Η Ταζλού βρίσκεται στα κατσάβραχα του βουνού Πούγαλου, το τρίτο ψηλότερο βουνό της Τουρκίας. Πρώτο είναι το Αραράτ, δεύτερο το Καρέκλας, τρίτο το Πούγαλου και τέταρτο το Τουμανλού, εκεί όπου πήγαιναν τα καλοκαίρια οι Κούρδοι φεουδάρχες και κεχαγιάδες με τα μεγάλα τους κοπάδια.
Η Ταζλού, λοιπόν, όπως είπαμε, ήταν όλο κατσάβραχα και, για να μπει κανείς, έπρεπε να περάσει μέσα από μονοπάτια και φαράγγια. Οι Τούρκοι, για να σπάσουν το φυλάκιο της Παναγίας, χρειάστηκαν 18 ημέρες και είχαν σημαντικές απώλειες.
Έτσι, λοιπόν, περίμεναν οι αντάρτες τον κύριο όγκο των δυνάμεων του Τζεμάλ Τζεβήτ. Και η μέρα και η ώρα αυτή δεν άργησαν να έρθουν.
Ένα πρωί, κατά τα ξημερώματα, και ενώ ο κάθε καπετάνιος βρισκόταν στη θέση του και με ανυπομονησία περίμενε το σύνθημα, οι καπεταναίοι Καράφιλος και Κοτσακιόζ της Κουβτσηχούρου βρίσκονταν στο πιο επικίνδυνο σημείο.
Μόλις ξημέρωσε, είδαν πλέον τις θέσεις των τουρκικών πυροβόλων και αμέσως κατέλαβαν τις θέσεις τους και περίμεναν. Μόλις ο Καράφιλος έριξε τη συνθηματική φωτοβολίδα, τότε άρχισε ο χαλασμός και μόνο ένας θεός έβλεπε τι γινότανε. Απ' όλες τις μεριές έπεφταν ομοβροντίες και φωνές να λένε:
«Τούρκοι, έφτασαν 10.000 αντάρτες του Κοτζαναστάς! Παραδοθείτε!»
Αξιωματικοί και στρατός, τότε, άρχισαν να φεύγουν από τα δυο μονοπάτια.
Όταν λοιπόν, πλησίασαν περισσότερο, τους επιτέθηκαν και κατά μέτωπο ο οπλαρχηγός Μιχαλαγάς με τα παλικάρια του και τότε άρχισαν να πέφτουν οι Τούρκοι αξιωματικοί από τα άλογά τους, άλλοι σκοτωμένοι και άλλοι τραυματίες, ώστε τα μονοπάτια να πλημμυρίζουν από τούρκικα κουφάρια.
Άλλοι πάλι ρίχνονταν από τους βράχους για να σωθούν και σκοτώνονταν, ενώ άλλοι οπισθοχώρησαν και πήγαν στο πυρπολημένο χωριό.
Μερικοί ανέβηκαν στο καμπαναριό, έδεσαν σε ένα μακρύ ξύλο ένα λευκό σεντόνι που πήραν από τις σπηλιές, το οποίο κουνούσαν συνέχεια, καθώς χτυπούσαν την καμπάνα της Εκκλησίας, φωνάζοντας:
«Μη ρίχνετε Ρωμαίοι, παραδινόμαστε».
Και τότε το ελληνικό τμήμα του Καράφιλου βρίσκεται τελείως αιφνιδιαστικά απέναντι από τις σκηνές στρατοπεδίας του στρατηγού και, πριν ακόμη αρχίσει η μάχη, μπροστά από τη μεγάλη σκηνή φαίνεται η μορφή του Τούρκου στρατηγού Τζεμάλ Τζεβήτ να ξεπροβάλλει στηριγμένος σε μια οξιά, με τις κόκκινες κορδέλες και τα σιρίτια του στο πηλήκιο και τους γιακάδες του.
Ο Καράφιλος, που τον αναγνωρίζει, τον σημαδεύει αστραπιαία και με μια σφαίρα τον αφήνει νεκρό στη ρίζα της οξιάς και αρχίζει να φωνάζει:
«Τούρκοι, έφτασε ο Κοτζαναστάς με 10.000 παλικάρια! Παραδοθείτε! Τέσσερα τάγματα στρατό δικό σας τους στείλαμε στα σπίτια τους. Αν θα συνεχίσετε να πολεμάτε θα σκοτωθείτε!»
Και τότε η μονάδα που πλαισίωνε τις σκηνές του στρατηγού σήκωσαν τα χέρια και έλεγαν κλαίγοντας:
«Μη μας σκοτώνετε, εμείς είμαστε Κούρδοι», ενώ άλλοι πάλι έλεγαν: «Είμαστε Αλεβίτες, με το ζόρι μας έφεραν εδώ».
Επικράτησε αρχικά η σκέψη να χαριστεί η ζωή στους αιχμαλώτους, όμως όταν είδαν πτώματα Ελλήνων ανδρών και γυναικών στους γύρω χώρους, οι καπεταναίοι έδωσαν διαταγή να δουλέψουν τα δίκοπα μαχαίρια, αντί να εκτελούνται με σφαίρες. Από εκείνη την ώρα όσοι συλλαμβάνονταν εκτελούνταν με την ίδια μέθοδο.
Τότε ένας καπετάνιος ονόματι Κοτσακγιόζ, μόλις πήγε στο αντίσκηνο του μεράρχου, αμέσως πήρε τα ρούχα του και, αφού ντύθηκε με τη στολή του Τούρκου στρατηγού και αφού ειδοποιήθηκαν οι Έλληνες αντάρτες για το γεγονός αυτό, προχώρησε προς το μέρος των Τούρκων, οπότε αυτοί μόλις είδαν το νομιζόμενο μέραρχο τους, αναθάρρησαν και άρχισαν ένας-ένας να βγαίνουν από τα χαρακώματα και έτσι έγιναν στόχος των ανταρτών.
Και τότε άρχισαν οι αντάρτες να προχωρούν με γοργό ρυθμό, ακολουθώντας την τακτική των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Έτσι ξεκαθαρίστηκαν τα υπολείμματα της τουρκικής μεραρχίας, όσων κατέφυγαν να σωθούν στις διάφορες σπηλιές της περιοχής.
Τελευταία εστία που είχε μείνει στα χέρια των Τούρκων ήταν η σπηλιά του οπλαρχηγού Καπετάν Καράκοτα, που πολιορκούνταν από τους Τούρκους και η οποία ελευθερώθηκε με την ολοσχερή εξόντωση των πολιορκητών Τούρκων από τους Έλληνες αντάρτες.
Στη σκληρή αυτή αναμέτρηση, όπου συναντιόνταν Τούρκοι στρατιώτες, δεν αιχμαλωτίζονταν, παρά μόνο εκτελούνταν αμέσως με τα δίκοπα.
Κατά το μεσημέρι ολόκληρη η περιοχή είχε ελευθερωθεί και τα υπολείμματα της μεραρχίας περίμεναν να παραδοθούν. Όμως, όλοι σχεδόν οι καπεταναίοι πήραν την απόφαση να εκτελεσθούν οι αιχμάλωτοι επί τόπου και μόνο οι καπεταναίοι Καράφιλος, Παύλος Τσαουσίδης και Μιχαήλ αγάς δε δέχτηκαν την εκτέλεση των Τούρκων στρατιωτών, διότι μέσα στις πόλεις υπήρχαν πολλά γυναικόπαιδα ελληνικών οικογενειών και φυσικά υπήρχε ο κίνδυνος των αντιποίνων εκ μέρους των Τούρκων.
Έτσι, για τη σωτηρία των γυναικόπαιδων δεν εκτελέστηκαν όσοι Τούρκοι στρατιώτες παραδόθηκαν. Στη συνέχεια της νύχτας, τους άνοιξαν μονοπάτι και όσους είχαν απομείνει τους άφησαν να φύγουν για την Έρπαα, όπου όλα τα ξενοδοχεία, τα πανδοχεία, καθώς και τα αρμενικά σπίτια είχαν γεμίσει με τραυματίες Τούρκους, ενώ η πόλη ολόκληρη σε ένδειξη πένθους σημαιοστολίστηκε με μαύρες σημαίες.
Βέβαια, οι Τούρκοι πριν μάθουν τη μεγάλη καταστροφή του στρατού τους, είχαν βγει έξω από την πόλη για να προϋπαντήσουν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες τους με ανοιχτές τις σημαίες. Όταν, όμως, πληροφορήθηκαν την πραγματικότητα, τύλιξαν πάλι τις σημαίες τους και γύρισαν στα σπίτια τους και σημαιοστόλισαν την πόλη τους στα μαύρα.
Επί μια εβδομάδα οι χωρικοί κουβαλούσαν με τα κάρα τους πτώματα και τραυματίες. Από την άλλη πλευρά, οι αντάρτες περισυνέλεξαν τα λάφυρα του στρατού με 2 πυροβόλα, 5 πολυβόλα και άφθονα πολεμοφόδια και τρόφιμα, καθώς και 70 μουλάρια αιχμάλωτα, ενώ τα πολυβόλα και τα πυροβόλα τα κατέστρεψαν ή και τα έκρυψαν στα δάση.
Βέβαια, οι Τούρκοι ως αντίποινα σκότωσαν 300 άτομα από τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό. Όμως, και οι Έλληνες δεν τους χαρίστηκαν, διότι δυο τουρκικές μεραρχίες στρατού διαλύθηκαν με αμέτρητους νεκρούς και τραυματίες της γιγαντομαχίας του Ταζλού.
Έτσι, μετά από δυο μέρες, και αφού μοιράστηκαν τα λάφυρα, έφυγαν οι αντάρτες για το Top Tsam, όπου τους περίμενε με αγωνία ο αρχικαπετάνιος και ο λαός.
Όταν πλησίασαν στο Top Tsam με τραγούδια, πυροβολισμούς και χορούς, έφτασαν στη "μεγαλοπρεπή" καλύβα του Κοτζαναστάς. Από τον αρχηγό Κοτζαναστάς δόθηκαν συγχαρητήρια για την επιτυχία αυτή και προσφέρθηκαν δώρα, που αποτελούνταν από μια αρμάθα καθαρισμένα φουντούκια.
Σφάχτηκε και μια αγελάδα μεγάλου βάρους και οι αντάρτες έφαγαν, γλέντησαν και χάλασαν τον κόσμο από τους πυροβολισμούς στον αέρα, ενώ αμέσως μετά σκόρπισαν ο καθένας στην καλύβα τους.
Επακόλουθο της μάχης του Ταζλού ήταν να μην ξανατολμήσουν οι Τούρκοι να εκτελέσουν παρόμοιο εγχείρημα, ενώ ο περήφανος Γαζί Μουσταφά Κεμάλ ασφαλώς στενοχωρήθηκε για τη διάλυση της μεραρχίας του και το φόνο του στρατηγού του Τζεμάλ Τζαβήτ.
Αχιλ. Ανθεμίδη, «Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-24».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου