Η σπουδαιότερη εκκλησία της πόλης ήταν η Παναγία Χρυσοκέφαλη, που υψωνόταν στο βόρειο μέρος του Μέσου φρουρίου της Τραπεζούντας. Μετά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους έγινε τζαμί που λεγόταν, εξαιτίας της θέσης του, Ορτά χισάρ τζαμισί (τζαμί του Μέσου φρουρίου) ή Μπουγιούκ τζαμί (Μεγάλο τζαμί), επειδή ήταν μεγάλη εκκλησία. Έξω από τα τείχη, στα βορειοανατολικά τους, βρίσκονταν η όμορφη εκκλησία της Αγίας Άννας, μια άλλη του Αγίου Βασιλείου και μια τρίτη της Ευαγγελίστριας.
Ο ναός της Αγίας Άννας, ιδιαίτερα, είχε τοιχογραφίες, ακόμα και στο εξωτερικό του, που έχουν μελετηθεί και δημοσιευθεί από ξένους επιστήμονες.
Ο δεύτερος σε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια ναός της Τραπεζούντας ήταν η εκκλησία του πολιούχου της Αγίου Ευγενίου. Η εκκλησία αυτή είχε ωραιότατες τοιχογραφίες. Ανάμεσα σ' αυτές, κατά τον Fallmerayer που τις είχε δει, υπήρχαν και μερικές στις οποίες εικονίζονταν οι Μεγάλοι Κομνηνοί, από τον ιδρυτή της αυτοκρατορίας Αλέξιο Α' (1204-1222) μέχρι τον Αλέξιο Γ (1349-1390).
Στο δυτικό άκρο της μικρής πλατείας που απλώνεται δυτικά και σε κάποιαν απόσταση από την οχυρωμένη πόλη, υψώνεται η εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Η ομορφιά και η κομψότητά της προκαλεί την προσοχή των επισκεπτών της ακόμα και σήμερα.
Όλη η εκκλησία, ο νάρθηκάς της, καθώς και ο πύργος του μοναστηριού της Αγίας Σοφίας ήταν στολισμένοι με περίφημες τοιχογραφίες που διατηρούσαν το χαρακτηριστικό ελληνικό καλλιτεχνικό πνεύμα και την ελληνική αισθητική ευγένεια και χάρη. Στα 1916, ο Ρώσος αρχαιολόγος Θεόδωρος Ουσπένσκι επισκέφθηκε την κατεχόμενη από τους συμπατριώτες του Τραπεζούντα, επικεφαλής αρχαιολογικής αποστολής, και είπε ότι μια από τις τοιχογραφίες της Αγίας Σοφίας, εκείνη της Μεταμόρφωσης, ήταν βυζαντινής τεχνοτροπίας, αλλά μια άλλη, που παρίστανε το θαύμα «των πέντε άρτων και των δυο ιχθύων», όπου οι μαθητές του Χριστού εικονίζονταν ολόσωμοι, καθώς και τα πλήθη του λαού που χόρτασε από τον πολλαπλασιασμό των τροφών, ήταν αναγεννησιακής τέχνης, πράγμα που σημαίνει ότι η Αναγέννηση, πριν φανεί στη Δύση, είχε αρχίσει τα πρώτα βήματα της στην Ανατολή και ιδιαίτερα στην Τραπεζούντα.
Οι κατά καιρούς αυτοκράτορες της Τραπεζούντας πρόσφεραν στη μονή πολλά και πολύτιμα δώρα και αφιερώματα, έκαναν ανακαινίσεις και οχυρώσεις και επέδωσαν χρυσόβουλα. Αλλά και μετά την άλωση της Τραπεζούντας, πολλοί σουλτάνοι της Τουρκίας και ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας προίκισαν το μοναστήρι με φιρμάνια και χρυσόβουλα, ενώ οι κατά καιρούς πατριάρχες το τίμησαν με σιγίλια.
Ο Σελίμ Α (1467-1520) που υπήρξε για ένα διάστημα τοπάρχης της Τραπεζούντας, όταν έγινε σουλτάνος το 1512, επικύρωσε με αυτοκρατορικό Χάττι σερίφ τα προνόμια που είχαν δώσει στο μοναστήρι οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας, σκέπασε την εκκλησία με χαλκό και χάρισε πέντε μεγάλες λαμπάδες οι οποίες σώζονταν ως πριν από την Ανταλλαγή πληθυσμών του 1924.
Το μοναστήρι διέσωζε στη βιβλιοθήκη του αρκετά χειρόγραφα που όμως καταστράφηκαν το 1924, μετά τη φυγή των Ελλήνων από τον Πόντο. Οι Τούρκοι δεν άφησαν τους μοναχούς να πάρουν τίποτε μαζί τους.
Μια άλλη ονομασία, κατά παραφθορά, πιθανώς, της προηγούμενης είναι η νεότερη Βαζβελών, ή Βαζελών. Η παράδοση θεωρεί το μοναστήρι τούτο πιο παλιό κι από τη Σουμελά, γιατί ανάγει την ίδρυσή του στο έτος 270. Η παλαιότερη μάλιστα θέση του ήταν χαμηλότερα, κοντά στην όχθη του ποταμιού, στο χωριό Σαχνόη, όπου και υπήρχε, ως την Ανταλλαγή του 1924, παρεκκλήσι του Προδρόμου.
Από τα μνημεία και τα κειμήλια της μονής παλαιότεροι είναι οι κώδικες, που περιέχουν αντίγραψα χρυσοβούλων των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, τα δωρητήρια και πωλητήρια έγγραφα, τα κρισιμόγραφα και οι άλλες δικαστικές αποφάσεις, από όπου αντλούμε χρήσιμες ιστορικές και γεωγραφικές ειδήσεις, καθώς και πληροφορίες για την κοινωνική και οικονομική ζωή της Τραπεζούντας, ιδιαίτερα από τον 13ο ως τον 16ο αιώνα. Τέλος, μαθαίνουμε για τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, για το μετρικό σύστημα για τα ονόματα πολλών οικογενειών, αρχόντων και τιτλούχων της αυτοκρατορικής αυλής. Επίσης κάποτε έχουμε και κείμενα γραμμένα στη λαϊκή διάλεκτο του Πόντου και ιδιαίτερα του τραπεζουντιακού ιδιώματος.
Βορειοανατολικά από τη μονή Σουμελά, στο ψηλό βουνό που βρίσκεται πιο πάνω από το Διπόταμο της Γαλίανας, είναι χτισμένο, στην κορφή ενός απότομου βράχου, το τρίτο μεγάλο μοναστήρι της περιοχής, το μοναστήρι τον Αγίου Γεωργίου τον Περιστερά ή Περιστερεώτα. Το μοναστήρι τούτο πρέπει να χτίστηκε το έτος 752. Ονομάστηκε έτσι γιατί από μακριά μοιάζει με γραφικότατο περιστεριώνα. Το 1203, ερημώθηκε από βαρβαρικές επιδρομές και ανασυστάθηκε το 1393 από τον «προηγούμενο» (ηγούμενο) της Μονής Σουμελά Θεοφάνη.
Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Αγία Άννα |
Νοτιοανατολικά από τα τείχη, πάνω σε λόφο υψωνόταν η εκκλησία του πολιούχου Αγίου Ευγενίου, που μετά την άλωση έγινε τζαμί με το όνομα Γενί Τζουμά τζαμισί (ναός της Νέας Παρασκευής). Ανατολικά από το λόφο του Αγίου Ευγενίου, στις απόκρημνες πλαγιές του βουνού Μίθριο, βρίσκονταν δυο λαξευμένα στο βράχο μοναστήρια, της Παναγίας Θεοσκέπαστης και του Αγίου Σάββα.
Ανάμεσα στο Μίθριο και τη θάλασσα υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Φιλίππου, ενώ δυτικά από τα τείχη και σε κάποια απόσταση από την πόλη ήταν χτισμένο το μοναστήρι της Αγίας Σοφίας και η ομώνυμη εκκλησία.
Ανάμεσα στο Μίθριο και τη θάλασσα υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Φιλίππου, ενώ δυτικά από τα τείχη και σε κάποια απόσταση από την πόλη ήταν χτισμένο το μοναστήρι της Αγίας Σοφίας και η ομώνυμη εκκλησία.
Από άποψη αρχιτεκτονικής, η Αγία Άννα ήταν ρυθμού βασιλικής, οι εκκλησίες της Xρυσοκέφαλης και του Αγίου Ευγενίου ρυθμού βασιλικής με τρούλο, οι εκκλησίες της Αγίας Σοφίας και τον Αγίου Βασιλείου ρυθμού σταυροειδούς με τρούλο και οι εκκλησίες του Αγίου Φιλίππου και της Ευαγγελίστριας ήταν στηριγμένες πάνω στα τείχη και είχαν κι αυτές τρούλο.
Η πιο παλιά, ωστόσο, η πιο μεγάλη και πιο όμορφη εκκλησία της Τραπεζούντας ήταν της Χρυσοκέφαλης. Ονομάστηκε έτσι, όχι επειδή ήταν χρυσαφιά η χάλκινη στέγη της, αλλά γιατί η μωσαϊκή εικόνα της Παναγίας μέσα στο μητροπολιτικό αυτό ναό είχε το κεφάλι της συνθεμένο από χρυσές ψηφίδες.
Η παράδοση λέει ότι η εκκλησία αυτή χτίστηκε από τον βασιλιά της Καππαδοκίας και Τραπεζούντας Αννιβαλιανό, γαμπρό του Μεγάλου Κωνσταντίνου (323-337), στη θέση ή με υλικά, ίσως, ενός αρχαίου ναού αφιερωμένου στον Eρμή. Από μια αναθηματική πλάκα φαίνεται ότι Χρυσοκέφαλη ήταν μητροπολιτικός ναός από τον 10ο αιώνα. Εσωτερικά ήταν διακοσμημένη με μωσαϊκά, τοιχογραφίες και εικόνες μεγάλης τέχνης.
Πίσω από το άγιο βήμα της, έξω από την εκκλησία, υπήρχε ο τάφος του Αλεξίου Δ' (1417-1446) σ' ένα κομψό κτίσμα σαν μαυσωλείο. Στον τάφο του Αλεξίου Δ', λίγα χρόνια αργότερα, αμέσως μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 1461, οι Τούρκοι τοποθέτησαν τη λάρνακα ενός ήρωα τους, ονόματι Χάσογλαν. 0 τελευταίος είχε διακριθεί στην έφοδο κατά της πρωτεύουσας του Πόντου, καταστρέφοντας με οβίδα τηλεβόλου την αλυσίδα που κρατούσε τη γέφυρα μιας πύλης του φρουρίου.
Η Χρυσοκέφαλη ήταν ο επίσημος μητροπολιτικός ναός και των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας. Μέσα στη λαμπρή και μεγαλόπρεπη τούτη εκκλησία, με την πολυτελή και πλούσια διακόσμηση, τελούνταν όλες οι επίσημες τελετές της αυλής: βασιλικές στέψεις, γάμοι, ταφές αυτοκρατόρων, ενθρονίσεις και κηδείες μητροπολιτών, παρακλήσεις για την ευόδωση εκστρατειών και πολέμων «κατά βαρβάρων», δοξολογίες για τις νίκες και άλλες επίσημες γιορτές.
Στο ναό της Χρυσοκέφαλης τάφηκαν οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας Ανδρόνικος Γίδος ή Γίδων το 1235, Ιωάννης Β' το 1297, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα Καντακουζηνή Μεγάλη Κομνηνή, σύζυγος του Αλεξίου Δ', το 1426, ο ίδιος ο Αλέξιος Δ', το 1446 και άλλοι. Ακόμα τάφηκαν εδώ και πολλοί μητροπολίτες, αλλά και λαϊκοί, που είχαν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον τόπο, καθώς και ήρωες. Ένας τέτοιος ήρωας ήταν και ο Ιωάννης Ζαγξής που διακρίθηκε στη μάχη εναντίον του σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Κεϊκομπάτ, ο οποίος έκανε έφοδο εναντίον της Τραπεζούντας μετά από την πολιορκία της, το 1223.
Άγιος Ευγένιος |
Η λαμπρότητα και η σημασία του Αγίου Ευγενίου ήταν ήδη μεγάλη, από την εποχή του Βυζαντίου, αλλά έφτασε στο κορύφωμα της τον 11ο αιώνα, πράγμα που το καταδεικνύει ένα σημαδιακό γεγονός. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος Β', ο λεγόμενος και Βουλγαροκτόνος, όταν περάτωσε τους νικηφόρους πολέμους του, θέλησε να ευχαριστήσει το Θεό.
Έτσι, αποφάσισε να κάνει δύο μεγάλα και ιστορικά, από θρησκευτική και εθνική άποψη, προσκυνήματα σε δύο ναούς της αυτοκρατορίας. Το πρώτο προσκύνημα το τέλεσε στην Αθήνα, ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη και μπαίνοντας στον Παρθενώνα, που είχε μετατραπεί σε εκκλησία της Παναγίας, ενώ το δεύτερο στην Τραπεζούντα, όπου επισκέφθηκε το ναό του Αγίου Ευγενίου. Τη δεύτερη τούτη επιλογή την έκανε γιατί πίστευε ότι με τη βοήθεια του πολιούχου της ποντιακής πόλης είχε στερεώσει την αυτοκρατορία του στην Ανατολή, καταλύοντας το κράτος των Χαζάρων στην Κριμαία και νικώντας τον βασιλιά της Γεωργίας Γεώργιο.
Όπως στη Χρυσοκέφαλη, έτσι και στον Άγιο Ευγένιο, εκτός από τα πανηγύρια και τις άλλες επίσημες τελετές, τελούνταν και στέψεις, και γάμοι αυτοκρατόρων. Επιπλέον, τα νομίσματα της Τραπεζούντας και τα αυτοκρατορικά εμβλήματα είχαν την εικόνα του Αγίου Ευγενίου. Από όλους τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς και τα κειμήλια της εκκλησίας, σώθηκε μόνο ένα εικονογραφημένο χειρόγραφο, στολισμένο με μικρογραφίες σπουδαίας βυζαντινής τέχνης.
Το πολύτιμο αυτό χειρόγραφο βρίσκεται στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους (με αριθμό 1199). Λεπτομέρειες των μικρογραφιών του χειρογράφου αναφέρει ο Γερμανός μελετητής του J. Strzygowski.
Ο μελετητής αυτός βρίσκει σε πολλά σημεία του χειρογράφου θεαματικές ομοιότητες ή αναλογίες με άλλα χειρόγραφα, όπως της Ευαγγελικής σχολής Σμύρνης. Επίσης, ομοιότητες και αναλογίες βρίσκει με τους γλυπτούς κύκλους των μηνών στην Ακρόπολη των Αθηνών, με το μεσαίο θύρωμα του ναού του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, με την ποιητική περιγραφή του κύκλου των μηνών στο έργο Οι καθ' Ύσμίνην και καθ' Ύσμινίαν Λόγοι του ερωτικού ποιητή και μυθιστοριογράφου Ευστάθιου Μακρεμβολίτη (12ος αιώνας), με τους Στίχους εις τούς Δώδεκα Μήνας του Θεόδωρου Πρόδρομου, που γράφτηκαν γύρω στα 1130-1159, αλλά και με τους Στίχους εις τους Δώδεκα Μήνας του Μανουήλ Φιλή που γράφτηκαν το 1300.
Ωστόσο, ο Strzygowski επισημαίνει την πρωτοτυπία μερικών μικρογραφιών και την ανεξαρτησία της σχολής ζωγραφικής της Τραπεζούντας.
Ωστόσο, ο Strzygowski επισημαίνει την πρωτοτυπία μερικών μικρογραφιών και την ανεξαρτησία της σχολής ζωγραφικής της Τραπεζούντας.
Το εικονογραφημένο τούτο χειρόγραφο, όπως σημειώνει σχετική επιγραφή, γράφτηκε το 1346 μ.Χ. από κάποιον ονόματι Αργυρό Ιωάννη, που ίσως δεν είναι ο ίδιος με το ζωγράφο των μικρογραφιών. Πάντως, είχε κάποιες ελαφρές δυτικές επιδράσεις στην τέχνη του, γιατί η Τραπεζούντα διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Δύση, ιδιαίτερα με τη Βενετία και τη Γένοβα. Ο παραπάνω Γερμανός μελετητής της τέχνης του χειρογράφου θεωρεί, όπως προϊδεάσαμε πιο πάνω, τις μικρογραφίες των μηνών του τραπεζουντιακού χειρογράφου ζωηρότερες σε κίνηση από τις ανάλογες των μαθητών της σχολής του Τζιότο.
Το χειρόγραφο τούτο, καθώς και τα παρόμοια, αλλά και τα ποικίλα άλλα έργα τέχνης μαρτυρούν ότι κατά τον 14ο αιώνα, οι τέχνες είχαν ανθίσει εντυπωσιακά στην Τραπεζούντα.
Φαίνεται ότι είχε ακμάσει ιδιαίτερη καλλιτεχνική σχολή μικρογραφιών, ενώ η ζωγραφική, της οποίας πολλά έργα στόλιζαν τις εκκλησίες της Τραπεζούντας και της ενδοχώρας, καθώς και τα χρυσόβουλα των αυτοκρατόρων, απασχολούσε πολλούς καλλιτέχνες. Οι καλλιτέχνες αυτοί δεν χρησιμοποιούνταν μόνο από την αυλή του βασιλιά και την επίσημη Εκκλησία της Τραπεζούντας, αλλά και από το λαό.
Αγία Σοφία |
Στο δυτικό άκρο της μικρής πλατείας που απλώνεται δυτικά και σε κάποιαν απόσταση από την οχυρωμένη πόλη, υψώνεται η εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Η ομορφιά και η κομψότητά της προκαλεί την προσοχή των επισκεπτών της ακόμα και σήμερα.
Το 1573-1609 περίπου, μετά την τουρκική κατάκτηση ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί (Αγιά Σοφιά τζαμισί), όπως έγινε και με όλες τις μεγάλες εκκλησίες της Τραπεζούντας. Είναι εκκλησία σε ρυθμό σταυροειδούς με τρούλο.
Η Αγία Σοφία άρχισε να χτίζεται λίγο καιρό πριν από την ίδρυση της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, δηλαδή πριν από το 1204, και σε δεύτερη φάση μετά την χρονιά αυτή. Στην πρόσοψη του δυτικού πτερυγίου του ναού υπάρχει η ανάγλυφη παράσταση του μονοκέφαλου αετού που αποτελούσε το έμβλημα των Κομνηνών της Τραπεζούντας. Σπουδαίο είναι το μωσαϊκό δάπεδο της με τις ωραίες διακοσμήσεις και παραστάσεις, όπως εκείνη η περίφημη του αετού που συλλαμβάνει λαγό.
Την παράσταση αυτή, κατά την επισκευή του ναού αργότερα, το 1860, ο Έλληνας πρωτομάστορας Χατζή Μουράτης από την Κρώμνη την αφαίρεσε και τη μετέφερε στην πατρίδα του για να στολίσει ένα ναό της. Κατά το 1923, όταν ήρθαν οι Κρωμναίοι στην Ελλάδα, κουβάλησαν και το αριστούργημα τούτο στη Θεσσαλονίκη και το κατέθεσαν στο βυζαντινό μουσείο της πόλης.
Σπουδαίες είναι και οι πλούσιες διακοσμήσεις με γλυπτά στα κιονόκρανα, για τις οποίες, όπως και για όλη την άλλη καλλιτεχνική διακόσμηση, έγραψαν μεγάλοι ιστορικοί και αρχαιολόγοι. Εκτός από τον Ουσπένσκι, το Milliet και τον Texier, έγραψαν ο Brounov, ο Fallmerayer, ο Finlay, ο Τούρκος γεωγράφος Σακίρ Σεβκέτ, ο Μ. Alpatov, καθώς και περιηγητές, όπως ο Julien Bordier, ο Clavijo και ο Tournefort, οι οποίοι περιέγραψαν με θαυμασμό το εσωτερικό και εξωτερικό του ναού. Κατά τον Ρώσο αρχαιολόγο Alpatov, μάλιστα, τα ανάγλυφα της Αγίας Σοφίας έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τη μελέτη του ανατολικού κλάδου της βυζαντινής τέχνης.
Ένας άλλος ναός, του Αγίου Βασιλείου, χτισμένος τον καιρό του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (6ος αιώνας), έχει μιαν επιγραφή που δείχνει το χρόνο της ίδρυσής του: 542, ενώ ο Άγιος Φίλιππος, κατά την παράδοση, χτίστηκε από τη θυγατέρα του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλεξίου Γ' (1349-1390), την Άννα, που παντρεύτηκε τον Ιωάννη Μουρούζη, αριστοκρατικό γόνο του Πόντου και θησαυροφύλακα του αυτοκράτορα. Σπουδαίες τοιχογραφίες είχε και η Παναγία η Θεοσκέπαστη, που ήταν λαξευμένη σ' ένα βράχο, ατο βουνό Μίθριο (Μποζ-τεπέ), πάνω από την πόλη. Την εκκλησία την έχτισε η Ειρήνη η Τραπεζούντια, μητέρα του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλεξίου Γ' Κομνηνού.
Στην κορυφή πάλι του Μίθριου υψωνόταν ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Αγιαστή, που χτίστηκε πάνω στα θεμέλια του αρχαίου ναού του Μίθρα.
Κοντά στον Άγιο Ιωάννη τον Αγιαστή, υπήρχαν θερινά ανάκτορα των Κομνηνών με απαράμιλλη θέα προς την πόλη και τη θάλασσα. Το 1365, που ήταν αυτοκράτορας ο Αλέξιος Γ', επισκέφτηκε την Τραπεζούντα ο Αμηράς Χουτ- λουπέκ (Χουτλού Μπέη), ο οποίος παντρεύτηκε την αδελφή του αυτοκράτορα, Μαρία. Ο Αμηράς, μετά την επίσημη υποδοχή του στα ανάκτορα, φιλοξενήθηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, σε σκηνές που βρίσκονταν μόνιμα στον περίβολο αυτού του παλατιού.
Ανάμεσα στη βόρεια πλαγιά του Μίθριου και τη θάλασσα, μέσα στον περίβολο του νεκροταφείου, υπήρχε ο ναός και το μοναστήρι του Αγίου Σάββα, το οποίο κάποτε χρησιμοποιούνταν και για φυλακή εκθρονισμένων αυτοκρατόρων, όπως έγινε στην περίοδο του εμφύλιου πολέμου που ακολούθησε το θάνατο του αυτοκράτορα Βασιλείου της Τραπεζούντας.
Ωραίος ναός ήταν και η εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου του Νύσσης, κτίσμα του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Β' (1280-1285) και της συζύγου του Ευδοκίας Κομνηνής Παλαιολογίνας.
Στην ενορία του Αγίου Βασιλείου, ανατολικά από την Αγία Άννα, υπήρχε και η εκκλησία του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά, του «βλαστού της Άτρας». Στην ίδια ενορία βρισκόταν και η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Κτήτοράς της ήταν η Ευδοκία, θυγατέρα του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Γ' (1390-1417) και σύζυγος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ή Ξιφιλίνου, όπως ονομαζόταν αλλιώς η οικογένεια των Υψηλαντών.
Τα ανάκτορα των Κομνηνών στην ακρόπολη της Τραπεζούντας είχαν έναν ναό, που ο Βησσαρίων τον περιγράφει ως κομψό με πολλές και όμορφες τοιχογραφίες. Τούτος ο ναός μαζί με το ανάκτορο καταστράφηκε το 17ο αιώνα κατά τους εμφύλιους πολέμους που είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στους Τούρκους της Τραπεζούντας. Σώθηκαν μόνο μέρη των τοίχων τους και μερικά παράθυρα.
Πολλά και διάφορα άλλα χριστιανικά καλλιτεχνικά μνημεία ήταν σπαρμένα σ' όλη την περιοχή της Τραπεζούντας, αλλά και έξω από αυτήν, σ όλη τη διαδρομή της αμαξιτής οδού ως την Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ): εκκλησίες, παρεκκλήσια, ξωκλήσια, παλιά βυζαντινά και νεότερα, με αξιόλογες λαϊκές τοιχογραφίες και εικόνες.
Αναφέρουμε τη μικρή εκκλησία, 3 χιλ. νοτιοανατολικά του Δικαίσιμου (Τζεβιζλίκ), αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο. Η εκκλησία αυτή είχε αξιόλογες εικόνες και τοιχογραφίες, λαϊκής τεχνοτροπίας, που συγγένευαν με το στιλ των τοιχογραφιών στις λαξευμένες σπηλιές του Γκιόρεμε της Καππαδοκίας. Παρόμοιες εκκλησίες υπήρχαν και αλλού στην περιοχή του Δικαίσιμου που ανάγονταν στον 14ο αιώνα.
Στην ίδια περιοχή, στο βάθος της κοιλάδας, 6 ώρες από το Δικαίσιμο, βρισκόταν το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Σύμφωνα με την παράδοση, το μοναστήρι ιδρύθηκε στα 386 από τους προαναφερόμενους Αθηναίους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο.
Στην ίδια περιοχή, στο βάθος της κοιλάδας, 6 ώρες από το Δικαίσιμο, βρισκόταν το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Σύμφωνα με την παράδοση, το μοναστήρι ιδρύθηκε στα 386 από τους προαναφερόμενους Αθηναίους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο.
Ο πρώτος ναός χτίστηκε κοντά στο σπήλαιο που μόναζαν οι δυο καλόγεροι, και ήταν αφιερωμένος στο όνομα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ.
Αργότερα, με τη βοήθεια του επισκόπου Τραπεζούντας έχτισαν μέσα στη σπηλιά την εκκλησία της Παναγίας, το 386. Την παράδοση τούτη ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα, την αμφισβητούν μερικοί, οι οποίοι τοποθετούν την ίδρυσή του πιο αργότερα, στο 10ο αιώνα, ενώ άλλοι, όπως ο αθηναιογράφος Δ. Καμπούρογλου, την ανάγουν στον 9ο αιώνα. Σύμφωνα με τον τελευταίο, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, φοβούμενοι την άγρια επιδρομή των Σαρακηνών στην Αττική, κατά το έτος 896, παρέλαβαν την εικόνα της Παναγίας, που είχε ζωγραφίσει ο Όσιος Λουκάς, από τη μεγάλη εκκλησία της Παναγίας (του Παρθενώνα) στην Ακρόπολη των Αθηνών, και τη μετέφεραν στο όρος Μελά της Τραπεζούντας.
Αργότερα, με τη βοήθεια του επισκόπου Τραπεζούντας έχτισαν μέσα στη σπηλιά την εκκλησία της Παναγίας, το 386. Την παράδοση τούτη ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα, την αμφισβητούν μερικοί, οι οποίοι τοποθετούν την ίδρυσή του πιο αργότερα, στο 10ο αιώνα, ενώ άλλοι, όπως ο αθηναιογράφος Δ. Καμπούρογλου, την ανάγουν στον 9ο αιώνα. Σύμφωνα με τον τελευταίο, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, φοβούμενοι την άγρια επιδρομή των Σαρακηνών στην Αττική, κατά το έτος 896, παρέλαβαν την εικόνα της Παναγίας, που είχε ζωγραφίσει ο Όσιος Λουκάς, από τη μεγάλη εκκλησία της Παναγίας (του Παρθενώνα) στην Ακρόπολη των Αθηνών, και τη μετέφεραν στο όρος Μελά της Τραπεζούντας.
Εσωτερικό Μοναστηριού |
Όπως και να 'ναι, συμπληρώνει ο μητροπολίτης Χρύσανθος, η μονή Σουμελά είναι μια από τις αρχαιότερες μονές της Τραπεζούντας, και ιδρυτές της και πρώτοι κτήτορές της είναι οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος. Αυτοί ελκύστηκαν και πήγαν στην Τραπεζούντα και στο βουνό Μελά εξαιτίας της μοναχικής ζωής που άκμαζε τότε στον Πόντο.
Τα θεμέλια της ζωής αυτής και τους κανόνες της είχαν βάλει οι Πατέρες της εκκλησίας Βασίλειος ο Μέγας και Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και ονομάστηκε Σουμελά, συμφωνά με το ποντιακό γλωσσικό ιδίωμα, με συνεκφορά των δυο λέξεων που αποτελούν το όνομα: («σου Μελά» [στου Μελά] = Σουμελά), αν και υπάρχει και η άποψη του Fallmerayer που λέει ότι και οι δύο τύποι, Μελά και Σουμελά είναι ανάλογοι προς το διπλό όνομα του ιερού όρους των Ινδιών Μερού και Σουμερού. Στο ίδιο κείμενο του ο Γερμανός ιστορικός παρατηρεί ότι κανένας τόπος στον κόσμο δεν είναι τόσο κατάλληλος να εμπνεύσει στην ψυχή διάθεση για προσευχή, προσκύνηση και θεώρηση του θείου, όσο ο «αειθαλής και μαγευτικός άγριος ούτος τόπος του Κολχικού όρους Μελά».
Αυτή είναι η αρχή της σύστασης του μοναστηριού της Παναγίας Σουμελά. Αργότερα, το μοναστήρι τούτο, έγινε περίφημο και απέκτησε δόξα και πλούτο από τα αφιερώματα των προσκυνητών, χριστιανών και μουσουλμάνων, του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Μικρασίας, της Ρωσίας και της Μολδοβλαχίας, ως την εποχή του ξεριζωμού των Ποντίων από τις προαιώνιες εστίες τους το 1924.
Ο Σελίμ Α (1467-1520) που υπήρξε για ένα διάστημα τοπάρχης της Τραπεζούντας, όταν έγινε σουλτάνος το 1512, επικύρωσε με αυτοκρατορικό Χάττι σερίφ τα προνόμια που είχαν δώσει στο μοναστήρι οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας, σκέπασε την εκκλησία με χαλκό και χάρισε πέντε μεγάλες λαμπάδες οι οποίες σώζονταν ως πριν από την Ανταλλαγή πληθυσμών του 1924.
Ο ναός της τελευταίας μορφής, λαξευμένος μέσα στο βράχο, είναι αυτός που ανακαινίστηκε επί Αλεξίου Γ' (1349-1390). Από τότε σώζονταν τοιχογραφίες, όπου, εκτός από τις μορφές των αγίων, όπως συνηθιζόταν, άλλωστε, και σ' άλλες εκκλησίες της Τραπεζούντας και του Πόντου, εικονίζονταν και μορφές αυτοκρατόρων.
Ενδιαφέρουσα από πολλές πλευρές, αλλά και από γλωσσική -αρχαιότερο ίσως (γραπτό) δείγμα της ποντιακής- είναι μια λαϊκή επιγραφή που λέει: Ίξεύρετε το μέσα άγιον βήμα ήτο τρεις φοράς ίστορημένον τό α' έτος δεν εύρον τό δεύτερον 'ςχξη' [1160 μ.Χ.] και τό τρίτον ςψμε'[1237 μ.Χ.].
Οι τοιχογραφίες των διάφορων παρεκκλησιών του μοναστηριού ανάγονται στον 16ο και 17ο αιώνα. Το νεότερο μεγαλόπρεπο τετραώροφο κτίριο, που θαρρείς και κρέμεται πάνω από την κοιλάδα, οικοδομήθηκε το 1860.
Παναγία Σουμελά |
Το μοναστήρι διέσωζε στη βιβλιοθήκη του αρκετά χειρόγραφα που όμως καταστράφηκαν το 1924, μετά τη φυγή των Ελλήνων από τον Πόντο. Οι Τούρκοι δεν άφησαν τους μοναχούς να πάρουν τίποτε μαζί τους.
Από τα κειμήλια του μοναστηρίου τελικά σώθηκαν τρία που θεωρούνται τα πιο σπουδαία:
α) η περίφημη εικόνα της Παναγίας που ιστορήθηκε από τον ευαγγελιστή Λουκά, β) ο σταυρός που δώρισε στη μονή ο αυτοκράτορας Μανουήλ Γ' (1390-1417), γιος και διάδοχος του Αλεξίου Γ', χωρίς τη θήκη του,
και γ) το ευαγγέλιο του οσίου Χριστοφόρου. Τα κειμήλια αυτά τα είχαν κρύψει οι καλόγεροι, κατά την αναχώρησή τους το 1924 από το μοναστήρι, στο μετόχι της
Αγίας Βαρβάρας.
Μετά την εδραίωση καλών σχέσεων ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα το 1930, ο ιερομόναχος Ιερεμίας Σουμελιώτης, με εμπιστευτικό γράμμα, αποκάλυψε στο μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο τον τόπο, όπου είχαν ταφεί τα τρία κειμήλια. Το γεγονός το έμαθε ο Βενιζέλος και με γράμμα του προς τον Ισμέτ Ινονού, τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας, πέτυχε μιαν άδεια για έναν άλλο καλόγερο, τον ιερομόναχο Αμβρόσιο Σουμελιώτη, να πάει στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Ο τελευταίος πήγε, ξέθαψε τα τρία κειμήλια από το μετόχι της Αγίας Βαρβάρας, τα έφερε στην Ελλάδα και τα κατέθεσε στο Βυζαντινό Μουσείο.
Το Ευαγγέλιο, λόγω της υγρασίας του τόπου είχε καταστραφεί. Σώθηκε μόνο η στάχωσή του με δύο ξύλινες πινακίδες, ντυμένες με βελούδο και στολισμένες με όμορφες διακοσμήσεις.
Το 1952 οι Πόντιοι μετέφεραν την εικόνα της Παναγίας από το Βυζαντινό Μουσείο στο νέο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά που χτίστηκε στις πλαγιές του Βερμίου, κοντά στο χωριό Καστανιά Βεροίας. Από τότε βρίσκεται εκεί και αποτελεί προσκύνημα και αφορμή παμποντιακού πανηγυριού την ήμερα της Κοίμησης της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου, κάθε χρόνο.
Κατά τον διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας Γ. Σωτηρίου, η εικόνα είναι τύπου Οδηγητρίας (0,30x0,25 εκ.) και σήμερα δεν διασώζει κανένα ίχνος από τη μορφή και το ένδυμα των εικονιζόμενων προσώπων, εκτός από τα διαγράμματα της Θεοτόκου και του παιδιού Ιησού, τα οποία διαγράφονται κυρίως από την ασημένια και επιχρυσωμένη φορεσιά που καλύπτει το βάθος της εικόνας. Η εικόνα είναι στολισμένη με άφθονα μαργαριτάρια και άλλους πολύτιμους λίθους.
0 σταυρός τον Μανουήλ Κομνηνού (0,225x0,08) είναι επενδυμένος με συρμάτινα σμάλτα και πολύτιμους λίθους, έξι πράσινους και έξι κόκκινους. Στις κεραίες του υπάρχουν τέσσερις κοραλλιοκόσμητες ακτίνες. Στη μια από τις πλάγιες κεραίες και στην άνω στεμματόσχημη, υπάρχουν διακοσμήσεις με κοράλλια. Ο σταυρός μπορεί να αναχθεί στον 15ο αιώνα.
Δυτικά από την Παναγία Σουμελά, σ' ένα παρόμοιο παραδείσιο ορεινό και δασωμένο τοπίο, στο βάθος της κοιλάδας της Ματσούκας, που τα νερά του ποταμιού της χύνονται στην κοιλάδα του Πυξίτη, βρίσκεται το άλλο ιστορικό μοναστήρι, του Προδρόμου και Βαπτιστή Ιωάννη, το ονομαζόμενο Ζαβουλών.
Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος |
Το μοναστήρι καταστράφηκε από τους Πέρσες τον 6ο αιώνα και ξαναχτίστηκε μεγαλοπρεπέστερο με έξοδα του Ιουστινιανού και με μέριμνα του στρατηγού Βελισσάριου.
Ο τελευταίος έχτισε εκεί και φρούριο, το Παλαιόκαστρο, στην περιοχή της Παλαιοματσούκας, και μάλιστα κοντά στο χωριό Χαψίν, στους πρόποδες του βουνού Ζύγανα.
Ο Γάλλος περιηγητής και βοτανολόγος Tournefort που επισκέφτηκε το μοναστήρι το 1702, ομολογεί ότι τα όμορφα δάση που το περιβάλλουν δεν τα βρήκε σε κανένα μέρος των Άλπεων και ότι θα ευχόταν να περνούσε τον υπόλοιπο καιρό της ζωής του στον τόπο τούτο.
Ένα από τα έγγραφα που εξέδωσε ο Ρώσος αρχαιολόγος Uspenski F. και το οποίο έχει χρονολογία 1260, είναι δωρητήριο κείμενο δυο αδελφιών: του πολέμαρχου Θεόδωρου, που διακρίθηκε ως στρατηγός το 1223 στις μάχες εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων του Ικονίου, και του αδελφού του Ανδρόνικου, πολέμαρχου κι αυτού.
Ανάμεσα στα άλλα, οι δυο δωρητές βεβαιώνουν: «...δεδώκαμεν έν τή αυτή μονή εκ του γονικού ήμών τόπου κομμάτιν, τό όπερ είχαμεν έξ αγορασίας, τό επιλεγόμενον θελητέσιν, τό άντίμοιρον του Θωμοπούλου, και ώς το είχαμεν εις τους εξής, ούτως εδώκαμεν και ήμείς αύτό τό κομμάτιν σύσπορον πρός την μονήν, ότι υπέρ ψυχικής ήμών σωτηρίας άνεθήκαμεν αύτό εις τον Πρόδρομον».
Η εκκλησία τον Αγίου Προδρόμου είναι νεότερη, κτίσμα του 1809, οικοδομημένο στη θέση παλαιότερου ναού. Τη νότια πλευρά του μοναστηριού την αποτελούν τα αρχαιότερα κτίσματα του και είναι, κυρίως, κελιά και δωμάτια με ξύλινους εξώστες, επεξεργασμένους με μεγάλη λεπτότητα και τέχνη.
Αυτά είναι δείγματα της οικιακής αρχιτεκτονικής και ξυλογλυπτικής τέχνης στο «Βάνδο των Ματσουκάων», όπως ονομαζόταν η περιοχή την εποχή της αυτοκρατορίας των Κομνηνών, τα οποία ανάγονται πιθανώς στο 16ο αιώνα. Ακόμα και στο ίδιο το Αγιον Όρος δεν υπάρχουν δείγματα τέτοιας ξυλογλυπτικής τέχνης, βεβαιώνει ο μητροπολίτης Χρύσανθος. Ωστόσο, και το μοναστήρι και το ναό, μετά τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου, οι Τούρκοι τα κατέστρεψαν και τα ερήμωσαν. Μόνο τα ερείπιά τους σώζονται σήμερα.
Πιο κάτω από το μοναστήρι, σε μιαν ώρα απόσταση, δίπλα στο χωριό Σαχνόη, υπάρχει ένα παρεκκλήσι των Αρχιστρατήγων, κτίσμα του 14ου αιώνα, που είναι το ωραιότερο στο Βάνδο των Ματσουκαίων. Πρόκειται για σταυροειδή ναό με τρούλο, που έχει θαυμάσιες τοιχογραφίες εσωτερικά και εξωτερικά.
Βορειοανατολικά από τη μονή Σουμελά, στο ψηλό βουνό που βρίσκεται πιο πάνω από το Διπόταμο της Γαλίανας, είναι χτισμένο, στην κορφή ενός απότομου βράχου, το τρίτο μεγάλο μοναστήρι της περιοχής, το μοναστήρι τον Αγίου Γεωργίου τον Περιστερά ή Περιστερεώτα. Το μοναστήρι τούτο πρέπει να χτίστηκε το έτος 752. Ονομάστηκε έτσι γιατί από μακριά μοιάζει με γραφικότατο περιστεριώνα. Το 1203, ερημώθηκε από βαρβαρικές επιδρομές και ανασυστάθηκε το 1393 από τον «προηγούμενο» (ηγούμενο) της Μονής Σουμελά Θεοφάνη.
Ο Θεοφάνης ανακαίνισε τα ερειπωμένα κελιά και το ναό και κάλεσε από έξω καλόγερους. Όταν μαζεύτηκαν αρκετοί απ' αυτούς, έγινε ηγούμενος τους. Αργότερα κατέβηκε στην Τραπεζούντα και με τη μεσολάβηση του Βησσαρίωνα, που ζούσε ακόμα στην Τραπεζούντα και είχε επιρροή στο παλάτι, πέτυχε τη συνδρομή του αυτοκράτορα Τραπεζούντας Αλεξίου Δ' (1417- 1429) καθώς και ένα χρυσόβουλο του για το μοναστήρι.
Η βιβλιοθήκη του μοναστηρίου διέσωζε, ως τελευταία, 12 αξιόλογα χειρόγραφα με ωραίες μικρογραφίες που τις περιγράφει ο αρχαιολόγος Franz Cumont. Μετά τη γενική όμως έξοδο των Ποντίων από τη Μικρασία, το 1924, τα χειρόγραφα καταστράφηκαν μαζί με τα άλλα κειμήλια του μοναστηριού.
Νότια από την Τραπεζούντα, μέχρι την Παϊπούρτη, το Ερζερούμ και το Ερζιγκιάν διασώζονταν πολυάριθμα μνημεία ελληνικής χριστιανικής τέχνης. Επίσης, και δυτικά από την Τραπεζούντα και την Κερασούντα ως τη Σινώπη και την Ινέπολη, στις διάφορες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά του Δυτικού Πόντου υπήρχαν μνημεία. Στο χωριό π.χ. Φυσερά της Τραπεζούντας υπήρχε εκκλησία σταυροειδής με τρούλο του 12ου αιώνα.
Στα Πλάτανα υπήρχε ναός τον Αρχιστρατήγου που αναγόταν στο 13ο-14ο αιώνα. Ο Hamilton που είδε την εκκλησία εκτίμησε ιδιαίτερα τις ωραίες τοιχογραφίες της. Δυτικότερα από τα Πλάτανα, στην Κορδύλη (Ακτσέκαλε), σωζόταν μια παλιά εκκλησία του Αγίου Φωκά, που ανακαινίστηκε στο 14ο αιώνα, συγκεκριμένα το 1361, από τον Αλέξιο Γ’. Πιθανόν να αντικατέστησε αρχαίο ναό των Διόσκουρων, που ήταν προστάτες των θαλασσινών, γιατί και ο Άγιος Φωκάς λατρευόταν στον Πόντο με την ίδια ιδιότητα. Κοντά στα άλλα, ο ναός αυτός είχε αξιόλογες τοιχογραφίες. Ακόμα δυτικότερα, στην Τρίπολη, μέσα στο κάστρο της, υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στη Θεοτόκο.
Ανατολικά τώρα από την Τραπεζούντα, στο χωριό Τσίτη των Σουρμένων υπήρχε η αναφερόμενη από το μητροπολίτη Ιωσήφ Λαζαρόπουλο «περικαλλής και περίφημος μονή τον Σωτήρος Χριστού Σουρμένων», που είχε χτίσει ο δούκας της Χαλδίας Ιωάννης Χάλδος τον 9ο αιώνα.
Αλλά η γενναιοδωρία και η καλλιτεχνική δραστηριότητα των Μεγάλων Κομνηνών απλωνόταν και πέρα από τα όρια της αυτοκρατορίας Τραπεζούντας, προπάντων στον Άθω, όπου με δαπάνες του Αλεξίου Γ' (1349-1390) χτίστηκε το μεγαλοπρεπές μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, το 1375. Το σχετικό χρυσόβουλο του αυτοκράτορα έχει και καλλιτεχνική αξία και υπέροχες μικρογραφίες του.
Στην Ιερουσαλήμ, εξάλλου, η αυτοκράτειρα της Τραπεζούντας Άννα Κομνηνή η Πορφυρογέννητη (1341) , θυγατέρα του Αλεξίου β’, ανακαίνισε το μοναστήρι του Αγίου Ευθυμίου.Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου