέντσα". Κάποια μέρα η "Καταραμέντσα" πήρε μαζί της στο θέρος και το δίχρονο αγοράκι της.
Το έβαλε να κοιμη­θεί στον ίσκιο ενός δένδρου, όσο εκείνη θέριζε. Κάποια στιγμή το α­γοράκι ξύπνησε και άρχισε να κλαίει. Η μάνα του έτρεξε, το πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της και για να το ηρεμήσει, άρχισε να το τραγουδάει:
Έλα γιαβρί μ', έλα πουλί μ', ή μάννα σ' ποδεδίει σε,
 ο κύρη σ’ νά τρώει το λιλί ‘σ πού κ' έρται έγνωρίει σε!
(Έλα γιαβρί μου, έλα πουλάκι μου, να σε χαρεί η μαμά σου,
να φάει ο πατέρας σου το πιπί σου, που δεν έρχεται να σε γνω­ρίσει!)

Το τραγουδάκι ίσως φαντάζει αρχικά αστείο, στην πραγματι­κότητα όμως, είναι ένα γλυκό - πικρό παράπονο. Εκφράζει το γλυκό συναίσθημα της μάνας για το παιδί της και την πικρία της νεαρής συζύγου για τον άνδρα της που αργούσε να γυρίσει και που δεν το έκανε ούτε για χάρη του παιδιού του.
Η "Καταραμέντσα" ήταν λαϊκή τραγουδίστρια στη Σάντα και σ' αυτή της την ιδιότητα οφείλεται και το παρατσούκλι της, όπως θα δούμε παρακάτω.
Όταν τελείωνε ο θερισμός του χόρτου στα λιβάδια, ανέβαιναν στις κοντινές βουνοκορφές όπου θέριζαν το "ζυγούδ"", ένα χόρτο κοντό και σκληρό. Το χόρτο αυτό, επειδή ήταν κοντό, δεν δένονταν με το σχοινί, γι' αυτό και το κουβαλούσαν μέσα σε υφαντά τρίχινα τσουβάλια, "τα χαράρα". Τα γέμιζαν πατητά και βάζανε από πάνω και άλλη μια αγκαλιά χόρτο, το "πασλούχ'" (η κουκούλα).
Το σακί έπρεπε να είναι καλογεμισμένο, πατημένο και ίσια δε­μένο κάθετα στην πλάτη, για να μη γέρνει η κουβαλήτρα πότε από την μια μεριά και πότε από την άλλη και να μη την συμπαρασύρει και κατρακυλήσουν σακί και κουβαλήτρα μαζί.
Η κουβαλήτρα έπρεπε να περπατάει στητή, με καλοδεμένο το τσεμπέρι της, με περιποιημένα και καλοδεμένα τα τσαρουχοδέματα, για να μην την περιγελούνε!
Έτσι έπρεπε. Ήταν αυστηρή η κοινωνίας τους. Είχε τους κανό­νες της που δεν άφηναν περιθώριο για κάποια παράλειψη ή κάποιο λάθος.
Όταν τύχαινε κάποια από τις θερίστριες να είναι αδιάθετη, ή να είναι κάπως αδέξια σ' αυτό το είδος του θερισμού, τότε όλες μαζί βάζανε από μια αγκαλιά χόρτο και συμπλήρωναν το σακί και το "πασλούχ'" της φίλης τους, για να μη πάει στο χωριό με μισοαδειανό σακί και τότε θ' άρχιζε το κουτσομπολιό. Χωριστά, που θα την στραβοκοίταζε, η συνήθως συνοφρυωμένη πεθερά!
Όποια είχε καλοπατημένο το σακί της και είχε και μεγάλο "πασλούχ'" από πάνω, ήταν η προκομμένη, η παινεμένη, και όλοι μακάριζαν την οικογένεια που είχε μια τόσο προκομμένη νύφη. Που είχε, δηλαδή ένα τόσο καλό υποζύγιο!
Σχολίαζαν στο χωριό:
- Μώ σε! Τό σαλάκ'ν ατ’ ς ραχίν κ' έκείνε πορπατεί αμον λαμπά δαν, λες κ’ εσύ, φτουλ'τά φορτούται! Μάσαλλαχ! Άρ' αΐκ'σαν νύφεν θα έεις!
(Βουνό το φόρτωμα στην πλάτη της και αυτή περπατάει ίσια, σα λαμπάδα, λες και είναι φορτωμένη με πούπουλα. Μπράβο! Τέ­τοια νύφη, αξίζει να έχεις!)

Η εργατικότητα συνδυασμένη με αντοχή και λεβεντιά ήταν χάρισμα επιθυμητό στην Σάντα. Αυτή ήταν η ιδανική γυναίκα της Σάντας.


Πόπη Τσακμακίδου- Κωτίδου

Φιλόλογος-Συγγραφέας

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah