Αναμνήσεις :Οι ρίζες μας

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Όλοι ξέρουμε πως ο 19ος αιώνας και η αρχή του 20ου ήταν μία περίοδος δύσκολη. Οι οικογένειες των Ποντίων διωγμένες από τους Τούρκους διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ αυτών των μεταναστών ήταν και οι οικογένειες του πατέρα και των πεθερικών μου. Μετανάστεψαν από τα χωριά της Σαντάς του Πόντου και βρέθηκαν στις ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας κοντά στην πόλη Σουχούμ, πρωτεύουσα της Αμπχαζίας.

Το χωριό μας Κούμα-Μιχάηλοβκα χτίστηκε το 1882 κυρίως από τους μετανάστες Σανταίους σε μία δασώδη και θαμνώδη περιοχή σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από το Σουχούμ.
Κάποτε στην περιοχή του χωριού ζούσε ένας τσοπάνος Αμπχάζος. Τον έλεγαν Γκούμα, έτσι και το χωριό μας ονομάστηκε «Κούμα». Ακόμα και το ποτάμι που ρέει κοντά από τo χωριό ονομάστηκε Γκουμιστά. Το μέρος αυτό το παραχώρησαν στους Ποντίους-μετανάστες οι αρχές της Ρωσίας και της Γεωργίας.
Εκείνη την εποχή στην περιφέρεια της πρωτεύουσας χτίστηκαν πάνω από δεκαπέντε ελληνικά χωριά: Σβομπόντα, Λιντάβα, Κωνσταντίνοφκα, Αλάν, Παυλοφκά, Αικατερίνοφκα, Αλεξάνδροφκα, Όλγκινσκι, Αζάντα, Μανέα, Αμπαζάταου, Αντρέεφκα, Αστέροφκα, Δημήτριεφκα και άλλα. Στα χωριά αυτά ζούσαν αποκλειστικά μόνο Έλληνες από τον Πόντο.
Γύρω από την πόλη Σουχούμ υπήρχαν και άλλα χωριά όπου ζούσαν ανέκαθεν Αμπχάζοι, Αρμένιοι, Ρώσοι, ακόμα και Εσθονοί. Το χωριό Κούμα χτίστηκε σε υψόμετρο εκατόν πενήντα μέτρων και είχε έκταση περίπου εννέα-δέκα τετραγωνικά χιλιόμετρα με περίπου πεντακόσια σπίτια και δυόμισι χιλιάδες κατοίκους μαζί με αυτούς που κατοικούσαν στα γύρω βουνά: των Πιπεράντων, Απιάντα, Μουστογλάντων και Τσινακάντων.
Όλες αυτές οι γειτονιές ανήκαν στο χωριό μας. Το μεγαλύτερο από τα χωριά ήταν το δικό μας. Ήταν χαραγμένο σαν σχέδιο πόλης. Σχεδίασε και χάραξε το χωριό ο Τεπετίδης Δαμιανός. Επικεφαλής των μεταναστών ήταν ο Πέκος Χαράλαμπος με τον γιο του Ευστάθιο. Πρώτος παπάς του χωριού ήταν ο κ. Κεχιόπουλος Παύλος. Πρώτος δάσκαλος ήταν ο κ. Παπαδόπουλος Παντελής. Υπάρχει φωτογραφία με. όλους αυτούς τους κυρίους και τους μικρούς τους μαθητές που στέκονται από πίσω. Πρώτος από αριστερά είναι ο πατέρας μου (όρθιος), ο Ιωάννης Τσινακίδης (Τσινάκ). Ήταν τότε μαθητής της τρίτης τάξης.
Μόλις τακτοποιήθηκαν οι πρώτοι συγχωριανοί στα νεόκτιστα σπίτια τους, έχτισαν ένα σχολείο και μια εκκλησία. Η εκκλησία μας ήταν των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Στα περίχωρα υπήρχαν ερείπια μιας εκκλησίας, και έλεγαν ότι ήταν των Αγ. Θεοδώρων. Σε όλα τα χωριά οι εκκλησίες λειτουργούσαν στα ελληνικά, και στα σχολεία δίδασκαν την ελληνική γλώσσα.
Τα θρησκευτικά δίδασκε ο παπάς του χωριού. Μετά από μερικά χρόνια πέθανε ο παπά Παύλος και έγινε παπάς του χωριού ο γιος του ο Θεόφιλος. Ο θείος μου ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος στη σελίδα 211 του-βιβλίου του «Ιστορία της Σαντάς του Πόντου» γράφει:
«Πριν από τον Α' παγκόσμιο πόλεμο η κατάσταση των μεταναστών Σανταίων Ελλήνων Ποντίων της περιφέρειας Σοχούμ ήταν πολύ διαφορετική από την κατάσταση των μεταναστών του Βατούμ.
Ο πατριωτισμός των Σανταίων και των ιερέων τους δεν είχε όρια. Εκεί είχαμε μία δεύτερη Ελλάδα. Κατά το 1909 επισκέφθηκα στο χωριό Κούμα τον μεγάλο πατριώτη Κωνσταντίνο Τεπετίδη ο οποίος σε πολλές περιστάσεις φανέρωσε το μεγαλείο των πατριωτικών του αισθημάτων. Ήταν πρώτος απ' όλους τους Σανταίους του Σουχούμ που μετανάστεψε στην Ελλάδα ύστερα από την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία.
Μαζί του κατέβησαν στην Ελλάδα η μητέρα μου η Μαρούλα και ο αδελφός μου Γιάννης. Ο Κωνσταντίνος Τεπετίδης μου έλεγε πως οι Έλληνες μετανάστες του Σουχούμ μόλις έφτασαν εκεί το 1882 αντίκρισαν ερημικές κοιλάδες και απέραντα δάση, τα οποία κατόρθωσαν με την εργατικότητα τους να μετατρέψουν σε χωράφια αποδοτικά και έτσι η περιφέρεια Σουχούμ από άγρια και ερημική έγινε επίγειος παράδεισος.
Μου έλεγε ακόμα πως οι Αρμένιοι της περιοχής έφτιαξαν κομιτάτο ανθελληνικό με σκοπό να εξοντώσουν τον προσφυγικό ελληνισμό του Σουχούμ για να τους μείνουν αυτά τα χωράφια της περιφέρειας. Αλλά και οι Έλληνες μετανάστες έφτιαξαν και αυτοί κομιτάτο με αμυντικό σκοπό και αναχαίτισαν την μανία των Αρμενίων».
Για το γεγονός αυτό μας έλεγε και ο πατέρας μου, που είχε πάρει μέρος σ' αυτόν τον αγώνα - πόλεμο όπως και όλοι οι άνδρες του χωριού μας. Οι Αρμένιοι δεν πέτυχαν τον σκοπό τους και έφυγαν από τα μέρη μας. Αργότερα, το 1949 κατάφεραν οι Μεγγρέλοι με την βοήθεια των προστατών τους τον Στάλιν και τον Μπέρια να πάρουν τα σπίτια μας.
Στη σελίδα 212 ο θείος γράφει: «Την 1 του Γενάρη του 1910 εκκλησιάστηκα στο ναό του Αϊ Πέτρου και Παύλου του χωριού Κούμα. Ο φίλος μου ο Κωνσταντίνος Τεπετίδης (αυτός συνόδευε τον θείο μου σ' αυτό το ταξίδι) μου είπε πως από τότε που μετανάστεψαν οι Σανταίοι στο Σουχούμ δεν άκουσαν Βυζαντινή μουσική και πως είναι ανάγκη να ψάλλω στo δεξιό χορό του ναού. Δεν μπόρεσα να αποκρούω την τιμή που μου έγινε και με τ' ολίγα λεπτά είδα δάκρια στα μάτια του νοσταλγού Αβραάμ Τεπετίδη και άλλων οι οποίοι συγκινήθηκαν όχι τόσο από τη καλή εκτέλεση των εκκλησιαστικών ασμάτων όσο από την ανάμνηση της Σαντάς της οποίας ήμουν εκπρόσωπος και έψαλλα την Βυζαντινή μουσική. Η δική μου συγκίνηση ήταν μεγαλύτερη γιατί ένοιωθα τον πόνο τους».
Περίπου οι μισοί κάτοικοι ήταν ρώσο-υπήκοοι, οι υπόλοιποι ήταν έλληνο-υπήκοοι. Αυτοί είχαν ελληνικά διαβατήρια τα οποία κληρονόμησαν από τους προγόνους τους. Αυτοί που δεν είχαν ελληνικά διαβατήρια αναγκαστικά πήρανε σοβιετικά διαβατήρια.
Οι περισσότεροι χωρικοί διατήρησαν τα επίθετα τους χωρίς αλλαγή οι καταλήξεις σε μερικούς από -ίδης έγιναν-ωφ, δηλαδή το Ξιμιτίδης έγινε Ξιμίτωφ, Πέκος έγινε Πέκωφ, Κουτίτας - Κουτίτωφ. Υπήρχε όμως καταπίεση. Ένα από τα γνωστά περιστατικά ήταν με ένα παιδί με το επίθετο Ηλιάδη. Το παιδί αυτό έπαιζε καλό ποδόσφαιρο και του είπαν; «Αν αλλάξεις το επίθετο σε Ηλιάτζε (γεωργιανό), τότε θα σε κάνουμε προπονητή». Το παιδί αρνήθηκε.
Με άλλα έθνη σχεδόν δεν είχαμε σχέση. Μικτοί γάμοι με άλλες εθνικότητες ήταν πολύ σπάνιοι τουλάχιστον μέχρι το 1949, επειδή στα χωριά μας κατοικούσαν μόνο έλληνες. Πολύ σπάνια μερικοί στρατιώτες στο τέλος της θητείας τους επιστρέφανε σπίτι τους με Ρωσίδα γυναίκα. Τα τελευταία χρόνια με τη μεγάλη μετακίνηση του κόσμου, όπως ήταν η θητεία στο στρατό, σπουδές, εξορία, ακόμη και ο πόλεμος, οι μικτοί γάμοι γίνονταν πιο συχνά.
Κάθε ελληνική οικογένεια κατά μέσο όρο είχε τρία-πέντε παιδιά. Τα μεγαλύτερα παιδιά παντρεύονταν και έφευγαν από τους γονείς. Συνήθως οι γονείς έμεναν με τον μικρότερο γιο τους.

Το χωριό μας ήταν πολύ όμορφο, με δασώδη βουνά γύρω, πηγές και ποτάμια. Πιο μακριά σε απόσταση περίπου τριάντα - σαράντα χιλιομέτρων βρίσκονταν τα παρχάρια. Μικρή εγώ έβοσκα τις αγελάδες στα περίχωρα, έξω απ' το χωριό, και ύστερα όταν έγινα δασκάλα, πήγαινα σε όλα τα σπίτια για να μιλήσω και στους γονείς των παιδιών. Έτσι ήξερα όλες τις γωνίες και τις γειτονιές του χωριού μας από άκρη σε άκρη.
Όταν μας εξόρισαν ήμουν μόλις είκοσι δύο χρονών. Τότε χάσαμε το χωριό μας για πάντα. Η νοσταλγία μ' ανάγκασε να κάνω το σχέδιο του χωριού μας με όλες τις λεπτομέρειες το 1999. Έδωσα το σχέδιο αυτό σε πολλούς συγχωριανούς μας που μετανάστεψαν στην Ελλάδα. Ενώ έφτιαχνα το σχέδιο του χωριού ο εγγονός μου ο Οδυσσέας με ρώτησε:
«Γιαγιά, γιατί το κάνεις αυτό;»
Και του είπα:
«Αν ρωτήσει κανείς, από πού κατάγονται οι προγονοί σου, να ξέρεις τι να πεις».
Είχαμε στο χωριό δυο μαγαζιά, ένα εστιατόριο, ένα ταχυδρομείο, ένα σιδεράδικο. Τηλέφωνο υπήρχε μόνο στη κοινότητα και στο ταχυδρομείο. Λειτουργούσε ένα εξωτερικό ιατρείο όπου εργαζόταν ένας νοσοκόμος, είχαμε και έναν κτηνίατρο. Μετά τον πόλεμο το 1945 ήρθε στο χωριό μας ένας γιατρός. Πριν από αυτόν ο «ιατρός» του χωριού ήταν η μαμά μου, Όσα ήξερε τα έμαθε από τους παλαιότερους στη συνέχεια τα έμαθε σ' εμάς τα παιδιά της: να βάζουμε επιδέσμους, να αντιμετωπίζουμε τον πυρετό, να κάνουμε κομπρέσες και να γιατρεύουμε διάφορες πληγές. Έκανε ακόμα και τη μαμή και βοήθησε πάρα πολλές γυναίκες του χωριού να ξεγεννήσουν.
Τα σπίτια στο χωριό ήταν λιθόκτιστα, υπήρχαν αρκετά διώροφα, αλλά τα περισσότερα ήταν μονώροφα. Χτίστηκαν πριν την επανάσταση του 1917. Κάθε οικογένεια έχτιζε σύμφωνα με τις δυνατότητες της, Βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στο κτίσιμο των σπιτιών. Είχαμε κτίστες, λιθοξόους, ξυλουργούς, μαραγκούς, τσαγκάρηδες.
Κάθε οικογένεια πριν την επανάσταση είχε πολλά στρέμματα γης με καλλιέργειες, αλλά μετά την επανάσταση τα πήρε όλα το κράτος για το κολχόζ. Οι χωρικοί δούλευαν στα ίδια τους τα χωράφια, μόνο που τώρα την σοδειά την έπαιρνε το κράτος. Έτσι οι χωριανοί έμειναν μόνο με έναν μικρό κήπο δύο-τριών στρεμμάτων που βρισκόταν κοντά στο σπίτι και εκεί καλλιεργούσαν μερικά λαχανικά και φρούτα. Για τη δουλειά στο κολχόζ αλλά και στο σπίτι δεν υπήρχαν μηχανήματα, όλες τις δουλειές τις κάνανε με τα χέρια. Μερικοί που είχαν άλογο το χρησιμοποιούσαν για το όργωμα της γης. Οι περισσότεροι είχαν αγελάδες, κότες και αυτό τους έσωσε από τη πείνα.
Η δουλειά στο κολχόζ ήταν υποχρεωτική και δύσκολη. Αν έκανε κανείς το πείσμα του και δεν έμπαινε στο κολχόζ, πλήρωνε μεγάλους φόρους που αυξάνονταν από χρόνο σε χρόνο. Υπήρχαν μόνο τρεις -τέσσερες τέτοιες οικογένειες. Όποιος προσπαθούσε ν' αποφύγει τη δουλειά στο κολχόζ και να κάνει κάτι άλλο, τον φυλάκιζαν. Έτσι φυλακίστηκαν μερικοί συγχωριανοί: ο Τσάτσας Αρχιμήδης, ο Παπαγιαννίδης Ηλίας, η Γιαβασίδου Αγγέλη το 1948 για να φοβηθούν και να μην αντιστέκονται οι υπόλοιποι.
Δεν ήταν μόνο το χωριό μας πολύ όμορφο, αλλά και όλη η Αμπχαζία: η φύση, το περιβάλλον, τα δάση, τα ποτάμια, τα βουνά, η Θάλασσα και όλα όσα ήταν γύρω μας. Γι' αυτό τα τελευταία χρόνια έγινε το «μήλο της Έριδος». Δεν κατάφεραν να τη μοιράσουν.
Έγινε ο πόλεμος μεταξύ Αμπχάζων και Γεωργιανών. Οι Γεωργιανοί πήγαν να καταπατήσουν την όμορφη αυτή χώρα, και εμείς βρεθήκαμε σε αδιέξοδο μεταξύ των δύο αυτών λαών. Η μόνη διέξοδος ήταν να φύγουμε στην Ελλάδα για να μην χαθούμε κάτω από τα πόδια των άλλων εθνών. Το αγαπημένο μας χωριό ισοπεδώθηκε, γιατί είχε στρατηγική θέση την οποία εκμεταλλεύτηκε ο στρατός. Δεν έμεινε ούτε ένα σπίτι όρθιο, ούτε ένα περιβόλι.
Στην Αμπχαζία το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό από ότι είναι εδώ στην Ελλάδα. Εκεί έβρεχε συχνά, έτσι τα αρδευτικά συστήματα δεν ήταν απαραίτητα. Μόνο μερικές φορές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού έκανε ξηρασία, αλλά οι βροχές ήταν αρκετές για να ποτιστούν οι κήποι και τα χωράφια.
Η θερμοκρασία το καλοκαίρι σπάνια ξεπερνούσε τους τριάντα βαθμούς, και το χειμώνα σπάνια κατέβαινε τρεις με πέντε βαθμούς κάτω από το μηδέν. Τα βουνά του Καύκασου προστάτευαν τα βόρεια ακρογιάλια της Μαύρης θάλασσας από τον κρύο αέρα του Βορρά. Χάρη σ' αυτό μπορούσαμε να καλλιεργούμε εκεί όλα τα είδη φρούτων, τα εσπεριδοειδή , μανταρίνια, πορτοκάλια, λεμόνια, διάφορα λαχανικά, μερικά ακόμα και το χειμώνα. ,
Η Ρωσία πράγματι ήταν και είναι πολύ πλούσια χώρα, έχει απ' όλα τ' αγαθά της φύσης. Έχει πολλά μεταλλεία, ορυχεία, δάση, πετρέλαιο, πετροκάρβουνο, απέραντα χωράφια. Όλα αυτά ήταν πολύ μακριά από μας, στα βάθη της Ρωσίας. Εμείς όμως ζούσαμε στα ακρογιάλια της Μαύρης . Θάλασσας, Μόνο ένα ορυχείο με πετροκάρβουνο υπήρχε στην πόλη Τκβαρτσέλ σε απόσταση εκατόν χιλιομέτρων από μας. Μερικοί πήγαιναν εκεί για δουλειά. Τα τελευταία χρόνια εξαντλήθηκε το κάρβουνο και σταμάτησε η δουλειά.
Πριν το 1926 τα παιδιά στο σχολείο μελετούσαν τα ελληνικά σύμφωνα με το κανονικό ελληνικό αλφάβητο με τα εικοσιτέσσερα γράμματα. Μετά το 1926 καταργήθηκαν μερικά γράμματα και έμειναν μόνο είκοσι. Δηλαδή από τα πέντε ι,η,υ,οι,ει έμεινε μόνο το «ι». Χάθηκε το «ω», χάθηκαν το «ξ» και το «ψ», το «υ» μετατράπηκε σε «ου». Γιατί; Αυτό το ερώτημα έμεινε αναπάντητο. Μήπως ήταν διαταγή της κυβέρνησης για να αλλοιώσουν τη γλώσσα έτσι ώστε σιγά-σιγά να εξαφανιστεί ή μήπως φοβήθηκαν τις δυσκολίες της ορθογραφίας;

Όπως και να ήταν οι αρχές της Μαριούπολης τίποτα δεν κέρδισαν απ' αυτό. Στη Μαριούπολη βρισκόταν το κέντρο του Ελληνισμού της Ρωσίας; γιατί ο μεγαλύτερος πληθυσμός των Ελλήνων κατοικούσε εκεί και τα σχολικά βιβλία τα έφερναν από εκεί.
Όταν πρωτοπήγα στο σχολείο το 1934 στα σχολεία δίδασκαν τα ελληνικό μ' αυτά τα είκοσι γράμματα. Στο σπίτι η μαμά με μάθαινε να διαβάζω κείμενα γραμμένα στα ελληνικά με τα κανονικά είκοσι τέσσερα γράμματα και συνέχεια αναρωτιόταν και έλεγε: «Μα γιατί το έκαναν; Τώρα δηλαδή η λέξη «χήρος» και «χοίρος» γράφονται με «ι» και πως θα καταλάβει κανείς τη διαφορά;»
Μόλις τελείωσα την τρίτη τάξη στα ελληνικά το 1937 καταργήθηκε η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε όλα τα σχολεία της Ρωσίας. Στα χωριά μας δίδασκαν μόνο τη γεωργιανή γλώσσα, ενώ στη πόλη τη γεωργιανή και τη ρωσική γλώσσα. Στο χωριό μας η διδασκαλία γινόταν στα ρωσικά χάρη στον διευθυντή Κουτίτα Ιωάννη ο οποίος πήγε στην Τιφλίδα και το κατάφερε αυτό. Τουλάχιστον έτσι τα παιδιά μετά τη δέκατη τάξη θα είχαν τη δυνατότητα να πάνε να σπουδάσουν στα Πανεπιστήμια η στα Πολυτεχνεία της Ρωσίας. Την δεκαετία του 1980 όταν ήρθε στην εξουσία ο Γκορμπατσόφ, εκ νέου μπήκε στο πρόγραμμα το μάθημα των ελληνικών ως ξένη γλώσσα μια ώρα την ήμερα και, μάλιστα με το σωστό αλφάβητο με τα είκοσι τέσσερα γράμματα!
Πρώτα στο χωριό έχτισαν ένα δημοτικό σχολείο με πέντε τάξεις, που τότε κάλυπτε τις ανάγκες του χωριού, και ύστερα έχτισαν ένα μεγαλύτερο σχολείο-λύκειο με πολλές και μεγάλες αίθουσες. Οι τάξεις έγιναν δέκα. Το καμαρώναμε όλοι. Εκεί τελείωσα εγώ τη μάθηση μου και την επόμενη χρονιά το 1944 με πήραν να διδάσκω στις τάξεις του δημοτικού στα ρωσικά. Εργάστηκα ως δασκάλα πέντε χρόνια μέχρι το 1949. Λάτρευα τα παιδιά, το σχολείο μου και τους συναδέλφους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν και δικοί μου δάσκαλοι. Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Θυμάμαι μερικά περιστατικά από εκείνα τα δύσκολα, αλλά και καλύτερα χρόνια της ζωής μου.
Το 1944 το σχολείο μας από λύκειο (δέκα τάξεις) έγινε γυμνάσιο με οκτώ τάξεις. Κατάργησαν τις δυο τελευταίες τάξεις, αν και οι μαθητές ήταν αρκετοί. Όταν λειτουργούσε το λύκειο είχαμε περίπου τετρακόσιους μαθητές αγόρια και κορίτσια μαζί και είκοσι δασκάλους. Με την κατάργηση του λυκείου μειώθηκε σημαντικά ο αριθμός των μαθητών και δασκάλων.
Οι καλύτεροι μαθητές, απόφοιτοι του λυκείου συνήθως έφευγαν για Πανεπιστήμιο ή για Πολυτεχνείο στην πόλη Σουχούμ ή σε διάφορες πόλεις της Ρωσίας. Μερικά παιδιά σπούδασαν, έγιναν γιατροί, πολιτικοί μηχανικοί, δάσκαλοι κ.λπ. Με το απολυτήριο του γυμνασίου τα ίδια δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν τις σπουδές και ήταν αναγκασμένα να κάθονται στο χωριό και να βοηθάνε τους γονείς στη σκληρή δουλειά στο κολχόζ, όπου καλλιεργούσαν καπνό, καλαμπόκι, τσάι ,δεν υπήρχε άλλη δουλειά. Βιοτεχνίες, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, λουτρά, καφενεία υπήρχαν μόνο στην πόλη. Εκείνη την εποχή στο χωριό δεν υπήρχε ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα.
Με δυσκολία προσπαθούσαμε να διατηρούμε τα ήθη και έθιμα: γλώσσα, θρησκεία, γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια. Μάλιστα για τους κομμουνιστές όλα αυτά, όσα είχαν σχέση με την εκκλησία ήταν απαγορευμένα. Εμείς δεν φοβηθήκαμε ποτέ, δεν είχαμε να χάσουμε τίποτα.
Τραγούδια, παραμύθια, αινίγματα, ανέκδοτα μας τα μάθαινε η μαμά στα ποντιακά.
Οι χωρικοί μας διατήρησαν πολλά αρχαία ελληνικά και χριστιανικά ονόματα. Θέλω να αναφερθώ μόνο στα αρχαία ελληνικά ονόματα. Αρχαία ελληνικά ονόματα ανδρών:
Αέτιος, Αγαθοκλής, Αλέξανδρος, Ανδρόνικος, Ανδροκλής, Αλκιβιάδης, Αριστείδης, Αριστοκλής, Αριστοτέλης, Άριστος, Αρχιμήδης, Αχιλλέας, Δημοσθένης, Διαμαντής, Διομήδης, Διονύσιος, Ευριπίδης, Επαμεινώντας, Ευκλείδης, Ηρακλής, Θεμιστοκλής, Κοσμάς, Λεωνίδας, Λύσανδρος, Μενέλαος, Μιλτιάδης, Οδυσσέας, Ορφέας, Πλάτων, Περικλής, Όμηρος, Πολυχρόνης, Πολυδεύκης, Σοφοκλής, Σωκράτης, Φίλιππος, Χαρίλαος.
Αρχαία ελληνικά ονόματα γυναικών:
Αθηνά, Αλεξάνδρα, Ανατολή, Αυγή, Αγαθή, Αγριππίνα, Αντιγόνη, Αντιόπη, Ανδρομάχη, Αρτεμισία, Αφροδίτη, Ελένη, Ειρήνη, Ελπινίκη, Επιστήμη, Ευλαμπία, Ευανθία, Ευνίκη, Ευτέρπη, Εράσμια, Ερμιόνη, Ιφιγένεια, Ευτυχία, Καλλιόπη, Κλεοπάτρα, Κρυστάλλη, Νίκη, Ξανθίππη, Ουρανία, Περσεφόνη, Πηνελόπη.
Μετά από την επανάσταση το 1917 οι Έλληνες και όλοι οι λαοί της Ρωσίας ζούσαν με το φόβο μήπως φυλακιστούν κάποια μέλη της οικογενείας τους, επειδή οι συλλήψεις γίνονταν χωρίς αιτία
Το 1937 όταν έκλεισαν οι εκκλησίες και φυλακίστηκαν οι παπάδες, χάθηκαν όλα όσα είχαν μέσα οι εκκλησίες, εξαφανίστηκαν: κειμήλια μεγάλης αξίας, εικόνες, ακόμα και οι καμπάνες του χωριού μας (είχαμε 5-6 μεγάλες και μικρές καμπάνες) όλες χάθηκαν. Μία καμπάνα έμεινε για το σχολείο.
Διέταξαν η αυλή της εκκλησίας, που ήταν περίπου δύο εκτάρια (είκοσι στρέμματα) να οργωθεί και την σπείρανε με καλαμπόκι επίτηδες, ενάντια στη θρησκεία, για να μη μαζεύεται εκεί ο κόσμος τις ημέρες των μεγάλων θρησκευτικών γιορτών για πανηγύρια. Οι χωρικοί φτιάξανε ένα στενό δρομάκι για να μπορεί να περάσει κανείς ν' ανάψει ένα κεράκι. Την ήμερα των αγίων Πέτρου και Παύλου στις 12 Ιουλίου (κατά το παλαιό ημερολόγιο), που ήταν και η μνήμη της εκκλησίας μας, μαζευόταν εκεί πολύς κόσμος ακόμα και από τα γειτονικά χωριά.
Ήταν αναγκασμένοι όμως οι άνθρωποι να μένουν στο δρόμο μακριά από την εκκλησία για να πανηγυρίσουν Πολλούς απ' αυτούς τους επισκέπτες οι συγχωριανοί μας τους καλούσαν στα σπίτια τους για να περάσουν μαζί μια γιορτινή μέρα.
Σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων στο χωριό Σβομπόντα είχαμε άλλη Εκκλησία ενώ η μεγάλη εκκλησία του Ευαγγελισμού ήταν μέσα στην πόλη Σουχούμι, η οποία χτίστηκε από Έλληνες. Η εκκλησία αυτή απείχε από μας δέκα χιλιόμετρα. Για κάθε τελετή πηγαίναμε εκεί, δεν υπολογίζαμε τον κόπο, έστω και αν πηγαίναμε με τα πόδια.
Οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας δεν φεύγουν από το μυαλό μου. Τότε όλοι μας είχαμε την προσοχή μας στραμμένη στα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω μας. Ο πατέρας μου ήταν εφοριακός υπάλληλος στην Κοινότητα του χωριού.
Μία μέρα όταν βρέθηκε στο γραφείο του προέδρου (έλειπε και ο πρόεδρος και οι υπάλληλοι) είδε πάνω στο γραφείο του την λίστα με τα ονόματα των ανδρών του χωριού μας που επρόκειτο να φυλακιστούν εκείνες τις ημέρες το 1938 (τον προηγούμενο χρόνο το 1937 φυλακίστηκαν οι μισοί άνδρες του χωριού, αυτή ήταν μια καινούργια λίστα).
Διάβασε τα ονόματα των συγχωριανών μεταξύ των οποίων ήταν συγγενείς και φίλοι. Ήταν εικοσιτέσσερα άτομα. Θυμάμαι μερικά ονόματα από τη λίστα που ανέφερε ο μπαμπάς μου. Ήταν ο Τσάτσας Αλέξης, ο Γαβράς Ισαάκ και πολλοί άλλοι. Τον Τσάτσα Αλέξη θυμάμαι γιατί μερικά χρόνια ζήσαμε στο σπίτι του στο χωριό, ο Γαβράς Ισαάκ (αργότερα έγινε με τον πατέρα μου συμπέθερος, ήταν ο πεθερός της αδελφής μου Ελένης), Ο μπαμπάς μου αποφάσισε να κάψει τη λίστα χωρίς να το πάρει κανείς χαμπάρι. Καθυστέρησαν οι αρχές με τη σύλληψη γιατί δεν υπήρχε η λίστα. Το 1938 για μικρό χρονικό διάστημα σταμάτησαν οι συλλήψεις, έτσι ξεχάστηκε και η λίστα αυτή. Φυλάκιζαν αυτούς που δήθεν ήταν «εχθροί του λαού». Το 1941 άρχισε ο πόλεμος με την Γερμανία. Τα χρόνια του πολέμου οι συλλήψεις σταμάτησαν.
Στην κηδεία του θείου μας του Τσάτσα Αλέξη με πλησίασε η γυναίκα του η Ελένη και μου λέει: «Ξέρεις Κίτσα, ο πατέρας σου δύο φορές έσωσε τον Αλέξη από τη φυλακή. Τη πρώτη φορά όταν έκαψε τη λίστα, και την άλλη φορά όταν τον προειδοποίησε ότι θα στήσουν μπλόκο σε άνδρες που θα βρεθούν στο πανηγύρι στο γειτονικό χωριό στην εκκλησία της Παναγίας. Έτσι ο Αλέξης δεν πήγε και σώθηκε». Εκείνη την ημέρα συνέλαβαν πολλούς άνδρες από το δικό μας χωριό και από τα γειτονικά χωριά. Βέβαια όλα αυτά τα έμαθα όταν ήμουν πια μεγάλη, ο κόσμος μιλούσε τότε άφοβα για τα γεγονότα εκείνα. Ήταν η εποχή του Χρουστσόφ.
Θυμάμαι μια μέρα του Αγίου Γεωργίου το 1947 (ήδη ήμουνα δασκάλα) σχολάσαμε από το σχολείο και ξεκινήσαμε με τους φίλους για το πανηγύρι στο γειτονικό χωριό Αντρέεφκα (εκεί είχαν εγκατασταθεί οι Σανταίοι από το χωριό Ζουρνατσάντων). Την εκκλησία εδώ και χρόνια τη χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκη με την εντολή της εξουσίας, αλλά ο κόσμος μαζευόταν στην αυλή για να ανάψει ένα κεράκι και μετά άρχιζε ο χορός.
Όπως προχωρούσα προς την εκκλησία με την παρέα μου με είδε ένας Μεγγρέλος από την πόλη, που ήταν επόπτης κατ' εντολή του Ανωτάτου Σοβιέτ, δηλαδή υπεύθυνος για την «τάξη» στο χωριό μας. Την επόμενη μέρα ο διευθυντής του σχολείου μας ο κύριος Ασμάβα με καλεί στο γραφείο του και λέει:
«Κυριακή, χτες πήγες στην εκκλησία;»
Λέω: «Σε καμιά εκκλησία δεν πήγα».
«Πήγες,- λέει,- και σε είδε ο τάδε άνθρωπος».
Λέω: «Δηλαδή και εκείνος ήταν εκεί; Με συγχωρείτε, αλλά η εκκλησία εδώ και δέκα χρόνια είναι κλειστή, δεν λειτουργεί, έχει μέσα μόνο λιπάσματα για τα χωράφια και αυτός ο Κομπέσιας (υπεύθυνος) καλά το ξέρει, γιατί λοιπόν με προσέβαλε;».
«Ε, καλά, - λέει, - πήγαινε τώρα 'στο μάθημα».
Την επόμενη χρονιά, όταν επρόκειτο να παντρευτώ, με καλεί πάλι ο διευθυντής και μου λέει:
«Ξέρεις, Κυριακή, όταν θα κάνετε την τελετή του γάμου σας, μην πάτε στην εκκλησία εν καιρώ ημέρας για να μη σας δει κανείς».
Λέω; «Μείνετε ήσυχος».
Και πράγματι, πήγαμε στην εκκλησία στην πόλη Σουχούμ μόνοι μας με τους κουμπάρους, όπου και στεφανωθήκαμε χωρίς να μας δει κανείς. Την παραμονή του γάμου φώναξε τον πατέρα μου στο Δημαρχείο ο πρόεδρος μαζί με τον υπεύθυνο (τώρα ήταν ο Κομπάχιας) και του είπαν:
«Ξέρεις Τσινάκ, θα κάνετε το γάμο, θα μαζέψετε τον κόσμο, να προσέχετε να μη μείνει ο κόσμος μετά τα μεσάνυχτα, επειδή αύριο πρέπει να είναι όλοι στη δουλειά, στο κολχόζ».
«Δηλαδή τι μου προτείνετε, να χαλάσω το σχέδιο του γάμου και να πω στους προσκεκλημένους:
«Φτάνει, φύγετε, επειδή αύριο θα πάτε στη δουλειά; Αυτό αποκλείεται! Αυτό είναι ένα έθιμο που πρέπει να γίνει και θα γίνει, και ο κόσμος να χαλάσει!» - φώναξε ο πατέρας μου.
Και τότε λέει ο πρόεδρος: «Όχι, όχι, προς θεού, βεβαίως θα γίνει ο γάμος και μη θυμώνεις Τσινάκ, απλώς να προσέχετε». Το ίδιο είπαν και στον πεθερό μου. Τέλος πάντων, αυτό γινόταν στα χωριά που την εξουσία την είχαν οι Μεγγρέλοι. Μόνο δουλειά ήθελαν από μας.
Πριν κλείσουν τα ελληνικά σχολεία θυμάμαι είχαμε και εφημερίδες: «Κόκκινος καπνάς» και «Ριζοσπάστης» που εκδίδονταν στη Μαριούπολη. Το 1937 καταργήθηκαν όλα. Δηλαδή τι μας έμεινε να κάνουμε εκτός από τον εκρωσισμό και εκγεωργιανισμό; Σ' αυτό προσπαθούσε η κυβέρνηση του Στάλιν. Γι' αυτό και οι μετανάστες που ήρθαν και έρχονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα από τη Ρωσία και Γεωργία μιλούν τα ρώσικα και τα γεωργιανά
Αυτό κακοφαίνεται στους ντόπιους Έλληνες, και πολλές φορές ακούω τις παρατηρήσεις τους. Δεν έχουν άδικο, σιγά-σιγά θα περάσει και αυτό. Η κατάσταση ήδη βελτιώνεται με την κατανόηση των Ελλήνων στην Ελλάδα και την προσπάθεια που καταβάλλουν οι Έλληνες που ήρθαν από τη Ρωσία. Αν υπήρχαν σχέσεις με την Ελλάδα πριν, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς.
Εκείνη την εποχή κυνηγούσαν και εξέταζαν κάθε γράμμα που ερχόταν από την Ελλάδα, καθώς και τους ανθρώπους που είχαν αλληλογραφία με τους συγγενείς τους στην Ελλάδα. Η μαμά μου χώρισε από την οικογένεια της στα δεκατέσσερα της χρόνια και πέθανε στα ογδόντα οχτώ χωρίς να δει ποτέ πια τα αδέλφια και τη μητέρα της. Είχε όμως αλληλογραφία με τον αδελφό της τον Μιλτιάδη Νυμφόπουλο που ήταν δάσκαλος και συγγραφέας στην Ελλάδα.
Όταν ολοκλήρωσε τη συγγραφή του βιβλίου του «Ιστορία της Σάντας του Πόντου» το έστειλε στη μαμά μου. Στο τελωνείο όπου το βιβλίο πέρασε από έλεγχο, αναίρεσαν τις σελίδες που αναφέρονταν στην εξορία των Ελλήνων - Ποντίων, επειδή ο κόσμος έξω μόνο για τα ωραία της Ρωσίας έπρεπε να ξέρει. Πολλοί ήταν εκείνοι που μας ρωτούσαν, όταν πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα:
«Γιατί ήρθατε και αφήσατε τη Ρωσία, την τόσο όμορφη, μεγάλη, πλούσια και δυνατή;»

1997







Κυριακή Ξιμιτίδου
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah