Το Βιογραφικό
Ο Μάξιμος Σιβετίδης γεννήθηκε το 1917 στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. Οι γονείς του ήταν δάσκαλοι. Μαζί με τα αδέλφια του, τον Νίκο και τον Βίκτωρα, οι γονείς του τον έφεραν στην Ελλάδα, όπου, παρά τη μικρή του ηλικία, ο Μάξιμος πήρε μια γεύση της ταραγμένης εκείνης εποχής.
Όλα όσα πέρασε μικρός τον έκαναν άνθρωπο ελεύθερο, που δεν δέχεται κανενός είδους σκλαβιά. Η δράση του κατά τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα (1941 - 1944) οφειλόταν σε αυτόν τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του.
Σπούδασε στο γυμνάσιο και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο. Δεν πρόλαβε, όμως, να συνεχίσει τις σπουδές του, γιατί πρόλαβαν τα γεγονότα του πολέμου. Επιστρατεύτηκε το 1940 στην Τρίπολη και από εκεί στάλθηκε, τον Μάιο του 1941, στην Κρήτη για την υπεράσπισή της από τους χιτλερικούς επιδρομείς.
Σπούδασε στο γυμνάσιο και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο. Δεν πρόλαβε, όμως, να συνεχίσει τις σπουδές του, γιατί πρόλαβαν τα γεγονότα του πολέμου. Επιστρατεύτηκε το 1940 στην Τρίπολη και από εκεί στάλθηκε, τον Μάιο του 1941, στην Κρήτη για την υπεράσπισή της από τους χιτλερικούς επιδρομείς.
Εκεί πολέμησε με τολμηρές πράξεις κατά των Γερμανών, από τους οποίους αιχμαλωτίστηκε και βασανίστηκε επί οχτώ μήνες στις γερμανικές φυλακές. Από την Κρήτη δραπέτευσε και, μετά από πολλές περιπέτειες και κυνηγημένος από τους Ιταλούς στη Στερεά Ελλάδα, έφτασε στη Θεσσαλονίκη κατάκοπος και πεινασμένος.
Σε μια συνέντευξη του, στις 29 Μαΐου 1989, στην εφημερίδα «Αυριανή Βόρειας Ελλάδας», ο Βίκτωρ Σιβετίδης μίλησε - μεταξύ άλλων - και για τις περιπέτειές του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Είπε συγκεκριμένα:
«Στη Βόρεια Ελλάδα δούλεψε παράνομα στο Κιλκίς ως αχτιδικός και υπεύθυνος στρατιωτικός του εφεδρικού ΕΛΑΣ (σ. σ. Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), ενώ τον ίδιο καιρό, ο τότε νομάρχης Κιλκίς (σ. σ. ο περιβόητος Κωνσταντίνος Δρέλιας), με διόρισε αρχιφύλακα του Αγρονομείου Παιονίας, στη Γουμένισσα. Δούλεψα εκεί μέχρι που έγινα αντιληπτός από τους ντόπιους φασίστες και τους Γερμανούς, οι οποίοι με καταδίωξαν, ώσπου αναγκάστηκα, το 1945, να καταφύγω στο εξωτερικό».
Σε μια συνέντευξη του, στις 29 Μαΐου 1989, στην εφημερίδα «Αυριανή Βόρειας Ελλάδας», ο Βίκτωρ Σιβετίδης μίλησε - μεταξύ άλλων - και για τις περιπέτειές του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Είπε συγκεκριμένα:
«Στη Βόρεια Ελλάδα δούλεψε παράνομα στο Κιλκίς ως αχτιδικός και υπεύθυνος στρατιωτικός του εφεδρικού ΕΛΑΣ (σ. σ. Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), ενώ τον ίδιο καιρό, ο τότε νομάρχης Κιλκίς (σ. σ. ο περιβόητος Κωνσταντίνος Δρέλιας), με διόρισε αρχιφύλακα του Αγρονομείου Παιονίας, στη Γουμένισσα. Δούλεψα εκεί μέχρι που έγινα αντιληπτός από τους ντόπιους φασίστες και τους Γερμανούς, οι οποίοι με καταδίωξαν, ώσπου αναγκάστηκα, το 1945, να καταφύγω στο εξωτερικό».
Αργότερα, στη Ρουμανία όπου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας, άρρωστος και με αναπηρία 60%, έγραψε τα προσωπικά του βιώματα από τη συμμετοχή του στη Μάχη της Κρήτης.
Στη Ρουμανία παρέμεινε έως το 1968, κάνοντας διάφορες δουλειές. Το 1968 έφυγε στην τότε Δυτική Γερμανία, όπου ασχολήθηκε με τα προβλήματα των Ελλήνων εργαζομένων ως κοινωνικός λειτουργός.
Ταυτοχρόνως διατηρούσε φροντιστήριο για τα Ελληνόπουλα. Γι’ αυτές τις δραστηριότητές του τον κυνήγησαν από το προξενείο του Αμβούργου. Ιδιαιτέρως τους ενοχλούσε το περιοδικό για παιδιά, με τίτλο «Χελιδόνια», που έβγαζε για τα Ελληνόπουλα ο Μάξιμος Σιβετίδης.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα και συγκεκριμένα τον Μάιο του 1989, όταν είχε συμπληρώσει τα 72 του χρόνια, ο Μάξιμος Σιβετίδης πήρε τη σύνταξή του ως αντιστασιακός.
Ο Μάξιμος Σιβετίδης πέθανε τον Ιούνιο του 1994 στη Θεσσαλονίκη και τάφηκε στην Πηγή Αξιούπολης, δίπλα στα αδέλφια του και τους άλλους συγγενείς.
Tα βιβλία του Μάξιμου Σιβετίδη είναι γραμμένα σε λογοτεχνικό ύφος, δεν είναι, δηλαδή, απλές διηγήσεις κάποιων γεγονότων. Στα περισσότερα σημεία τους αποτελούν εσωτερικό μονόλογο.
Γιαυτό και δεν υπάρχουν μέσα στη διήγηση διάλογοι, ο συγγραφέας μιλάει με τον εαυτό του. Οι άλλοι είναι κοντά και μακριά του, ίσως πολύ μακριά του. Έχει σημασία, ωστόσο, να τονιστεί ότι ο λόγος είναι τόσο κελαρυστός, που διαβάζοντας τη διήγηση ο αναγνώστης νιώθει να παρασύρεται, με αρκετή αγωνία, όλο και παρακάτω, στις επόμενες λέξεις και αράδες, για να γνωρίσει τι συνέβη στον δοσμένο χρόνο και χώρο και στον άνθρωπο που κάνει την περιγραφή.
Ο πολεμιστής της Μάχης της Κρήτης και συγγραφέας νιώθει σαν ένα εξάρτημα στην πολεμική μηχανή, που έστησαν οι μεγάλοι της Ευρώπης, για να πουλήσουν τα όπλα τους και για να κατακτήσουν νέα εδάφη, χωρίς να υπολογίζουν καθόλου τους απλούς ανθρώπους, τους οποίους έστειλαν στη σφαγή, φανατίζοντάς τους με κάποιες ιδεολογίες.
Έχει απόλυτη συνείδηση ότι αποτελεί κι αυτός ένα γρανάζι της πολεμικής μηχανής, είναι, ωστόσο, βέβαιος - από την άλλη μεριά - ότι αυτός, τουλάχιστον, αγωνίζεται για να μην σκλαβωθεί η πατρίδα του.
Ο συγγραφέας, λίγες φορές περιγράφει τι έκαναν οι άλλοι συμπολεμιστές του. Εκείνο που τον απασχολεί είναι το τι κάνει ο ίδιος μέσα σε αυτόν τον χαλασμό. Σκέφτεται τα πάντα και σπάνια ενεργεί αυτόματα και αυθόρμητα. Και αυτό, παρά το ότι τα γεγονότα τρέχουν γρήγορα, οι σφαίρες και οι οβίδες έρχονται με μεγάλη ταχύτητα κατά πάνω του.
Υπολογίζει τα πάντα, από την απόσταση του Γερμανού αλεξιπτωτιστή από το σημείο όπου βρίσκεται ο ίδιος, μέχρι τα σχέδιά του για την αντιμετώπιση του εχθρού την κάθε στιγμή.
Οι βαθιές ανθρώπινες ευαισθησίες του τον κάνουν να σκεφτεί και τον αντίπαλο του στη ζωή και στο θάνατο. Θα ζήσει εκείνος ή ο τυφεκιοφόρος του εχθρού, που είναι έτοιμος να τον εξοντώσει;
Στην αρχή, βλέπει τον αλεξιπτωτιστή σαν ένα έντομο, ίσως και σαν άγριο θηρίο, που πέφτει από τον ουρανό. Παύει, δηλαδή, ο εχθρός να είναι άνθρωπος μέσα στη σκέψη του.
Ξέρει ότι τώρα έχει να κάνει με κάποιο ζώο, που αποτελεί γι’ αυτόν θανάσιμη απειλή. Και εδώ, ακριβώς, υπάρχει ο υπαινιγμός για τον φασισμό και όλες τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες, που μεταμορφώνουν τον άνθρωπο σε άγριο ζώο.
Χωρίς να γνωρίζει - το πιο πιθανόν - ο Μάξιμος Σιβετίδης τις απόψεις για τον πόλεμο του μεγάλου Πόντιου στοχαστή Γιώργου Σκληρού - Κωνσταντινίδη, είναι βέβαιος - όπως και εκείνος — ότι ο πόλεμος, σε όποια μορφή του - κατακτητικός, αμυντικός — δεν παύει να αποτελεί απόδειξη της έλλειψης πολιτισμού σε αυτούς που τους κάνουν.
Ο πολεμιστής Μάξιμος Σιβετίδης, που είναι έτοιμος να σκοτώσει τον γιο μιας άλλης μητέρας, είναι βαθιά φιλειρηνιστής — όπως δείχνουν και τα δύο βιβλία του - και εχθρός του πολέμου. Πιστεύει, όμως, ότι το δίκιο είναι με το μέρος του, αφού αυτός δεν πήγε να κατακτήσει την πατρίδα κάποιου άλλου, αλλά σκοτώνει για να μην σκλαβώσει την πατρίδα του κάποιος άλλος.
Τα έργα του Μάξιμου Σιβετίδη
Ο Μάξιμος Σιβετίδης εξέδωσε τα βιβλία του «Η μάχη της Κρήτης συνεχίζεται» και «21 Μάη 1941 - 11 μέρες που συγκλόνισαν την Ευρώπη - Από τη μάχη της Κρήτης».
Ο τίτλος του πρώτου βιβλίου του («Η μάχη της Κρήτης συνεχίζεται») υποδηλώνει την πίστη του συγγραφέα ότι ο αγώνας κατά του οποιουδήποτε φασισμού συνεχίζεται, πρέπει να συνεχίζεται για πάντα, γιατί, πάντα, η πρόοδος αγωνίζεται εναντίον της συντήρησης, της αντίδρασης, και πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που θα επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τους απλούς ανθρώπους, για να αποκτήσουν δύναμη και πλούτη.
Ο τίτλος του δεύτερου βιβλίου του ( «21 Μάη 1941 - 11 μέρες που συγκλόνισαν την Ευρώπη - Από τη μάχη της Κρήτης»), και ιδιαιτέρως ο πρώτος πλαγιότιτλος «11 μέρες που συγκλόνισαν την Ευρώπη», αποτελεί σαφή αναφορά στη σοβιετική επανάσταση του 1917, και στις «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» το βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζον Ριντ, που έζησε, τότε, από κοντά τις πρώτες μέρες της σοβιετικής επανάστασης.
Ο Μάξιμος Σιβετίδης είχε έτοιμα για έκδοση: «Το λεξικό των ζώων», για το οποίο συγκέντρωνε στοιχεία επί πολλά χρόνια, τα «Αντιστασιακά» και «Το χωριό μου» (Πηγή Αξιούπολης Κιλκίς).
Γύρω στο έτος 1988, ο Μάξιμος Σιβετίδης προσπάθησε να επανεκδώσει στην Ελλάδα το περιοδικό για παιδιά, με τίτλο «Χελιδόνια», που κυκλοφορούσε στη Γερμανία. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να πείσει την ανάλγητη γραφειοκρατία του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Τα περιεχόμενα του περιοδικού ήταν ελληνική ιστορία, ελληνικές παραδόσεις, ήθη και έθιμα και διηγήματα από την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή.
Εκτός από τη συγγραφή, ο Μάξιμος Σιβετίδης ασχολήθηκε και με τη συλλογή γραμματοσήμων από όλον τον κόσμο. Το πρώτο ελληνικό γραμματόσημο της συλλογής χρονολογείται από το 1908 και το πρώτο ξένο είναι ένα γερμανικό από την εποχή του Χίτλερ, (σ. σ. του 1932).
Ασχολήθηκε επιτυχημένα με την καλλιτεχνική κατασκευή μικρών στολιδιών από κοχύλια, πετραδάκια και άλλα υλικά, εκτός από πλαστικά. Μόνον με υλικά που προσφέρει η φύση.
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου