Η αγωνία των κοριτσιών να βρουν το ταίρι τους ήταν παντού και πάντοτε ίδια.
Για τον λόγο αυτό τα κορίτσια, την παραμονη των Φώτων «εποίν’ναν τ’αλυκόν την πίτταν».
Μαζεύονταν τα κορίτσια παρέες-παρέες και ζύμωναν με νερό, καλαμποκίσιο αλεύρι, «τσουπαδένεν αλεύρ’» και μπόλικο αλάτι και έκαμναν μικρές πιτούλες που τις έψηναν στα κάρβουνα.
Όλα αυτά κρυφά απ’ τους μεγάλους. Δεν έτρωγαν όλη τη μέρα τίποτε, ούτε νερό δεν έπιναν. Το βράδυ προτού κοιμηθούν έτρωγαν αυτήν την αλμυρή πίτα και έπεφταν για ύπνο.
Τη νύχτα ήταν επόμενο ότι θα διψούσαν! Όποιον έβλεπαν στο Όνειρο τους να τις δίνει νερό, αυτός θα ήταν ο μελλοντικός τους σύζυγος.
Ήταν φυσικό να δουν αυτόν που συμπαθούσαν ή να μη δουν κανέναν. Το πρωί αντάμωναν και η κάθε μια έλεγε το όνειρο που είδε ή δεν είδε και έκαναν τα σχόλια τους.
Μερικές τύχαινε στ’ αλήθεια να πραγματοποιηθεί από σύμπτωση το Όνειρο, γι αυτό και τα κορίτσια πίστευαν στη μαντική ιδιότητα της πίτας.
Υπάρχει και το σχετικό δίστιχο:
“Ναϊλλοί εμέν’ ντό έπαθα με τ’αλυκόν την πίτταν,
κανείς νερόν κι εδέκε ‘με, εκάα όλεν τη νύχτα.
Ή κανείς νερόν κι εδέκε ΄με σή καλαντάρ’ τη νύχταν
(Αλίμονο τι έπαθα με την αρμυρή πίτα,
κανείς νερό δε μου ‘δωσε, κάηκα όλη την νύχτα
ή κανείς νερό δε μου δώσε , στου Γενάρη τη νύχτα).
Το έθιμο αυτό είναι ανάλογο με το Ελλαδικό της «Φανουρόπιτας», που βάζουν τα κορίτσια κάτω από το μαξιλάρι τους ένα κομματάκι, για να δουν ποιον θα παντρευτούν.
Το έθιμο της πίτας το αναφέρει και ο Παναγιώτης Τανιμανιδης στο «Αρχείο του Πόντου», τόμος 38ος ,1984, κατά τη διήγηση του Σανταίου δάσκαλου στην Καστανιά Ημαθίας Βαγγέλη Χειμωνιδη.
Ανάλογο είναι και αυτό που γίνεται και με τα κόλλυβα των Άγιων Θεοδώρων, που τα βάζουν τα κορίτσια στο μαξιλάρι τους , για να φανερώσουν την τύχη τους.
Στις 24 Ιούνη του Άγιου Ιωάννη, ημέρα του θερινού ηλιοτροπίου, «τ’ Αελουτρουπί», έβαζαν έξω στον ήλιο τον ρουχισμό του σπιτιού για να μην τα φάει ο σκώρος.
Για τον λόγο αυτό τα κορίτσια, την παραμονη των Φώτων «εποίν’ναν τ’αλυκόν την πίτταν».
Μαζεύονταν τα κορίτσια παρέες-παρέες και ζύμωναν με νερό, καλαμποκίσιο αλεύρι, «τσουπαδένεν αλεύρ’» και μπόλικο αλάτι και έκαμναν μικρές πιτούλες που τις έψηναν στα κάρβουνα.
Σάντα του Πόντου |
Τη νύχτα ήταν επόμενο ότι θα διψούσαν! Όποιον έβλεπαν στο Όνειρο τους να τις δίνει νερό, αυτός θα ήταν ο μελλοντικός τους σύζυγος.
Ήταν φυσικό να δουν αυτόν που συμπαθούσαν ή να μη δουν κανέναν. Το πρωί αντάμωναν και η κάθε μια έλεγε το όνειρο που είδε ή δεν είδε και έκαναν τα σχόλια τους.
Μερικές τύχαινε στ’ αλήθεια να πραγματοποιηθεί από σύμπτωση το Όνειρο, γι αυτό και τα κορίτσια πίστευαν στη μαντική ιδιότητα της πίτας.
Υπάρχει και το σχετικό δίστιχο:
“Ναϊλλοί εμέν’ ντό έπαθα με τ’αλυκόν την πίτταν,
κανείς νερόν κι εδέκε ‘με, εκάα όλεν τη νύχτα.
Ή κανείς νερόν κι εδέκε ΄με σή καλαντάρ’ τη νύχταν
(Αλίμονο τι έπαθα με την αρμυρή πίτα,
κανείς νερό δε μου ‘δωσε, κάηκα όλη την νύχτα
ή κανείς νερό δε μου δώσε , στου Γενάρη τη νύχτα).
Το έθιμο αυτό είναι ανάλογο με το Ελλαδικό της «Φανουρόπιτας», που βάζουν τα κορίτσια κάτω από το μαξιλάρι τους ένα κομματάκι, για να δουν ποιον θα παντρευτούν.
Το έθιμο της πίτας το αναφέρει και ο Παναγιώτης Τανιμανιδης στο «Αρχείο του Πόντου», τόμος 38ος ,1984, κατά τη διήγηση του Σανταίου δάσκαλου στην Καστανιά Ημαθίας Βαγγέλη Χειμωνιδη.
Ανάλογο είναι και αυτό που γίνεται και με τα κόλλυβα των Άγιων Θεοδώρων, που τα βάζουν τα κορίτσια στο μαξιλάρι τους , για να φανερώσουν την τύχη τους.
Στις 24 Ιούνη του Άγιου Ιωάννη, ημέρα του θερινού ηλιοτροπίου, «τ’ Αελουτρουπί», έβαζαν έξω στον ήλιο τον ρουχισμό του σπιτιού για να μην τα φάει ο σκώρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου