Προς τη Ματσούκα

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

O αείμνηστος Λεύτερης Ε. Ελευθεριάδης (1910-1988), διακεκριμένος Πόντιος πολιτικός και πνευματικός άνθρωπος, επισκέφτηκε, για πρώτη φορά, το 1953 τη γενέτειρά του Λαραχανή της Ματσούκας του Πόντου, όπου προσκύνησε τα πατρικά χώματα και συναντήθηκε με φίλους και γνωστούς των παιδικών του χρόνων.
Για το ταξίδι αυτό έγραφε το βιβλίο «Πόντος — Επιστροφή στην Ιθάκη - Οδοιπορικό μνήμης και γεωγραφίας», το οποίο εξέδωσαν, μετά τον θάνατό του, οι Αδελφοί Κυριακίδη, με τη φροντίδα του Χριστόφορου Στάθη Χριστοφορίδη - Σάρπογλη. Από το βιβλίο αυτό, τιμώντας τη μνήμη του, δημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα.
Λαραχανή του Πόντου (σήμερα)

Από τους επιβάτες του αυτοκινήτου που μας φέρνει στο Τζεβιζλίκ — ένα αυτοκίνητο 10-12 θέσεων, κάτι μεταξύ λεωφορείου και ταξί — γνωρίζω μόνον τον Χουρσίτ αγά και τον Μουσταφά. Οι άλλοι είναι υπάλληλοι, γεωπόνοι και δασολόγοι οι περισσότεροι, όπως μου τους σύστησε ο Χουρσίτ αγάς.

Παρακολουθούν όλοι με ενδιαφέρον τη συζήτησή μας με τον Χουρσίτ, σε ποντιακή διάλεκτο, αμίλητοι και σχεδόν κρατούν την αναπνοή τους και κανείς δεν επεμβαίνει να μας διακόψει, σεβόμενοι την ιερότητα της συζήτησής μας. Είναι και αυτός ένας ευγενής τρόπος της καλής φιλοξενίας τους. Έπειτα, δεν καταλαβαίνουν και τι λέμε, γιατί αυτοί δεν ξέρουν ποντιακά.
Περνάμε τον παλιό και γνώριμο δρόμο, παράλληλο, σε πολλά σημεία, με τον χιλιοτραγουδισμένο Δαφνοπόταμο, όπως τον θέλει η λαϊκή μούσα και οι Τούρκοι τον λένε Ντεερμέν ντερέ (Μυλοπόταμος) Τα αυτιά μου τάχω ανοιχτά να ακούω τον Χουρσίτ αγά, χωρίς να μου φύγει ούτε λέξη του και τα μάτια καρφωμένα γύρω να δω αχόρταγα και ακούραστα το καταπράσινο και χιλιοπλούμιστο και επίμηκες λεκανοπέδιο, σαν ανοιχτή σκάφη από τις μικρές πλευρές του, που τον πυθμένα του αυλακώνουν τα κατακάθαρα νερά του Πυξίτη κυματιστά, θαρρείς και κατάκοπος από τις απότομες πτώσεις του, από του Γεσίρογλου και πέρα, άπλωσε τις αρίδες του να αναπαυθεί μακάρια, μέχρι να εγκατασταθεί στα ανάκτορά του, στη θάλασσα του λόφου (Μπόζτεπε), του λόφου του Μίθρα.
Κάποιος παίρνει το θάρρος να μας διακόψει με χαρακτηριστική λεπτότητα.
—Χουρσίτ αγά, ζητώ συγνώμη και από τον υψηλό επισκέπτη και συνομιλητή σας και από σας που διακόπτουμε, αλλά επιθυμούμε να λύσουμε την απορία μας από την έκπληξη που δοκιμάζουμε. Βέβαια, δεν καταλαβαίνουμε τι λέτε, κατά τα άλλα, γιατί δεν ξέρουμε ρωμέικα, αλλά το αυτί μας παίρνει μερικές λέξεις τοπωνυμικές, που θυμάται ύστερα από τόσα χρόνια!

—Έχετε δίκαιο. Την ίδια κατάπληξη κάνει και σ’ εμένα. Πιστεύετε πως μερικά τοπωνύμια και ιστορικά επεισόδια και θρύλους που είναι άγνωστα σε μένα, τα ακούω τώρα από αυτόν;
—Για να δοκιμάσουμε, δεν τον ρωτάτε αυτά εδώ τα τικιάνια (μαγαζιά) θυμάται πώς τα λέγανε.
—Ματαρατσί, πρόλαβα να τους πω, πριν προφτάσει ο Χουρσίτ αγάς να ερμηνέψει την επιθυμία τους.
—Ξέρει και τουρκικά;
—Καταλαβαίνει όλα και συνεννοείται καλά, αλλά είναι επιθυμία του να μιλάμε τη μητρική μας γλώσσα, γιατί τα ρωμαίικα είναι και δική του μητρική γλώσσα στη Λαραχανή.
—Και εκείνο εκεί το χωριό, πέρα από το ποτάμι, χαμηλά στην πλαγιά του βουνού, μήπως θυμάται πώς λέγεται.
—Είναι η Όλασσα, πρόλαβα αμέσως να απαντήσω και πρόσθεσα, στα τουρκικά, πως πίσω από τα βουνά αυτά απλώνεται η Γαλίανα και συνέχισα να τους θυμίσω παραποιημένο στίχο τραγουδιού, που τον λέγανε ειρωνικά για την Όλασσα οι χωρικοί από τα άλλα χωριά.
«Ε, Όλασσα, Όλασσα, νε γκιουζέλ σουν όλμασα». Δηλαδή: «που τέτοια ομορφιά δεν γίνεται».
Ο γεωπόνος που έχανε την ερώτηση, πειράχτηκε, γιατί είναι Ολασσίτης, και απάντησε:
—Όχι, κύριε, δεν το λέτε καλά. Το τραγούδι λέει:
«Έ Όλασσα, Όλασσα, που σεβντιαλούκ όλμασα». Δηλαδή, που τόση αγάπη δεν γίνεται.
Του εξήγησα πως γνωρίζω τον σωστό στίχο, αλλά έτσι το παραφράσανε οι κάτοικοι, κοροϊδεύοντας τους εγωιστές Ολασσίτες, όπως πειράχτηκε και ο ίδιος.
Ξεκαρδίστηκαν όλοι στα γέλια και ο ίδιος ο Ολασσίτης, που είπε:
 —Είναι φοβερός και πολύ πειραχτήρι. Μου την έφερε.
—Χουρσίτ αγά, εδώ λίγο πιο πάνω είναι και «τη Τρίχας το γεφύρ’». Εκεί, λέει ο θρύλος, θυσίασε ο πρωτομάστορας την ωραιότατη «καλή του», για να στεριώσει το γεφύρι από τον δράκο. Όσες φορές περνούσα από δίπλα στο γεφύρι αυτό, πάγωνε το αίμα μου στο φόβο, μήπως ξεμυτίσει κάτω από τα πέλματα του γεφυριού ο δράκος και ρουφήξει το αίμα μου από απόσταση... Και εδώ είναι τα χάνια του «Γεσίρογλου», που είναι το μέσο της απόστασης Λαραχανής — Τραπεζούντας, όπου, σε κάθε ταξίδι μας, κάναμε υποχρεωτική στάση.
Ξεφορτώναμε τα ζώα, τους δίναμε τροφή και ξεκουράζονταν, για να ξαναφορτώσουμε και να συνεχίσουμε το ταξίδι από Λαραχανή στην Τραπεζούντα και αντίθετα.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah