Συντριβή τουρκικής μεραρχίας και θάνατος του μεράρχου στην Ταζλού

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Η Ταζλού βρίσκεται στα κατσάβραχα του βουνού Πούγαλου, το τρίτο ψηλότερο βουνό της Τουρκίας. Πρώτο είναι το Αραράτ, δεύτερο το Καρέκλας, τρίτο το Πούγαλου και τέταρτο το Τουμανλού, εκεί όπου πήγαιναν τα καλο­καίρια οι Κούρδοι φεουδάρχες και κεχαγιάδες με τα μεγάλα τους κο­πάδια.
Η Ταζλού, λοιπόν, όπως εί­παμε, ήταν όλο κατσάβραχα και, για να μπει κανείς, έπρεπε να πε­ράσει μέσα από μονοπάτια και φα­ράγγια. Οι Τούρκοι, για να σπά­σουν το φυλάκιο της Παναγίας, χρειάστηκαν 18 ημέρες και είχαν σημαντικές απώλειες. 
Έτσι, λοι­πόν, περίμεναν οι αντάρτες τον κύριο όγκο των δυνάμεων του Τζεμάλ Τζεβήτ. Και η μέρα και η ώρα αυτή δεν άργησαν να έρθουν.
Ένα πρωί, κατά τα ξημερώμα­τα, και ενώ ο κάθε καπετάνιος βρι­σκόταν στη θέση του και με ανυπο­μονησία περίμενε το σύνθημα, οι καπεταναίοι Καράφιλος και Κοτσακιόζ της Κουβτσηχούρου βρίσκο­νταν στο πιο επικίνδυνο σημείο.
Μόλις ξημέρωσε, είδαν πλέον τις θέσεις των τουρκικών πυροβόλων και αμέσως κατέλαβαν τις θέσεις τους και περίμεναν. Μόλις ο Καράφιλος έριξε τη συνθηματική φωτο­βολίδα, τότε άρχισε ο χαλασμός και μόνο ένας θεός έβλεπε τι γινό­τανε. Απ' όλες τις μεριές έπεφταν ομοβροντίες και φωνές να λένε:
«Τούρκοι, έφτασαν 10.000 α­ντάρτες του Κοτζαναστάς! Παρα­δοθείτε!»
Αξιωματικοί και στρατός, τό­τε, άρχισαν να φεύγουν από τα δυο μονοπάτια.
Όταν λοιπόν, πλησίασαν πε­ρισσότερο, τους επιτέθηκαν και κατά μέτωπο ο οπλαρχηγός Μιχαλαγάς με τα παλικάρια του και τότε άρχισαν να πέφτουν οι Τούρκοι α­ξιωματικοί από τα άλογά τους, άλ­λοι σκοτωμένοι και άλλοι τραυμα­τίες, ώστε τα μονοπάτια να πλημ­μυρίζουν από τούρκικα κουφάρια.
Άλλοι πάλι ρίχνονταν από τους βράχους για να σωθούν και σκοτώ­νονταν, ενώ άλλοι οπισθοχώρησαν και πήγαν στο πυρπολημένο χω­ριό. 
Μερικοί ανέβηκαν στο καμπα­ναριό, έδεσαν σε ένα μακρύ ξύλο ένα λευκό σεντόνι που πήραν από τις σπηλιές, το οποίο κουνούσαν συνέχεια, καθώς χτυπούσαν την καμπάνα της Εκκλησίας, φωνάζο­ντας:
«Μη ρίχνετε Ρωμαίοι, παρα­δινόμαστε».
Και τότε το ελληνικό τμήμα του Καράφιλου βρίσκεται τελείως αιφνιδιαστικά απέναντι από τις σκηνές στρατοπεδίας του στρατη­γού και, πριν ακόμη αρχίσει η μά­χη, μπροστά από τη μεγάλη σκηνή φαίνεται η μορφή του Τούρκου στρατηγού Τζεμάλ Τζεβήτ να ξε­προβάλλει στηριγμένος σε μια ο­ξιά, με τις κόκκινες κορδέλες και τα σιρίτια του στο πηλήκιο και τους γιακάδες του.
Ο Καράφιλος, που τον αναγνωρίζει, τον σημαδεύει α­στραπιαία και με μια σφαίρα τον α­φήνει νεκρό στη ρίζα της οξιάς και αρχίζει να φωνάζει:
«Τούρκοι, έφτασε ο Κοτζανα­στάς με 10.000 παλικάρια! Παρα­δοθείτε! Τέσσερα τάγματα στρα­τό δικό σας τους στείλαμε στα σπίτια τους. Αν θα συνεχίσετε να πολεμάτε θα σκοτωθείτε!»
Και τότε η μονάδα που πλαισί­ωνε τις σκηνές του στρατηγού σή­κωσαν τα χέρια και έλεγαν κλαίγο­ντας:
«Μη μας σκοτώνετε, εμείς εί­μαστε Κούρδοι», ενώ άλλοι πάλι έ­λεγαν: «Είμαστε Αλεβίτες, με το ζόρι μας έφεραν εδώ».
Επικράτησε αρχικά η σκέψη να χαριστεί η ζωή στους αιχμαλώ­τους, όμως όταν είδαν πτώματα Ελλήνων ανδρών και γυναικών στους γύρω χώρους, οι καπεταναί­οι έδωσαν διαταγή να δουλέψουν τα δίκοπα μαχαίρια, αντί να εκτε­λούνται με σφαίρες. Από εκείνη την ώρα όσοι συλλαμβάνονταν ε­κτελούνταν με την ίδια μέθοδο.
Τότε ένας καπετάνιος ονόματι Κοτσακγιόζ, μόλις πήγε στο αντί­σκηνο του μεράρχου, αμέσως πή­ρε τα ρούχα του και, αφού ντύθηκε με τη στολή του Τούρκου στρατη­γού και αφού ειδοποιήθηκαν οι Έλ­ληνες αντάρτες για το γεγονός αυ­τό, προχώρησε προς το μέρος των Τούρκων, οπότε αυτοί μόλις είδαν το νομιζόμενο μέραρχο τους, ανα­θάρρησαν και άρχισαν ένας-ένας να βγαίνουν από τα χαρακώματα και έτσι έγιναν στόχος των ανταρ­τών.
Και τότε άρχισαν οι αντάρτες να προχωρούν με γοργό ρυθμό, α­κολουθώντας την τακτική των εκ­καθαριστικών επιχειρήσεων. Έτσι ξεκαθαρίστηκαν τα υπολείμματα της τουρκικής μεραρχίας, όσων κατέφυγαν να σωθούν στις διάφο­ρες σπηλιές της περιοχής.
 Τελευ­ταία εστία που είχε μείνει στα χέ­ρια των Τούρκων ήταν η σπηλιά του οπλαρχηγού Καπετάν Καράκοτα, που πολιορκούνταν από τους Τούρκους και η οποία ελευθερώ­θηκε με την ολοσχερή εξόντωση των πολιορκητών Τούρκων από τους Έλληνες αντάρτες.
Στη σκληρή αυτή αναμέτρηση, όπου συναντιόνταν Τούρκοι στρατιώτες, δεν αιχμαλωτίζονταν, παρά μόνο εκτελούνταν αμέσως με τα δίκοπα.
Κατά το μεσημέρι ο­λόκληρη η περιοχή είχε ελευθε­ρωθεί και τα υπολείμματα της με­ραρχίας περίμεναν να παραδο­θούν. Όμως, όλοι σχεδόν οι καπε­ταναίοι πήραν την απόφαση να εκτελεσθούν οι αιχμάλωτοι επί τόπου και μόνο οι καπεταναίοι Καράφιλος, Παύλος Τσαουσίδης και Μιχαήλ αγάς δε δέχτηκαν την ε­κτέλεση των Τούρκων στρατιω­τών, διότι μέσα στις πόλεις υπήρ­χαν πολλά γυναικόπαιδα ελληνι­κών οικογενειών και φυσικά υπήρ­χε ο κίνδυνος των αντιποίνων εκ μέρους των Τούρκων.
 Έτσι, για τη σωτηρία των γυναικόπαιδων δεν ε­κτελέστηκαν όσοι Τούρκοι στρα­τιώτες παραδόθηκαν. Στη συνέ­χεια της νύχτας, τους άνοιξαν μο­νοπάτι και όσους είχαν απομείνει τους άφησαν να φύγουν για την Έρπαα, όπου όλα τα ξενοδοχεία, τα πανδοχεία, καθώς και τα αρμε­νικά σπίτια είχαν γεμίσει με τραυ­ματίες Τούρκους, ενώ η πόλη ολό­κληρη σε ένδειξη πένθους σημαιοστολίστηκε με μαύρες σημαί­ες.
Βέβαια, οι Τούρκοι πριν μά­θουν τη μεγάλη καταστροφή του στρατού τους, είχαν βγει έξω από την πόλη για να προϋπαντήσουν τους αξιωματικούς και τους στρα­τιώτες τους με ανοιχτές τις σημαί­ες. Όταν, όμως, πληροφορήθηκαν την πραγματικότητα, τύλιξαν πάλι τις σημαίες τους και γύρισαν στα σπίτια τους και σημαιοστόλισαν την πόλη τους στα μαύρα.
Επί μια εβδομάδα οι χωρικοί κουβαλούσαν με τα κάρα τους πτώματα και τραυματίες. Από την άλλη πλευρά, οι αντάρτες περισυνέλεξαν τα λάφυρα του στρατού με 2 πυροβόλα, 5 πολυβόλα και ά­φθονα πολεμοφόδια και τρόφιμα, καθώς και 70 μουλάρια αιχμάλω­τα, ενώ τα πολυβόλα και τα πυρο­βόλα τα κατέστρεψαν ή και τα έ­κρυψαν στα δάση.
Βέβαια, οι Τούρ­κοι ως αντίποινα σκότωσαν 300 ά­τομα από τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό. Όμως, και οι Έλληνες δεν τους χαρίστηκαν, διότι δυο τουρκικές μεραρχίες στρατού δια­λύθηκαν με αμέτρητους νεκρούς και τραυματίες της γιγαντομαχίας του Ταζλού.
Έτσι, μετά από δυο μέρες, και αφού μοιράστηκαν τα λάφυρα, έ­φυγαν οι αντάρτες για το Top Tsam, όπου τους περίμενε με α­γωνία ο αρχικαπετάνιος και ο λα­ός.
Όταν πλησίασαν στο Top Tsam με τραγούδια, πυροβολισμούς και χορούς, έφτασαν στη "μεγαλοπρε­πή" καλύβα του Κοτζαναστάς. Από τον αρχηγό Κοτζαναστάς δόθηκαν συγχαρητήρια για την επιτυχία αυ­τή και προσφέρθηκαν δώρα, που α­ποτελούνταν από μια αρμάθα κα­θαρισμένα φουντούκια.
Σφάχτηκε και μια αγελάδα μεγάλου βάρους και οι αντάρτες έφαγαν, γλέντη­σαν και χάλασαν τον κόσμο από τους πυροβολισμούς στον αέρα, ε­νώ αμέσως μετά σκόρπισαν ο κα­θένας στην καλύβα τους.
Επακόλουθο της μάχης του Ταζλού ήταν να μην ξανατολμήσουν οι Τούρκοι να εκτελέσουν παρόμοιο εγχείρημα, ενώ ο περή­φανος Γαζί Μουσταφά Κεμάλ α­σφαλώς στενοχωρήθηκε για τη διάλυση της μεραρχίας του και το φόνο του στρατηγού του Τζεμάλ Τζαβήτ.

Αχιλ. Ανθεμίδη, «Τα απελευθερω­τικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-24».




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah