Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΜΟΥ να ασχοληθώ με την Εκκλησία της Τραπεζούντος, τη μοναδική μονογραφία που ασχολείται λεπτομερώς με μία από τις σημαντικότερες πόλεις του παράλιου Πόντου, με οδήγησε στην ανάγκη να γνωρίσω τον συγγραφέα της, τον Μητροπολίτη Τραπεζούντος (1913-1925) και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών (1938-1941) Χρύσανθο Φιλιππίδη.
Είναι δύσκολο να αποδοθεί μέσα σε περιορισμένο αριθμό σελίδων το περίγραμμα, έστω μιας προσωπικότητας του διαμετρήματος του Μητροπολίτη Χρύσανθου. Θα σταθούμε στα σημεία εκείνα που φωτίζουν την πορεία ενός ιεράρχη, ο οποίος αφενός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού, αφετέρου διακρίθηκε ως κορυφαίος εκκλησιαστικός λόγιος για το πνευματικό έργο και το ήθος του.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ
«Τον πατέρα μου δεν ενθυμούμαι, ήμην πολύ μικρός όταν απέθανεν. ..και την αδελφήν μου Ελισάβετ... την ενθυμούμαι ζωηρώς... στην κηδεία της». «Και τώρα που θα πας», «Θα υπάγω εις την Λειψίαν».
Ο κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, γιος του Ζήση Φίλιογλου, γεννήθηκε στην Κομοτηνή (Γκιουμουλτζίνα) τον Μάρτιο του 1881.
Η Κομοτηνή ήταν τότε μια αγροτική περιοχή, της οποίας η λεπτομερής καταγραφή στην «Αυτοβιογραφία» του μητροπολίτη, σε συνδυασμό με τις τραυματικές παιδικές εμπειρίες, καταδεικνύουν τους ακατάλυτους δεσμούς του με την οικογένεια και την πατρίδα.
Η πρόωρη απώλεια του πατέρα (εμπόρου σιτηρών και κουκουλιών) και δύο εκ των αδελφών του δημιούργησε βαθύ τραύμα, αλλά και αίσθημα ευθύνης στην τρυφερή ψυχή του μικρού Χαρίλαου.
Η χήρα μητέρα του, επιφορτισμένη με την ανατροφή των τριών επιζώντων τέκνων της και έχοντας μοναδικόν προστάτη και συμπαραστάτη τον αδελφό της Γιάγκο Καραμπάση και, κυρίως, την αδελφή της Λαμπρινή Πέγιου (Πέγιαινα) η οποία «καίτοι δεν εγνώριζεν γράμματα και δεν είχε εμπορικά βιβλία, εκυβέρνα τον εμπορικόν της οίκον θαυμάσια», όπως γράφει ο ίδιος ο Χρύσανθος, που δεν ξεχνά ότι «όταν αργότερα επρόκειτο να εισαχθώ εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης η... θεία Πέγιαινα μου έδωκε την πρώτην χρηματικήν αφετηρίαν εκ λιρών τουρκικών χρυσών πέντε».
Έχοντας λοιπόν ολοκληρώσει την εγκύκλιο μόρφωση στην Κομοτηνή συνεχίζει τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, στην περίφημη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1897-1903), όπου διακρίνεται για τις επιδόσεις και το ήθος του («... έλαβον πάλιν παναριστείαν διά το έβδομον έτος, το οποίον υπήρξεν επίπονον όσον και το έκτον...»).
Μετά το πέρας των σπουδών του και με τις συστάσεις του Μητροπολίτη Ξάνθης Ιωακείμ Σγουρού προς τον Μητροπολίτην Τραπεζούντος Κωνστάντιον Καρατζόπουλο, χειροτονείται αρχιδιάκονος στην Ιερά Μητρόπολη Τραπεζούντος, μετονομασθείς εις Χρύσανθο.
Διορίζεται καθηγητής των Θρησκευτικών στο Φροντιστήριο της πόλης και ιεροκήρυκας. Το 1904, σε ηλικία μόλις 23 ετών, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του Γενικού Επιτρόπου του Μητροπολίτου Τραπεζούντος, μητρόπολις που ήταν έδρα σημαντικού βιλαετίου, επωμίζεται νέες ευθύνες.
Οι επιτυχίες του στην επίλυση των προβλημάτων που προέκυπταν ανάμεσα στις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων (βίαιοι εξισλαμισμοί, αναίτιες διώξεις Ελλήνων κ.ά.), καθώς και οι αναμφισβήτητες διοικητικές του ικανότητες, ανυψώνουν το γόητρο του νεαρού Επιτρόπου, ο οποίος αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στις όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις της μητρόπολης.
«Και τας διακοπάς ταύτας διήλθον εν Κωνσταντινουπόλει χωρίς να δυνηθώ να επισκεφθώ την πατρίδα μου [...] Ελυπήθην και πάλιν πολύ, αλλ' υπεράνω παντός το καθήκον...».
Ο αναπάντεχος θάνατος της αγαπημένης του μητέρας τον Μάιο του 1905 τον βρίσκει στην Τραπεζούντα. «Ελυπήθην και εθρήνησα τον θάνατον της πικρώς, αλλ' εξηκολούθησα συγχρόνως το έργον μου και την Κυριακή εκήρυξα εν τω ναώ του Αγίου Γεωργίου Τσαρτακλή περί της κατά θεόν και κατ' άνθρωπον λύπης».
Ο θάνατος του Μητροπολίτη Τραπεζούντος δύο μήνες μετά, συγκλονίζει την πόλη. Ο Χρύσανθος καταβεβλημένος ήδη από το πένθος για την απώλεια της μητέρας του και θέλοντας να αποφύγει την εμπλοκή στη διαδικασία διαδοχής του, αρχίζει περιοδεία στα απομακρυσμένα μοναστήρια της μαγευτικής περιοχής του Πόντου: Άγιος Ιωάννης της Ιμέρας, Κρώμνη, οροπέδια του Παριάδρου (Παρχαρίων),Λιβερά, Ιερά Μονή Σουμελά, Μονή Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτου.
Κατά την επιστροφή του ο Χρύσανθος προσφωνεί τον νεοεκλεγέντα Μητροπολίτη Κωνσταντίνο Αράμπογλου εκ μέρους της κοινότητας: «... ευρίσκεις λοιπόν ερχόμενος ενταύθα κοινότητα κατά πάντα θαλεράν και ακμαίαν...».
Συνειδητοποιώντας ότι δαπανά όλη του τη δημιουργικότητα στις ολοένα αυξανόμενες υποχρεώσεις του (Έξαρχος Μονής Σουμελά, καθηγητής στο Φροντιστήριο Τραπεζούντος, Αρχιερατικός Επίτροπος) αποφασίζει, στο τέλος της σχολικής χρονιάς 1907, να παραιτηθεί από όλα του τα καθήκοντα για να αφοσιωθεί στο αντικείμενο που, επίσης, τον είλκυε και στο οποίο είχε διαπρέψει: να συνεχίσει τις ανώτερες σπουδές του στην «Εσπερία» και ειδικότερα στη Λειψία.
Τα έξοδα της εκεί παραμονής του εξασφάλισε από τους Τραπεζούντιους φίλους και στυλοβάτες της ελληνικής κοινότητας, Γεώργιο Φωστηρόπουλο και Κωνσταντίνο Θεοφύλακτο.
Πρώτος σταθμός η Βιέννη, όπου παρακολουθεί μαθήματα Φιλοσοφίας από τον διάσημο καθηγητή Wundr, Κανονικού Δικαίου από τον Zoom, Γλωσσολογίας από τον Bruggeman.
Γνωρίζει τον Γ. Σκληρό (Γεώργιο Κωνσταντινίδη) και συνδέεται φιλικά με τον ποιητή και συγγραφέα Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, ο οποίος και του αφιερώνει δύο ποιήματα («Σ' ένα δέντρο» και «Στο ίδιο δέντρο»), δείγμα της στενής ψυχικής επαφής και φιλίας που συνέδεε τους δύο άνδρες.
Στην Λειψία |
Άλλωστε, ο Χρύσανθος είχε πάντα σχέσεις με ανθρώπους του πνεύματος, ο Αθανάσιος Σουλιώτης — Νικολαΐδης, ο Δ. Γληνός, ο Ν. Πολίτης, ο Γ. Χατζιδάκις, ο περίφημος Άγγλος αρχαιολόγος Dawkins, ο Στέφανος και ο Ίωνας Δραγούμης, η Πηνελόπη Δέλτα, η οποία τον συμβουλευόταν για τη συγγραφή της Ζωής του Χριστού, ήταν μερικοί από εκείνους που ανήκαν στο στενό περιβάλλον του.
Είναι γνωστή η ευρύτητα πνεύματος, η βαθιά καλλιέργεια και η αγάπη του Χρύσανθου για την τέχνη. Διαβάζουμε στην Αυτοβιογραφία του:
«Καθ' όλον το διαρρεύσαν σχολικόν έτος μετέσχον της πλουσίας καλλιτεχνικής ζωής της Λειψίας, παρακολουθήοας εις το θέατρον την όλην σειράν των έργων του Wagner, τας περίφημους τότε οπερέτας της Βιέννης, την παράστασιν έργων των Schiller, Gothe, Ibsen από θιάσους πρώτης κλάσεως...».
Τα επόμενα χρόνια ο Χρύσανθος συνεχίζει τις σπουδές του στην Ελβετία (Λωζάννη), όπου είχε την τύχη να παρακολουθήσει μαθήματα Κοινωνιολογίας από τον Vilfredo Pareto, αλλά και χάρη σε μια σύμπτωση να γνωριστεί με τη μουσικολόγο Μέλπω Μερλιέ, ιδρύτρια του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών («...έκαστονΣάββατον... μετείχον ως ακροατής της προπαρασκευαστικής εκτελέσεως του μουσικού προγράμματος της Κυριακής.
Εξετελούντο έργα κλασικά και εισηγητής και ερμηνευτής ήτο η Ελληνις καλλιτέχνις Μέλπω Λογοθέτη και κατόπιν Merlier»).
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, Η ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΘΡΟΝΟ
Ο Χρύσανθος επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη το 1911. Αμέσως διορίζεται Αρχειοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και διευθυντής - αρχισυντάκτης της Εκκλησιαστικής Αλήθειας, του επίσημου δημοσιογραφικού οργάνου του Πατριαρχείου. Αυτή η περίοδος αποτελεί για τον μελλοντικό μητροπολίτη ένα στάδιο μύησης
στην εκκλησιαστική τάξη και παράδοση, όσον αφορά την εποπτεία των προβλημάτων της Εκκλησίας.
Με την Εκκλησιαστική Αλήθεια του δίνεται η ευκαιρία, δημοσιεύοντας πλήθος μελετών, αφενός μεν να προβάλει τις πολιτικές θέσεις που απηχούσαν τον ιδεαλισμό του, αφετέρου δε να επιβληθεί ως πνευματική και (μελλοντική) ηγετική προσωπικότητα.
Την επόμενη χρονιά, αρχιμανδρίτης πλέον, αποστέλλεται ως 'Εξαρχος στη Βενετία για να μελετήσει τα προβλήματα της εκεί ορθοδόξου κοινότητος.
Ο Χρύσανθος υποβάλλει διαφωτιστικό υπόμνημα υποδεικνύοντας τρόπους για να σωθεί η περιουσία της κοινότητας, την οποία εσκόπευε να σφετερισθεί η ιταλική κυβέρνηση.
Χαρακτηριστικό του πόσο σημαντικό κρίθηκε το παραπάνω υπόμνημα, είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε 35 χρόνια μετά στις οικουμενικές διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν την ειρηνευτική συνθήκη, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 18 Μαΐου 191 3, το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπακούοντας στα κοινά κελεύσματα κλήρου και λαού, εκλέγει τον Χρύσανθο Μητροπολίτη Τραπεζούντος.
Η Εκκλησία της Τραπεζούντος γνωρίζει στο πρόσωπο του άλλοτε νεαρού αλλά χαρισματικού διακόνου, έναν ιεράρχη - εθνάρχη, ο οποίος αναλαμβάνει καθήκοντα όχι μόνον ηθικού ποιμένος αλλά εμψυχωτή και συναγωνιστή στην προσπάθεια για την πνευματική και φυσική επιβίωση του λαού της δεύτερης, θετής του πατρίδας.
Η δεκαετής ποιμαντορία του Χρύσανθου συμπίπτει, δυστυχώς, με την τελευταία φάση του μακρόχρονου σχεδόν δισχιλιετούς βίου του ποντιακού Ελληνισμού.
Οι συνέπειες της κήρυξης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου μεταβάλλουν την περιοχή της Τραπεζούντος αλλά και ολόκληρο τον Πόντο σε πεδίο μάχης, όπου τα στίφη των Τούρκων ατάκτων επιδίδονται σε λεηλασίες και παντός είδους κακοποιήσεις εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού.
Ο μητροπολίτης, με τη διπλωματική οξύνοια που τον χαρακτήριζε, θεωρεί ότι για να σταματήσουν οι παραπάνω επιθέσεις οι Τούρκοι πρέπει να πεισθούν για την απόλυτη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων.
Το επιτυγχάνει σπεύδοντας να εγγυηθεί ο ίδιος στον γενικό διοικητή (βαλή) του νομού Τζεμάλ Αζμή Βέη και δίνει ανάλογες οδηγίες στους Έλληνες διοικητές των γειτονικών επαρχιών Ροδοπόλεως και Χαλδίας.
Χάρη στη δική του μεσολάβηση ματαιώνονται η εκτόπιση στα βάθη της Μεσοποταμίας, υπό δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες, τριακοσίων Ελλήνων (Ρώσων υπηκόων), καθώς και η μετακίνηση των περίφημων «εργατικών ταγμάτων» (amele taburu), που αποτελούνταν από Έλληνες υποχρεωμένους να ακολουθούν τον Στρατό, κυρίως προς το Ντιαρμπεκίρ και τα συριακά σύνορα και να δουλεύουν μέχρις τελικής εξοντώσεως σε βαριά έργα οδοποιίας.
Οι στρατευμένοι στα «τάγματα εργασίας» χριστιανοί δεν απομακρύνθηκαν από την Τραπεζούντα και ασχολήθηκαν με ελαφρές εργασίες, ενώ εξαιρέθηκαν από τη στράτευση καθηγητές, δάσκαλοι, ψάλτες, νεωκόροι και επίτροποι ναών.
Όμως ο Χρύσανθος οφείλει να δώσει λύση και σε ένα άλλο πρόβλημα: την κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές κοινότητες στις βουλγαροκρατούμενες επαρχίες των Βαλκανίων.
Ενώ οι διαπραγματεύσεις για σύναψη συμμαχίας μεταξύ της ελληνικής και της σερβικής κυβέρνησης προχωρούν, ο μητροπολίτης δημοσιεύει στην Εκκλησιαστική Αλήθεια της 1ης Ιουνίου 1913 ένα πύρινο άρθρο με τον τίτλο Αίμα και Πυρ, στο οποίο επιτίθεται με δριμύτητα εναντίον των Βουλγάρων καθώς, βάσει της Συνδιάσκεψης του Βουκουρεστίου, η Δυτική Θράκη κινδύνευε να αποδοθεί στη Βουλγαρία.
Η ΑΦΙΞΗ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ. Η ΗΓΕΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΗ
Τον Απρίλιο του 1916 οι Ρώσοι πλησιάζουν στην Τραπεζούντα. Οι τουρκικές αρχές αποχωρούν αναθέτοντας στον Χρύσανθο, ως προέδρου της προσωρινής διοικήσεως Ελλήνων και Τούρκων, τη διατήρηση της τάξης και την ασφάλεια του πληθυσμού, χριστιανών και μουσουλμάνων.
Ο μητροπολίτης υποδέχεται και προσφωνεί τον Μεγάλο Δούκα Νικόλαο Νικολάγιεβιτς, χρησιμοποιώντας την εξουσία και το κύρος του προς όφελος όλων των κατοίκων της Τραπεζούντας.
Ο Χρύσανθος προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο, αν και οι προσπάθειές του για τη διάσωση των άτυχων Αρμενίων παραμένουν άνευ αποτελέσματος, ενώ οι διωγμοί και η εξόντωσή τους (1915-1916) έχουν εξαγριώσει μεγάλο μέρος των Ρώσων στρατιωτών, πολλοί από τους οποίους ήταν αρμενικής καταγωγής.
Οι Ρώσοι τού αναθέτουν τη διοίκηση της πόλης εμπιστευόμενοι πλήρως τις διοικητικές και διπλωματικές ικανότητές του και διακρίνοντας στο πρόσωπο του τον εγγυητή της αρμονικής συμβίωσης Ελλήνων και Τούρκων.
Δίχως να κάνει καμία διάκριση ανάμεσα σε φυλή ή θρησκεία, ο Χρύσανθος επεκτείνει την κοινωνική δράση του στην περίθαλψη χιλιάδων προσφύγων (χριστιανών, μουσουλμάνων, ορφανών των Αρμενίων), καθοδηγώντας τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Τραπεζούντος και επιτυγχάνοντας την οικονομική αρωγή των Ποντίων της Ρωσίας και της ρωσικής κυβέρνησης.
Ως ηγέτης του ποντιακού Ελληνισμού το γόητρο του αυξάνεται, όταν τον Ιούλιο του 1917 ο Μέγας Δουξ Νικόλαος αναλογιζόμενος τις επιπτώσεις από την παράταση του Ρωσοτουρκικού πολέμου, του αναθέτει να εισηγηθεί στην τουρκική κυβέρνηση σύναψη ειρήνης, προσπάθεια η οποία δυστυχώς δεν ευοδώθη.
Το 1918 η ανακωχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αναπτερώνει το ηθικό των Ποντίων. Πιστεύουν ότι οι υποσχέσεις των συμμάχων και η διακήρυξη του Αμερικανού προέδρου Wilson «περί αυτοδιαθέσεως των λαών» θα πραγματοποιηθούν.
Στις αρχές του 1919 ο Χρύσανθος μεταβαίνει στο Παρίσι ως μέλος τριμελούς επιτροπής αποτελουμένης από τον τοποτηρητή του Οικουμενικού θρόνου Μητροπολίτου Προύσης Δωροθέου, τον Αλέξανδρο Παπά και τον ίδιο.
Η αποστολή αυτή εκπροσώπησε τον μικρασιατικό Ελληνισμό στη Διάσκεψη της Ειρήνης. Το 1920 ταξιδεύει στην Τιφλίδα της Γεωργίας εργαζόμενος για την επανασύσταση της αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της χώρας.
Από εκεί φθάνει στο Εριβάν, πρωτεύουσα της νεοσύστατης Αρμενικής Δημοκρατίας, όπου διαπραγματεύεται τη δημιουργία μιας Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας.
Επιστρέφοντας αντιμετωπίζει, όπως ήταν φυσικό, την οργή των Τούρκων και καταφεύγει για μεγαλύτερη ασφάλεια στην Κωνσταντινούπολη, η οποία βρισκόταν υπό την κατοχή των Συμμάχων.
Την 20ή Σεπτεμβρίου 1921 καταδικάζεται από το κεμαλικό Δικαστήριο Ανεξαρτησίας - το οποίο με συνοπτικές διαδικασίες είχε ήδη στείλει στην αγχόνη 69 Έλληνες προκρίτους από την Αμισό και άλλες περιοχές - ερήμην σε θάνατο.
Το 1922 ο Εθνάρχης αναγκάζεται να φύγει από την εγκαταλειμμένη από τους συμμάχους Πόλη και να εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου μόλις το 1926 ορίζεται αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Οι γνώσεις του για τα εκκλησιαστικά θέματα, η ευρυμάθεια, το ήθος και η αποχή του από κάθε μικρόψυχη πολιτικολογία («.. από χαρακτήρος και μορφώσεως απέχω να αναμειγνύομαι εις την μικροπολιτική...») εκτιμώνται από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία του αναθέτει πλήθος αποστολών.
Αλβανία (1927), Βελιγράδι, Βουκουρέστι, Βαρσοβία (1929), Άγιον Όρος (1929, 1930, 1935), Κύπρος (1931) είναι μερικές από τις επιτυχείς του ενέργειες για τη διευθέτηση ζητημάτων που προέκυπταν στις εκτός του ελληνικού χώρου Εκκλησίες.
Από το 1928 μέχρι και τον θάνατο του το 1949, ο Χρύσανθος εχρημάτισε πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του διεθνούς κύρους επιστημονικού περιοδικού «Αρχείον Πόντου» (1928), το οποίο εκδίδεται μέχρι σήμερα.
Τον Δεκέμβριο του 1938 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Στη σύντομη και εδώ αρχιεπισκοπική του ποιμαντορία έχει την ευκαιρία να δείξει τις διοικητικές του ικανότητες και τις αρετές ενός αληθινού ποιμενάρχη.
Στην ιταλική επίθεση που στέλνει στα αλβανικά βουνά πλήθος νέων στρατιωτών, αντιδρά ωσάν να ήταν ακόμη μητροπολίτης Τραπεζούντος, επιφορτισμένος με το ιερό καθήκον της διάσωσης, ή έστω ανακούφισης του ποιμνίου του.
Οργανώνει την Πρόνοιαν των Στρατευομένων, συλλέγει και διαθέτει για τις οικογένειες των στρατευθέντων σημαντική οικονομική βοήθεια, επισκέπτεται τραυματίες, αποστέλλει δέματα. Ακολουθεί καταιγισμός γεγονότων.
Αναφέρει ο Ανθιμος Α. Παπαδόπουλος:
«... Την αποφράδα ημέραν της 27ης Απριλίου 1941 έφθασαν αι ηρωτοπορίαι των Γερμανών εις τους Αμπελοκήπους.Ήδη όμως την 24ην του μηνός εκλήθη [ο Χρύσανθος] να μετάσχη ως πρόεδρος επιτροπής, η οποία θα παρέδιδεν επισήμως την πόλιν εις τους Γερμανούς.
Αλλ 'ο Ιεράρχης ηρνήθη ειπών: ο Αρχιεπίσκοπος δεν δέχεται να μετέχη εις επιτροπήν διά την παράδοσιν της πόλεως εις τον εχθρόν, έργον του Αρχιεπισκόπου είναι όχι να υποδουλώνη, αλλά να ελευθερώνει».
Πώς ήταν δυνατό να αντιδράσει με διαφορετικό τρόπο ο ιεράρχης, ο οποίος στον ενθρονιστήριο λόγο του ως μητροπολίτης Τραπεζούντος είχε διακηρύξει: «Προτιμώ ιπτάμενος ως αετός να πέσω ή έρπων να ζήσω».
Στο Συνοδικό της Αρχιεπισκοπής δέχεται όρθιος τον στρατηγό Φον Στούμερ, αρχηγό του Δευτέρου Σώματος Στρατού, τον οποίον ευθέως ερωτά γιατί η Γερμανία εκήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα.
Όπως ήταν φυσικό, αρνείται να ορκίσει τη γερμανοπρόβλητη κυβέρνηση: «Τι κυβέρνησιν αποτελείτε εσείς:Συνταγματικήν; Οχι, διότι δεν έχετε την εντολήν του βασιλέως. Επαναστατικήν; Αλλά δεν είσθε τοιαύτη... Είσθε κυβέρνησις, την οποίαν επι βάλλουν οι ξένοι κατακτηταί[...]».
Ο Χρύσανθος εκθρονίζεται στις 2 Ιουλίου 1941 και αποσύρεται σε ένα σπιτάκι της Κυψέλης, στον δρόμο που κατόπιν αιτήσεώς του ονομάστηκε οδός Σουμελά. Καθ' όλην τη διάρκεια της Κατοχής δεν έκανε ούτε ένα βήμα έξω από το σπίτι. Πάμπτωχος, συνετηρείτο χάρη στη γενναιοδωρία των φίλων του.
Θα αποτελούσε μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθούμε στην εκλογή του την 28η Νοεμβρίου 1939 ως μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Το τεράστιο συγγραφικό έργο του (πλήθος άρθρων στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, στην περιοδική έκδοση Κομνηνοί της Τραπεζούντος και άλλα έντυπα, η έκδοση δύο λόγων του Βησσαρίωνος από τη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, αλλά κυρίως η μνημειώδης εξ 900 σελίδων εργασία του για την Εκκλησία της Τραπεζούντος, την οποία εξέδωσε στη σειρά του Αρχείου Πόντου η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών) καταδεικνύει το μέγεθος της πνευματικής προσφοράς του.
Για τη μόρφωση και το εξαιρετικό ήθος του τιμήθηκε από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα. Η ομιλία του κατά την επίσημη υποδοχή από την Ακαδημία Αθηνών τη 10η Φεβρουαρίου 1940, με το θέμα «Εκκλησία και πολιτισμός εν τη καθ' ημάς Ανατολή», αποτέλεσε και την πρώτη ακαδημαϊκή του ανακοίνωση.
Πρόκειται για σημαντική μελέτη στην οποία διαγράφεται η ευρύτητα του πνεύματος του Χρύσανθου όσον αφορά την αποδοχή του ρόλου της αρχαιοελληνικής παράδοσης και της Εκκλησίας στην «καθ' ημάς Ανατολή».
«Ο ορθόδοξος ελληνικός χριστιανισμός απορροφά παν ό,τι είχεν η Ανατολή εις πάθος, δύναμιν και ενθουσιασμόν, η δε Εκκλησία υπό την έπίδρασιν του ελληνικού πνεύματος το άμορφον βάθος της ψυχής και ζωής και τέχνης των λαών της Ανατολής δαμάζει και διακοσμεί και διευκρινίζει εις τας αιθέριας και καθαράς και ιλαράς γραμμάς και μορφάς ελληνικής ψυχής και ζωής και τέχνης [...]».
Μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής ο ιεράρχης δεν επεδίωξε να επανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, για να μη δημιουργηθούν εσωτερικές ανωμαλίες και έριδες. Άλλωστε, η στάση της Πολιτείας, αλλά και της Εκκλησίας από την εποχή της απομακρύνσεώς του μέχρι της αποδημίας του ήταν πλήρως αδιάφορη.
Μόλις ένα μήνα πριν από τον θάνατο του, στις 28 Σεπτεμβρίου 1949, η Ιερά Σύνοδος αναγνώρισε τον Χρύσανθο ως τέως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών («κατ εκκλησιαστικήν οικονομίαν») και αυτό για τη στοιχειώδη οικονομική του ενίσχυση.
Τη θέλησή του «να γίνει απλή ανεπίσημος κηδεία δι' ενός μόνον ιερέως» είχε ανακοινώσει προφορικά στον Γεώργιο Ν. Τασούδη. Η τελευταία του όμως θέληση δεν εισακούσθηκε με το αιτιολογικό ότι «ο Χρύσανθος δεν ανήκεν εις την οικογένειάν του, αλλά εις το'Εθνος και την Εκκλησίαν».
Έγινε λοιπόν επίσημη κηδεία και του απονεμήθηκαν τιμές Αρχιεπισκόπου, τιμηθέντος με τον Μεγαλόσταυρο.
Ειρωνεία της τύχης; Απόδοση - την ύστατη έστω στιγμή - δικαιοσύνης.
Ό,τι και να υποθέσουμε, γεγονός είναι ότι δεν ήταν γραφτό να εισακουσθεί η τελευταία επιθυμία εκείνου του οποίου ο βίος αποτέλεσε προσφορά και εκπλήρωση ενός χρέους στο ποίμνιο, την πατρίδα, την ιδέα της ελευθερίας, στη συμφιλίωση των λαών.
Οταν ανοίχθηκε η διαθήκη του, με την οποία διέθετε τα ελάχιστα κινητά υπάρχοντά του, διαβάστηκε και ο παρακάτω κωδίκελλος:
«...Όταν ευδοκήση να με καλέση ο Κύριος παρ' αυτώ, παρακαλώ ίνα η κηδεία μου τελεστεί εν στενωτάτω κύκλω και υπό ενός μόνον ιερέως [...].
Η θέλησή μου αύτη παρακαλώ να εφαρμοσθή πιστώς και ακριβώς.
Εν Αθήναις τη 25 Νοεμβρίου 1941
Ο Αθηνών Χρύσανθος
Βερονίκη Δαλακούρα-Καμάρα
Δρ. Ανθρωπογεωγραφίας-Ερευνήτρια
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
*Στ. Κανονίδης, Χρύσανθος Φιλιππίδης, Νεώτερον Eγκυκλοπαιδικών Λεξικόν «Ηλίου», τόμ. 18σ. 759-760.
*Οδ. Λαμψίδης, Γ. Σκληρός και Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης, Τα Ιστορικά, «Ελευθεροτυπία», τχ. 23 (Δεκ.
1995), σ. 351 -368, τόμος δωδέκατος.
*«Το περιοδικό της Τραπεζουντος « Οι Κομνηνοί», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμ. 11(1995-96) σ. 239-265.
* Θεοκλ. Α. Στράγκας, Αρχιμανδρίτης, Εκκλησία της Ελλάδος. Ιστορία εκ πηγών αψευδών 1817-1967,τόμος Δ!, Αθήνα 1972.
*Γεώργιος Ν. Τασούδης (επιμ.) Βιογραφικαί Αναμνήσειs του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου του από Τραπεζούντος, 1881- 1949, Αθήναι 1970.
*Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος, η εθνική και εκκλησιαστική δράσις του 1926-1949. (Εκ του αρχείου του), Αθήναι 1972.
*Χρύσανθος, Μητροπολίτης Τραπεζούντος, Η Εκκλησία της Τραπεζούντος, εν Αθήναι 1933.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου