Μετάβαση των Μυρίων στα Κοτύωρα, τη Σινώπη και την Ηράκλεια τον Πόντου, κι από κει αναχώρηση τους για τη Θράκη

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Συνεχίζοντας κατόπιν την πορεία τους για άλ­λες δυο μέρες φτάνουν στα Κοτύωρα, «πόλιν Ελληνίδα, Σινωπέων άποικον, ούσαν δέ έν τη Τιβαρινών χώρα», όπως γράφει ο Ξενοφών.
Εδώ οι Μύριοι μένουν έξω απ' την πόλη επί σαρανταπέντε μέρες. Κατά τη διάρκειά τους, πρώτα πρώτα θυσιάζουν στους θεούς, έπειτα, οι στρατιώτες κάθε φυλής χωριστά, κάνουν ιε­ρές τελετές και γυμνικούς αγώνες.
 Τα αναγκαία για τη διατροφή τους τα έπαιρναν όλοι με τη βία από τους Παφλαγόνες, αλλά και από τα χωριά των Κοτυωριτών, γιατί οι τελευταίοι δεν τους πρόσφεραν τρόφιμα για να αγοράσουν ούτε δέχονταν στα σπίτια τους τούς αρρώστους.
Στο μεταξύ έρχονται από τη Σινώπη πρέ­σβεις και κάνουν διαμαρτυρίες προς τους Μύ­ριους. Ένας μάλιστα, ονόματι Εκατώνυμος, λέει:
 «Άντρες στρατιώτες, μας έστειλε η πόλη των Σινωπέων (για δύο λόγους): απ' τη μια για να σας επαινέσουμε, γιατί σαν Έλληνες νικά­τε τους βαρβάρους, κι απ' την άλλη να σας συγ­χαρούμε, διότι, αφού υπομείνατε πολλές και φοβερές ταλαιπωρίες, όπως μάθαμε, φτάσατε σώοι εδώ πέρα.
Έχουμε όμως την απαίτηση, ε­πειδή είμαστε κι εμείς Έλληνες, να απολαύ­σουμε μερικές ευεργεσίες από σας, που είσα­στε Έλληνες, και να μην παθαίνουμε κανένα κακό. Γιατί κι εμείς ποτέ κανένα κακό δε σας κάναμε.
Οι Κωτυωρίτες, ωστόσο, τούτοι εδώ, είναι πράγματι δικοί μας άποικοι, και τη χώ­ρα τούτη εμείς την παραδώσαμε σ' αυτούς, α­φού την αφαιρέσαμε από τους βάρβαρους. Γι' αυτό πληρώνουν ορισμένο φόρο σε μας, όπως και οι Κερασούντιοι και οι Τραπεζούντιοι.
Επομένως, ότι κακό κάνετε σ' αυτούς, η πόλη των Σινωπέων το θεωρεί σαν να γίνεται σε βά­ρος της. Τελευταία μαθαίνουμε ότι μερικοί α­πό σας, με τη βία, μπήκαν στην πόλη των Κοτυώρων, στρώθηκαν στα σπίτια των κατοίκων της και παίρνουν από τα περίχωρα ό,τι χρειά­ζεται, με τη βία, και όχι με το καλό.
 Αυτά, λοι­πόν, δεν τα εγκρίνουμε. Και αν εξακολουθή­σετε να τα πράττετε, θα βρεθούμε στην ανάγκη να κάνουμε συμμάχους τον Κορύλα και τους Παφλαγόνες και όποιον άλλο θελήσουμε».4
Σ' αυτά ο Ξενοφών, για λογαριασμό των στρατιωτών απάντησε: «Εμείς, άνδρες Σινωπείς, είμαστε ευχαριστημένοι που σώσαμε τη ζωή μας και τα όπλα μας. Γιατί δεν ήταν δυνατόν, ταυτόχρονα, και τα λάφυρα να μετα­φέρουμε και να πολεμάμε τους εχθρούς. Τώ­ρα όμως, επιτέλους, ήρθαμε οε ελληνικές πό­λεις. Στην Τραπεζούντα, επειδή μας πρόσφεραν τρόφιμα για αγορά, αγοράζαμε και λύναμε το πρόβλημα της διατροφής μας.
Και επιπλέον, σε αντάλλαγμα των περιποιήσεων με τις οποίες μας τιμούσαν και των δώρων τα ο­ποία έδιναν στο στρατό μας, τους περιποιού­μασταν κι εμείς. Έτσι, αν κανείς από τους βάρ­βαρους ήταν φίλος τους, δεν τον βλάπταμε, ε­νώ τους εχθρούς τους, εναντίον των οποίων αυ­τοί μας οδηγούσαν, εμείς τους κακοποιούσαμε.
 Ρωτήστε, λοιπόν, τους ίδιους να σας πουν πώς τους φερθήκαμε, γιατί είναι εδώ μερικοί Τραπεζούντιοι που τους έστειλε η πόλη τους για ο­δηγούς μας, σε ένδειξη φιλίας. Σε οποιοδήπο­τε όμως μέρος συνέβαινε να μη μας προσφέ­ρουν τρόφιμα για αγορά, είτε αυτό ήταν ελλη­νικό είτε βαρβαρικό, όχι από αλαζονεία, αλλά από ανάγκη, αρπάζαμε από αυτό εκείνα που χρειαζόμασταν.
 Έτσι και τους Καρδούχους και τους Ταόχους και τους Χαλδαίους (Χάλυβες), αν και δεν ήταν υπήκοοι του βασιλιά (επομέ­νως δεν ήταν εχθροί) και μολονότι ήταν πολύ επικίνδυνοι, τους κάναμε εχθρούς μας.
 Κι αυ­τό, μόνο και μόνο γιατί βρεθήκαμε στην ανά­γκη να πάρουμε τρόφιμα απ' αυτούς με τη βία, επειδή δε μας επέτρεπαν να τα προμηθευτού­με με αγορά. Τους Μάκρωνες όμως, αν και ή­ταν βάρβαροι, επειδή μας πρόσφεραν, όσα τρόφιμα μπορούσαν για αγορά, αυτούς και φίλους τους θεωρούσαμε και τίποτε δεν πήραμε από τα χέρια τους με τη βία.
 Όσο για τους Κοτυωρίτες, που λέτε πως είναι υπήκοοι σας, αν πήραμε με τη βία κάτι απ' αυτούς, αίτιοι γι αυτό είναι οι ίδιοι, γιατί δε μας φέρθηκαν σαν φίλοι. Απεναντίας, έκλεισαν τις πύλες και δε μας δέχονταν ούτε μέσα στην πόλη ούτε
έστελναν έξω τρόφιμα για αγορά...
Όσο γι' αυ­τό που λέτε, ότι μερικοί από μας μπήκαν με τη βία στα σπίτια για να μείνουν, σας πληροφο­ρούμε ότι εμείς είχαμε την αξίωση να δεχτεί­τε τους αρρώστους μας στα σπίτια σας...».

Μετά από τους λόγους αυτούς, ένας από τους Σινωπείς είπε στους Μύριους ότι δεν ήρ­θαν για πόλεμο, αλλά για να τους βεβαιώσουν ότι είναι φίλοι τους. Και, πρόσθεσε: «Αν έρθε­τε στην πόλη της Σινώπης, θα σας δεχτούμε με δώρα φιλοξενίας.
Τώρα, εξάλλου, θα διατά­ξουμε τους Κοτυωρίτες να σας δώσουν ό,τι μπορούν, γιατί βλέπουμε ότι είναι αλήθεια ό­σα λέτε». Έπειτα απ' αυτά και οι Κοτυωρίτες άρχισαν να στέλνουν δώρα στους Έλληνες και οι στρατηγοί των Ελλήνων φιλοξενούσαν τους πρέσβεις των Σινωπέων κουβεντιάζοντας φιλι­κότατα μαζί τους για πολλά και διάφορα, ιδι­αίτερα μάλιστα για την υπόλοιπη πορεία τους προς την πατρίδα.5
Την άλλη μέρα οι Μύριοι συσκέπτονται με τους Σινωπείς πρέσβεις για την παραπέρα δια­δρομή τους. Οι δεύτεροι τους συμβουλεύουν να πάρουν το δρόμο της θάλασσας.
Ο Ξενο­φών συμφωνεί με την ιδέα, αλλά τους ζητάει πλοία, για να μπορέσει να επιβιβαστεί μέσα σ' αυτά και ο τελευταίος στρατιώτης του. Οι Σινωπείς προτείνουν να σταλούν μαζί τους απε­σταλμένοι στρατιώτες για να ζητήσουν από τη Σινώπη τα ανάλογα πλοία.
Οι αντιπρόσωποι φεύγουν και ο Ξενοφών, για μια στιγμή, βλέ­ποντας το πλήθος των Ελλήνων οπλιτών κοντά του, τους πελταστές, τους τοξότες, τους σφενδονιστές και τους ιππείς, κυριεύεται από μια τρελή ιδέα: ότι ο Πόντος ποτέ δεν είδε τόσο πολύ ελληνικό στρατό (και μάλιστα) μαζεμένο τόσο εύκολα στο έδαφος του, και ότι θα του
έφερνε μεγάλη δόξα, αν ο ίδιος (ο Ξενοφών) φρόντιζε να αυξήσει τη δύναμη της Ελλάδας και το έδαφος της ιδρύοντας μια πόλη στην πε­ριοχή. Πίστευε μάλιστα ότι η πόλη τούτη θα γι­νόταν μεγάλη, λογαριάζοντας τον αριθμό των στρατιωτών του που είχε και αυτούς που κα­τοικούσαν στον Πόντο.
Εκμυστηρεύτηκε το σχέδιο του στο μάντη Σιλανό, την ώρα που έκανε θυσία. Ο μάντης ό­μως, που ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα, επει­δή είχε μαζί του τρεις χιλιάδες δαρεικούς, δώ­ρο από τον Κύρο πριν σκοτωθεί, το διέδωσε στους στρατιώτες.
Οι στρατιώτες πάλι χωρί­στηκαν στα δύο. Άλλοι ήθελαν να μείνουν μό­νιμα στον Πόντο, κι άλλοι προτιμούσαν να φύ­γουν για την πατρίδα. Το γεγονός μαθεύτηκε γρήγορα και στη Σινώπη και στην Ηράκλεια, από όπου στάλθηκαν χρήματα για να απο­τραπεί η εγκατάσταση των Μυρίων στον τόπο.
Έτσι, με δολώματα για καλό μισθό στους στρατιώτες και άλλες υποσχέσεις, μετέτρεψαν τις διαθέσεις των αντρών που ήθελαν να μεί­νουν στον Πόντο. Τελικά, και ο Ξενοφών πα­ραιτήθηκε από το σχέδιο του. Στο μεταξύ, οι Σινωπείς, μαζί με τους Ηρακλειώτες, βιάστη­καν να στείλουν πλοία για την αναχώρηση των Μυρίων. Οι τελευταίοι μπήκαν σ' αυτά από τα Κοτύωρα και πήγαν στη Σινώπη. Οι Σινωπείς τους πρόσφεραν ως δώρα φιλοξενίας 3.000 μεδίμνους κρίθινο αλεύρι (150.000 λίτρα) και 1.500 αμφορείς γεμάτους με κρασί.
Οι στρα­τιώτες έμειναν εκεί πέντε μέρες. Την έκτη μέ­ρα ξαναμπήκαν στα πλοία και πήγαν στην Ηράκλεια, «πόλιν Ελληνίδα, Μεγαρέων άποικον», όπως χαρακτηρίζει κι αυτήν ο Ξενοφών.
Και εδώ οι Ηρακλειώτες έστειλαν στους Μύ­ριους δώρα φιλοξενίας: 3.000 μεδίμνους κρί­θινο αλεύρι, 2.000 αμφορείς γεμάτους με κρα­σί, 20 βόδια και 100 πρόβατα. Τέλος, στην Ηράκλεια, το μισθοφορικό στράτευμα των Μυ­ρίων χωρίστηκε σε τρία κομμάτια και το κα­θένα τράβηξε το δρόμο του: οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, 4.000 άνδρες, πήραν πλοία από τους Ηρακλειώτες και απέπλευσαν πρώτοι, για να επιτεθούν εναντίον των Βυθινών και να πάρουν όσο γίνεται περισσότερα λάφυρα.
Γι' αυτό α­ποβιβάστηκαν στο λιμάνι Κάλπη της Θράκης. Ο Χειρίσοφος με 1.400 οπλίτες και 700 Θρά­κες πελταστές, διέσχισε την ενδοχώρα των Ηρακλειωτών και έφτασε (κι αυτός) στη Θρά­κη. Ο Ξενοφών με 1.700 οπλίτες, 30 πελταστές και σαράντα ιππείς, μπήκε στα πλοία, αποβι­βάστηκε στα μεταξύ της Θράκης και της Ηρά­κλειας παράλια και κατόπιν πορεύτηκε στο ε­σωτερικό της χώρας.
Έτσι, οι Μύριοι έφυγαν από τον Πόντο, α­φήνοντας πίσω τους τις ελληνικές πόλεις, των οποίων γνώρισαν τον περίγυρο, την ακμή, τα κοινά ήθη και έθιμα και την πίστη στους ίδι­ους θεούς.
 Είδαν μιαν άλλη Ελλάδα εκεί στην Ανατολή, που τη ζήλεψε ο Ξενοφών και ήθελε να χτίσει ακόμα μια ποντιακή ελληνική πόλη- κράτος, πιο μεγάλη κι από τις υπάρχουσες. Η νοσταλγία όμως και η κόπωση των ταλαιπω­ρημένων στρατιωτών του από την οδύσσεια της Καθόδου, αλλά και άλλοι δευτερεύοντες λόγοι, ματαίωσαν τα φιλόδοξα σχέδια του αρχηγού των Μυρίων, στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα.


4. Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, Ε', ε', 7-12.

5. Ξενοφών, Κύρον Ανάβασις, Ε', ε', 13-25.

Χρήστος Σαμουηλίδης

"Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού"
Εκδοσεις Α.Α. Λιβάνη




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah