Το δράμα της Προσφυγιάς στο έργο του Σίμου Λιανίδη

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Ο αριθμός των Ελλήνων συγγραφέων για τις χαμένες πατρί­δες δεν έχει τέλος και αρχή. Χιλιάδες σελίδες, γεμάτες νο­σταλγία, θρήνο και ύμνους, γεμίζουν την ελληνική Γραμματεία.
Γιατί στην ψυχή των προσφύγων υπάρχει πάντα ο μυστικός λυγ­μός για τις μαγικές πολιτείες που χάθηκαν.

 Πόντος, Κωνστα­ντινούπολη, Σμύρνη. 
Το 1922 είναι η χρονιά που ο ελληνισμός ψυχορραγεί σε αυτές. Βαρύ και εφιαλτικό σύννεφο θα περάσει για να καλύψει κάθε ίχνος ελληνικής παρουσίας στις πανάρχαιες εστίες της φυλής.

 Ένας από τους πιo σημαντικούς βάρδους του θρήνου ο Σίμος Λιανίδης
Ένας από τους πιο σημαντικούς βάρδους αυτού του θρήνου - και γιαυτό βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών - είναι ο διακεκριμένος Σίμος Λιανίδης, από τη Σαντά του Πόντου.
Ο ποιητής και πεζογράφος. Ο λαογράφος και θεατρικογράφος.
Ο φιλόλογος, που πόνεσε, αγάπησε και εξύψωσε τον Πόντο. Και εργάστηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής και του σπινθηροβόλου πνεύματος του για την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ποντίων.
Και ο πόνος που αποπνέει η πνευματική του δημιουργία για το δράμα της προσφυγιάς, λεπίδι κοφτερό στην καρδιά. Και οι μαρτυρίες του συγκλονιστικές, που με την ωραιότητα του λόγου του και την αλήθεια να λάμπει, κατατάσσονται στην ιστορία του έθνους, στη διαχρονική ιστορία, αυτήν που δεν επιδέχεται αλλοι­ώσεις και αλλαγές.

Αιμορραγούν διαρκώς οι πληγές
Γιατί ο Σίμος Λιανίδης, αν και πορεύτηκε την οδό της τιμής, της δημιουργίας, και φώλιασε σ' ευτυχισμένη εστία οικο­γενειακή, οι παιδικοί μώλωπες στην ψυχή του από το δράμα της προσφυγιάς του 1922 όλο και αιμορραγούν.
Βουτηγμένη η γραφίδα του στο αίμα αυτό, καταγράφει τις σκοτεινές εκείνες κι άφεγγες μέρες, που του έκρυψαν την ηλιόχαρη Σαντά, την αγαπημένη γη των πατέρων, σε αυτήν που πρωτοείδε και ο ίδιος τη ροδαυγή.

 Στυφή γεύση στο στόμα τα γραφτά του Σίμου Λιανίδη
Σε ολόκληρο, σχεδόν, το ποιητικό και πεζογρα­φικό του έργο νιώθεις τη στυφή γεύση στο στόμα και φτερωτά πουλιά οι πικρές κι επίμονες αναμνή­σεις του, κατέχουν, ίσως, τη σημαντικότερη εικόνα στο πλούσιο συγγραφικό του πανόραμα.
Πα στα κλαδιά σου εμείς κουρνίζουμε
τα μαυροπεινασμένα προσφυγάκια
πουλιά της φτώχειας και της γύμνιας φοβισμένα.
Το ποίημα «Συμφορά» αποδίδει όλο εκείνο το κλίμα της βουβής τραγωδίας. Θυμάται ο ποιητής, σιγοκλαίει ο πεζογράφος, κρατά λάβαρο περήφανο του Πόντου ο λαογράφος. Μουρμουρίζει το μοιρο­λόι της Σαντάς της Επτάκωμης με εκείνο το ευωδιαστό άρωμα, που αναδίδει ο χαρισματικός άνθρω­πος, ο έξοχος λογοτέχνης.

 Πατρίδα (απόσπασμα)
Αυτού που αφήσαμε τα σπίτια μας,
την προκοπή μας,
την καρδιά μας,
το μόχτο μας και τη χαρά μας
- Ω εσείς χορταριασμένοι τάφοι των προγόνων
Αυτού γυρνά η σκέψη μας
Συχνά
Κι είναι παράπονο ο πόνος μας
που κλάμα γίνεται σε κάθε μας τραγούδι.
.................................................................................
Αντίχρονοι - στη μητέρα του (απόσπασμα)
Ω περασμένοι εσείς καιροί κι ευτυχισμένοι χρόνοι.
Μα ήρθε ο μαύρος μισεμός
και πήραμε της προσφυγιάς τον πικραμένο δρόμο.
Βουβοί, κλαμένοι αφήσαμε τις πατρικές φωλιές μας
 κείνη τη μέρα π' άρχιζε η μαύρη καταιγίδα.
Ω περασμένοι εσείς καιροί κι ευτυχισμένοι χρόνοι
 Τώρα ρημάδια κι ερημιά, όλα καημοί και πόνοι.

 Λαχτάρα των Σανταίων για την πατρίδα τους
Στο διήγημα του «Νοσταλγίας θρήνος», ο δραματικός συγγρα­φέας Σίμος Λιανίδης περιγράφει αυτή τη λαχτάρα των συμπατριωτών του για τη Σαντά, ιδίως από τους γεροντό­τερους.
 Η Σαντά, το χωριό τους, το επισκέφθηκαν δυο συγχωριανοί για προσκύνημα και έφεραν στην Καστανιά Ημαθίας λίγα πρασινόκλαδα από έλατο κι ένα μπουκέτο από δάκρυα της Παναγιάς. Αυτά τα ολόδροσα κιτρινολούλουδα που φυτρώνουν εκεί.
Οι αναμνήσεις και ο πόνος φούντωσαν στις γε­ροντικές, κουρασμένες καρδιές των προσφύγων. Δάκρυα, χείμαρρος η νοσταλγία και μοιρολόγια που στάζουν φαρμάκι.
Οι γριές κλαίνε με αναφιλητά. «Με λυμένες τις μαύρες ποντιακές μαντίλες τους, χύνουν τον πόνο τους σε πικρό μοιρολόγι». Ο λόγος τραγικά μονότονος, φαρμακερός σφάζει καρδιές. «Είναι, άραγε, Σανταίες γριές της Καστανιάς ή χο­ρός μιας τραγωδίας του Ευριπίδη;», παραθέτει το ερώτημα ο αφηγητής.
Μνήμες πληγές, που δυναστεύουν τη χαρά. Που ο κύκλος της ζωής σημαδεύτηκε για πάντα και βα­θιά από τον Γολγοθά της προσφυγιάς. Καρφωμένη και σταυρωμένη η φυλή πόσες φορές! Κυνηγημένη, σφαγμένη και ρημαγμένη από την τουρκοτσέτικη χατζάρα.

 Δεν ξεχνιούνται η φρίκη και ο σπαραγμός
 Πώς να ξεχάσει ο μικρός, τότε, Σίμος Λιανίδης, που πρωτοαντίκρισε με τα αθώα παιδικά μάτια, τόση φρίκη και τόσο σπαραγμό;
 Πώς να μη θλίβεται όταν θυμάται το αλαφια­σμένο κυνηγητό τους από τη Σαντά στο Βατούμ και από εκεί στην πόλη Κουτάϊς της Γεωργίας, του Καυκάσου;
Ένα ανθρωπομάνι φοβισμένο, ξεριζωμένο, αναζητά τη μοίρα του, λιγωμένο από τη στέρηση και τους κακοτράχαλους δρόμους.
  Άλλοι να πέφτουν άπνοοι στη διαδρομή κι άλλοι μπίνα (φορτω­μένοι στην πλάτη των άλλων), στους νεότερους, που κρατούν από το χέρι και τα παιδιά, ανάμεσα τους και ο μικρός, τότε, Σί­μος Λιανίδης.
Εξορία στην εξορία. «Του Χριστού τα γιαϋύρφ και τα περισανλούκια επέσυραμε σα εξορίας», είναι η κραυγή της σεβάσμιας μακαρίτισσας Ουρανίας Σοφιανού, που πάνω στον ανθό της νιότης της, είδε αρμάθι τους νεκρούς συγγενείς της στο Ερζερύμ.

Σκληρή δουλειά στα καπνοτόπια του Καταχά
Και επιτέλους, ο μικρός, τότε, Σίμος Λιανίδης φθάνει στην Ελλάδα, στο χωριό Καταχάς της Κατερίνης. Εκεί δούλεψε στην καπνοκαλλιέργεια, γεύτηκε την πικρή λάσπη της χλωρής νικοτί­νης, έκανε τον τσομπάνη, βόσκοντας τα βόδια τους, ζεματίστηκε στην κάψα του θέρους, διπλώθηκε στο τσάπισμα του καπνού και του καλαμποκιού, τσιγαρίστηκε στη γύρα του αλωνισμού, σκί­στηκαν τα παιδικά του χεράκια στο βοτάνισμα των σπαρτών.
Ήταν πικρά εκείνα τα χρόνια. Χρόνια μόχθου, πείνας και προσφυ­γιάς. Εξομολογείται ο ίδιος στο διήγημα του «Με τον πατέρα».
Έτσι μαράθηκε ο ενθουσιασμός και το όνειρο. Αφυδατώθηκε η καρδιά από τη χαρά και την ελπίδα. Η μοίρα του Σίμου Λιανίδη είναι η μοίρα όλων των προσφυγόπουλων που ανάλωσαν τα νιάτα τους για λίγο πικρό ψωμί και μια φτωχογωνιά. Γιαυτό, στα μάτια όλων αυτών που έζησαν το δράμα της προσφυγιάς, πλα­νάται η μελαγχολία. Ακόμη και όταν όλα είναι άφθονα και έχουν περάσει πια οι δύστυχες μέρες.

 Μια νύχτα, παραμονή των Χριστουγέννων
Μια τέτοια νύχτα, παραμονή Χριστουγέννων, περισφίγγουν οι μνήμες τον ποιητή:
 Παραμονή Χριστουγέννων απόψε
Στο σπίτι τώρα βασιλεύει η θαλπωρή.
Τα φώτα όλα αναμμένα κι όλα τριγύρω λάμπουν.
Με του πουλιού το γάλα είναι στρωμένο το τραπέζι
 Μα όση κι αν είναι, αλίμονο, η θαλπωρή
κι όσο γιορταστική  η μουσική
τόσο πικρή η θλίψη η δική μου.
  Ο νους μου τριγυρνά σ' εσάς, πατέρα και μητέρα μου,
που μέσ' στη φτώχεια και στην προσφυγιά σας έχασα.
 Κι άλλοτε θυμάται τον παλαιό άρχοντα της θρυλικής Τραπε­ζούντας, με το εξοχικό στη Σαντά και τώρα αγρότη, μεροκαματιάρη, και αναφωνεί:
Πατέρα,τα ροζιασμένα χέρια σου ανάμνηση ιερή .

Η Σανταία γυναίκα και μάνα στο έργο του Σίμου Λιανίδη
Εκεί, όμως, που σκύβει προσκυνητής είναι η Σανταία γυναίκα και μάνα. Αυτή που σήκωσε όλο το βάρος της προσφυγιάς. Που στα σκυφτά κατάμαυρα της μάτια στύλωσε η θλίψη και προσέ­φερε τον εαυτό της ολοκαύτωμα και θυσία στα παιδιά και την οι­κογένεια, σε όσους απόμειναν από την καταστροφή.
 Ούρλιαζαν οι γυναίκες της προσφυγιάς, όταν έχασαν σύντροφο, αδέλφια, αγαπημένους. Μα εδώ, στη μητέρα πατρίδα, έφεραν στον κόρφο τους τα άγια εικονίσματα και κράτησαν στα στιβαρά τους χέρια τη συνέχεια της ζωής.
Μιας ζωής βουτηγμένης στην ένδεια. Και ο αγώνας σκληρός. Μα το θάρρος της Σανταίας, της Πόντιας, της Μικρασιάτισσας, της Ελληνίδας γενικότερα, είναι αυτό που κρατά μυστικά αναμμένο το λύχνο του έθνους.
Τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, αυτή βύζαινε, από τη μια το βλαστάρι της με το γάλα της ζωής, και από την άλλη στά­λα στάλα, κάθε μέρα, κάθε λεπτό, πότιζε την ψυχή την ελληνική. Και στο χαμηλό φως του καντηλιού, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς, του έριχνε τον σπόρο της Ορθοδοξίας. Και είναι η Σανταία μάνα εδώ, η μάνα του Σίμου Λιανίδη, που ωθεί μαλακά το παιδί της για το δρόμο προς τη μεταλαβειά της Ελληνικής Παιδείας.
Το βλέπει περίλυπη ξυπόλητο να πλατσουλάει μέσα στη λά­σπη, πεινασμένο, με μπαλωμένα ξεθωριασμένα ρούχα, με την πάνινη σάκα που έραψε η ίδια από παλαιόπανα και το κουτί από κονσέρβα για το γάλα της ελεημοσύνης που δίνουν στα προσφυγόπουλα, και ματώνει η καρδιά της. Κλαίει εκεί στη γωνιά και σκουπίζει τα μάτια της με την άκρη του μαύρου μαντηλοκέφαλου. Όμως, βάζει σαν πρώτη προτεραιότητα τα Γράμματα και το Πνεύμα.
Και όταν το πανέμορφο αγόρι της, της δημιουργεί αφόρητη θλίψη που το βλέπει έτσι ντυμένο με τα κουρέλια, φορτώνεται την όμορφη ραπτομηχανή της, προίκα της, την κουβαλά πεζή από την Καλαμαριά ως το Ντεπό και το μικρό της από το άλλο χέρι, και κατεβαίνει στην αγορά για να την ανταλλάξει με ένα καινούργιο κοστούμι, να το λούσει μετά, να το καλοντύσει, να το καμαρώσει!
Αθάνατη μάνα Σανταία. Αν σου πήραν τα φλουριά και τ' ασή­μια, τα κονάκια και τις εκκλησίες, ποιος μπορεί να σου πάρει αυτήν την ελληνική ψυχή, που αναγεννάται από την τέφρα!

Η ραπτομηχανή για ένα κοστουμάκι!
Στο διήγημα «Η ραπτομηχανή», ο συγγραφέας αποδίδει συ­γκλονιστικά όλη αυτή την ιερότητα της Σανταίας Μάνας. Και μαζί με τον ύμνο για τη μάνα, σιγοκλαίει και ο ίδιος για τα χαμέ­να όνειρα, τα φθαρμένα νιάτα και το τόσο πρόωρο αντίκρισμα της τεράστιας αδικίας των δυνατών.
Ο Σίμος Λιανίδης συλλογιέται ακόμη τις συνέ­πειες του ξεριζωμού και το σκόρπισμα των Ποντίων στα πέρατα της οικουμένης. Της προσφυγόπληκτης γενιάς του Πόντου.
 Η μοίρα τό 'χει, αδελφοί
της ξενιτιάς να παίρνομε τον δρόμο τον σκληρό συχνά.
 Όπου κι αν είστε
- Ευρώπη, Αυστραλία, Αμερική, Ρωσία
της ράτσας μας το μύρο ευλαβικά κρατάτε

 Το δράμα των εκτουρκισμένων Ποντίων
Σκύβει στοργικά στο δράμα των αποκομμένων, αυτών που εκτουρκίστηκαν άθελα τους. Όπως ο πατέρας που ξαναβρίσκει τη χαμένη κόρη του Περιστέρα με το όνομα Ελμάς, ντυμένη με τα χοντρά τούρκικα φουστάνια και σκεπασμένο το πρόσωπο. Και όταν αναγνωρίζονται, αγκαλιάζονται σπαραξικάρδια σε ένα αγκάλιασμα θανάτου και πίκρας, ενώ τα δάκρυα μουσκεύουν τα πρόσωπα τους.

Στο διήγημα αυτό του Σίμου Λιανίδη διαφαίνεται όλη η διά­θεση και η παράθεση της αλήθειας. Οι γέροντες Τούρκοι επεμ­βαίνουν, κλαίγοντας και αυτοί, και τους χωρίζουν.
 Ο Αλλάχ σε οδήγησε να βρεις το γιαβρί σου, του έλεγαν. Καλωσόρισες, αδελ­φέ, στον τόπο μας, που είναι και δικός σας τόπος. Είμαστε αδέλ­φια, γιατί στον ίδιο τόπο φυτρώσαμε. Από τον καιρό που σας ξερίζωσαν, κι εμείς εδώ δεν είδαμε προκοπή...

Ήταν κατάρα ο χωρισμός μας. Όποιος φταίει, ας τον δικάσει ο Αλλάχ.
Και όταν, την άλλη μέρα, ο μουλάς καλούσε τους πιστούς για την προσευχή, η κόρη γρήγορα και κρυφά, μπροστά στην πόρτα της, κάνει τον σταυρό της και μετά φεύγει για το τζαμί. Κρυπτοχριστιανή παρέμεινε η παιδούλα που πουλήθηκε σε Τούρκο κατά την καταστροφή.

 Όρκο ανθρωπισμού αποτελούν τα βιβλία του
Τα βιβλία του Σίμου Λιανίδη, όρκος ανθρωπισμού, δεν αναλί­σκονται σε ιστορικά και πολεμικά ντοκουμέντα, κριτικές θέσεις και χρονολογίες. Τις συνέπειες περιγράφει, με έναν πόνο άφα­το, με έναν λυγμό και θρήνο χαμηλόφωνο για το χαλασμό του κόσμου.
Και βοηθάει με τον τρόπο αυτόν να γίνει ο άνθρωπος καλύτερος, μέσα από το δράμα της προσφυγιάς, προβάλλοντας τη λατρεία της οικογένειας, την τιμή για τη δούλεψη, την αδελ­φοσύνη των λαών, πέρα από τον ιμπεριαλισμό των κυβερνώντων.
Και τον αγώνα για πρόοδο και μόρφωση, έστω και με αυτή τη σακατεμένη ψυχή της γενιάς μας, από όσα είδε και έζησε.

Κορυφαίο μήνυμα του, η αντίσταση
Κορυφαίο μήνυμα του Σίμου Λιανίδη, η αντίσταση στη μπόρα και τη συμφορά, αφού και ο ίδιος, μέσα από τόσες οδύνες και ταλαιπωρίες, έσωσε την ψυχή και τον λόγο του.

Και ακόμη, τα βιβλία του έχουν πάντα επικαιρότητα, ιδίως τώρα που το μάτι του Κύκλωπα καρφώθηκε στη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Βόρεια Ήπειρο και ο κίνδυνος ξαναχτυπά την πόρτα της Ελλάδας.
 Πρώτη η Κύπρος δέχτηκε, ήδη, τη μαχαιριά. Και η δόλια επιβουλή απλώ­νεται, με χίλιους τρόπους, στις ακριτικές περιοχές μας.

 Για ολόκληρη τη δοκιμαζόμενη ανθρωπότητα
Οι μαρτυρίες, όμως, και η πνευματική κατάθεση του Σίμου Λιανίδη δεν ανήκουν μόνον στην ελληνική προσφυγιά, αλλά σε ολόκληρη τη δοκιμαζόμενη ανθρωπότητα, που υπέστη τέτοιους διωγμούς. Στους Αρμένιους, στους αδελφούς Κύπριους, στους Κούρδους, στους ομόδοξους αδελφούς Σέρβους.

 Σημείο αναφοράς στο έργο του η Καλαμαριά
Ένα πυκνό σημείο αναφοράς στο πνευματικό του έργο είναι η Καλαμαριά, ο θλιμμένος κή­πος της ψυχής του. Ο Κρανίου τόπος, που αντίκρισε το σμήνος των πρώτων προσφύγων.
Ο κλίβανος, η συρματόφραχτη καραντίνα. Οι ρημαγμένες παράγκες, η πείνα, ο τύφος, η ελονοσία και το σύννεφο κουνουπιών.

Και ο θάνατος θριαμβευτής να θερίζει με λύσσα νέους, γέρους, παιδιά. Ομαδικοί οι τάφοι και εφιαλτικές οι ώρες της Καλαμαριάς. Η προσφυγιά και η δυστυχία πάνε αντάμα.
Όμως, στην Καλαμαριά ο Σίμος Λιανίδης πρωτοπήγε σχολείο. Και από εδώ ξεκίνησε να γίνει επιστήμονας. 
Και σε όλο το διάστημα των φοιτητικών του χρόνων, στην Καλαμαριά πρωτοδοκίμασε τη φτερωτή του πένα σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Και στην Καλαμαριά δίδαξε ως σοφός καθηγητής για πρώτη φορά, στο γυμνάσιο, που ίδρυσε η ρωμαλέα φυσιογνω­μία των Ποντίων, ο Λεωνίδας Ιασονίδης.

Ο ίδιος ο ποιητής δίνει το στίγμα της εποχής αυτής, με μοναδικό τρόπο στο ποίημα του «Καλαμαριά»:
Μαύρη κατάρα το ξερίζωμα
απ' της πατρίδας τις φωλιές.
Της προσφυγιάς ο δρόμος τραγικός
κι αβάσταγος καημός και θρήνος.
Κυνηγημένο ανθρώπινο κοπάδι - οι πρόσφυγες,
σπαθιού, μαχαίρας και ρομφαίας απομεινάρι,
σε  κονέψαμε, - φτωχή Καλαμαριά.
Σίφουνας βούιζε ο καημός. - Καυτή βροχή το πονεμένο δάκρυ.
Στους ξύλινους θαλάμους, στα τσαντίρια σου,
στη συρματόφραχτη φριχτή σου καραντίνα,
όσες ψυχές απ' την πατρίδα απέζησαν,
στοιβάχτηκαν του χάρου βρώση,
κι έπεσε εκείνος άγριος
ν' αποτελειώσει της σφαγής τ' ανείπωτο το δράμα
- Ω, τι φριχτός κι εκείνος ο χαμός!
-Ατέλειωτες οδέψανε στο «Λόφο του Ασύρματου»

 Τον τιμούν Σαντά  και Καλαμαριά
Η Σάντα, η γενέτειρα του, τον τιμά. Είναι, ωστόσο, βέβαιο πως και η Καλαμαριά, με ιδιαίτε­ρη περηφάνια, τον θεωρεί και δικό της παιδί.
Γιατί στη μικρή αυτή πολιτεία της φτώχειας και του ονείρου, σε αυτό το άλλοτε προσφυγικό γκέτο, πλάστηκε αυτή η έξοχη μορφή και πρόβαλε ο ποιητής.
Ναι, η Καλαμαριά τον διεκδικεί, όπως και η Σαντά, γιατί γνωρίζουν καλά πως οι ποιητές δοξάζουν τον τόπο όσο και οι ήρωες.

 Αγγελική Στεργίου
 δημοσιογράφος και συγγραφέας




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah